Ας ζητήσουμε λοιπόν ένα ελάχιστο παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι τρεις Νεοέλληνες αποφασίζουμε, από αγάπη για τον τόπο και μόνο, δίχως καμιά προσωπική υστεροβουλία, να αποδυθούμε σε ένα κοινό έργο. Όχι στο χώρο της πολιτικής, για νάναι απλούστερο το παράδειγμα. Αποφασίζουμε να φτιάξουμε ένα επιστημονικό ή εκπαιδευτικό ή ερευνητικό έργο, που θα βοηθήσει στην προαγωγή του πνευματικού επιπέδου και στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου...
Ενίσχυση οικονομική δεν μπορούμε να περιμένουμε από το φτωχό μας κράτος. Οι ξένοι όμως προσφέρονται να βοηθήσουν. Ξέρουμε καλά ότι το ενδιαφέρον τους δεν είναι εντελώς ανυστερόβουλο. Αποβλέπουν σε κάποια προβολή της πολιτιστικής τους ανωτερότητας και της γενναιοδωρίας τους. Αλλά αυτή η υστεροβουλία τους δεν μας πειράζει, τη δεχόμαστε σαν κανόνα του παιχνιδιού. Άλλους όρους δεσμευτικούς δεν μας βάζουν. Εξασφαλίζουμε λοιπόν την χορηγεία τους και ξεκινάμε.
Πιστεύω, ότι οι ξένοι αποφεύγουν να μας δεσμεύσουν από την αρχή, γιατί προβλέπουν με μαθηματική ακρίβεια την εξέλιξη της δικής μας συνεργασίας. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο ένας από τους τρεις συντρόφους θα ζητήσει οπωσδήποτε τη βοήθειά τους για να εξουδετερώσει ή να υποσκελίσει τους υπόλοιπους δυο συνεργάτες του˙ και γιατί αυτό;
Οι λόγοι δεν είναι εντελώς ξεκάθαροι ούτε στον ίδιο, εύκολα όμως βρίσκεται κάποιο εύλογο πρόσχημα. Θα προβάλει στους ξένους την έγνοια του για τη σωστή και αποδοτικότερη αξιοποίηση της χορηγεία τους αφήνοντας έμμεσα ή και άμεσα να εννοηθεί ότι οι συνεργάτες του δεν έχουν την ίδια με αυτόν ευαισθησία στο θέμα. Ο ίδιος λειτουργεί στο βάθος του διασπαστικά από ένα σαφέστατο αίσθημα ατομικής ανασφάλειας – ανασφάλειας που την κληροδοτεί στους περισσότερους Νεοέλληνες η οικογενειακή αγωγή: Η σχέση του με τη μάνα και τον πατέρα του λειτούργησε καταπιεστικά σε όλα τα κρίσιμα χρόνια της ζωής του, δημιουργώντας τον βαθύτερο διχασμό που σφραγίζει ολόκληρη την ύπαρξή του: πρέπει να αμύνεται ενάντια σε αυτό που αγαπάει, γιατί τον μάθανε ότι η αγάπη μόνο με καταπίεση μπορεί να εκφραστεί.
Με το πρώτο σπάσιμο στην ενότητα της συνεργασίας, ο πόνος του καθενός για το κοινό έργο θα λειτουργήσει, αναπόφευκτα, με τρόπο διασπαστικό, σαν άμυνα και καταπίεση – αφού έτσι λειτουργεί η «αγάπη» και το «ενδιαφέρον» στον πυρήνα της νεοελληνικής ψυχολογίας. Ο «εξυπνότερος» από τους τρεις θα προσπαθήσει να οδηγήσει τη διάσπαση σε πόλωση ανάμεσα στους άλλους δύο, για να εμφανιστεί ο ίδιος σαν διαιτητής παίρνοντας την υπόθεση στα χέρια του. Αν υπάρχουν και κατάλοιπα μειονεξίας, η αντεπίθεση του δεύτερου συντρόφου θα εκδηλωθεί με εξαιρετική βιαιότητα. Το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται ασυνείδητα σε ένα επίπεδο ατομικής αυτοεπιβεβαίωσης και οι χαρακτηρολογικές αλλοιώσεις θα είναι κυριολεκτικά εκπληκτικές: η φιλία και η συνεννόηση θα ποδοπατηθούν βάναυσα, όχι από συνειδητή κακία ή εχθρότητα, αλλά μέσα σε ένα άρτιο ψυχολογικό περικάλυμμα ενδιαφέροντος για την προσπάθεια.
Ο ρόλος του τρίτου θα είναι μάλλον να γαντζωθεί στη συντηρητική υπεράσπιση των αρχικών σκοπών. Είναι ο ρόλος του θύματος, που προσπαθεί να πείση τους άλλους λογικά για τη δικαίωση της ακεραιότητας του, ενώ όλο το κύκλωμα λειτουργεί εντελώς παράλογα, πάνω σε ασυνείδητες ψυχολογικές διαδικασίες άμυνας και καταπίεσης.
