Θεοί έσμιξαν με θεές και νύμφες κι έφεραν στον κόσμο θεούς και θεότητες που βοήθησαν την ανθρωπότητα, ή καθόριζαν την τύχη και τον πολιτισμό της.
Ενδεικτικά ας δούμε τους έρωτες του κεραυνόχαρου Δία:
Πρώτη γυναίκα του Δία ήταν η Χθονίη, που ο ίδιος ονόμασε Γη, και για χάρη της έφτιαξε τον κόσμο, ντύνοντάς την με ένα πέπλο, όπου πάνω του είχε σχεδιασμένες όλες τις στεριές και όλες τις θάλασσες. Δεύτερη γυναίκα του ήταν η Μήτιδα, που στο μυαλό της είχε όλη τη σοφία των αθάνατων και των θνητών. Αυτήν σαν έμεινε έγκυος την κατάπιε, γιατί υπήρχε χρησμός πως μετά την κόρη που θα γεννούσε, θα έκανε γιο που θα του έπαιρνε την εξουσία. Έτσι μετά από εννιά μήνες έβγαλε από το κεφάλι του τη θεά της σοφίας, την Αθηνά πάνοπλη. Άλλη γυναίκα του ήταν η Διώνη, απ’ όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Κάποτε ερωτεύτηκε την Αστερία, την κόρη του Κοίου και της Φοίβης, που του γέννησε την Εκάτη, την οποία τίμησε πολύ. Την Αστερία την έδωσε για γυναίκα στον Περσέα. Από την αδερφή της Αστερίας, την Λητώ, απόχτησε τα υπέροχα παιδιά τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, που τους είχε παντοτινά στον Όλυμπο. Πλάγιασε και με την Δήμητρα και γεννήθηκε η Περσεφόνη, που έγινε η ρήγισσα του Άδη.
Νόμιμη και παντοτινή γυναίκα του ήταν η Ήρα, από την οποία απόχτησε τον Άρη, τον θεό του πολέμου, την Ήβη, που έγινε γυναίκα του Ηρακλή, και την Ειλείθυια, που βοηθούσε στο ξεγέννημα των γυναικών. Παιδί τους ήταν και ο κουτσοπόδαρος θεών της τέχνης των μετάλλων, ο Ήφαιστος.
Ο Δίας χάρηκε τον έρωτα πολλών από τις κόρες του Άτλαντα. Έτσι από τη Μαία απόχτησε τον Ερμή σ’ ένα σπήλαιο στην Κυλλήνη. Από τη νύμφη Θύβρη ή την Αίγα γεννήθηκε ο Πάνας, που ήταν θεότητα της γης. Από τη Θέμιδα γεννήθηκαν οι Ώρες και οι Μοίρες, ενώ από την Ανάγκη η Αδράστεια. Ενώθηκε και με τη κόρη του Ωκεανού Ευρυνόμη και γεννήθηκαν οι τρεις Χάριτες, ενώ εννιά νύχτες πλάγιαζε με την Μνημοσύνη και γεννήθηκαν οι εννιά Μούσες. Πολλές νύμφες του έδωσαν τη χαρά του έρωτα.
« Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα,
που πιο πολλά γνωρίζει απ’ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη , έμελλε
εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε
και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε,
με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ‘ναι γεμάτος άστρα.
…………………………………………………………………..
Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπρή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα,
γέννησε και τις Μοίρες που ο συνετός ο Δίας τους έδωσε τη μέγιστη τιμή,
τη Λάχεση, την Άτροπο και την Κλωθώ που στους ανθρώπους
δίνουν τους θνητούς και το καλό και το κακό να έχουν.
Τρεις Χάριτες μ’ ωραία μάγουλα του γέννησε η Ευρυνόμη,
η κόρη του Ωκεανού που ‘χει όψη πολυέραστη,
την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και την εράσμια Θαλίη.
