«Στην πράξη ο μόνος σκοπός της Πολιτικής είναι να κρατά το λαό φοβισμένο, απειλώντας τον με μια σειρά από ανύπαρκτα φαντάσματα».
Χένρι Λούις Μένκεν (1880-1956), κοινωνικός αναλυτής
Χένρι Λούις Μένκεν (1880-1956), κοινωνικός αναλυτής
Ανωνύμου του Έλληνος (bankrupt.gr@gmail.com)
Αν για τη χρεοκοπία μου ευθύνομαι πρωτίστως εγώ, για τη χρεοκοπία της Ελλάδας και του ελληνικού κράτους ευθύνονται πρωτίστως οι πολιτικοί μας και ειδικά τα δύο κόμματα που άσκησαν εξουσία στη χώρα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Η ευθύνη τους είναι αδιαμφισβήτητη, αφού γνώριζαν καλά το πρόβλημα, μιας και οι ίδιοι συνέβαλαν τα μέγιστα στη δημιουργία του. Γνώριζαν ήδη από τη δεκαετία του 1970 πως η Ελλάδα καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει και πως αυτή η κατανάλωση τροφοδοτούνταν και συντηρούνταν από το δανεισμό.
Τόσο το κράτος, το οποίο φρόντισαν να το παραγεμίσουν με τα «δικά τους παιδιά», όσο και οι Έλληνες πολίτες, για να μπορούν να καταναλώνουν έπρεπε να δανείζονται συνεχώς. Χωρίς επαρκή παραγωγική βάση αυτή η κατάσταση ήταν μη βιώσιμη και δεν μπορούσε να διαιωνιστεί. Ήταν θέμα χρόνο να φανεί το αδιέξοδο, όσα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και «δημιουργικές λογιστικές» μπορούσαν να επινοήσουν. Η χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 και η αποδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας λόγω του ισχυρού Ευρώ, επιτάχυναν απλώς τις διαδικασίες κι ανέδειξαν τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απλώς θέμα χρόνου για να αποκαλυφθούν.
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που οι Έλληνες πολιτικοί, κυρίως όσοι υπηρέτησαν τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, δεν πρέπει να βρίσκονται στο απυρόβλητο, άσχετα αν δεν φταίνε εξίσου όλοι το ίδιο. Γι’ αυτό και τα πολιτικά κόμματα στη χώρα μας, ιδιαίτερα τα δύο κόμματα εξουσίας, φέρουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την παρούσα κατάσταση και δεν πρέπει να είναι υπεράνω κριτικής. Επιτρέψτε μου λοιπόν να πολιτικολογήσω, γιατί πιστεύω πως πρώτα στην Ελλάδα χρεοκόπησε η πολιτική και μετά η οικονομία.
Θα ήθελα όμως να ξεκαθαρίσω πρώτα τη θέση μου. Ποτέ μου δεν υπήρξα αποπολιτικοποιημένο άτομο, ούτε όμως και μέλος οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τις πολιτικές εξελίξεις και είχα πάντα άποψη για τα τρέχοντα ζητήματα. Εκτός από τις Εκλογές του 2000, που δεν μπόρεσα να συμμετάσχω επειδή εκείνη τη μέρα μετακόμιζα, ψήφισα σε όλες τις Εθνικές Εκλογές από το 1989 ως σήμερα. Αλλά ποτέ δεν ήμουν προσκολλημένος φανατικά σε κάποιο κόμμα, πολιτική παράταξη ή ιδεολογία, ούτε και βέβαια ήμουν κάποιο «ασπόνδυλο μαλάκιο». Έχω προσφέρει την ταπεινή μου ψήφο σχεδόν σε όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα από τα Δεξιά ως τα Αριστερά. Παρείχα την ψήφο μου τόσο στα λεγόμενα αστικά κόμματα της εξουσίας, όσο και σε μικρά πολιτικά κόμματα «διαμαρτυρίας», ενώ θυμάμαι καναδυό φορές να χάρισα αυτό το μικρό «όπλο» που μου παραχώρησε το δημοκρατικό μας πολίτευμα και σε μικρότερα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, που είχαν κάπως σουρεαλιστικά ονόματα. Πάντα προκαλούσα αμηχανία και βραχυκύκλωμα στους επίδοξους ταξινομητές του πολιτικού μου προφίλ. Δεν μ’ αρέσει, βλέπετε, ούτε η ετοιματζίδικη αμφισβήτηση ούτε και η μπουρδολογία του λαϊκισμού. Ούτε ο σκληρός καπιταλισμός, ούτε όμως και ο δογματικός κομουνισμός. Δεν μ’ ελκύει ούτε η Δεξιά ούτε όμως και η Αριστερά. Και δεν είμαι κεντρώος… Είμαι ένας πολυσυλλεκτικός τύπος και πιστεύω πως δεν δημιουργήθηκε ακόμη το πολιτικό κόμμα που θα με κέρδιζε 100%. Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύω.
Τόσο το κράτος, το οποίο φρόντισαν να το παραγεμίσουν με τα «δικά τους παιδιά», όσο και οι Έλληνες πολίτες, για να μπορούν να καταναλώνουν έπρεπε να δανείζονται συνεχώς. Χωρίς επαρκή παραγωγική βάση αυτή η κατάσταση ήταν μη βιώσιμη και δεν μπορούσε να διαιωνιστεί. Ήταν θέμα χρόνο να φανεί το αδιέξοδο, όσα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και «δημιουργικές λογιστικές» μπορούσαν να επινοήσουν. Η χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 και η αποδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας λόγω του ισχυρού Ευρώ, επιτάχυναν απλώς τις διαδικασίες κι ανέδειξαν τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απλώς θέμα χρόνου για να αποκαλυφθούν.
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που οι Έλληνες πολιτικοί, κυρίως όσοι υπηρέτησαν τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, δεν πρέπει να βρίσκονται στο απυρόβλητο, άσχετα αν δεν φταίνε εξίσου όλοι το ίδιο. Γι’ αυτό και τα πολιτικά κόμματα στη χώρα μας, ιδιαίτερα τα δύο κόμματα εξουσίας, φέρουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την παρούσα κατάσταση και δεν πρέπει να είναι υπεράνω κριτικής. Επιτρέψτε μου λοιπόν να πολιτικολογήσω, γιατί πιστεύω πως πρώτα στην Ελλάδα χρεοκόπησε η πολιτική και μετά η οικονομία.