Και τότε είναι πια η ώριμη στιγμή για την παρέμβαση των ξένων. Η προσπάθεια κινδυνεύει και πρέπει να τη σώσουν. Θα σπεύσουν να αναλάβουν υπό την προστασία τους τον ένα από τους τρεις, και αυτός θα είναι οπωσδήποτε ο πρώτος, ο πιο σίγουρα σχιζοειδικός και γι’ αυτό πιο εύχρηστος. Θα είναι σκληροί, προσωρινά, με τον δεύτερο, ώσπου να εξευτελίσουν τον τρίτο και να σπάσουν την αντίσταση της εμμονής του στους αρχικούς σκοπούς. Δεν θα είναι δύσκολο, αφού αυτοί του κρατούν το «δελτίο τροφίμων» με τη χορηγεία τους. Εξ’ άλλου η λογική του κυκλώματος είναι σαφής: Για να υπάρξει διάσπαση, φταίει η ασάφεια των αρχικών στόχων ή η ανεπάρκειά τους. Πρέπει η προσπάθεια να οργανωθεί «αντικειμενικότερα», όχι με τη στενότητα μιας ελληνικής σκοπιμότητας, αλλά στα «σύγχρονα» μέτρα των διεθνών απαιτήσεων αποδοτικότητας.
Γιατί η καταπίεση των ξένων δεν εμφανίζεται ποτέ σαν αντίθεση προς τον τόπο και την πνευματική του αυτοσυνειδησία και ταυτότητα. Η καταπίεση είναι πάντα χρυσωμένη με το ένδυμα της «αντικειμενικότητας», του εκσυγχρονισμού, της συμμόρφωσης με τα διεθνή πρότυπα. Δεν είναι δυνατό να μένουμε κολλημένοι στην ελληνική παράδοση και στη μυθολογία των αξιών της, που προϋποθέτουν εξωλογικές «υπερβάσεις». Η βοήθεια που προσφέρουν οι ξένοι μπορεί να συνεχιστεί, μόνο αν γίνει κάποιο «άνοιγμα» σε σύγχρονα ρεύματα, σε ορθολογιστικότερες τάσεις, έστω και φαινομενικά ασύμφορες για το κοινωνικό κατεστημένο, αλλά οπωσδήποτε ελεγχόμενες – ενώ οι τάσεις για ιθαγένεια και ανεύρεση της ταυτότητας του τόπου μάς πάνε προς ενδεχόμενα που είναι δύσκολο να ελεγχθούν.
Αυτό είναι το παράδειγμα διχασμού σε ελάχιστη κλίμακα, και μια σμικρογραφία του κυκλώματος εκμετάλλευσης του διχασμού μας από τους ξένους «προστάτες» μας. Ο αναγνώστης μπορεί να επιχειρήσει τη μεταφορά του υποδείγματος στα ευρύτερα πλαίσια ενός κομματικού οργανισμού, ή στα πλαίσια της «συνεργασίας» των κομμάτων στον τόπο μας και να επαληθεύσει ή να απορρίψει τα συμπεράσματα από το ελάχιστο παράδειγμά μας.
Ας συνοψίσουμε, ωστόσο, αυτά τα συμπεράσματα:
Το διχασμό δεν τον σπέρνουν οι ξένοι, τον γεννάμε εμείς: Αυτοί τον μεθοδεύουν και τον τρέφουν, αλλά οι ρίζες του βρίσκονται μέσα μας, στην ανασφάλεια που δημιουργεί η κοινωνική και οικογενειακή μας αγωγή και παιδεία. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες στην Ελλάδα (κοινωνική αγωγή, οικογενειακή αγωγή και κρατική παιδεία) συντηρούν ένα ψυχολογικό πρότυπο κοινωνικής συνύπαρξης, που προϋποθέτει οπωσδήποτε την πόλωση υποταγής και εξουσίας. Εξουσιάζω δεν σημαίνει διακονώ, σημαίνει υποτάσσω, είτε πατέρας είμαι είτε υπουργός. Και υποτάσσομαι, σημαίνει αμύνομαι στην καταπίεση, λειτουργώντας διασπαστικά. Αυτός είναι ο πυρήνας. Το κύκλωμα της εκμετάλλευσης αρχίζει από κει και πέρα.
Η εκμετάλλευση του διχασμού μας από τους ξένους δεν αποβλέπει σε πρόσκαιρα και στρατηγικά ή πολιτικά οφέλη. Σκοπεύει μόνιμα στην αλλοτρίωση της πνευματικής μας ταυτότητας και ιθαγένειας. Και την αλλοτρίωση έχουμε μάθει (από την κοινωνική και οικογενειακή μας αγωγή και την παιδεία μας) να την βλέπουμε πάντοτε σαν «πρόοδο», «σωτηρία», «εκπολιτισμό». Είμαστε «αντικείμενα» σωτηρίας και εκπολιτισμού, από την πρώτη στιγμή που θα πάρουμε συνείδηση του εαυτού μας. Η αλλοτρίωση είναι το σταθερό ψυχολογικό μας υπόβαθρο, όσο κι’ αν διαμαρτυρόμαστε στην επιφάνεια. Αυτή συντηρεί το διχασμό και συντηρείται με την καταπίεση.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ «Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΗ», ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1989
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 1935. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και το Παρίσι.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.