Από τα βλέφαρά τους στάζει καθώς κοιτάνε έρωτας
που παραλύει τα μέλη. Κι ωραία κάτω απ’ τα φρύδια βλέπουν.
Αλλά και στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε.
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα χέρια, που ο Άδης
την απήγαγε απ’ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας του την έδωσε.
Κι ύστερα πάλι τη Μνημοσύνη αγάπησε με την ωραία κόμη,
και γεννηθήκανε απ’ αυτήν οι Μούσες που φορούν χρυσό διάδημα
οι εννιά, που τους αρέσουν οι ευωχίες και η τέρψη των ασμάτων.
Και η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα και τη σαϊτοβόλα Άρτεμη,
τα πιο αγαπητά παιδιά απ’ όλους τ’ Ουρανού τους απογόνους,
σαν με Δία έσμιξε ερωτικά που την αιγίδα έχει.
Και τελευταία τη θαλερή την Ήρα ομόκλινή του έκανε.
Εκείνη την Ήβη και τον Άρη και την Ειλείθυια γέννησε,
σαν έσμιξε ερωτικά με των θεών το βασιλιά και των ανθρώπων.
Ο ίδιος γέννησε απ’ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι κι οι μάχες.
Η Ήρα τον ξακουστό τον Ήφαιστο – που απ’ όλους τους γόνους
του Ουρανού ήταν υπέρτερος στις τέχνες – δίχως να σμίξει ερωτικά
τον γέννησε, γιατί οργίστηκε πολύ και μάλωσε μα τον ομόκλινό της.
Από την Αμφιτρίτη και τον βαρύχτυπο της γης το σείστη Ποσειδώνα
γεννήθηκε ο μέγας Τρίτων, ο πανίσχυρος, που κατοικεί
στου πόντου τον πυθμένα και μένει σε δώματα χρυσά
με τη μητέρα του και τον άνακτα πατέρα του, θεός δεινός.
Στον Άρη που τις ασπίδες διαπερνά γέννησε η Κυθέρεια το Δείμο και το Φόβο,
φοβερούς, που των ανδρών ταράζουν τις πυκνές τις φάλαγγες
στον παγερό τον πόλεμο μαζί με τον πορθητή των πόλεων Άρη.
Γέννησε και την Αρμονία που ο Κάδμος με τη γενναία καρδιά την πήρε ομόκλινή του.
Η Μαία, η θυγατέρα του Άτλαντα, στο Δία γέννησε τον ξακουστό Ερμή,
των αθανάτων κήρυκα, στο ιερό ανεβαίνοντας κρεβάτι. » ( Ησίοδος, “Θεογονία”, 886-939 )
Οι μύθοι για τους έρωτες του Δία και τους απογόνους του απέβλεπαν στη σύνδεση του κορυφαίου θεού με τις βασικές φυσικές δυνάμεις, τις συνιστώσες του κοινωνικού βίου, τις πολιτιστικές παραδόσεις και τις πτυχές του κοινωνικού βίου. Ο ερωτισμός του Δία δεν είναι αυτοσκοπός, που ξεκινά από κατώτερα ένστικτα, αλλά το μέσον για γεννηθούν θεοί και ήρωες, που θα βοηθήσουν τους θνητούς να πετύχουν το αγαθό.
Ο Γ. Καραγιάννης γράφει:
[[ Οι ερωτικές περιπέτειες του Διός συμβολίζουν τη δύναμη της αρχικής φυσικής και μεταφυσικής δυνάμεως. Ο θεός άρχων του Ολύμπου, είναι πλήρης ερωτικής δυνάμεως, διότι είναι το θεϊκό σύμβολο των φυσικών δυνάμεων, και η φύσις- Ζεύς, στην ολότητά της είναι πλήρης ερωτικής δυνάμεως. Αυτά συμβολίζουν κυριαρχικά οι ελληνικοί μύθοι, και δεν υποδεικνύουν στους ανθρώπους ερωτική αταξία και αναρχία. Ο Ζεύς είναι η φύση και η φύση, το Όν, ο Κόσμος, στην ολότητά του, είναι πλήρης Έρωτος. Το ίδιο συμβολίζουν και οι έρωτες των άλλων θεών, π.χ. ο έρως του Απόλλωνος προς τη Δάφνη.
