«δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους…»
Ο Γεράσιμος Λόντος καθόταν συχνά στο καφενείο Πύλης και Αλκιβιάδου γωνία. Αν τον περιέγραφες, αν τον έβλεπες ας πούμε στον δρόμο, θα έλεγες πως ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος με ημιεπίσημο ντύσιμο και γυαλιά.
Περπατούσε σκυφτός, πάντα αργά, προσέχοντας όχι μην χτυπήσει ο ίδιος μα μήπως ξαφνικά ακούσει κάτι άπιαστο, κάτι αόρατο παντού γύρω του να ραγίζει.
Είχε τη συνήθεια να μαζεύει γυαλιά. Τις προάλλες που έπεσε ένα μηχανάκι στη βιτρίνα του καφενείου έμεινε μέχρι το βράδυ μαζεύοντας τα σπασμένα τζάμια.
Φορούσε από καιρό πια γυαλιά με πλαστικούς φακούς μα έλεγε πως είχε κρατήσει και τα παλιά του –εκείνα που ήταν από τζάμι κανονικό– και ας είχαν ραγίσει και αυτά τότε που έπεσε από τις σκάλες.
Παράξενος άνθρωπος. Δεν μπορούσαμε να τον συνηθίσουμε και ας έλεγαν πως ήταν ο παλιότερος στη γειτονιά.
Σπάνια μιλούσε.
Τον έβλεπες όμως –όταν σιγουρευόταν πως μονάχα οι λίγοι που γνώριζε από χρόνια είχαν ξεμείνει– να μιλά. Να μιλά μόνος του, νομίζοντας όμως πως τον ακούει κάποιος οικείος, κάποιος γνωστός. Να μιλά μόνος του ρίχνοντας μια ματιά κατά την πολυκατοικία που χτιζόταν λίγο πιο πέρα και κατά τη μεγάλη σκάλα στο τέρμα του δρόμου. Να μιλά μόνος του κοιτώντας την πρασινάδα που αναδεύοταν μέσα από την υγρασία στο τσάκισμα του πεζοδρομίου.