Θα ήθελα όμως να ξεκαθαρίσω πρώτα τη θέση μου. Ποτέ μου δεν υπήρξα αποπολιτικοποιημένο άτομο, ούτε όμως και μέλος οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τις πολιτικές εξελίξεις και είχα πάντα άποψη για τα τρέχοντα ζητήματα. Εκτός από τις Εκλογές του 2000, που δεν μπόρεσα να συμμετάσχω επειδή εκείνη τη μέρα μετακόμιζα, ψήφισα σε όλες τις Εθνικές Εκλογές από το 1989 ως σήμερα. Αλλά ποτέ δεν ήμουν προσκολλημένος φανατικά σε κάποιο κόμμα, πολιτική παράταξη ή ιδεολογία, ούτε και βέβαια ήμουν κάποιο «ασπόνδυλο μαλάκιο». Έχω προσφέρει την ταπεινή μου ψήφο σχεδόν σε όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα από τα Δεξιά ως τα Αριστερά. Παρείχα την ψήφο μου τόσο στα λεγόμενα αστικά κόμματα της εξουσίας, όσο και σε μικρά πολιτικά κόμματα «διαμαρτυρίας», ενώ θυμάμαι καναδυό φορές να χάρισα αυτό το μικρό «όπλο» που μου παραχώρησε το δημοκρατικό μας πολίτευμα και σε μικρότερα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, που είχαν κάπως σουρεαλιστικά ονόματα. Πάντα προκαλούσα αμηχανία και βραχυκύκλωμα στους επίδοξους ταξινομητές του πολιτικού μου προφίλ. Δεν μ’ αρέσει, βλέπετε, ούτε η ετοιματζίδικη αμφισβήτηση ούτε και η μπουρδολογία του λαϊκισμού. Ούτε ο σκληρός καπιταλισμός, ούτε όμως και ο δογματικός κομουνισμός. Δεν μ’ ελκύει ούτε η Δεξιά ούτε όμως και η Αριστερά. Και δεν είμαι κεντρώος… Είμαι ένας πολυσυλλεκτικός τύπος και πιστεύω πως δεν δημιουργήθηκε ακόμη το πολιτικό κόμμα που θα με κέρδιζε 100%. Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύω.
Η ΔΕΞΙΑ «ΑΠΑΝΤΗΣΗ» ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Σε περιόδους κρίσης η Δεξιά κερδίζει συνήθως πόντους, επειδή επενδύει στους φόβους και στην ανασφάλεια των πολιτών, ιδίως στα μικρομεσαία στρώματα της κοινωνίας που αναζητούν απεγνωσμένα ένα αγκυροβόλι ψευδαισθήσεων και «σιγουριάς» απέναντι στις ανατροπές που συμβαίνουν και δεν μπορούν να ελέγξουν.
Είναι γεγονός πως με την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 η μία μετά την άλλη οι κυβερνήσεις στη Μεσοπολεμική Ευρώπη κινήθηκαν προς τα Δεξιά και μάλιστα προς δικτατορικά καθεστώτα, ενώ η Αριστερά βρισκόταν παντού σε υποχώρηση. Ηευρωπαϊκή Δεξιά ιδιοποιήθηκε τότε τη γλώσσα της επανάστασης, την οποία είχε επινοήσει η Αριστερά τον 19ο αιώνα αλλά την εγκατέλειψε για λόγους τακτικής. Μέσα απ’ αυτή την επαναστατική ρητορική της Δεξιάς, που επινοούσε αποδιοπομπαίους τράγους, ξεπήδησαν τα διάφορα φασιστικά κινήματα, τα οποία ήταν στην ουσία μια αντεπανάσταση ενάντια σε μια λαϊκή επανάσταση που δεν έγινε ποτέ. Μέσα απ’ αυτή την «κινούμενη λάσπη» ξεπήδησε και ο Ναζισμός, που είχε ως σημαία του τον αντισημιτισμό, αυτόν τον «σοσιαλισμό των ανόητων»2.Το αποτέλεσμα ήταν ένας ολοκληρωτικός παγκόσμιος πόλεμος, ο χειρότερος απ’ όλους όσους είχε γνωρίσει ως τότε η ανθρωπότητα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επικράτηση στο Δυτικό κόσμο του κρατικού παρεμβατισμού του Κέινς, η Δεξιά υποχώρησε κάπως τις δεκαετίες του 1950 και 1960.Ωστόσο, ακόμη και τότε, υπήρχαν θύλακες που προστάτευσαν υπομονετικά τη φλόγα της ανόθευτης εκδοχής του καπιταλισμού, όπως η περιβόητη Σχολή του Σικάγο. Με τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Δεξιά επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο και αντεπιτέθηκε μέσω ενός νεοφιλελευθερισμού αλά Μίλτον Φρίντμαν3, που επέβαλε σταδιακά σε πολλές χώρες έναν νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, εχθρικό προς το Κράτος-Πρόνοιας και την εργατική τάξη.
Ακόμη και στην Ελλάδα η Δεξιά προσαρμόστηκε με μεγαλύτερη ευελιξία στις αντιφατικές τάσεις της Παγκοσμιοποίησης, που η ίδια υπέθαλψε, καθώς και στις επιπτώσεις της στις εθνικές κοινωνίες. Αν και ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι εκ φύσεως αντίθετος με τον πολιτισμικό και κοινωνικό συντηρητισμό εντούτοις η λαϊκή Δεξιά κατάφερε να τα συνδυάσει με αξιοσημείωτη επιτυχία. Εκφράζοντας την «εθνική σκλήρυνση» των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων η Δεξιά κατάφερε να χειραγωγήσει τους φόβους και των μικρομεσαίων τάξεων απέναντι στο άγνωστο και να μεταστοιχειώσει όλες αυτές τις ανασφάλειες και τα συναισθήματα σε μίσος για το διαφορετικό και σε απληστία. Με την ασυνείδητη επίκληση του «νόμου της αδράνειας» και του «μείγματος πολιτικής», η Δεξιά μετέτρεψε σταδιακά την πολιτική σε αλχημεία διαχείρισης φόβου. Όπως και να ‘χει μερικά πράγματα δεν αλλάζουν παρά το πέρασμα του χρόνου. Η Δεξιά ενδιαφέρεται περισσότερο για τη νομή της εξουσίας και όχι για την ιδεολογία. Είναι πάντα ενάντια στην Κοινωνική Πρόνοια, στη βελτίωση της ζωής των πολλών και στην εξέλιξη της γνώσης. Όλα γίνονται για το οικονομικό κέρδος των λίγων, που βασίζεται αναπόφευκτα στη δυστυχία των πολλών.