Ο δε Έρως, στην ελληνική ζωή, στο πνεύμα των Ελλήνων είναι κυριαρχική δύναμη, φυσική και πνευματική. Ο Έρως είναι κυριαρχική δύναμη διφυής, είναι ένα στοιχείο, πρωταρχικό, μεταφυσικό, δυϊστικής υφάνσεως. Είναι ταυτόχρονα φυσική και πνευματική δύναμη, οντότης και θεότης. Θεότης φυσική- υλική και πνευματική ομού. ]] ( “Ο έρως στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων”, εκδ. Ζήτρος )
Οι πρόγονοί μας δεν είχαν στεγανά για τον έρωτα. Ίδια τον τιμούσαν για τους θνητούς και ίδια για τους αθάνατους θεούς. Έβαζαν και τους θεούς τους να γεύονται του έρωτα τον πόθο. Αυτός ο πόθος έφερνε στον Κόσμο αποτελέσματα, που έκαναν καλό τόσο στο φυσικό κόσμο, φυτά- ζώα- άστρα- γενικότερα το σύμπαν, όσο και στο ανθρώπινο βασίλειο. Δεν ήταν ασέβεια γι’ αυτούς να γράφουν για τον πόθο του βασιλιά των θεών για τη ρηγισσά του. Με σεβασμό τραγουδούν το σμίξιμό τους, όπως κάνει ο Όμηρος, βάζοντας την Ήρα να πλανεύει τον Δία, ώστε ο ύπνος να σφαλίσει τα μάτια του και να απωθήσουν για λίγο οι Έλληνες τους Τρώες, καθώς περνούσαν δύσκολες ώρες. Ας παρακολουθήσουμε την θαυμάσια περιγραφή:
« Η σεβαστή βοϊδομάτα σκέφτηκε η Ήρα τότε
πώς του ασπιδοφόρου Δία τη σκέψη να πλανέψει·
και πιο καλή της φάνηκε στο λογισμό της σκέψη
να πάει στην Ίδη μ’ όλα της τα κάλλη στολισμένη,
μήπως θελήσει δίπλα της με πόθο να ξαπλώσει,
να τη χαρεί, και τότε στα βλέφαρα να χύσει
και στο γερό του το μυαλό κι ανέγνοιαστο ύπνο.
Τράβηξε προς το θάλαμο, που είχε κάμει ο γιος της
ο Ήφαιστος, που στέριωσε πόρτες στους παραστάτες
γερές με κρυφό μάνταλο, που δεν τις άνοιγε άλλος.
Μπήκε εκεί και σφάλισε τις λαμπερές τις πόρτες.
Πρώτα μ’ αθάνατο νερό το ποθητό κορμί της
από τις λέρες ξέπλυνε κι αλέιφτηκε με λάδι
που θεϊκό, ευχάριστο κι ευωδιασμένο ήταν·
αν αναδεύεται αυτό στο σπίτι μπρος του Δία
στο χαλκοκάτωφλο, μεμιάς γη κι ουρανός μυρίζει.
Μ’ αυτό το σώμα τ’ όμορφο άλειψε, τα μαλλιά της
χτένισε και με τα χέρια έπλεξε στο κεφάλι
τ’ αθάνατο ολόλαμπρες κι αθάνατες πλεξούδες.
Πάνω της ρούχο έβαλε αθάνατο που η Παλλάδα
της ύφανε δουλεύοντας και βάζοντας στολίδια·
με θηλυκωτήρια χρυσά στο στήθος στεριωνόταν.
Φόρεσε ζώνη μ’ εκατό φουντίτσες στολισμένη,
στα τρυπημένα της αυτιά πέρασε σκουλαρίκια
μουρόχρωμα και τρίπετρα, πολύ χαριτωμένα.
