Πριν από πάρα πολλά χρόνια, σ’ ένα βασίλειο τόσο απέραντο που μόνο ο ήλιος ήξερε που άρχιζε και που τελείωνε, ζούσε ευτυχισμένος ένας πανίσχυρος βασιλιάς.
Τούτος ο βασιλιάς, φόβος και τρόμος στον πόλεμο, είχε στο πλάι του την πιο γλυκιά κι αξιαγάπητη βασίλισσα και από τον έρωτά τους γεννήθηκε ένα κοριτσάκι που μέρα με τη μέρα γινόταν ομορφότερο.
Στον λαμπρό παλάτι τους, με τους τοίχους σκεπασμένους από ελεφαντόδοντο και στεντέφι, η ζωή κυλούσε απαλά σαν το γάργαρο νεράκι της πηγής. Κάθε μέρα έφερνε κι άλλες απολαύσεις και οι κήποι, όπου πετούσαν τα πιο σπάνια πουλιά, αντηχούσαν από γέλια και τραγούδια.
Ανάμεσα στα πλούτη που ο βασιλιάς συσσώρευε ασταμάτητα, υπήρχε κάτι για το οποίο θα θυσίαζε χωρίς δισταγμό όλη του την περιουσία. Ο θησαυρός αυτός, που του ήτανε πολύτιμος όσο και οι χτύποι της καρδιάς του, δεν ήτανε κρυμμένος σε καμιά σκοτεινή κρυψώνα, αλλά βρισκότανε μπροστά στα μάτια ολωνών, μέσα στους στάβλους του παλατιού. Εκεί όπου θα περίμενε κανείς να θαυμάσει ένα ατίθασο καθαρόαιμο, στεκόταν ένας απλός γάιδαρος, ίδιος κι απαράλλαχτος με όταν τ’ άλλα γαϊδούρια της οικουμένης. Όμως τούτο το ζώο, που το βελούδινο αυτάκι του το ‘χε αγγίξει μαγικό ραβδί, είχε μια καταπληκτική ιδιότητα: αντί να λερώνει τα άχυρά του με ταπεινή κοπριά, κάθε πρωί τα γέμιζε με σκούδα και ολόχρυσα λουδοβίκια.
Κι ο βασιλιάς, που πιο πολύ απ’ όλα νοιαζότανε για την καλή υγεία αυτού του ανεκτίμητου ζώου, πέρναγε κάθε μέρα μαζί του πολλές ώρες βγάζοντάς το βόλτα στο παχύ χορτάρι του πάρκου του.
Αλλά η ζωή των ανθρώπων δεν είναι σταθερή όπως η πορεία του ήλιου και η ευτυχία τους μπορεί να γίνει κομμάτια, σαν το βάζο που το αναποδογύρισε ξαφνικά ο αέρας. Έτσι, ήρθε ένα φοβερό πρωί που η βασίλισσα, άρρωστη με ψηλό πυρετό, δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι της. Τρελός από ανησυχία, ο βασιλιάς κάλεσε τους καλύτερους γιατρούς της χώρας, που έτρεξαν αμέσως στο προσκέφαλό της. Δυστυχώς, όμως, κανένα από τα φάρμακά τους δεν κατάφερε να γιατρέψει την άγνωστη αρρώστια της που χειροτέρευε συνεχώς.
Όταν η βασίλισσα κατάλαβε ότι οι δυνάμεις που της μένανε ήταν λιγοστές κι όταν είχε φτάσει η στιγμή του αποχαιρετισμού, φώναξε τον άντρα της και του είπε:
– Βασιλιά και άντρα μου, απ’ τη χλωμάδα του προσώπου μου θα έχεις καταλάβει ότι εγώ πια αφήνω αυτόν τον κόσμο, όπου έζησα τόσο ευτυχισμένη κοντά σου. Πριν σου πω καλή αντάμωση για πάντα, θέλω να μου κάνεις μια τελευταία χάρη: θα ‘ρθει η μέρα που ο πόνος για το χαμό μου θα σου δαγκώνει λιγότερο την καρδιά και θα σκεφτείς να πάρεις μιαν άλλη γυναίκα. Πάρε λοιπόν αυτό το δαχτυλίδι μου με το ρουμπίνι και να μου υποσχεθείς πως σε όποια κάνει, αυτή θα παντρευτείς.