Το μεγάλο όπλο της Δεξιάς ήταν πάντοτε ο λαϊκισμός, που συχνά είναι διαπεραστικός και ύπουλος, χωρίς να μιλά ανοικτά την απαξιωμένη γλώσσα του εθνικισμού και του ρατσισμού. Αλέθοντας με το στόμα τους μεγάλα λόγια, ιδέες και «εθνικές αξίες» οι λαϊκιστές πολιτικοί της Δεξιάς ενισχύονται συνεχώς με τις ψήφους ενός ταραχοποιού αμαλγάματος πολιτών που δεν έχουν στέρεη βάση, αλλά είναι αποτέλεσμα συγκυριακής ανάδευσης όλων εκείνων των φοβισμένων μικροαστικών στρωμάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στην Ελλάδα οι λαϊκιστές της Δεξιάς ψαρεύουν συνήθως ψήφους ανάμεσα στους λεγόμενους Ελληναράδες, δηλαδή σε μια ομάδα λιγότερο προνομιούχων, με ελλειμματική παιδεία, που είναι μανιώδεις καταναλωτές, συντονισμένοι με τον τηλεοπτικό πολτό κι έτοιμοι να επιρρίψουν ευθύνες στους άλλους και όχι στον εαυτό τους.
Στην κοινωνία που ζούμε οι περισσότεροι άνθρωποι που ψηφίζουν συνειδητά Δεξιά είναι συνήθως άπληστοι λεφτάδες, μονίμως διψασμένοι για χρήμα και εξουσία. Άνθρωποι που σκέφτονται πάντα σε πρώτο πρόσωπο και βάζουν χωρίς δεύτερη σκέψη το Εγώ πάνω από το Εμείς. Το παραδοσιακό συντηρητικό σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που επικαλούνται συχνά οι Έλληνες Δεξιοί, δεν αφορά τους ίδιους προσωπικά. Και πως να τους αφορά εφόσον δεν έχουν κάνει ποτέ τους έστω και μία έντιμη φορολογική δήλωση (διότι δεν είναι πατριώτες, παρά μόνο πατριδοκάπηλοι). Μπορεί να σταυροκοπιούνται –για τα μάτια του κόσμου– στην Εκκλησία αλλά δεν βοηθούν το συνάνθρωπο τους όταν έχει ανάγκη (δεν πιστεύουν στο «αγαπάτε αλλήλους», τη βασική αρχή που πρεσβεύει ο Χριστιανισμός). Και φυσικά, αν και το παίζουν «σοβαροί οικογενειάρχες», φορούν συνήθως ένα «δάσος από κέρατα» στην απατημένη σύζυγό τους, εκμηδενίζοντας έτσι κάθε ειλικρίνεια που μπορεί να διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων και το θεσμό της οικογένειας. Υποκριτές μέχρι το μεδούλι πιστεύουν πως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», με άλλα λόγια αρκεί οι ίδιοι να είναι καλά και να έχουν τα μέσα για επιβάλλουν τη θέλησή τους στους άλλους.
Στις δημοκρατικές χώρες όμως, όπου η γνώμη των πολλών μετράει, ο μόνος τρόπος για ν’ αποκτήσουν την εξουσία οι εκπροσωπεί της Δεξιάς είναι ελέγχοντας τους ψηφοφόρους με το κατώτερο μορφωτικό ή οικονομικό επίπεδο. Το καταφέρνουν αυτό απευθυνόμενοι στην απληστία, στην ανασφάλεια και στο φόβο που χαρακτηρίζει αυτό το κομμάτι του πληθυσμού. Ξέρουν πολύ καλά πως οι μορφωμένοι Έλληνες, η μεσαία τάξη, δεν πρόκειται ποτέ να τους ψηφίσει μαζικά. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν τον εθνικισμό για την αποπλάνηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Φοβίζουν τις μάζες κάνοντας τες να πιστεύουν ότι απειλούνται συνεχώς απ’ τους Τούρκους, τους μετανάστες, τις μειονότητες, τους ομοφυλόφιλους, τους διαφορετικούς απ’ αυτούς, επιστρατεύοντας συχνά ακόμη και τις πιο εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας. Ξέρουν πολύ καλά πως «ο φόβος φυλάει τα έρημα»…
Είναι γεγονός πως με την έναρξη της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 η μία μετά την άλλη οι κυβερνήσεις στη Μεσοπολεμική Ευρώπη κινήθηκαν προς τα Δεξιά και μάλιστα προς δικτατορικά καθεστώτα, ενώ η Αριστερά βρισκόταν παντού σε υποχώρηση. Ηευρωπαϊκή Δεξιά ιδιοποιήθηκε τότε τη γλώσσα της επανάστασης, την οποία είχε επινοήσει η Αριστερά τον 19ο αιώνα αλλά την εγκατέλειψε για λόγους τακτικής. Μέσα απ’ αυτή την επαναστατική ρητορική της Δεξιάς, που επινοούσε αποδιοπομπαίους τράγους, ξεπήδησαν τα διάφορα φασιστικά κινήματα, τα οποία ήταν στην ουσία μια αντεπανάσταση ενάντια σε μια λαϊκή επανάσταση που δεν έγινε ποτέ. Μέσα απ’ αυτή την «κινούμενη λάσπη» ξεπήδησε και ο Ναζισμός, που είχε ως σημαία του τον αντισημιτισμό, αυτόν τον «σοσιαλισμό των ανόητων»2.Το αποτέλεσμα ήταν ένας ολοκληρωτικός παγκόσμιος πόλεμος, ο χειρότερος απ’ όλους όσους είχε γνωρίσει ως τότε η ανθρωπότητα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επικράτηση στο Δυτικό κόσμο του κρατικού παρεμβατισμού του Κέινς, η Δεξιά υποχώρησε κάπως τις δεκαετίες του 1950 και 1960.Ωστόσο, ακόμη και τότε, υπήρχαν θύλακες που προστάτευσαν υπομονετικά τη φλόγα της ανόθευτης εκδοχής του καπιταλισμού, όπως η περιβόητη Σχολή του Σικάγο. Με τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Δεξιά επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο και αντεπιτέθηκε μέσω ενός νεοφιλελευθερισμού αλά Μίλτον Φρίντμαν3, που επέβαλε σταδιακά σε πολλές χώρες έναν νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, εχθρικό προς το Κράτος-Πρόνοιας και την εργατική τάξη.
