Η ένωση θεών κι ανθρώπων δεν αποτελεί όνειδος, κάτι που πρέπει να λέγεται κρυφά, για τους αρχαίους Έλληνες. Γιατί η ένωση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα να γεννηθούν ήρωες, ευεργέτες της ανθρωπότητας και ηγέτες, που οδηγούν σε νέες πατρίδες ξεριζωμένους ανθρώπους.
Οι πρόγονοί μας δεν ντρέπονται κι ούτε θεωρούν ξεπεσμό τέτοιου είδους σμιξίματα. Αντίθετα υμνούνται, όπως συμβαίνει στον Ομηρικό Ύμνο, όπου περιγράφεται η ένωση της θεάς Αφροδίτης με τον θνητό Αγχίση, καρπός της οποίας υπήρξε ο Αινείας, ο ήρωας του τρωικού πολέμου, που οδήγησε στο Λάτιο τους ξεριζωμένους Τρώες:
« Από τους άλλους όμως κανείς δεν ξέφυγε την Αφροδίτη
ούτε θεός μακάριος ούτ’ άνθρωπος θνητός.
Ακόμα και του κεραυνόχαρου του Δία του πήρε τα συλλογικά·
σαν μέγιστος που είναι, τη μέγιστη πήρε τιμή.
Κι όποτε ήθελε, ξεγέλασε τη στοχαστική βουλή του
κι εύκολα με θνητές τον έσμιξε γυναίκες,
παραβλέποντας την Ήρα, αδερφή κι ομόκλινη,
την κορυφαία στη μορφή μες στις αθάνατες θεές,
την τρισένδοξη, του συνετού του Κρόνου τέκνο
και της μάννας Ρέας· κι ο Δίας ο αλάθητος στις κρίσεις
σύζυγό του σεβαστή και συνετή την έκανε.
Αλλά κι ο Δίας, πάλι, γλυκιά επιθυμία έβαλε στης Αφροδίτης την καρδιά
με άντρα θνητό να κοιμηθεί, για να μη μείνει
ξένη κι αυτή από το ανθρώπινο κρεβάτι
κι ούτε ποτέ καμαρωτή να πει μες στους θεούς
με το γλυκό της γέλιο η χαμογελαστή Αφροδίτη
ότι θεούς με γυναίκες έχει ενώσει
- που γέννησαν κιόλας θνητούς γιους στους αθανάτους-
Έτσι, γλυκό πόθο της έβαλε στην καρδιά για τον Αγχίση,
που τότε στις ακρώρειες της Ίδης με τα πολλά νερά
έβοσκε τις γελάδες του, όμοιος στο σώμα με αθάνατο θεό.
Μόλις τον είδε η χαμογελαστή Αφροδίτη,
τον ερωτεύτηκε, κι εξαίσιος πόθος της πήρε τα συλλογικά.
Πήγε στην Κύπρο και χώθηκε στον ευωδιαστό ναό της
στην Πάφο- είχε τέμενος εκεί και βωμό μοσχομύριστο·
μπήκε και ασφάλισε τις αστραφτερές του πύλες.
Εκεί λοιπόν την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι
θεϊκό, καταπώς πρέπει στους αιώνιους θεούς,
έξοχο και ολόγλυκο, που της το είχαν μυρωμένο.
Έντυσε ύστερα το σώμα της μ’ ενδύματα ωραία
στολίστηκε χρυσάφια η γελαστή η Αφροδίτη,
και βιάστηκε να πάει στην Τροία, αφήνοντας την Κύπρο την ευώδη,
περνώντας την απόσταση μεμιάς μέσ’ απ’ τα σύννεφα.
Έφτασε στην Ίδη με τα πολλά νερά, τη μάνα των θηρίων,
και τράβηξε ευθύς για το μαντρί στο βουνό· την ακολούθησαν
λύκοι λευκοί που έσειαν την ουρά και λιοντάρια με μάτι άγριο,
αρκούδες και γοργές παρδάλεις, πεινασμένες για ελάφια,
τρέχοντας· τα έβλεπε κι ένιωθε μέσα της χαρά
και στα στήθια της έβαζε τον πόθο· κι εκείνα όλα τότε
ζευγαρωμένα κοιμούνταν στα σκιερά φαράγγια.
Έφτασε, τέλος, στις καλοφτιαγμένες καλύβες
και βρήκε στο μαντρί, μακριά από τους άλλους,
τον Αγχίση, τον ήρωα με τη θεϊκή ομορφιά.
Οι άλλοι ακολουθούσαν τα κοπάδια στα πλούσια βοσκοτόπια,
εκείνος, μόνος στο μαντρί,
πήγαινε πέρα δώθε κι έπαιζε την κιθάρα δυνατά.