Πνιγμένος στα δάκρυα ο βασιλιάς διαμαρτυρήθηκε πως μέχρι την τελευταία του πνοή εκείνη θα ήταν πάντα η λατρεμένη του γυναίκα. Όμως η βασίλισσα, επέμενε τόσο πολύ, που στο τέλος της έδωσε την υπόσχεση που ήθελε. Λίγο πιο ύστερα, έσβησε στην αγκαλιά του άντρα της, σίγουρη ότι μ’ αυτόν τον όρκο θα μένανε δεμένοι ως το θάνατο.
Αφού έκλεψε και θρήνησε για πολλούς μήνες, ένα ωραίο πρωί ο βασιλιάς διαπίστωσε ότι πονούσε πολύ λιγότερο. Μια χαρούμενη διάθεση, ξεχασμένη εδώ και πολύ καιρό, σα να του γαργαλούσε την καρδιά και του ήρθε η επιθυμία να ξαναπαντρευτεί. Θέλοντας να μείνει πιστός στον όρκο που έδωσε στη βασίλισσα, έβγαλε ντελάλη να μαζευτούνε όλες οι αρχοντοπούλες στο βασίλειο να δοκιμάσουνε το δαχτυλίδι, γιατί σ’ όποια ταίριαζε θα την έπαιρνε γυναίκα. Το δαχτυλίδι όμως δεν έκανε σε καμιά κι ο βασιλιάς το έριξε απογοητευμένος σ’ ένα σεντούκι.
Πέρασαν μερικά χρόνια και βρίσκοντας η βασιλοπούλα το δαχτυλίδι, το φόρεσε και της ταίριαξε μια χαρά. Μόλις το είδε ο βασιλιάς είπε πως, για να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη βασίλισσα, έπρεπε να την πάρει γυναίκα του.
Η κόρη του βασιλιά κατατρόμαξε με τα σχέδια του πατέρα της κι έκλαιγε ασταμάτητα για επτά μερόνυχτα. Μη μπορώντας να βρει καμιά λύση στη δυστυχία που τη βασάνιζε, αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια και συμβουλή από τη νεράιδα των Πασχαλιών, τη νονά της. Αυτή, που έμενε σ’ ένα παλάτι από κοράλι και μάρμαρο κρυμμένο βαθιά μέσα στο δάσος, δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν την είδε να φτάνει.
– Ξέρω ποια στενοχώρια σε φέρνει σήμερα εδώ και καταλαβαίνω τον πόνο σου γιατί αυτό που σου λέει η καρδιά σου είναι το σωστό: ποτέ η κόρη δεν πρέπει να παντρεύεται τον πατέρα. Άκου λοιπόν τι πρέπει να κάνεις για να ξεφύγεις απ’ αυτό το γάμο: θα κάνεις ότι υποχωρείς στη θέληση του πατέρα σου κι ότι δέχεσαι να τον παντρευτείς με τον όρο να σου προσφέρει ένα φόρεμα που θα ‘χει το χρώμα του καιρού. Ούτε τα πλούτη του, ούτε η δύναμή του θα του χρησιμέψουν, γιατί τέτοιο φόρεμα είναι αδύνατο να φτιαχτεί κι έτσι εσύ θα απαλλαχτείς από την υπόσχεσή σου. Πήγαινε και μη φοβάσαι.
Επιστρέφοντας στο παλάτι, η βασιλοπούλα πήγε στον πατέρα της και του ζήτησε ένα φόρεμα στο χρώμα του καιρού. Χωρίς να χάσει στιγμή, ο βασιλιάς κάλεσε τους καλύτερους ραφτάδες και τους διέταξε να στρωθούν αμέσως στη δουλειά.
Αλίμονο, δεν πέρασαν καλά-καλά ούτε δυο μέρες και οι ραφτάδες φέρανε στο βασιλιά αυτό που τους είχε ζητήσει. Ένα φόρεμα στο χρώμα του ουρανού, τόσο όμορφο που ακόμα και η βασιλοπούλα, παρόλο που τρομοκρατήθηκε από το δώρο, βλέποντάς το δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό της.