Κεφαλοπάνι φόρεσε η θεά η αφέντρα
αφόρετο και όμορφο, ολόασπρο σαν ήλιος·
και έβαλε στ’ αστραφτερά τα πόδια της σαντάλια.
Σαν έβαλε στο σώμα της εκείνα τα στολίδια,
Βγήκε από το θάλαμο κι είπε στην Αφροδίτη
Καλώντας την ξεχωριστά απ’ τους θεούς τους άλλους:
« Θα με ακούσεις, κόρη μου, σ’ ό,τι θα πω σε σένα
ή θ’ αρνηθείς, καθώς είσαι μαζί μου θυμωμένη,
γιατί βοηθώ τους Δαναούς και συ βοηθάς τους Τρώες; »
Η Αφροδίτη απάντησε, του Δία η θυγατέρα:
« Ήρα, θεά σεβάσμια, του Κρόνου θυγατέρα,
πες ό,τι τώρα σκέφτεσαι· θα κάνω ό,τι θέλεις,
αν να το κάνω θα μπορώ και αν μπορεί να γίνει. »
Με δόλο της απάντησε η Ήρα η αφέντρα:
« Τον πόθο και τον έρωτα δώσε μου· μ’ αυτούς όλους,
θνητούς κι αθάνατους θεούς, πάντα εσύ δαμάζεις.
Πάω να δω στα πέρατα της γης της πολυτρόφας
τον πρόγονο Ωκεανό και την Τηθύ τη μάνα·
στο σπίτι τους μ’ ανάθρεψαν, μ’ ανάστησαν εκείνοι
απ’ τη Ρέα παίρνοντάς με, όταν τον Κρόνο ο Δίας
ο βροντόλαλος έριξε, κάτω από γη και πόντο.
Πάω να δω, τις άλυτες να λύσω διαφορές τους·
πάει καιρός που βρίσκονται χωρίς αγάπη οι δυο τους,
που δεν κοιμούνται πια μαζί, γιατί έχουν θυμώσει.
Αν πείσω με τα λόγια μου τη γνώμη τους ν’ αλλάξουν,
να ξανακοιμηθούν μαζί κι αγάπη πάλι να ‘χουν,
πάντα αυτοί θα μ’ αγαπούν και σε τιμή θα μ’ έχουν. »
Η Αφροδίτη η γελαστή γύρισε και της είπε:
« Τη χάρη να σου αρνηθώ δε γίνεται, δεν πρέπει·
γιατί στου πρώτου απ’ τους θεούς την αγκαλιά κοιμάσαι. »
Είπε και το στηθόπανο έλυσε απ’ τα στήθη
το πλουμιστό, τα μάγια της όπου κρατούσε όλα,
τα ερωτόλογα εκεί, τον πόθο, την αγάπη,
που σου πλανεύουν το μυαλό, κι ας είσαι μυαλωμένος.
Στα χέρια της τ’ απίθωσε κι αυτά τα λόγια είπε:
« Να, βάλε μες στον κόρφο σου το στηθοπάνι τώρα
το πλουμιστό, που μέσα του τα έχει όλα· λέω
πως δε θα έρθεις άπρακτη σ’ ό,τι στο νου σου έχεις. »
Έτσι είπε· η βοϊδομάτα γέλασε η αφέντρα
κι έβαλε ευθύς στον κόρφο της το στηθοπάνι εκείνο.
Η Αφροδίτη τράβηξε στ’ αρχοντικό της πίσω·
κι η Ήρα άφησε γοργά τις κορυφές του Ολύμπου,
την Πιερία πέρασε, την όμορφη Ημαθία·
στων αλογάρηδων Θρακών τα χιονισμένα όρη
έφτασε· καν δεν άγγιζε τη γη με τα ποδάρια.
