
« Για κοπιάστε και καθήστε πλάϊ στο τζάκι το ζεστό,
παραμύθι να αρχινήσω, παραμύθι να σας πώ......
Μιά φορά κι έναν καιρό........Μιά φορά κι έναν καιρό...........»
Μιά φορά κι έναν καιρό, άνθρωποι και ζώα είχαν μιλιά και κουβέντιαζαν μεταξύ τους. Έτσι κι εκείνη τη βραδιά πού μπήκε ο Μπαρμπα-Στάθης στο αχούρι να ταϊσει το γαϊδαράκο του τον Κίστο, τον βρήκε ανήσυχο και τρομαγμένο και του ’πιασε αμέσως κουβέντα:
- Τί είναι Κίτσο μ’ και τεντώνεις τ’ αυτιά σου και χτυπάς τα πέταλά σου στο χώμα; Τί βλέπεις, πού εγώ δεν το βλέπω; Τι ’ναι αυτό πού εγώ δεν αφουγκράζομαι και ’σύ ακούς; Έλα πές το στο φίλο σου πού τόσο σε αγαπάει......Εσύ ξέρεις πως άλλον από ’σένα δεν έχω ! Οι δυό μας απομείναμε σε τούτο τον κόσμο !
- Τα καλικαντζούρια, Μπαρμπα-Στάθη, ακούω πού έρχονται από τα μέσα τής γής. Αυτά φοβούμαι........ Γιατί δεν κάνουν άλλη δουλειά, από το να σε σκανταλίζουν και να σε πειράζουν. Ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο, καβάλα στο κουτσό γαϊδουράκι τους, με νταούλια και βιολιά και κάνουν τού κόσμου το σαματά !
Αλήθεια δεν τ’ ακούς καθόλου ;;; Όπου να’ναι θα βγούν από την τρύπα τής γής κι αλοίμονό μας τί έχουμε να τραβήξουμε 12 μέρες !!! Θα τριγυρνούν ανεμπόδιστα και θα κάνουν ό,τι τούς κατεβαίνει. Αυτά, αφεντικό, δεν έχουν μυαλό στο κεφάλι τους. Το μόνο πού θέλουν είναι καυγάδες και να σε κάνουν να χορέψεις μαζί τους. Δεν θυμάσαι τί έκαναν πέρσι στην Πλούμπω, την πρωτότοκη τού κύρ-Διαμαντή; Ευτυχώς πού κατάφερε να τους ξεφύγει. Και τη δική μου ουρά κέθε χρόνο τη μαδάνε.Σε λίγο θα λαλήσει ο κόκορας μεσάνυχτα κι αύριο πού ξημερώνουν τα Χριστούγεννα, θα πεταχτούν απάνω και ποιός την πληρώνει.