Τα κομποσκοίνια ή πατερημά, τα «δεητικά στεφάνια της Παναγιάς», αποτελούν την Ορθόδοξη εκδοχή των προσευχηταριών και κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στο 320 μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, όπως την καταγράφει ο Άρης Ευαγγελινός, «ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε τον Όσιο Παχώμιο (ιδρυτή του πρώτου μοναστηριού στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου) στον ύπνο του και του υπέδειξε λύση στο πρόβλημα της αυτοσυγκέντρωσης κατά τη διάρκεια των προσευχών, όπως και στην αρίθμηση των δεήσεων και των ευχών που η κάθε προσευχή έπρεπε να περιέχει. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είχε μαζί του ένα μεταξωτό σχοινί και άρχισε να πλέκει το σχοινί αυτό σε κόμπους, τον έναν κοντά στον άλλο, με περισσή δεξιοτεχνία και σύμφωνα με κάποιο σχέδιο περίτεχνο που εκείνος γνώριζε. Τον κάθε κόμπο αποτελούσαν εννέα πλεγμένοι Σταυροί για να θυμίζουν τα εννέα Τάγματα των Αγγέλων. Έδεσε λοιπόν 33 κόμπους και με τον τελευταίο ένωσε τις δύο άκρες του νήματος σε κύκλο. Σ’ αυτό το σημείο, έπλεξε ένα σταυρό από κόμπους που έφτιαξε ακολουθώντας την ίδια τεχνική και παρέδωσε το εργόχειρο στον Παχώμιο».
Οι Ορθόδοξοι αποδίδουν στο κομποσκοίνι πνευματική υπόσταση, δεν το αντιμετωπίζουν μόνο ως «βοήθημα προσευχής». Έχει χαρακτήρα συμβολικό που υπενθυμίζει στον ευλαβή να ζει μια ασκητική και σοβαρή ζωή, σε συνεχή μετάνοια. Στην πλειοψηφία τους τα κομποσκοίνια είναι συνήθως πλεγμένα από πρόβειο μαλλί (συμβολίζοντας τον Αμνό του Θεού), σε μαύρο χρώμα (που συμβολίζει τη θρησκευτική αυστηρότητα) και έχουν 33, 50, 100 ή συχνά και 300 κόμπους, ανάλογα με τις προσευχές που θέλει να πει ο μοναχός.
Είναι σχεδόν αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς την ομοιομορφία στη χρήση του προσευχηταρίου σε όλες τις ανατολικές θρησκείες, ενώ κάθε άλλο παρά συμπτωματική μπορεί να χαρακτηριστεί η καταγωγή της ονομασίας του στις αντίστοιχες γλώσσες, αφού σε όλες συνδέεται με την έννοια της προσευχής. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική περίπτωση όπου το προσευχητάρι αποποιείται την αρχική θρησκευτική του ιδιότητα και μετατρέπεται σταδιακά στο κομπολόι, αντικείμενο διασκέδασης ή και περισυλλογής. Ταυτόχρονα μεταβάλλεται και η ονομασία του, αν και η ισχύουσα λέξη «κομπολόι» προδίδει εμφανώς τη ρίζα της. Κατά γενική παραδοχή, δυο εξηγήσεις αναφέρονται σαν οι επικρατέστερες ως προς την ετυμολογία της λέξης:
Η μετάλλαξη του κομπολογιού στην προσφιλή μας μορφή πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή οι Έλληνες, παρόλο που χρησιμοποιούν τα κομποσκοίνια για θρησκευτικούς λόγους από πολύ νωρίς, υιοθετούν τη συνήθεια στην κοινωνική της έκφανση από τους Τούρκους. Αυτοί σχεδόν πάντα κρατούν στα χέρια τους το «τεσπίχ» (ντεσπίγι κατά τον εξελληνισμό της λέξης), τη γιρλάντα με τις ακίνητες χάντρες και την κατάληξη σε φούντα, όχι μόνο όταν προσεύχονται αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, στη διασκέδασή τους ή στο ραχάτι τους. Οι ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι διαθέτουν ντεσπίγια από ακριβά υλικά, φτιαγμένα με τέχνη και λεπτομέρεια, η επίδειξη των οποίων επικυρώνει το κοινωνικό τους status, το κύρος τους και κατ’ επέκταση τη θέση εξουσίας τους. Οι Έλληνες, ράτσα φιλομαθής και με έμφυτη περιέργεια, αγκαλιάζουν τη συνήθεια αυτή με πιο «παιχνιδιάρικο» μάτι και ενδίδοντας στην εφευρετικότητά τους αφαιρούν τις περισσότερες χάντρες, μεγαλώνοντας έτσι το κενό ανάμεσά τους για να κινούνται ελεύθερα και να χτυπούν μεταξύ τους. Το πρώτο αποτυπωμένο ντοκουμέντο που σώζεται, είναι μια σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο και παρουσιάζει έναν τοπικό προύχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.
Στα αστικά κέντρα το κομπολόι αρχίζει να γίνεται δημοφιλές από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά. Οι πρώτοι που υιοθετούν αυτή τη «συνήθεια» είναι οι λεγόμενοι ρεμπέτες, οι μάγκες, οι κουτσαβάκηδες, πρόσωπα του περιθωρίου τα οποία συνήθως ζουν στην παρανομία. Το κομπολόι γίνεται το σήμα κατατεθέν τους, το αγκαλιάζουν αμέσως και το τοποθετούν σε περίοπτη θέση στον εσωτερικό κώδικα τιμής τους. Πειραματίζονται με το μέγεθος και τη μορφή του, του δίνουν «ψυχή», γράφουν τραγούδια γι’ αυτό, το έχουν πάντα και παντού μαζί τους: στον τεκέ, στον καφενέ, στη φυλακή, στο «τακτικό» τους, στην ταβέρνα. Η ενηλικίωση του μάγκα, μεταξύ άλλων, επιβάλλει την απόκτηση κομπολογιού, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, ως μουσικό όργανο, συνοδεύει τον μπαγλαμά κρατώντας το ρυθμό: «ο οργανοπαίκτης κρατά με το αριστερό του χέρι, από την φούντα, ένα κομπολόγι ανηρτημένο σε μια κουμπότρυπα, ενώ με το δεξί του χέρι τρίβει ρυθμικά τις χάντρες του κομπολογιού με ένα κρασοπότηρο», αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος. Στη ρεμπέτικη δισκογραφία υπάρχουν τραγούδια στα οποία έχει ηχογραφηθεί αυτός ο ξεχωριστός ήχος. Ο προσεκτικός ακροατής ακούγοντας την «Πλημμύρα» του Μάρκου Βαμβακάρη θα διαπιστώσει ότι το «σιγόντο» του κομπολογιού είναι αρκετά διακριτό, ενώ ο Μπάμπης Γκολές στο εξώφυλλο του δίσκου του «Εγώ ρεμπέτης ήμουνα» αναπαριστά αυτή την τεχνική.
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.