Στάθηκε εμπρός του του Δία η κόρη η Αφροδίτη,
σ’ ανάστημα και όψη όμοια με άγαμη παρθένα,
να μην τρομάξει σαν τη δουν τα μάτια του.
Την κοιτούσε ο Αγχίσης παραξενεμένος και τη θαύμαζε
για την όψη και το ανάστημα αλλά και τα γυαλιστερά της ρούχα.
Το πέπλο της ήταν πιο φωτεινό κι απ’ τη φωτιά που λαμπυρίζει
κι είχε βραχιόλια που στριφογυρίζανε και καρφίτσες που στραφτάλιζαν
ενώ ωραιότατα περιδέραια έζωναν το απαλό της δέρμα
όμορφα, χρυσά και ποικιλμένα· έτσι που η σελήνη
έλαμπε στα απαλά της στήθη, ήτανε θαύμα να τη βλέπεις.
Έρωτας κατέλαβε τον Αγχίση, που της είπε:
« Χαίρε βασίλισσα, όποια αθάνατη κι αν είσαι, που έρχεσαι στο δώμα τούτο,
η Άρτεμη, η Λητώ ή η χρυσή Αφροδίτη,
η αριστοκράτισσα Θέμιδα ή η γλαυκομάτα Αθηνά
ή μια από τις Χάριτες κι ήρθες εδώ, που με θεούς όλες τους
ζούνε κι αθάνατες τις ονομάζουν,
ή ίσως μια από τις νύμφες που κατέχουν τα ωραία άλση
ή από τις νύμφες που κατοικούνε στο όρος τούτο το ωραίο
και στις πηγές των ποταμών και στα χλοερά λιβάδια.
Για σένα στη βίγλα την περίβλεπτη ολούθε εδώ
βωμό θα φτιάξω και θυσίες καλές θα σου προσφέρω
σε κάθε εποχή· και συ, με χαρούμενη καρδιά,
δώσε να γίνω στους Τρώες άντρας γενναίος
κι ύστερα δώσ’ μου τέκνο εύρωστο, αλλά μαζί και μένα
καλά να ζήσω για καιρό και του ήλιου να βλέπω το φως,
ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους, και στων
γηρατειών να φτάσω το κατώφλι ».
Του απάντησε έπειτα η Αφροδίτη, του Δία η θυγατέρα:
« Αγχίση, ενδοξότερε απ’ τους ανθρώπους που γεννήθηκες στη γη,
δεν είμαι θεά· γιατί με αθάνατες με παρομοιάζεις;
Είμαι θνητή, θνητή μάνα με γέννησε.
Πατέρας μου είν’ ο Οτρέας με τ’ όνομα, αν έχεις ακουστά,
ο βασιλιάς όλης της καλοτείχιστης Φρυγίας.
Ξέρω καλά τη γλώσσα σας, σαν τη δικιά μας,
γιατί Τρωάδα μ’ έτρεφε τροφός μες στο παλάτι, κι αυτή
από παιδούλα με μεγάλωσε, όταν με πήρε απ’ την καλή μου μάνα.
Γι’ αυτό ξέρω καλά τη γλώσσα που μιλάτε.
Τώρα όμως μ’ άρπαξε ο Αργοφονιάς με το χρυσό ραβδί,
από της χρυσόβελης και πολυθόρυβης Άρτεμης τη συντροφιά.
Νύμφες πολλές και παρθένες ωραίες
παίζαμε, κι ολόγυρά μας σαν στεφάνι κόσμος πολύς.
Από εκεί μ’ άρπαξε ο Αργοφονιάς με το χρυσό ραβδί,
με πέρασε μέσ’ από πολλά των θνητών ανθρώπων έργα,
στη μεγάλη γη που δεν ανήκει κανενός και μένει χέρσα, όπου θηρία
ωμοφάγα μαζεύονται στους σκιερούς γκρεμνούς,
και, καθώς νόμιζα, τα πόδια μου δεν πάταγαν στη ζωοδότρα γη.
Μου είπε ότι στην κλίνη του Αγχίση θα ονομαστώ
νόμιμη σύζυγος, κι ότι παιδιά θα σου γεννήσω ωραία.
Σαν μου τα είπε και τ’ ανακοίνωσε, έφυγε
ο δυνατός Αργοφονιάς για να βρεθεί μαζί με τη γενιά των αθάνατων·
εγώ όμως έφτασα σε σένα, οδηγημένη από την πανίσχυρη ανάγκη.
