Ο Γιώργος ανασηκώνει το κεφάλι του, πετώντας τα μεταξένια σκεπάσματα στο πλάι και με νωθρές κινήσεις, ανακάθεται στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Χασμουριέται και σηκώνει ψηλά τα χέρια του τεντώνοντας το κορμί του να σκάσουν οι αρθρώσεις.
Κλείνει νωχελικά το αιρ κοντίσιον που λειτουργούσε όλη νύχτα και βγάζει προσεκτικά τη "σπασμένη" κάρτα της nova από τον αποκωδικοποιητή, σβήνοντας την τεράστια τηλεόραση plasma.
Στην κουζίνα επικρατεί πεδίο μάχης, με τη σύζυγο να παλεύει με τα δυο μικρά θηρία, προσπαθώντας να τα τιθασεύσει και να τα πείσει να φάνε το πλούσιο πρωινό με τα δημητριακά και τους χυμούς.Δυο τρεις γουλιές του αρωματικού Γαλλικού καφέ και μια γερή ρουφηξιά από το Marlboro, και με αγχώδεις κινήσεις, ετοιμάζει τους σάκους των παιδιών για το σχολείο.
Η μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κλείνει τρίζοντας πίσω από το ογκώδες οικογενειακό στέισον-βάγκον, ενώ ο μεγαλόσωμος Ντικ, ξεπροβοδίζει την οικογένεια, που αναχωρεί, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του σέρνοντας την αλυσίδα, που τον τυλίγει.
Κατηφορίζοντας τον καλντεριμένιο δρόμο προς το κέντρο του χωριού, χαιρετούν τους φίλους και γνωστούς, που όλοι σαν καλοκουρδισμένα στρατιωτάκια, κινούνται με βιαστικά βήματα για τις δουλειές τους.
Στη μεγάλη στάση με τα πλεξιγκλάς συνωστίζονται πολλές γυναίκες, φορώντας άσπρες στολές, κρατώντας παραμάσχαλα σάκους και τσάντες. Περιμένουν το λεωφορείο, που θα τις μεταφέρει στα εργοστάσια κονσερβοποιίας, μεσούντος του καλοκαιριού, μιας και η παραγωγή φέτος είναι πλούσια.
Στο βάθος διακρίνονται τρία λεωφορεία να ανεβαίνουν αγκομαχώντας προς τη στάση. Μπορείς να διαβάσεις τα logo των εταιρειών: ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,KRONOS, XENIA, EKOP.
Λίγα μέτρα παρακάτω μια μεγάλη ομάδα αντρών, ντυμένοι με ρούχα και φόρμες εργασίας, καπνίζουν αρειμανίως τσιγάρα, και έχοντας κάνει δυο τρία πηγαδάκια, συζητούν μεγαλόφωνα για τη χθεσινοβραδυνή τηλεοπτική κόντρα ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Κάποιοι άλλοι έχουν βάλει στο κέντρο τον μπάρμπα Πέτρο και κάνουν καζούρα με τις γαργαλιστικές σεξουαλικές του εξιστορήσεις. Περιμένουν όλοι τους τα οχήματα του δασαρχείου, που θα τους μεταφέρει στα βουνά της περιοχής, όπου εργάζονται στα "τεχνικά έργα". Μπορείς να μετρήσεις περισσότερους από πενήντα εργάτες.
Κατηφορίζοντας προς την "κάτω στάση", συναντούν άλλο ένα μεγάλο μπουλούκι από γυναίκες, ο Γιώργος τις υπολόγισε 70-80, που περιμένουν κι αυτές το λεωφορείο για το εργοστάσιο του Θωμαίδη, μια τεράστια βιομηχανία επεξεργασίας ρούχων της περιοχής, που "ταΐζει" πολλές οικογένειες της επαρχίας.