Ακόμη και στην Ελλάδα η Δεξιά προσαρμόστηκε με μεγαλύτερη ευελιξία στις αντιφατικές τάσεις της Παγκοσμιοποίησης, που η ίδια υπέθαλψε, καθώς και στις επιπτώσεις της στις εθνικές κοινωνίες. Αν και ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι εκ φύσεως αντίθετος με τον πολιτισμικό και κοινωνικό συντηρητισμό εντούτοις η λαϊκή Δεξιά κατάφερε να τα συνδυάσει με αξιοσημείωτη επιτυχία. Εκφράζοντας την «εθνική σκλήρυνση» των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων η Δεξιά κατάφερε να χειραγωγήσει τους φόβους και των μικρομεσαίων τάξεων απέναντι στο άγνωστο και να μεταστοιχειώσει όλες αυτές τις ανασφάλειες και τα συναισθήματα σε μίσος για το διαφορετικό και σε απληστία. Με την ασυνείδητη επίκληση του «νόμου της αδράνειας» και του «μείγματος πολιτικής», η Δεξιά μετέτρεψε σταδιακά την πολιτική σε αλχημεία διαχείρισης φόβου. Όπως και να ‘χει μερικά πράγματα δεν αλλάζουν παρά το πέρασμα του χρόνου. Η Δεξιά ενδιαφέρεται περισσότερο για τη νομή της εξουσίας και όχι για την ιδεολογία. Είναι πάντα ενάντια στην Κοινωνική Πρόνοια, στη βελτίωση της ζωής των πολλών και στην εξέλιξη της γνώσης. Όλα γίνονται για το οικονομικό κέρδος των λίγων, που βασίζεται αναπόφευκτα στη δυστυχία των πολλών.
Το μεγάλο όπλο της Δεξιάς ήταν πάντοτε ο λαϊκισμός, που συχνά είναι διαπεραστικός και ύπουλος, χωρίς να μιλά ανοικτά την απαξιωμένη γλώσσα του εθνικισμού και του ρατσισμού. Αλέθοντας με το στόμα τους μεγάλα λόγια, ιδέες και «εθνικές αξίες» οι λαϊκιστές πολιτικοί της Δεξιάς ενισχύονται συνεχώς με τις ψήφους ενός ταραχοποιού αμαλγάματος πολιτών που δεν έχουν στέρεη βάση, αλλά είναι αποτέλεσμα συγκυριακής ανάδευσης όλων εκείνων των φοβισμένων μικροαστικών στρωμάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στην Ελλάδα οι λαϊκιστές της Δεξιάς ψαρεύουν συνήθως ψήφους ανάμεσα στους λεγόμενους Ελληναράδες, δηλαδή σε μια ομάδα λιγότερο προνομιούχων, με ελλειμματική παιδεία, που είναι μανιώδεις καταναλωτές, συντονισμένοι με τον τηλεοπτικό πολτό κι έτοιμοι να επιρρίψουν ευθύνες στους άλλους και όχι στον εαυτό τους.
Στην κοινωνία που ζούμε οι περισσότεροι άνθρωποι που ψηφίζουν συνειδητά Δεξιά είναι συνήθως άπληστοι λεφτάδες, μονίμως διψασμένοι για χρήμα και εξουσία. Άνθρωποι που σκέφτονται πάντα σε πρώτο πρόσωπο και βάζουν χωρίς δεύτερη σκέψη το Εγώ πάνω από το Εμείς. Το παραδοσιακό συντηρητικό σύνθημα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που επικαλούνται συχνά οι Έλληνες Δεξιοί, δεν αφορά τους ίδιους προσωπικά. Και πως να τους αφορά εφόσον δεν έχουν κάνει ποτέ τους έστω και μία έντιμη φορολογική δήλωση (διότι δεν είναι πατριώτες, παρά μόνο πατριδοκάπηλοι). Μπορεί να σταυροκοπιούνται –για τα μάτια του κόσμου– στην Εκκλησία αλλά δεν βοηθούν το συνάνθρωπο τους όταν έχει ανάγκη (δεν πιστεύουν στο «αγαπάτε αλλήλους», τη βασική αρχή που πρεσβεύει ο Χριστιανισμός). Και φυσικά, αν και το παίζουν «σοβαροί οικογενειάρχες», φορούν συνήθως ένα «δάσος από κέρατα» στην απατημένη σύζυγό τους, εκμηδενίζοντας έτσι κάθε ειλικρίνεια που μπορεί να διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων και το θεσμό της οικογένειας. Υποκριτές μέχρι το μεδούλι πιστεύουν πως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», με άλλα λόγια αρκεί οι ίδιοι να είναι καλά και να έχουν τα μέσα για επιβάλλουν τη θέλησή τους στους άλλους.
Στις δημοκρατικές χώρες όμως, όπου η γνώμη των πολλών μετράει, ο μόνος τρόπος για ν’ αποκτήσουν την εξουσία οι εκπροσωπεί της Δεξιάς είναι ελέγχοντας τους ψηφοφόρους με το κατώτερο μορφωτικό ή οικονομικό επίπεδο. Το καταφέρνουν αυτό απευθυνόμενοι στην απληστία, στην ανασφάλεια και στο φόβο που χαρακτηρίζει αυτό το κομμάτι του πληθυσμού. Ξέρουν πολύ καλά πως οι μορφωμένοι Έλληνες, η μεσαία τάξη, δεν πρόκειται ποτέ να τους ψηφίσει μαζικά. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν τον εθνικισμό για την αποπλάνηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Φοβίζουν τις μάζες κάνοντας τες να πιστεύουν ότι απειλούνται συνεχώς απ’ τους Τούρκους, τους μετανάστες, τις μειονότητες, τους ομοφυλόφιλους, τους διαφορετικούς απ’ αυτούς, επιστρατεύοντας συχνά ακόμη και τις πιο εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας. Ξέρουν πολύ καλά πως «ο φόβος φυλάει τα έρημα»…
Η ΑΡΙΣΤΕΡΗ «ΑΠΑΝΤΗΣΗ» ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Η Αριστερά αποτελεί ιστορικά ένα παιδί της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, του πρώιμου Χριστιανισμού της κοινοκτημοσύνης, των αντιφεουδαρχικών και αιρετικών κινημάτων του Μεσαίωνα., καθώς και του κινήματος του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Μπορεί να γεννήθηκε σε συνθήκες κρίσης και αμφισβήτησης των κατεστημένων αξιών, αλλά όμως δεν κατάφερε να προσαρμοστεί με την ίδια ευελιξία που το έκανε η Δεξιά στη σημερινή εποχή της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος.