Το ίδιο βράδυ έτρεξε στο παλάτι της νονάς της για να ζητήσει τη συμβουλή της. Εκείνη την περίμενε στα σκαλιά και της είπε αυτά τα λόγια:
– Πρέπει να παραδεχτώ καλή μου, ότι το κόλπο μου δεν πέτυχε. Άκου τι πρέπει να ζητήσεις τώρα από τον πατέρα σου: θα απαιτήσεις ένα φόρεμα στο χρώμα του φεγγαριού και, μα την πίστη μου, δεν θα τα καταφέρει! Πήγαινε και μη φοβάσαι.
Μόλις γύρισε στο παλάτι, η βασιλοπούλα έτρεξε στον πατέρα της και του είπε την καινούργια επιθυμία της. Κι ο βασιλιάς φώναξε τις καλύτερες κεντήστρες και, απειλώντας τες, με τα πιο σκληρά βασανιστήρια αν δεν τα κατάφερναν, τις διέταξε να ράψουν ένα φόρεμα στο χρώμα του φεγγαριού.
Αλίμονο, εκατό φορές αλίμονο, το φόρεμα παραδόθηκε τρεις μέρες αργότερα και το γλυκό του ασημένιο χρώμα ήταν τόσο όμορφο που το φεγγάρι ζήλεψε τη λάμψη του κι αρνήθηκε να βγει στον ουρανό για κάμποσες νύχτες.
Απελπισμένη από τούτο το δώρο, η βασιλοπούλα κλείστηκε στα διαμερίσματά της και περίμενε να έρθει η νύχτα για να ξαναπάει στη νονά της. Εκείνη την περίμενε και της είπε αυτά τα λόγια:
– Καλή μου, η δύναμη του πατέρα σου είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο υπολόγιζα. Άκου τι πρέπει να του ζητήσεις τώρα: θα τον παρακαλέσεις να σου χαρίσει ένα φόρεμα στο χρώμα που ήλιου. Πίστεψέ με, αυτή την φορά δεν θα τα καταφέρει. Πήγαινε και μη φοβάσαι.
Επιστρέφοντας στο παλάτι, η βασιλοπούλα ακολούθησε πιστά τις συμβουλές της νονάς της και ζήτησε από τον πατέρα της ένα φόρεμα στο χρώμα του ήλιου. Κι εκείνος, που το μόνο που τον απασχολούσε ήταν πως να πετύχει το σκοπό του, ζήτησε αμέσως να υφάνουν ένα ολόχρυσο πανί και να το στολίσουν με τα ωραιότερα πετράδια του κόσμου. Αλίμονο, χίλιες φορές αλίμονο, λίγες μέρες αργότερα, ο βασιλιάς παρουσίασε στη βασιλοπούλα ένα μεγαλόπρεπο φόρεμα, κεντημένο με τόσο ρουμπίνια και διαμάντια, που έλαμπε πιο πολύ κι από τον ήλιο όταν είναι στο ζενίθ του.
Πνίγοντας με δυσκολία τα δάκρυά της, η βασιλοπούλα περίμενε το βράδυ για να τρέξει πάλι στη νονά της. Εκείνη την είδε να ‘ρχεται από μακριά και της είπε αυτά τα λόγια:
– Καλή μου, ο πατέρας σου είναι χωρίς αμφιβολία ο ισχυρότερος κι ο πιο πλούσιος ηγεμόνας στον κόσμο. Αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι όλα του τα πλούτη προέρχονται απ’ αυτόν το γάιδαρο που αφήνει κάθε μέρα στο παχνί του χούφτες χρυσά φλουριά. Τώρα λοιπόν πρέπει να ζητήσεις απ’ το πατέρα σου κάτι που θ’ αρνηθεί να σου δώσει: το τομάρι απ’ αυτόν το γάιδαρο που τον κάνει κάθε μέρα και πλουσιότερο. Πίστεψέ με, δεν θα το δεχτεί. Πήγαινε και μη φοβάσαι.
Τρέμοντας ολόκληρη γι’ αυτό το τρομερό πράγμα που έπρεπε να ζητήσει, η βασιλοπούλα παρουσιάστηκε στον πατέρα της.
