Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτή τη μετατόπιση από τη μητέρα προς τον πατέρα, πρέπει να διερευνήσουμε τις ουσιώδεις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στη μητρική και στην πατρική αγάπη. Η μητρική αγάπη, από την ίδια της τη φύση, είναι αγάπη άνευ όρων. Η μητέρα αγαπά το νεογέννητο βρέφος επειδή είναι το παιδί της και όχι επειδή εκπλήρωσε κάποιο συγκεκριμένο όρο ή κάποια ιδιαίτερη προσδοκία της. (Εννοείται πως, όταν μιλώ εδώ για μητρική και για πατρική αγάπη, αναφέρομαι στους «ιδεατούς τύπους» με την έννοια του Μαξ Βέμπερ ή σε αρχέτυπα με την έννοια του Γιουγκ.
Δεν συνεπάγεται δηλαδή ότι κάθε μητέρα και κάθε πατέρας αγαπούν τα παιδιά τους με αυτό τον τρόπο. Αναφέρομαι στο πατρικό και το μητρικό πρότυπο, που εκπροσωπείται από τον πατέρα και τη μητέρα ως άτομα.) Η άνευ όρων αγάπη ανταποκρίνεται σε έναν από τους βαθύτερους πόθους όχι μόνο του παιδιού, αλλά και κάθε ανθρώπινου όντος- από την άλλη πλευρά, το να σε αγαπούν επειδή το κέρδισες με την αξία σου, επειδή το αξίζεις, αφήνει πάντοτε κάποια αμφιβολία: ίσως, αν δεν ευχαρίστησα το άτομο το οποίο θέλω να με αγαπά… ίσως αυτό κι ίσως εκείνο… και πάντα υπάρχει ο φόβος ότι η αγάπη μπορεί να εξαφανιστεί.
Ακόμη περισσότερο, η «επάξια κερδισμένη» αγάπη μάς αφήνει εύκολα το πικρό συναίσθημα ότι δεν μας αγαπούν για μας τους ίδιους, αλλά μόνο επειδή προκαλούμε ευχαρίστηση στo άτομο το οποίο μας αγαπά. Σε τελευταία ανάλυση είναι περισσότερο σαν να μας χρησιμοποιούν παρά σαν να μας αγαπούν. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που όλοι μας μένουμε προσκολλημένοι στον πόθο μας για μητρική αγάπη, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες.
Τα περισσότερα παιδιά είναι αρκετά τυχερά ώστε να δέχονται τη μητρική αγάπη (μέχρι ποιο σημείο, θα το εξετάσουμε αργότερα). Για τους ενήλικες, η ίδια αυτή επιθυμία είναι πολύ πιο δύσκολη να εκπληρωθεί. Στην πιο ικανοποιητική εξέλιξη των πραγμάτων, αυτή η επιθυμία παραμένει μία από τις συνιστώσες της φυσιολογικής ερωτικής αγάπης· συχνά όμως βρίσκει έκφραση και διέξοδο σε διάφορες θρησκευτικές τάσεις και ακόμη πιο συχνά σε νευρωτικές καταστάσεις.
Η σχέση με τον πατέρα είναι εντελώς διαφορετική. Η μητέρα είναι το σπίτι απ’ το οποίο προερχόμαστε, είναι η φύση, η γη, ο ωκεανός· ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει μια τέτοιου είδους φυσική πατρίδα. Έχει μικρή σύνδεση με το παιδί κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, και η σπουδαιότητα της παρουσίας του στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σπουδαιότητα της παρουσίας της μητέρας. Ενώ όμως ο πατέρας δεν αντιπροσωπεύει για το παιδί τον φυσικό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον άλλο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης· τον κόσμο της σκέψης, της τεχνολογίας, του νόμου και της τάξης, της πειθαρχίας, του ταξιδιού και της περιπέτειας. Ο πατέρας είναι αυτός που διδάσκει το παιδί, που του δείχνει το δρόμο της ζωής.
