Άρθρο: Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Κοινωνιολόγος
Επιμέλεια: Μαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος
Φιλόλογος
Τους πρώτους μήνες λέγαν οι παλιές πρέπει να το κρατάς κρυφό, μέχρι να ανέβει το μωρό για τα καλά σε αυτή την “τσουλήθρα” που το ρίχνει στον έξω κόσμο. Οι προληπτικές το ρίχνουν στο μάτι- αχ όλο στο κακό πάει αυτός ο νους- κι οι άλλες που’ χουν ξεφυλλίσει δυο περιοδικά ιατρικής, αραδιάζουν επιστημονικά μισόλογα που ανάθεμα κ αν τα καταλαβαίνουν οι ίδιες.
Κι εγώ ένα τόσο δα πλασματάκι, με ροζ τσιμπιδάκια πιο πολλά κι από τις τρίχες της κεφαλής μου, το’ χα σφυρίξει σε ολόκληρο το νηπιαγωγείο πως έρχεται αδερφάκι. Την είχα βάλει και στις ζωγραφιές μου και το σπιτάκι το έκανα μεγαλύτερο με την ξυλομπογιά. Στο παιχνιδόσπιτο του νηπίου, οι κούκλες γελούσαν και οι τοίχοι μου ερχόταν πως είχαν ρωγμές που έμοιαζαν με χαμόγελα. Μπορείς να κρατήσεις μυστικό αν ο κόσμος όλος γελάει με τα μαντάτα;
Σε θυμάμαι να κλωτσάς τη μάνα κι εμένα να της λέω να βιαστεί να σε βγάλει, γιατί μάλλον δε βολεύεσαι εκεί μέσα. Ήρθες, μα η φαντασία μου δεν οργίαζε τόσο για να σε κάνει τόσο όμορφη όσο ήσουν, σε είχαν αδικήσει οι ζωγραφιές μου…
Έγινες ξαφνικά το κέντρο του κόσμου. Όλοι είχαν να μιλάνε για τον άγγελο με τα ξανθά μαλλάκια που εμφανίστηκε στη γη και δώσ’ του κι οι συγκρίσεις με μένα που γεννήθηκα μελαχρινή σαν τσιγγανάκι. Στα χέρια των επισκεπτών δυο δώρα πάντα, ένα τεράστιο για σένα και ένα μικρό να μη γκρινιάζω, που το άφηναν στον καναπέ να το πάρω μονάχη. Η μαμά με είχε ξεχάσει φαίνεται, μα υπήρχε ο μπαμπάς που μου’ χε ακόμη αδυναμία και είχε το ταλέντο να μου λιγοστεύει εκείνο το αίσθημα της ζήλειας που με είχε κατακυριεύσει.
Πώς περνούσαν τα χρόνια, πόσο γρήγορα παίρναμε μπόι και θυμίζαμε γυναίκες.. Κανονικές αδερφές είχαμε γίνει, με μένα να τα χάνω μπροστά στο θέαμα σου και σένα να με μιμείσαι άθελα σου, ακολουθώντας κατά γράμμα τη δική μου συμπεριφορά. Χατίρι κανείς δε σου χαλούσε, ούτε κι εγώ που όσο κι αν με έπιαναν παράπονα για τα προνόμια σου, κάθε νύχτα στην προσευχή μου ευχαριστούσα το Θεό που υπήρχες, που θα γυρνούσα απ το σχολείο και θα σε αντίκριζα στο σαλόνι να χαζεύεις Μαριμάρ και να με περιμένεις με το αγαπημένο μου ποπ κόρν. Σου έγραφα τραγούδια και σαν κοιμόσουν βαριά τα έπαιζα στην κιθάρα, μην τύχει και με ακούσεις και μου βρεις κάποιο ψεγάδι, που δε θα ήμουν ικανή να στο ανταποδώσω αφού είχες σε όλα σου