Και η καρδιά της σφίχτηκε από τη φρίκη και την απελπισία όταν τον άκουσε, χωρίς καμιά αντίρρηση, να διατάζει τους υπηρέτες να σφάξουν αμέσως το ζώο. Και η φρίκη της ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν, μετά από λίγο, έφεραν μπροστά της το τομάρι του γαϊδάρου.
Όταν γύρισε στα διαμερίσματά της, η βασιλοπούλα βρήκε να την περιμένει εκεί η νονά της. Πλημμυρισμένη απ’ τη στενοχώρια, έπεσε στην αγκαλιά της και της διηγήθηκε όλα αυτά που η νεράιδα των Πασχαλιών ήξερε ήδη.
Τότε εκείνη της είπε αυτά τα λόγια:
– Καλή μου, πρέπει πια να το πάρουμε απόφαση ότι τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει την τρέλα του πατέρα σου. Άκου λοιπόν τι θα κάνεις: θα μεταμφιεστείς έτσι ώστε να γίνεις αγνώριστη και θα φύγεις όσο πιο μακρυά μπορείς. Τούτο το απαίσιο γαϊδουροτόμαρο κάνει μια χαρά γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί κανείς δε μπορεί να φανταστεί ότι θα κρύβει την πιο όμορφη και την πιο ευγενική βασιλοπούλα. Σ’ αυτό το σεντούκι θα βάλουμε τα φορέματα που σου χάρισε ο πατέρας σου μαζί με τον καθρέφτη, τα διαμάντια και τα ρουμπίνια σου. Όσο θα κρατάς το ραβδί που σου δίνω, το σεντούκι θα σε ακολουθεί όπου κι αν πηγαίνεις, αρκεί να χτυπάς με το ραβδί το έδαφος κι αμέσως το σεντούκι θα εμφανίζεται μπροστά σου. Όσο κι αν σε βαραίνει η στενοχώρια σου, εσύ ν’ ακούς την καρδιά σου που ξέρει ποιό είναι το σωστό. Πήγαινε και μη φοβάσαι.
Την άλλη μέρα, μόλις άρχισε να ξημερώνει, η βασιλοπούλα έφυγε κρυφά από ένα υπόγειο πέρασμα που έβγαζε στο δάσος, κάπου μια λεύγα μακρυά απ’ το παλάτι. Κρυμμένη κάτω απ’ το τομάρι του γαϊδάρου που είχε βάλει να θανατώσουν ο πατέρας της, ακολούθησε το πρώτο μονοπάτι που βρήκε μπροστά της.
Έκανε τόσο κρύο που τα δάκρυα που γυάλιζαν στα βλέφαρά της πάγωναν και κυλούσαν σα διαμάντια πάνω στα βελούδινα μάγουλά της.
Εν τω μεταξύ, ο βασιλιάς, που δεν ήξερε ότι η κόρη του είχε φύγει, επέβλεπε τις τελευταίες προετοιμασίες για το γάμο. Ποτέ το παλάτι δεν είχε ξαναζήσει τέτοια αναστάτωση ούτε είχε υποδεχθεί τόσους πολλούς άρχοντες που καταφτάσανε από κάθε άκρη του βασιλείου.
Ενώ αντηχούσαν οι συγχορδίες από τις καμπάνες και οι καλεσμένοι στριμώχνονταν κιόλας στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, ο βασιλιάς άρχισε να ανυπομονεί με την αργοπορία της κόρης του. Κάλεσε λοιπόν τον μεγάλο αυλάρχη του και του ζήτησε να πάει να την φέρει.
Λίγο μετά, εκείνος ξαναγύρισε και του ανακοίνωσε τρέμοντας ότι η βασιλοπούλα δεν ήταν στα διαμερίσματά της. Μάταια ψάξανε από πάνω μέχρι κάτω όλο το παλάτι και στείλανε καβαλάρηδες σ’ όλους τους δρόμους τριγύρω: ίχνος δε βρέθηκε από την κόρη του βασιλιά, λες κι εξατμίστηκε σα μια σταγόνα δροσιάς κάτω απ’ το μεσημεριάτικο ήλιο.
