Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Όχι φίλε, δεν είμαι άντρας, μη σε μπερδεύει η όψη μου, λάθος κάνεις. Κι απόψε, όπως και χθες, όπως και πάρα πολύ καιρό τώρα, εγώ είμαι ένας λύκος, άγριος και μαύρος!
Τι, δεν με πιστεύεις; Γέμισε το ποτήρι σου, άναψε τσιγάρο και κάτσε να σου πω δυο κουβέντες αντρικές, όμως σε παρακαλώ, όταν τελειώσω φύγε κι άσε με μόνο μου.
Είναι κάτι κούφια λόγια ρε φίλε, που τα ρημάδια για πάντα λόγια μένουνε, κι ύστερα μεταμορφώνονται σε στοιχειά απόκοσμα, κι έρχονται κάθε βράδυ ακάλεστα στο κρεβάτι σου, κάνοντας τόση πολύ φασαρία, που σου είναι εντελώς αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Είναι κάτι αγκαλιές καρντάση μου, που χάθηκαν και θάφτηκαν στην σκόνη, και σαν βελόνες σου τρυπάνε το κορμί από την στέρηση, κι εσύ μένεις μαζεμένος κουβάρι σε μια γωνιά, να εκλιπαρείς για μια λύτρωση από τους αφόρητους και τους φρικτούς σου πόνους.
Είναι κάτι ανεξίτηλες εικόνες που σου τρελαίνουν το μυαλό, και σε κάνουν να χάνεις την αίσθηση του τι είναι αληθινό και τι φανταστικό. Κάτι εικόνες φερμένες από το παρελθόν, που σε πετάνε στον αέρα, που σε κάνουν να μη σε χωράει το σπίτι και να παίρνεις τους δρόμους χωρίς προορισμό, που σε κάνουν να μοιάζεις με αυτοεξόριστο και πρώην έκπτωτο Άγγελο, που πια κατάντησε αλήτης.