Στενά συνδεδεμένη με αυτή τη λειτουργία είναι και μία άλλη, η οποία αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Όταν καθιερώθηκε η ατομική ιδιοκτησία και ο θεσμός να κληρονομεί την πατρική περιουσία κάποιος από τους γιους, ο πατέρας άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με το ποιος γιος ήταν ο πιο κατάλληλος για να τον κληρονομήσει. Κι όπως είναι αυτονόητο, ο γιος που κληρονομούσε τελικά ήταν εκείνος τov οποίο ο πατέρας θεωρούσε ως τον καταλληλότερο για να τον διαδεχτεί. Με άλλα λόγια, το γιο που του έμοιαζε περισσότερο, το γιο στον οποίο είχε αδυναμία. Αυτού του είδους η πατρική αγάπη είναι αγάπη με όρους. Έχει αυτό το πρότυπο: «Σε αγαπώ επειδή πληροίς τις προσδοκίες μου, επειδή κάνεις το καθήκον σου, επειδή μου μοιάζεις».
Σε αυτή την υπό όρους πατρική αγάπη βρίσκουμε, όπως και στην άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αρνητική και μία θετική όψη. Η αρνητική όψη έγκειται στο ίδιο το γεγονός πως την πατρική αγάπη πρέπει να την αξίζει κανείς και ότι μπορεί να εξανεμιστεί αν το παιδί δεν εκπληρώσει κάποιες προσδοκίες. Στη φύση της πατρικής αγάπης οφείλεται το γεγονός ότι η υπακοή ανάγεται σε ύψιστη αρετή και η ανυπακοή γίνεται το χείριστο αμάρτημα – το οποίο τιμωρείται με την απώλεια της πατρικής αγάπης. Η θετική όψη όμως είναι εξίσου σημαντική. Αφού η αγάπη του έχει όρους, τότε μπορώ να κάνω κάτι για να την κερδίσω, μπορώ να εργαστώ για να την αποκτήσω· η δική του αγάπη δεν είναι έξω από τον έλεγχό μου όπως είναι η αγάπη της μητέρας μου.
Οι στάσεις του πατέρα και της μητέρας απέναντι στο παιδί ανταποκρίνονται στις ίδιες του τις ανάγκες. Το νήπιο χρειάζεται την άνευ όρων μητρική αγάπη και τη φροντίδα της, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Μετά τα έξι του χρόνια, το παιδί αρχίζει να χρειάζεται την αγάπη του πατέρα του, την εξουσία του και την καθοδήγησή του. Ο ρόλος της μητέρας είναι να κάνει το παιδί να νιώσει ασφάλεια στη ζωή του, ο ρόλος του πατέρα είναι να το διδάξει, να το καθοδηγήσει όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων με τα οποία το φέρνει αντιμέτωπο η συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε.
Στην ιδανική περίπτωση, η αγάπη της μητέρας δεν προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ωριμάσει δεν προσπαθεί να θέσει ένα εμπόδιο στην ενηλικίωσή του. Η μητέρα θα πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη ζωή και συνεπώς να μην είναι υπερβολικά αγχώδης, ώστε να μην επηρεάζει το παιδί με το άγχος της. Ένα κομμάτι της ίδιας της της ζωής θα πρέπει να είναι η επιθυμία της να γίνει το παιδί της ανεξάρτητο και τελικά να αποχωριστεί από αυτήν. Η πατρική αγάπη θα πρέπει να καθοδηγείται από αρχές και προσδοκίες θα πρέπει συγχρόνως να είναι υπομονετική και ανεκτική και όχι απειλητική και αυταρχική. Η πατρική αγάπη θα πρέπει να παρέχει στο παιδί που μεγαλώνει μία ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ικανότητας και επάρκειας, μέχρι τελικά να το οδηγήσει να γίνει κύριος του εαυτού του και να απελευθερωθεί από την πατρική εξουσία.
Η Τέχνη της Αγάπης
Erich Fromm
Εικόνα Β: https://iso.500px.com/wp-content/uploads/2014/06/52.jpg
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.