Κάμποσους μήνες αργότερα, ενώ πια ο βασιλιάς είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι η κόρη του θα γύριζε ποτέ πίσω, εκείνη συνέχιζε την περιπλάνησή της παρακαλώντας άλλοτε για λίγο ψωμί, άλλοτε για λίγο άχυρο για να ξεκουραστεί. Μάταια ζήταγε δουλειά σαν υπηρέτρια σ’ όλα τα αγροκτήματα και τα πανδοχεία. Ήταν τόσο αποκρουστική μ’ αυτό το γαϊδουροτόμαρο που δεν έβγαζε ποτέ από πάνω της, που κανείς δεν ήθελε να τη βάλει στο σπίτι του. Όπου κι αν πήγαινε την υποδέχονταν με βρισιές και κοροϊδίες και στο πέρασμά της ακόμα και τα σκυλιά έδειχναν τα δόντια τους. Ήρθε ωστόσο η μέρα που μια αγρότισσα που έψαχνε υπηρέτρια για να καθαρίζει το παχνί των γουρουνιών, τη δέχτηκε στο σπιτικό της.
Από το ξημέρωμα μέχρι το βαθύ σούρουπο, αυτή που όλοι πια φώναζαν «Γαϊδουρώ» έκανε ασταμάτητα τις πιο ταπεινές δουλειές στο αγρόκτημα. Κι όλη την εβδομάδα ζούσε περιμένοντας την Κυριακή, τη μέρα που η κυρά της άφηνε λίγες ώρες ξεκούρασης.
Τότε η βασιλοπούλα κλεινότανε μέσα στο φτωχικό της δωμάτιο και με το ραβδί της νονάς της έβγαζε μέσα από τα βάθη της γης το σεντούκι της. Αφού πλενόταν προσεκτικά από τις βρωμιές της δουλειάς, διάλεγε ανάλογα εμ τη διάθεσή της και φόραγε ένα από τα φορέματά της. Αυτές τις στιγμές που ξανάβρισκε άθικτη όλη της την ομορφιά, της άρεσε να ονειρεύεται έναν πρίγκιπα που είχε δει μερικές φορές, ενώ έβοσκε τις χήνες στο λιβάδι.
Μια μέρα που εκείνος κάλπαζε κυνηγώντας μια αλεπού, πέρασε από τόσο κοντά της, που μπόρεσε να θαυμάσει τα τέλεια χαρακτηριστικά του προσώπου του και το αρχοντικό του παράστημα.
Όμως, μια Κυριακή, έτυχε κι ο πρίγκιπας που κυνηγούσε εκεί κοντά αποφάσισε να σταματήσει στο αγρόκτημα, να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει. Πριν επιστρέψει στο παλάτι, τριγύρισε λίγο στις αυλές, στους στάβλους και τα κοτέτσια.
Μόλις είχε θαυμάσει κάτι υπέροχες φραγκόκοτες, όταν την προσοχή του τράβηξε μια ταπεινή σανιδένια καλύβα στο τέρμα ενός μονοπατιού που δεν έβγαζε πουθενά, απ’ όπου ακουγόταν μια γλυκιά μελωδία. Παραξενεμένος, πλησίασε και έσκυψε να δει από την κλειδαρότρυπα.
Αυτό που αντίκρισε τον αναστάτωσε τόσο μα τόσο πολύ, που κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Σε τούτη τη φτωχική καλύβα, αντί για μια υπηρέτρια να μαντάρει ρούχα, είε την πιο ωραία γυναίκα του κόσμου να χτενίζει τα χρυσά μαλλιά της. Την ερωτεύτηκε αμέσως τρελά και σκέφτηκε να ανοίξει την πόρτα που τον χώριζε από εκείνη. Το χέρι του όμως δίσταζε γιατί φοβόταν μήπως τη δει να εξαφανίζεται για πάντα, τόσο του έμοιαζε με οπτασία.