ξεπεράσει την τελειότητα… Ήσουν εσύ που κρατούσες τη σημαία στο σχολείο, εσύ που κέρδιζες σε όλους διαγωνισμούς κι εγώ αυτή που κόπιασε να μπει στο Ωδείο, γιατί όταν έπιανα την κιθάρα και ξεκινούσα, ακόμη κι οι πιο σκληροί, οι απάνθρωποι θα λύγιζαν. Θυμάμαι στις συναυλίες μου δακρυσμένη να σε ψάχνω στο κοινό κι εσύ να τρέχεις προς το τέλος, φουσκωμένη από καμάρι σαν παγώνι να φωνάζεις πως είμαι η μεγάλη σου αδερφή.. Με θαύμαζες. Με αγαπούσες τελικά…
Δεν άργησε η μέρα που στο σπίτι είχαμε γιορτή και φτιάχναμε γλυκά για να κεράσουμε τη γειτονιά, μιας κι είχες από τις πρώτες μπει στην Ιατρική κι εγώ ντυμένη με τις ανασφάλειες μου έπαιρνα το κάθε σχόλιο σα μπηχτή, που δεν κατάφερα ποτέ να «πάρω» τα ρημαδογράμματα και κατέληξα με μια κιθάρα να διψάω για δόξα. Εσύ ήσουν πάντα τέλεια, το μόνο που δε μπόρεσες ήτανε ν’ αποτύχεις έστω και μια στιγμή… Μα με αγαπούσες. Γεμάτες οι ντουλάπες σου φωτογραφίες με τα κορίτσια, μα εμένα σήκωνες τις νύχτες για να σπάσεις από θυμό και πόνο, σε εμένα μιλούσες για τα πιο ένοχα σου μυστικά, σε εμένα ερχόσουν σα βρεγμένη γάτα να μου πεις πως είχα δίκιο.. Κι ας μ έβριζες κάθε φορά…
Αυτή η σκιά σου όμως με ακολουθούσε, ώρες ώρες με σκέπαζε… Σε ζήλευα έλεγαν όλοι, άλλοι μπροστά άλλοι πίσω μου, μα τα κοφτερά μαχαίρια έβγαιναν όταν το λεγες εσύ, πάνω στα καυγαδάκια μας όταν θαρρούσες πως οι συμβουλές μου πήγαζαν από τις ανασφάλειες που έσκαγαν σαν έβλεπαν τι είχες καταφέρει.
Κανείς δε μ΄ άκουγε, κανείς. Κανείς δεν έβλεπε το πρόσωπο μου τις στιγμές που μιλούσα για σένα, κανείς δεν ήξερε την αγωνία μου κάθε φορά που ξενυχτούσες πάνω από τα πελώρια βιβλία σου, το φόβο όταν σε τσάκωνα να αλλάζεις συνολάκια και μυριζόμουν τους νεαρούς που σε περικύκλωναν… Κανείς δε φανταζόταν πως έτρεμαν τα πόδια μου όταν έκαιγε μέρες το μέτωπό σου.
Κι αν κάποιες στιγμές έβγαινε το φίδι της ζήλειας από μέσα μου, που ήσουν τόσο όμορφη και άγγιζες την κορυφή, το σκότωνες εσύ με αυτό το θαυμασμό που έδειχνες για μένα… Για κάποια κομμάτια μου που θα θελες να είχες και κάποια δικά σου που μισούσες μα τα ήθελα εγώ… Κι άλλα τόσα που θα έρχονται και θα μας βάζουν στο ίδιο παράλογο σκεπτικό.
Λένε σε ζηλεύω, λένε όσοι δεν ένιωσαν πως οι αδερφές ποτέ δε θα’ ναι αγνά αγαπημένες… Μα πώς να ζηλέψω τη μικρή μου, που όπως κλώτσαγες τη μάνα, χίλιες φορές πιο δυνατά κλωτσάω όποιον κάνει τα μεγάλα σου μάτια να δακρύσουν…
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.