Τι ακριβώς «καταλαβαίνουν» από την ποιητική ουσία του αρχαίου δράματος οι θαυμαστές του; Καταλαβαίνω ένα έργο Τέχνης σημαίνει ότι το συσχετίζω με τις εμπειρίες και τις σκέψεις μου, τους καημούς και τις λαχτάρες μου και, επειδή ανακαλύπτω μέσα στα σύμβολα του μια δική μου «οικειότητα» μαζί του, αισθάνομαι ικανοποίηση που επικοινωνώ με το νόημά του και μπορώ να διατυπώσω με την τέλεια «γλώσσα» του ό,τι δεν είχα κατορθώσει ως τώρα να εκφράσω με τα ψελλίσματά μου – έναν οραματισμό και μιαν ελπίδα, ένα πρόβλημα που πάει να διαβρώσει την ψυχή μου ή μια λύση που αρχίζει να σχηματίζεται μέσα στο σκοτάδι και να φωτίζει τη ζωή μου. Φέρνουν άραγε τόσο κοντά τους οι άνθρωποι της εποχής μας την αρχαία τραγωδία, ή πηγαίνουν τόσο κοντά της, ώστε να μπορεί να ειπωθεί για όσους λέγουν ότι την «αγαπούν» (ή δραματικότερα, ότι τη «χρειάζονται») πως πραγματικά την καταλαβαίνουν;...
Ας θέσουμε πιο συγκεκριμένα την απορία μας: τι άραγε μπορούν να καταλάβουν από την περιώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, τις Βάκχες, όσοι χειροκροτούν μ’ ενθουσιασμό την παράστασή της.
Συνοψίζω την «υπόθεση» του δράματος: Η οργιαστική λατρεία του Διονύσου έχει από τις ασιατικές χώρες και τη Θράκη εισβάλει στην Θήβα, όπου οι θεοπαρμένες γυναίκες, με πρώτες και καλύτερες του ιερού θιάσου τη μητέρα του βασιλιά, Αγαύη, και τις αδερφές της, άρπαξαν τον «θύρσον» και βγήκαν έξαλλες στον Κιθαιρώνα, για να παραδοθούν (μακριά από τα μάτια των αντρών) στις μυστικές τελετές τους. Ο βασιλιάς Πενθέας που έχει εξαφθεί από το θυμό του γι’ αυτή την ομαδική μανία των Θηβαίων γυναικών και υποψιάζεται ότι η βακχεία τους εκδηλώνεται με άλλου είδους ασχημίες, αποφασίζει (παρακινημένος από τον ίδιο το θεό Διόνυσο που θέλει να τον τιμωρήσει για την ασέβειά του) να μεταμφιεστεί σε γυναίκα, ν’ ανεβεί στο βουνό και κρυμμένος στο δάσος να παρακολουθήσει τα βακχικά όργια. Εκεί όμως γίνεται αντιληπτός από τις μαινάδες και αυτές με κορυφαία την Αγαύη ορμούν καταπάνω του και τον κατασπαράζουν. Η δύστυχη μάνα (που ο θεός είχε θολώσει το νου της) εμφανίζεται στη σκηνή κρατώντας τον θύρσο και απάνω του κρεμασμένο το ματωμένο κεφάλι του γιου της. Το επιδείχνει πιστεύοντας ότι έχει σκοτώσει ένα ωραίο τριχωτό λιονταράκι … Έως ότου συνέρχεται, βλέπει τη «μαύρη αλήθεια» και θρηνολογεί σπαραχτικά. Ο Διόνυσος έχει εκδικηθεί την οικογένεια του Κάδμου που συκοφάντησε τη μητέρα του Σεμέλη ότι δεν τον είχε γεννήσει με το Δία, αλλά τον έφερε στον κόσμο μ’ έναν άνομο έρωτα της.