Το 19ο αιώνα η Αριστερά πρωτοστάτησε επαναστατικά στην αλλαγή του κόσμου, γιατί δεν ήθελε τον κόσμο καθηλωμένο. Στην εποχή μας όμως η επανάσταση έχει νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική διάσταση. Το 19ο αιώνα η Αριστερά, μέσω της κομουνιστικής της πτέρυγας, εμφανίστηκε ως η «θρησκεία της επίγειας σωτηρίας». Η λαϊκότητά της, που συνδέονταν με την πίστη στην έννοια της προόδου, ήταν ένα είδος πολιτικής θρησκείας. Ο ανθρωπισμός και η ιδέα του μέλλοντος θεωρήθηκαν τότε πιο σημαντικά από την επιστροφή στις «αλήθειες» του παρελθόντος και στη «διάσωση της ταυτότητας», που επικαλούνταν η Δεξιά.
Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με τις καλύτερες προσδοκίες για την Αριστερά και τελείωσε με τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις. Δεν ήταν μόνον η κατάρρευση του λεγόμενου «κομμουνιστικού μπλοκ», το οποίο ήταν ουσιαστικά ένα είδος μονοπωλιακού «κρατικού καπιταλισμού» ελεγχόμενου από μια αρτηριοσκληρωτική νομεκλατούρα, αλλά κυρίως οσυμβιβασμός της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας με το μεγάλο κεφάλαιο και τις Αγορές κατά τη δεκαετία του 1980. Η επικράτηση του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και η σταδιακή αποδυνάμωση του Κράτους-Πρόνοιας, το οποίο υποστήριζε ένθερμα η Αριστερά, έθεσε υπό αμφισβήτηση ακόμη και τα θεμέλια της, που ήταν ο ανθρωπισμός και η προοδευτικότητα, οδηγώντας έτσι αναπόφευκτα σε μια αίσθηση απώλειας του μέλλοντος. Ο κίνδυνος ήταν πλέον να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά από το παρόν.
Όλα αυτά ήταν μια σαφέστατη ήττα της Αριστεράς, για την οποία ευθυνόταν κυρίως η ίδια η Αριστερά και οι ενυπάρχουσες σε αυτή ιδεολογικές και άλλες αγκυλώσεις της. Αποτέλεσμα ήταν η συρρίκνωση και η εσωτερική αναδίπλωση της Αριστεράς σε ολόκληρο το Δυτικό κόσμο, ακόμη και στην Ελλάδα –ένα παραδοσιακό προπύργιο της. Έτσι η Αριστερά έμεινε χωρίς εναλλακτικές προτάσεις και κατέληξε να εκφράζει και να εγκλωβίζει ψήφους διαμαρτυρίας.
Στη δε Ελλάδα η Αριστερά, παρά την εν δυνάμει μεγάλη εκλογική της δύναμη και την ακόμη μεγαλύτερη πνευματική και πολιτιστική επιρροή της στην ελληνική κοινωνία, κατέληξε να εκφράζει κρατικιστικές ιδεοληψίες και στενά συντεχνιακά συμφέροντα, κυρίως ομάδων που λυμαίνονται τον (πρώην) υπερτροφικό Δημόσιο τομέα.Ιδεολογικοποιώντας την εμπρηστικότητα και τον μη συμβιβασμό –και σε τελική ανάλυση την κοινή λογική– η Αριστερά κατέληξε να εκφράζει την επιθετική μικροαστική παθογένεια μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Παλιότερα η Αριστερά ήταν κοινωνιοκεντρική και με θυσιαστική ανιδιοτέλεια. Πλέον συσπειρώνει, τουλάχιστον στην Ελλάδα, συντεχνιακές μειοψηφίες, λιμασμένες για «κεκτημένα δικαιώματα». Και φυσικά ισχύει κι αυτό που είχε πει κάποτε ο κοινωνικός αναλυτής Χένρι Λουις Μέκνεν (1880-1956)4: «Η σύγχρονη Αριστερά χαρακτηρίζεται από τη φρικτή υποψία ότι κάποιος, κάπου, μπορεί να περνάει καλά». Αυτό δεν είναι απαραίτητα λάθος διότι ζούμε σ’ έναν πλανήτη, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι φτωχοί και γι’ αυτό όλα όσα τρώμε χωρίς να υπάρχει ανάγκη είναι συνήθως κλεμμένα από τα στομάχια των φτωχών.
Ποια θα μπορούσε να είναι λοιπόν η αριστερή «απάντηση» στην Κρίση; Η Αριστερά είχε κάποτε οράματα για την αλλαγή του κόσμου, οράματα ουτοπικά αλλά και ρεαλιστικά. Όχι απλά σχέδια κατάληψης και νομής της εξουσίας, αλλά σχέδια αλλαγής του κόσμου προς όφελος των πολλών. Στα πλαίσια των Δυτικών δημοκρατικών και καπιταλιστικών κοινωνιών στις οποίες ζούμε η Αριστερά θα πρέπει να πάψει να κτίζει την ταυτότητα της διαρκώς πάνω στην άρνηση, αλλά να προτείνει συνεχώς εναλλακτικές λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα ώστε να υποστηριχτεί από μια ευρύτερη κοινωνική πλειοψηφία, που θα συμπεριλαμβάνει και τη μεσαία τάξη, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους μικρούς επιχειρηματίες, τους μεσαία αμειβόμενους μισθωτούς, εκτός από την εργατική τάξη που παραδοσιακά τη στηρίζει.
Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να προωθεί ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, που επιδιώκουν να ελέγξουν τον αχαλίνωτο καπιταλισμό, που προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη, την άμβλυνση των ανισοτήτων, τη μείωση της φτώχειας, την προστασία του περιβάλλοντος και των δημόσιων αγαθών. Εφόσον δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα τον καπιταλισμό τότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την τρομερή παραγωγική του δύναμη προς όφελος των πολλών. Να μην υποκύπτει στο λαϊκισμό αλλά να επιλέγει να λέει και δυσάρεστα πράγματα, που όμως είναι αλήθειες. Να μη χαϊδεύει τ’ αυτιά του λαού που θέλει ν’ ακούει μονίμως «καλά νέα». Για να τα πετύχει όλα αυτά, εκτός από το να ενωθεί, η Αριστερά θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον έμφυτο «διανοουμενισμό» της ώστε να γίνεται κατανοητή ακόμη κι από εκείνους που δεν τη ψηφίζουν.