Στο δρόμο προς την πόλη, λίγο έξω από το χωριό, μια πολύβουη αλυσίδα από κάθε λογής μηχανάκια και παπάκια, που τα οδηγούν νεαρά παιδιά, αναστατώνουν τον τόπο με τις σούζες και τις ξεχαρβαλωμένες εξατμίσεις. Κατευθύνονται όλοι προς τις δεκάδες βιοτεχνίες επεξεργασίας ξύλου, που είναι διάσπαρτες στην περιοχή και λόγω φόρτου εργασίας προσφέρουν δουλειά-χαρτζιλίκι σε όποιον επιθυμεί. Το καλοκαίρι είναι στα φόρτε του και οι παραγγελίες υπέρογκες για τελάρα, παλέτες και τακίμια.
Αφήνοντας πίσω την κατοικημένη περιοχή και διασχίζοντας τον κάμπο, ο Γιώργος μπορεί να διακρίνει πίσω από τα φιμέ τζάμια του αυτοκινήτου, πάμπολλες σκυμμένες φιγούρες διάσπαρτες στα καπνοχώραφα της περιοχής. Άνδρες γυναίκες, ακόμη και μικρά παιδάκια φορώντας ελαφριά πουκάμισα, με μαυρισμένα χέρια συλλέγουν το πολύτιμα καπνόφυλλα, τινάζοντας κάθε τόσο τις ρίζες των φυτών, για να φύγει η πρωινή υγρασία από πάνω τους. Κάποιος ξερακιανός άντρας, φορώντας ψηλές μαύρες γαλότσες, κρατώντας μια μεγάλη τσάπα στον αριστερό του ώμο, κατευθύνεται προς την κεντρική πομόνα, για να πάρει το νερό να ποτίσει τα καλαμπόκια του.
Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς τα πίσω, στις ράχες του ψηλού βουνού, στα "Γράμματα" και στη "Μπάϊνα", παρατηρεί κοπάδια από αιγοπρόβατα και γελάδες, που συμπληρώνουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, σαν σκακιέρα στο καταπράσινο τοπίο.
Τεράστια τετραξονικά φορτηγά γράφοντας στις καμπίνες τους ΝΑΟΥΣΑ, ΤΡΙΚΑΛΑ, ΑΡΙΔΑΙΑ, κατευθύνονται προς το χωριό, με απώτερο προορισμό τα "Τσαίρια", όπου τους περιμένουν τα φρεσκοκομμένα ξύλα οξιάς, για να τα μεταφέρουν στις μεγάλες βιομηχανίες.
"Μια τεράστια μυρμηγκοφωλιά, μια ολόκληρη καλολαδωμένη μηχανή, με ευτυχισμένα γρανάζια" σκέφτεται ο Γιώργος, βλέποντας όλο αυτό το ανθρώπινο μελίσσι, να δουλεύει ανέμελα με χαμογελαστά πρόσωπα, με όνειρα, με σχέδια για το μέλλον, με στόχους και οράματα. Κλείνοντας τη βαριά πόρτα του αυτοκινήτου του, συνοδεύει τα παιδάκια του μέχρι την είσοδο του σχολείου και κατευθύνεται προς το γραφείο του, όπου τον περιμένει μια στοίβα έγγραφα προς διεκπεραίωση.
Τέσσερις το απόγευμα και με την κούραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, μπαίνει στο σαλόνι του σπιτιού του, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο και θρονιάζεται στον αναπαυτικό καναπέ του, ανακουφισμένος και με την ικανοποίηση να πλημμυρίζει το μειδίαμα του. "Άλλη μια μέρα πέρασε, δόξα τω Θεώ" σκέφτεται και ακουμπάει το κεφάλι του στο χοντρό μπράτσο του καναπέ.
Δέκα το βράδυ και μετά από δυο ξένοιαστε ώρες χαράς , παιχνιδιών και τρελού κυνηγητού στη μεγάλη καταπράσινη αυλή με τα δυο "θηριοτροφεία" του, ο Γιώργος, γεμάτος από συναισθήματα ευφορίας και αγαλλίασης, δίνει δυο γλυκά φιλιά στα αγγελούδια του, καληνυχτίζοντάς τα. Γλυκοφιλάει και τη σύντροφό του και κλείνει ευτυχισμένος τα μάτια του, ψιθυρίζοντας μια προσευχή.