Απ’ τη στιγμή που είδε τη Γαϊδουρώ, ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μόλις γύρισε στο παλάτι ρώτησε αν γνώριζε κανείς αυτή την θεϊκή καλλονή που είχε αντικρίσει σε μια άκρη του αγροκτήματος, όπου είχε κάνει στάση σαν κυνηγούσε. Του αποκριθήκανε ότι εκεί έμενε μόνο μια πάμφτωχη κακομοίρα που είχε ριγμένο συνέχεια πάνω της ένα σιχαμερό γαϊδουροτόμαρο. Η απάντησε αυτή βύθισε τον πρίγκιπα σε βαθιά μελαγχολία και τίποτε δεν μπορούσε να τον διασκεδάσει.
Όλη μέρα, κουβαλούσε παντού τον πόνο του και η νύχτα, που δεν του χάριζε τη λησμονιά του ύπνου, δεν τον ανακούφιζε καθόλου. Μη θέλοντας πια ούτε να κυνηγάει, ούτε να χορεύει, ούτε καν να τρώει, έμενε συνεχώς στο κρεβάτι, και η μητέρα του στο προσκέφαλό του, απελπιζόταν ολοένα και περισσότερο.
Ένα πρωί, ωστόσο, η μητέρα του τον βρήκε λιγότερο μελαγχολικό απ’ όσο συνήθως. Της είπε ότι πεινούσε κι ότι ήθελε να φάει. Καθώς αυτή του πρότεινε αστακό, ζαρκάδι ή αγριογούρουνο, εκείνος απάντησε ότι το μόνο που τραβούσε η όρεξή του ήταν ένα γλυκό από τα χέρια της Γαϊδουρώς. Παρόλο που ξαφνιάστηκε μ’ αυτή την επιθυμία, η βασίλισσα αμέσως υποχώρησε στη θέλησή του κι έστειλε τους υπηρέτες της στο αγρόκτημα όπου δούλευε η Γαϊδουρώ. Αυτή αποτραβήχτηκε αμέσως στο δωμάτιό της και πλύθηκε καλά πριν φορέσει ένα από τα λαμπρά της φορέματα για να τιμήσει τη δουλειά που είχε να κάνει. Ενώ ζύμωνε, το δαχτυλίδι με το ρουμπίνι που φορούσε γλίστρησε από το δάχτυλό της κι έπεσε στο ζυμάρι. Μόλις ψήθηκε το γλυκό, οι υπηρέτες της βασίλισσας το πήγανε ζεστό-ζεστό στο παλάτι.
Μπροστά σ’ αυτό το χρυσοψημένο γλυκό που το χρώμα του ήταν στα τ’ ολόγιομο σιτάρι, ο πρίγκιπας ξαναβρήκε ως δια μαγείας τη χαμένη του όρεξη. Έφαγε τόσο πολύ και τόσο λαίμαργα που παραλίγο να καταπιεί το δαχτυλίδι της Γαϊδουρώς. Βλέποντας το δαχτυλίδι, η καρδιά του κόντεψε να σπάσει μέσα στο στήθος του απ’ τον έρωτα. Βιάστηκε να γυρίσει στο δωμάτιό του, όπου αφέθηκε επί ώρες να θαυμάζει το πολύτιμο κόσμημα.
Αλίμονο, τούτη η χαρά κράτησε πολύ λίγο και ο πρίγκιπας ξανάπεσε στην πιο μαύρη μελαγχολία. Στο παλάτι, κανείς δεν ήξερε τι να πει ή τι να κάνει για να ξεκλέψει ένα χαμόγελο απ’ αυτόν το νέο που οι αναστεναγμοί του θα έλιωναν και την καρδιά ενός δράκου.
Ένα ωραίο πρωί, όμως, η βασίλισσα σηκώθηκε πολύ κεφάτη γιατί ήταν βέβαιη ότι είχε βρει το φάρμακο που θα γιάτρευε την καρδιά του παιδιού της: θα του έβρισκε μια σύζυγο. Ο πρίγκιπας δεν αντιστάθηκε στο σχέδιο της μητέρας του. Ζήτησε μόνο να πάρει γυναίκα του εκείνη που στο χέρι της θα χωρούσε το δαχτυλίδι που είχε φυλαγμένο. Η βασίλισσα δέχτηκε αυτόν τον όρο, λέγοντας από μέσα της ότι σε καμιάς γυναίκας το χέρι δεν θα χωρούσε ένα τόσο μικρό δαχτυλίδι και ότι ο γιός της θα ξεχνούσε γρήγορα την ιδιοτροπία του αυτή, μόλις θα έβλεπε τις καλλονές που θα έρχονταν στο παλάτι.