Προσπέφτω, λοιπόν, σε σένα, στ’ όνομα του Δία και των καλών
γονιών σου- αν ήτανε κακοί, δεν θα γεννούσαν τέτοιο γιο.
Οδήγησέ με άγαμη όπως είμαι κι άπειρη από έρωτα,
δείξε με στον πατέρα και στη συνετή μητέρα σου
και στα δικά σου ομογέννητα αδέρφια.
Νύφη αταίριαστη γι’ αυτούς δεν θα ‘μια, αλλά η πρέπουσα.
Στείλε και μαντατοφόρους στους Φρύγες που ‘χουν ανεμοπόδαρα άλογα
να το πούνε στον πατέρα και στη μάνα μου που είναι μες στις έγνοιες.
Θα στείλουνε χρυσάφι και εσθήτες υφαντές πολλές,
κι όσο για σένα λύτρα λαμπρά θα έχεις να λαβαίνεις.
Κάνε αυτά και δώσε ν’ απολαύσουν τον ποθητό και τίμιο
γάμο οι άνθρωποι και οι αθάνατοι θεοί ».
Έτσι μίλησε η θεά, και στην καρδιά του έβαλε πόθο γλυκό.
Έρωτας κατέλαβε τον Αγχίση, που της μίλησε και της είπε:
« Αν είσαι θνητή, και η μάνα που σε γέννησε ήτανε μια απλή γυναίκα,
κι αν πατέρας σου είναι ο Οτρέας με τ’ όνομα, όπως λες,
κι έρχεσαι εδώ με τη θέληση του αθάνατου οδηγού
Ερμή, για πάντα θα ονομάζεσαι γυναίκα δική μου.
Τώρα κανείς θεός ούτε και άνθρωπος θνητός
δεν θα με κρατήσει εδώ, πριν σμίξω ερωτικά μαζί σου
τούτη τη στιγμή· ούτε κι αν ο μακροβόλος Απόλλων
έριχνε από το ασημένιο τόξο του τα οδυνηρά του βέλη.
Κι έπειτα θα ‘θελα, γυναίκα εσύ θεόμορφη,
ν’ ανέβω στο κρεβάτι σου και μετά στου Άδη να βυθιστώ τον οίκο ».
Μ’ αυτά τα λόγια, της έπιασε το χέρι· η γελαστή Αφροδίτη
Προχώρησε μεταπεισμένη, γυρνώντας τα ωραία μάτια της
στο καλοστρωμένο κρεβάτι, αυτό που ίσαμε τότε ήταν για τον βασιλιά
σκεπασμένο με μαλακές γούνες· από πάνω
είχε αρκουδοτόμαρα και δέρματα βροντόφωνων λιονταριών
που ‘χε σκοτώσει εκείνος στα ψηλά βουνά.
Ανέβηκαν λοιπόν στο καλοστρωμένο κρεβάτι
κι αυτός της έβγαλε πρώτα τα λαμπερά κοσμήματα από το σώμα της,
τις καμπύλες πόρπες, τα βραχιόλια, τις καρφίτσες και τα περιδέραια.
Μετά της έλυσε τη ζώνη και την έγδυσε από τα γυαλιστερά της ρούχα
που τ’ άφησε ο Αγχίσης σε θρόνο με αργυρά καρφιά.
Μετά, κατά την επιθυμία και το σχέδιο των θεών,
ο θνητός κοιμήθηκε με την αθάνατη θεά, χωρίς καλά να το γνωρίζει.
Κατά την επιστροφή των ποιμένων στο μαντρί
των βοδιών και των θρεμμένων προβάτων από τις ανθηρές νομές,
μες στον Αγχίση έχυνε γλυκό και βαθύ ύπνο,
ενώ αυτή φόρεσε πάλι τα ωραία ρούχα της.
Κι όταν κάλυψε ωραία το σώμα της η ιερή θεά,
στάθηκε κοντά στην κλίνη, στο καλοχτισμένο ανάκτορο
ακούμπησε το κεφάλι της και στα μάγουλά της έλαμπε η ομορφιά
η θεϊκή, γνώρισμα της καλοστεφανωμένης Κυθέρειας.
Τον σήκωσε από τον ύπνο και του απευθύνθηκε με τα λόγια:
« Σήκω, γόνε του Δαρδάνου· γιατί έχεις δοθεί σε βαθύ ύπνο;
Πες μου, σου φαίνομαι να μοιάζω
με κείνη που είδαν στην αρχή τα μάτια σου; »
Αυτά του είπε· κι εκείνος μες στον ύπνο τ’ άκουσε καλά.