Το 19ο αιώνα η Αριστερά πρωτοστάτησε επαναστατικά στην αλλαγή του κόσμου, γιατί δεν ήθελε τον κόσμο καθηλωμένο. Στην εποχή μας όμως η επανάσταση έχει νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική διάσταση. Το 19ο αιώνα η Αριστερά, μέσω της κομουνιστικής της πτέρυγας, εμφανίστηκε ως η «θρησκεία της επίγειας σωτηρίας». Η λαϊκότητά της, που συνδέονταν με την πίστη στην έννοια της προόδου, ήταν ένα είδος πολιτικής θρησκείας. Ο ανθρωπισμός και η ιδέα του μέλλοντος θεωρήθηκαν τότε πιο σημαντικά από την επιστροφή στις «αλήθειες» του παρελθόντος και στη «διάσωση της ταυτότητας», που επικαλούνταν η Δεξιά.
Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με τις καλύτερες προσδοκίες για την Αριστερά και τελείωσε με τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις. Δεν ήταν μόνον η κατάρρευση του λεγόμενου «κομμουνιστικού μπλοκ», το οποίο ήταν ουσιαστικά ένα είδος μονοπωλιακού «κρατικού καπιταλισμού» ελεγχόμενου από μια αρτηριοσκληρωτική νομεκλατούρα, αλλά κυρίως οσυμβιβασμός της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας με το μεγάλο κεφάλαιο και τις Αγορές κατά τη δεκαετία του 1980. Η επικράτηση του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και η σταδιακή αποδυνάμωση του Κράτους-Πρόνοιας, το οποίο υποστήριζε ένθερμα η Αριστερά, έθεσε υπό αμφισβήτηση ακόμη και τα θεμέλια της, που ήταν ο ανθρωπισμός και η προοδευτικότητα, οδηγώντας έτσι αναπόφευκτα σε μια αίσθηση απώλειας του μέλλοντος. Ο κίνδυνος ήταν πλέον να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά από το παρόν.
Όλα αυτά ήταν μια σαφέστατη ήττα της Αριστεράς, για την οποία ευθυνόταν κυρίως η ίδια η Αριστερά και οι ενυπάρχουσες σε αυτή ιδεολογικές και άλλες αγκυλώσεις της. Αποτέλεσμα ήταν η συρρίκνωση και η εσωτερική αναδίπλωση της Αριστεράς σε ολόκληρο το Δυτικό κόσμο, ακόμη και στην Ελλάδα –ένα παραδοσιακό προπύργιο της. Έτσι η Αριστερά έμεινε χωρίς εναλλακτικές προτάσεις και κατέληξε να εκφράζει και να εγκλωβίζει ψήφους διαμαρτυρίας.
Στη δε Ελλάδα η Αριστερά, παρά την εν δυνάμει μεγάλη εκλογική της δύναμη και την ακόμη μεγαλύτερη πνευματική και πολιτιστική επιρροή της στην ελληνική κοινωνία, κατέληξε να εκφράζει κρατικιστικές ιδεοληψίες και στενά συντεχνιακά συμφέροντα, κυρίως ομάδων που λυμαίνονται τον (πρώην) υπερτροφικό Δημόσιο τομέα.Ιδεολογικοποιώντας την εμπρηστικότητα και τον μη συμβιβασμό –και σε τελική ανάλυση την κοινή λογική– η Αριστερά κατέληξε να εκφράζει την επιθετική μικροαστική παθογένεια μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Παλιότερα η Αριστερά ήταν κοινωνιοκεντρική και με θυσιαστική ανιδιοτέλεια. Πλέον συσπειρώνει, τουλάχιστον στην Ελλάδα, συντεχνιακές μειοψηφίες, λιμασμένες για «κεκτημένα δικαιώματα». Και φυσικά ισχύει κι αυτό που είχε πει κάποτε ο κοινωνικός αναλυτής Χένρι Λουις Μέκνεν (1880-1956)4: «Η σύγχρονη Αριστερά χαρακτηρίζεται από τη φρικτή υποψία ότι κάποιος, κάπου, μπορεί να περνάει καλά». Αυτό δεν είναι απαραίτητα λάθος διότι ζούμε σ’ έναν πλανήτη, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είναι φτωχοί και γι’ αυτό όλα όσα τρώμε χωρίς να υπάρχει ανάγκη είναι συνήθως κλεμμένα από τα στομάχια των φτωχών.
Ποια θα μπορούσε να είναι λοιπόν η αριστερή «απάντηση» στην Κρίση; Η Αριστερά είχε κάποτε οράματα για την αλλαγή του κόσμου, οράματα ουτοπικά αλλά και ρεαλιστικά. Όχι απλά σχέδια κατάληψης και νομής της εξουσίας, αλλά σχέδια αλλαγής του κόσμου προς όφελος των πολλών. Στα πλαίσια των Δυτικών δημοκρατικών και καπιταλιστικών κοινωνιών στις οποίες ζούμε η Αριστερά θα πρέπει να πάψει να κτίζει την ταυτότητα της διαρκώς πάνω στην άρνηση, αλλά να προτείνει συνεχώς εναλλακτικές λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα ώστε να υποστηριχτεί από μια ευρύτερη κοινωνική πλειοψηφία, που θα συμπεριλαμβάνει και τη μεσαία τάξη, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους μικρούς επιχειρηματίες, τους μεσαία αμειβόμενους μισθωτούς, εκτός από την εργατική τάξη που παραδοσιακά τη στηρίζει.
Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να προωθεί ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, που επιδιώκουν να ελέγξουν τον αχαλίνωτο καπιταλισμό, που προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη, την άμβλυνση των ανισοτήτων, τη μείωση της φτώχειας, την προστασία του περιβάλλοντος και των δημόσιων αγαθών. Εφόσον δεν μπορεί να αλλάξει άμεσα τον καπιταλισμό τότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την τρομερή παραγωγική του δύναμη προς όφελος των πολλών. Να μην υποκύπτει στο λαϊκισμό αλλά να επιλέγει να λέει και δυσάρεστα πράγματα, που όμως είναι αλήθειες. Να μη χαϊδεύει τ’ αυτιά του λαού που θέλει ν’ ακούει μονίμως «καλά νέα». Για να τα πετύχει όλα αυτά, εκτός από το να ενωθεί, η Αριστερά θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον έμφυτο «διανοουμενισμό» της ώστε να γίνεται κατανοητή ακόμη κι από εκείνους που δεν τη ψηφίζουν.