Χωρίς να χάσουν λοιπόν στιγμή, καλέσανε όλες τις πριγκίπισσες, δούκισσες και μαρκησίες της παντρειάς που υπήρχΣε καμιάς όμως το δάχτυλο, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσαν, δεν μπόρεσε να χωρέσει το δαχτυλίδι. Ύστερα ήρθαν οι βαρονέσσες και οι κόμισσες, από τις οποίες μερικές χωρίς να πετύχουν ούτε έτσι τίποτα, είχαν κόψει λίγο το δάχτυλό τους για να το λεπτύνουν. Μετά ήρθαν κόρες των εμπόρων, των δικαστών και των γιατρών και τέλος οι υπηρέτριες, οι μαγείρισσες κι εκείνες που έβοσκαν τις χήνες.
Όταν και η τελευταία ταπεινή υπηρέτρια από το φτωχότερο χωριουδάκι απέτυχε στη δοκιμασία, η βασίλισσα, καταστενοχωρημένη, είπε στο γιο της ότι είχαν παρουσιαστεί όλες οι ανύπαντρες κοπέλες της χώρας και ότι τώρα πια δεν θα έπρεπε να επιμείνει άλλο σ’ αυτή την τρέλα του. Ο πρίγκιπας δεν έδωσε σημασία στα λόγια της μητέρας του, αλλά είπε μόνο ότι είχε απομείνει ακόμα μια κοπέλα που δεν είχε δοκιμάσει το δαχτυλίδι και ζήτησε να φέρουν τη Γαϊδουρώ. Τα λόγια του ξεσήκωσαν διαμαρτυρίες και γέλια, όμως ο πρίγκιπας, βροντώντας και αστράφτοντας, τους διέταξε αν τον υπακούσουν.
Όταν έφτασε η Γαϊδουρώ στο παλάτι, όλοι σκέφτηκαν ότι ο πρίγκιπας θα πρέπει πια να είχε χάσει τελείως τα λογικά του, αφού σκεφτόταν να παντρευτεί την πιο αηδιαστική γυναίκα που είχε υπάρξει ποτέ.
Μπαίνοντας στην αίθουσα υποδοχής, η κοπέλα ξεπρόβαλε μέσα από το γαϊδουροτόμαρο που την σκέπαζε ολόκληρη το λεπτό της χέρι και το άπλωσε στον πρίγκιπα. Ο νέος αναγνώρισε αμέσως το χέρι της μοναδικής κοπέλας που θα μπορούσε να στολιστεί με το κόσμημα που κρατούσε. Πέρασε συγκινημένος το δαχτυλίδι με το ρουμπίνι στο δάχτυλο της Γαϊδουρώς και καθώς την τραβούσε κοντά του, το τομάρι που είχε προκαλέσει τόσες κοροϊδίες γλίστρησε στο πάτωμα.
Κι εκεί, μπροστά σ’ όλους τους αυλικούς που ήταν συγκεντρωμένοι, παρουσιάστηκε στο φως της ημέρας η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου.
Ο γάμος της Γαϊδουρώς και του πρίγκιπα αποφασίστηκε αμέσως. Αγγελιοφόροι μεταφέρανε την πρόσκληση σ’ όλους τους μεγάλους ηγεμόνες του κόσμου και ποτέ σε γάμο δεν παραβρέθηκαν τόσοι εστεμμένοι.
Τη μέρα της τελετής, η πριγκίπισσα αναγνώρισε ανάμεσά τους και τον πατέρα της. Τρέμοντας λίγο, πήγε κοντά του και από τα δάκρυα που πλημμύριζαν τα μάτια του κατάλαβε ότι είχε πια γιατρευτεί από την παλιά του τρέλα. Έτσι, απελευθερωμένη κι εκείνη από τη θλίψη που τη βάραινε τόσο καιρό, μπόρεσε, με την ψυχή της γαληνεμένη, να παντρευτεί αυτόν που είχε διαλέξει η καρδιά της.
Πηγή: Charles Perrault (2003) Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΜΕ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΟΤΟΜΑΡΟ, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.