"Ντριιιιιιινγκ"....ο στρυφνός ήχος από το ξυπνητήρι, πιστό στο ραντεβού του χτυπάει εκνευριστικά, δείχνοντας 6.30 το πρωί. Ο Γιώργος ανοίγει σαστισμένος τα μάτια του διάπλατα, νιώθοντας πως το στομάχι του έχει δεθεί κόμπος. Καταϊδρωμένος σκουπίζει με τον αγκώνα του το πρόσωπο και τρίβει τα μάτια του να συνειδητοποιήσει τον τόπο και τον χρόνο.
"Να πάρει ο διάολος" μονολογεί. "Όνειρο έβλεπα, αναδρομή, είκοσι χρόνια πίσω".
Σηκώνεται και ανοίγει διάπλατα τα παντζούρια για να μπει καθαρός αέρας, περισσότερο για να συνέλθει από το σοκαριστικά ευχάριστο όνειρο, που είδε. Ρίχνει μια ματιά έξω στο σκυλόσπιτο του Ντικ, που πια δεν υπάρχει. Βγαίνοντας στη κουζίνα τον περιμένει ο ελληνικός καφές, που του ετοίμασε η εικοσάχρονη πλέον κόρη του. Η μητέρα λείπει από τα χαράματα, πήγε να πιάσει σειρά να χτυπήσει την κάρτα ανεργίας. Στο τραπέζι ένα μάτσο από λογαριασμούς, τακτοποιημένοι με χρονολογική σειρά, και παραδίπλα μερικά χαρτονομίσματα. Με γρήγορες κινήσεις ο Γιώργος, παίρνει δυο λογαριασμούς και διπλομετρώντας τα χαρτονομίσματα σηκώνεται για να φύγει.Το παλιό πλέον αυτοκίνητό του, μετά από πέντε λεπτά άρνησης να πάρει μπροστά, ξεκινάει και ο 45ρης Γιώργος αναχωρεί.
Στη διαδρομή προς την τράπεζα, επηρεασμένος από το χθεσινό όνειρο, ρίχνει επίμονες ματιές, να δει τους εργάτες, τις γαζώτριες, τους "κορδελάδες", τα τεράστια Τρικαλινά φορτηγά. Τίποτα! Όλη εκείνη η κοσμοχαλασιά που επικρατούσε, έχει εξαφανιστεί. Τα εργοστάσια έκλεισαν το ένα μετά το άλλο. Οι αγρότες χορτάτοι από τις επιδοτήσεις, παράτησαν τα καπνοχώραφά τους. Τα λεωφορεία από τις κονσερβοποιίες σταμάτησαν να έρχονται. Τα πηγαδάκια με τους δασεργάτες "στέρεψαν", όπως στέρεψε και η τοπική οικονομία. Μόνο ο μπάρμπα Πέτρος παραμένει ο ίδιος, υπερήλικας πια, να κάθεται με δυο τρεις γερόντους στις ψάθινες καρέκλες του καφενείου, κάτω από το πλατάνι και να τους "παραμυθιάζει" με τα ερωτικά του κατορθώματα. Ασυναίσθητα ρίχνει μια ματιά στις ψηλές πλαγιές του βουνού και μόλις μετά βίας ξεχωρίζει καμιά δεκαριά άσπρες βούλες από ένα μικρό κοπάδι προβάτων.
Συνειδητοποιώντας την ωμή τραγική πραγματικότητα, και την εξουθενωτική κρίση, που πλάκωσε στον τόπο σαν "κατάρα", κάνει το σταυρό του και μονολογεί:
"Πώς τα καταφέραμε έτσι Θεέ μου;"... και συνεχίζει το δρόμο του προς την τράπεζα να πληρώσει τους ανεξόφλητους και διαμαρτυρημένους λογαριασμούς του, χαμένος στις σκέψεις του και τα χιλιάδες αναπάντητα ερωτηματικά.
Αφιερωμένο σε όλους μας, πολίτες, πολιτικούς με την συμβουλή να βουτήξουμε στα βάθη του νου μας και να συλλογιστούμε.
promahi-nea
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.