Η ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ
Στην Ελλάδα, όπως και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες επικράτησε πολιτικά τις τελευταίες δεκαετίες ένας συγχωνευμένος Αριστερο-Δέξιος χώρος, που λειτούργησε ως ωφέλιμος συναγελασμός φαινομενικά αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων υπό την αιγίδα του εκάστοτε σπόνσορα. Το ζητούμενο ήταν η «κατασκευή συναίνεσης», η άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών και η επίτευξη των στόχων της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης με την «απελευθέρωση των αγορών». Η παγκόσμια οικονομική Κρίση, που ξεκίνησε το 2008 και οδήγησε στην ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση χρέους, έθεσε υπό αμφισβήτηση όλο αυτό το εύθραυστο οικοδόμημα, δημιουργώντας νέες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς. Υπαρξιακά ζητήματα ιδεολογικής ταυτότητας και επιλογής οικονομικού μοντέλου επανήλθαν έτσι στο προσκήνιο. Γι’ αυτό και είναι σκόπιμο να θυμηθούμε τα βασικά στοιχεία που νοηματοδοτούν την αριστερή και δεξιά πολιτική ταυτότητα ενός σύγχρονου πολίτη. Έχουμε λοιπόν και λέμε…
Η Αριστερά είναι πιο “θηλυκιά”, γι’ αυτό και είναι εκ φύσεως πιο φιλειρηνική και παραπονιάρα. Από την άλλη η Δεξιά είναι πιο “αρσενική” –μια αδικαιολόγητη έκρηξη αδρεναλίνης– εμποτισμένη στον κώδικα της «Τιμής και της Ντροπής». Η Αριστερά τείνει είναι πιο ορθολογική, ενώ η Δεξιά πιο μεταφυσική, επιχειρώντας συχνά την πολιτική εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος.
Η Δεξιά διαιωνίζεται με την προσκόλληση στην εξουσία, στο χρήμα, στο φόβο, στην απληστία, στον εγωισμό και σ΄ όλα εκείνα τα «κατώτερα» ένστικτα των ανθρώπων, τα οποία και ντύνει συχνά με θρησκευτικό και εθνικιστικό μανδύα.
Η Αριστερά και γενικότερα τα λαϊκά κινήματα αντίστασης, διαιωνίζονται από το άσβεστο πάθος των ανθρώπων για ελευθερία, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Με την επικέντρωση στο Εμείς και όχι στο Εγώ. Κινείται σε μια ελευθεριακή πνευματικότητα που βασίζεται στην επίκληση πανανθρώπινων ευγενικών αξιών, όπως για παράδειγμα η Ελευθερία. Άλλωστε είναι γνωστό πως οι ελεύθεροι άνθρωποι τα καταφέρνουν καλύτερα να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις κρίσεις.
Κοντολογίς η Αριστερά απευθύνεται στα καλύτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, ενώ η Δεξιά στα… όχι πάντως καλύτερα. Οι Δεξιοί πολιτικοί ξέρουν μόνο τι είναι καλό για τον εαυτό τους. Απευθύνονται στους ψηφοφόρους τους προσπαθώντας να τους κάνουν να ψηφίσουν εγωϊστικά ή φοβικά, εκμεταλλευόμενοι σε μεγάλο βαθμό την άγνοια τους για τον άγνωστο κόσμο που τους περιβάλλει και την ανασφάλεια που τους διακατέχει για το μέλλον. Η Αριστερά από την άλλη κινείται από μια σωτηριολογική διάθεση να επιβάλει την παγκόσμια ειρήνη και δικαιοσύνη, με άλλα λόγια να «σώσει τον κόσμο». Όμως η λαχτάρα να σώσεις τον κόσμο είναι ταυτόχρονα και μια λανθάνουσα επιθυμία να τον εξουσιάσεις.
Πέρα όμως από αυτές τις υπεραπλουστεύσεις, τους επινοημένους διαχωρισμούς και τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις και προκαταλήψεις, η αλήθεια είναι πως τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά εκπροσωπούνται από ανθρώπους και εκφράζουν πλευρές της ίδιας ανθρώπινης φύσης, που είναι ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο. Σ’ αυτή την περίοδο της κρίσης που διανύουμε στη Δύση, στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, θα πρέπει να εστιαστούμε περισσότερο σ’ αυτά που μας ενώνουν, ως λαούς, και όχι σ’ εκείνα που μας χωρίζουν. Το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να επιδιώξουμε αυτή την περίοδο είναι η διχόνοια και ο αλληλοσπαραγμός. Η αδιαλλαξία είναι βλακεία, ενώ με το διάλογο βρίσκουμε πάντα λύσεις.
Η Κρίση είναι μια ευκαιρία ώστε οι άνθρωποι να θεωρήσουν τις διαφορές τους θετικά χαρακτηριστικά, που μας κάνουν ικανότερους και πλουσιότερους, και όχι επιχειρήματα για επικράτηση έναντι των άλλων. Ακόμη και στις δυσκολότερες περιόδους οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπους να βοηθούν ο ένας τον άλλο, έστω και για λίγο, ακόμη και εν μέσω μιας ανταγωνιστικής κουλτούρας όπως είναι η ελληνική. Αυτό πρέπει να κάνουμε και σήμερα όλοι οι Έλληνες, Δεξιοί και Αριστεροί, άσχετα αν κάποιοι από εμάς έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή τραγική μας κατάσταση. Αν κινητοποιηθούμε όλοι μαζί, ενωμένοι για ένα θετικό σκοπό, χωρίς μικρότητες, εγωισμούς, κομματικές και πολιτικές σκοπιμότητες, οικονομικά και συντεχνιακά συμφέροντα, τότε μπορούμε να ξεφύγουμε από το σημερινό μας τέλμα και να προχωρήσουμε μπροστά, για το καλό τουλάχιστον των παιδιών μας. Για να ξεφύγουμε απ’ την κρίση και να πετύχουμε βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς ανισότητες και με σεβασμό προς τη Φύση, χρειάζεται ομαδική συνεργασία. Σ’ αυτή την προσπάθεια κανείς δεν περισσεύει.