Βλέποντας τότε τον λαιμό και τα ωραία μάτια της Αφροδίτης,
φοβήθηκε και έστρεψε το βλέμμα του αλλού.
Έκρυψε τότε με το στρωσίδι το ωραίο πρόσωπό του
και παρακαλώντας την της είπε λόγια φτερωτά:
« Βλέποντάς σε με τα μάτια μου, θεά, από την πρώτη στιγμή,
κατάλαβα πως ήσουνα θεά· βέβαια εσύ δεν είπες αλήθεια.
Αλλά, μα τον ασπιδοφόρο Δία, πέφτω στα πόδια σου,
μη μ’ αφήσεις να ζω μες στους ανθρώπους ζωντανό φάντασμα,
αλλά λυπήσου με· πράγματι, άντρας ακμαίος
δεν γίνεται όποιος με τις αθάνατες θεές κοιμάται ».
Έπειτα του αποκρίθηκε η Αφροδίτη, του Δία η κόρη:
« Αγχίση, τρισένδοξε μες στους θνητούς ανθρώπους,
έχε θάρρος, μεγάλο φόβο μέσα σου μην έχεις.
Δεν πρέπει να φοβάσαι βέβαια ότι θα σου κάνω κακό
εγώ ή οι άλλοι μακάριοι, γιατί οι θεοί σε αγαπούν.
Δικός σου θα ‘ναι ο γιος που θα βασιλέψει στους Τρώες
Και για πάντα θα γεννιούνται παιδιά των παιδιών σου.
Αινείας θα ονομαστεί, γιατί φοβερός ήταν ο πόνος μου
που έπεσα σε θνητού κρεβάτι…. » ( Ομηρικοί Ύμνοι, “Στην Αφροδίτη”, 35-199 )
Ουράνια όντα, λοιπόν, ερωτεύονται με γήινα, χωρίς ίχνος ενοχής. Ο έρωτας δεν είναι αμαρτία, είναι χαρά της φύσης, με αποτέλεσμα που ωθεί την ανθρωπότητα προς τα εμπρός, που συμβάλλει στην εξέλιξη!
Πολύ σωστά ο Γ. Καραγιάννης επισημαίνει:
[[ Ο Έρως συμπαρευρίσκεται ταυτοχρόνως και μεταξύ των θεών και μεταξύ των ανθρώπων. Είναι αφ’ ενός έρως αγνός, άγιος, πνευματικός, υπεροχικός, ιδεώδης, ηδύς κ.λ.π. μέσα σ’ έναν χώρο καθαρώς πνευματικό κ.λ.π. και αφ’ ετέρου υλικός, σαρκικός, σωματικός κ.λ.π. με ισχυρή ελκυστικότητα και γοητευτικότητα μέσω των οποίων συντελεί στην ανανέωση της ζωής και του κόσμου των ανθρώπων. Από τη φύση του εξαγνίζει και ανυψώνει και εκτοπίζει τις φαύλες ορμές, με τις οποίες αρχικά συνυφαίνεται και συνυπάρχει· είναι ο ίδιος δύναμη η οποία αφ’ εαυτής μεταβαίνει από το χυδαίο στο υψηλό, από το άμορφο στο εύμορφο, στο ωραίον, καθώς κινείται από το άπειρο στο πέρας και αντιστρόφως. ]] ( “Ο Έρως στη ζωή των Ελλήνων”, εκδ. Ζήτρος ).
Πώς μπορείς να φτάσεις στον “θείο έρωτα”, αν δεν γνωρίσεις τον ανθρώπινο;
Επομένως είναι εκ Θεού κι ευλογημένος, έστω κι αν μερικές φορές μας παρασύρει προς τα κάτω. Θα έρθει η στιγμή που θα τον μετουσιώσουμε, που θα γίνει η δύναμη, η οποία θα μας ωθήσει προς τα πάνω. Γι’ αυτό ένας άνθρωπος της εκκλησίας, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, που είχε αντιληφθεί την μεταφυσική σημασία του έρωτα, ξέφυγε από την Εβραϊκή και την Παυλιανή αντίληψη και έγραψε:
[[Τον έρωτα είτε τον ειπούμε θεϊκό είτε αγγελικό είτε νοερό είτε ψυχικό είτε φυσικό, ας τον εννοήσουμε ως μια ενοποιό και συγκρατητική δύναμη, που ωθεί τα ανώτερα στην Πρόνοια των κατωτέρων, τα ομότιμα σε μια αλληλουχία κοινωνίας μεταξύ τους και τέλος τα υποδεέστερα προς την επιστροφή τους στα ισχυρότερα και ανώτερα.]] (“Περί θείων ονομάτων”, κεφ.Δ’, XV )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.