Δεν το κρύβω πως είμαι αισιόδοξος, έστω και με δόσεις μελαγχολίας. Πιστεύω πως κάθε πορεία προς την καταστροφή, κινητοποιεί ταυτόχρονα τεράστιες δυνάμεις δημιουργίας. Ο φόβος του αφανισμού αυξάνει παράλληλα την πίεση για ζωή. Αν δεν μας καταστρέψει ολοσχερώς η Κρίση, τότε θα μας δοθούν ευκαιρίες για να εξελιχθούμε. Αρκεί να είμαστε επαρκώς έξυπνοι και ευέλικτοι για να τις αρπάξουμε…
Η Αριστερά είναι πιο “θηλυκιά”, γι’ αυτό και είναι εκ φύσεως πιο φιλειρηνική και παραπονιάρα. Από την άλλη η Δεξιά είναι πιο “αρσενική” –μια αδικαιολόγητη έκρηξη αδρεναλίνης– εμποτισμένη στον κώδικα της «Τιμής και της Ντροπής». Η Αριστερά τείνει είναι πιο ορθολογική, ενώ η Δεξιά πιο μεταφυσική, επιχειρώντας συχνά την πολιτική εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος.
Η Δεξιά διαιωνίζεται με την προσκόλληση στην εξουσία, στο χρήμα, στο φόβο, στην απληστία, στον εγωισμό και σ΄ όλα εκείνα τα «κατώτερα» ένστικτα των ανθρώπων, τα οποία και ντύνει συχνά με θρησκευτικό και εθνικιστικό μανδύα.
Η Αριστερά και γενικότερα τα λαϊκά κινήματα αντίστασης, διαιωνίζονται από το άσβεστο πάθος των ανθρώπων για ελευθερία, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Με την επικέντρωση στο Εμείς και όχι στο Εγώ. Κινείται σε μια ελευθεριακή πνευματικότητα που βασίζεται στην επίκληση πανανθρώπινων ευγενικών αξιών, όπως για παράδειγμα η Ελευθερία. Άλλωστε είναι γνωστό πως οι ελεύθεροι άνθρωποι τα καταφέρνουν καλύτερα να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις κρίσεις.
Κοντολογίς η Αριστερά απευθύνεται στα καλύτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, ενώ η Δεξιά στα… όχι πάντως καλύτερα. Οι Δεξιοί πολιτικοί ξέρουν μόνο τι είναι καλό για τον εαυτό τους. Απευθύνονται στους ψηφοφόρους τους προσπαθώντας να τους κάνουν να ψηφίσουν εγωϊστικά ή φοβικά, εκμεταλλευόμενοι σε μεγάλο βαθμό την άγνοια τους για τον άγνωστο κόσμο που τους περιβάλλει και την ανασφάλεια που τους διακατέχει για το μέλλον. Η Αριστερά από την άλλη κινείται από μια σωτηριολογική διάθεση να επιβάλει την παγκόσμια ειρήνη και δικαιοσύνη, με άλλα λόγια να «σώσει τον κόσμο». Όμως η λαχτάρα να σώσεις τον κόσμο είναι ταυτόχρονα και μια λανθάνουσα επιθυμία να τον εξουσιάσεις.
Πέρα όμως από αυτές τις υπεραπλουστεύσεις, τους επινοημένους διαχωρισμούς και τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις και προκαταλήψεις, η αλήθεια είναι πως τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά εκπροσωπούνται από ανθρώπους και εκφράζουν πλευρές της ίδιας ανθρώπινης φύσης, που είναι ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο. Σ’ αυτή την περίοδο της κρίσης που διανύουμε στη Δύση, στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, θα πρέπει να εστιαστούμε περισσότερο σ’ αυτά που μας ενώνουν, ως λαούς, και όχι σ’ εκείνα που μας χωρίζουν. Το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να επιδιώξουμε αυτή την περίοδο είναι η διχόνοια και ο αλληλοσπαραγμός. Η αδιαλλαξία είναι βλακεία, ενώ με το διάλογο βρίσκουμε πάντα λύσεις.
Η Κρίση είναι μια ευκαιρία ώστε οι άνθρωποι να θεωρήσουν τις διαφορές τους θετικά χαρακτηριστικά, που μας κάνουν ικανότερους και πλουσιότερους, και όχι επιχειρήματα για επικράτηση έναντι των άλλων. Ακόμη και στις δυσκολότερες περιόδους οι άνθρωποι έβρισκαν τρόπους να βοηθούν ο ένας τον άλλο, έστω και για λίγο, ακόμη και εν μέσω μιας ανταγωνιστικής κουλτούρας όπως είναι η ελληνική. Αυτό πρέπει να κάνουμε και σήμερα όλοι οι Έλληνες, Δεξιοί και Αριστεροί, άσχετα αν κάποιοι από εμάς έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή τραγική μας κατάσταση. Αν κινητοποιηθούμε όλοι μαζί, ενωμένοι για ένα θετικό σκοπό, χωρίς μικρότητες, εγωισμούς, κομματικές και πολιτικές σκοπιμότητες, οικονομικά και συντεχνιακά συμφέροντα, τότε μπορούμε να ξεφύγουμε από το σημερινό μας τέλμα και να προχωρήσουμε μπροστά, για το καλό τουλάχιστον των παιδιών μας. Για να ξεφύγουμε απ’ την κρίση και να πετύχουμε βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς ανισότητες και με σεβασμό προς τη Φύση, χρειάζεται ομαδική συνεργασία. Σ’ αυτή την προσπάθεια κανείς δεν περισσεύει.
Δεν το κρύβω πως είμαι αισιόδοξος, έστω και με δόσεις μελαγχολίας. Πιστεύω πως κάθε πορεία προς την καταστροφή, κινητοποιεί ταυτόχρονα τεράστιες δυνάμεις δημιουργίας. Ο φόβος του αφανισμού αυξάνει παράλληλα την πίεση για ζωή. Αν δεν μας καταστρέψει ολοσχερώς η Κρίση, τότε θα μας δοθούν ευκαιρίες για να εξελιχθούμε. Αρκεί να είμαστε επαρκώς έξυπνοι και ευέλικτοι για να τις αρπάξουμε…
Πηγή: Ανωνύμου του Έλληνος, Bankrupt.gr: Χρωστάω Σαν Έλληνας, εκδ. Άγνωστο, 2012
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.