Από τον Άθω πέρασε τον αφρισμένο πόντο
κι ήρθε στης Λήμνου το νησί, στου Θόαντα την πόλη.
Τον αδερφό του Θάνατου βρήκε εκεί, τον Ύπνο,
το χέρι του του έσφιξε κι αυτά τα λόγια είπε:
« Ύπνε, αφέντη των θεών και των ανθρώπων όλων,
αν άλλοτε με άκουσες, και τώρα άκουσέ με·
κι εγώ αιώνια θα χρωστώ τη χάρη που θα κάνεις.
Τα μάτια τα αστραφτερά του Δία κοίμισέ μου,
όταν πλαγιάσω ερωτικά δίπλα του στο κρεβάτι.
Για δώρο θα σου δώσω εγώ ένα σκαμνί ωραίο,
χρυσό κι άφθαρτο· ο γιος μου Ήφαιστος στραβοπόδης,
θα το κάνει περίτεχνα, στα πόδια θα στο βάλει,
όταν γλεντάς, τα λαμπερά τα του του να βάζεις. »
Ο Ύπνος ο ολόγλυκος γύρισε και της είπε:
« Ήρα σεβάσμια θεά, του Κρόνου θυγατέρα,
άλλον απ’ τους αθάνατους θα κοίμιζα αμέσως,
κι ας ήταν του Ωκεανού του ποταμού το ρέμα,
που σ’ όλα όσα βρίσκονται έδωσε την αρχή τους·
το Δία δε θα ζύγωνα, το γιο του Κρόνου, ωστόσο
κι ούτε που θα τον κοίμιζα χωρίς την προσταγή του.
Κι άλλη δική σου προσταγή μου έχει βάλει γνώση,
τη μέρα που ο δυνατός εκείνος γιος του Δία
από την Τροία έφευγε, σαν κούρσεψε την πόλη.
Χύθηκα τότε ολόγλυκος στου ασπιδοφόρου Δία
το νου και τον εκοίμισα· σοφίστηκες συ τότε
κακό και του ξεσήκωσες σίφουνες μες στον πόντο
και τον πέταξες στην Κω, νησί κατοικημένο,
απ’ τους δικούς του μακριά. Ξύπνησε τότε ο Δίας·
αγρίεψε και έπρωχνε μες στο παλάτι του όλους,
όμως εμένα γύρευε· κι άφαντο μες στον πόντο
θα μ’ έριχνε, αν η Νύχτα, που όλους μας δαμάζει,
δε μ’ έσωζε. Πήγα σ’ αυτήν. Είχε οργή ο Δίας,
μα έπαψε μη θέλοντας τη Νύχτα να πικράνει.
Τώρα άλλη αδύνατη δουλειά να ξανακάνω θέλεις. »
Η Ήρα η βοϊδομάτα του ξαναείπε τότε:
« Ύπνε, τι τέτοια τριγυρνάς μες στο μυαλό σου τώρα;
Ο Δίας ο βροντόφωνος πως θα νοιαστεί τους Τρώες
λες έτσι, όπως θύμωσε για τον Ηρακλή τότε;
Έλα και θα σου δώσω εγώ τη νιότερη απ’ τις Χάρες,
να παντρευτείς, να λέγεται γυναίκα σου για πάντα,
την Πασιθέα, που ποθείς σε όλη τη ζωή σου. »
Είπε· κι ο Ύπνος χάρηκε και απαντώντας τώρα·
« Έλα, στης Στύγας τ’ άσπλαχνο νερό ορκίσου τώρα·
το ένα χέρι βάλε στη γη την πολυθρόφα,
τ’ άλλο στη λαμπρή θάλασσα, για να ‘ναι μάρτυρές μας
οι κάτω θεοί που είναι τριγύρω από τον Κρόνο,
πως θα μου δώσεις στ’ αλήθεια τη νιότερη απ’ τις Χάρες,
την Πασιθέα, που ποθώ σε όλη τη ζωή μου. »
Είπε· κι η κρουσταλλόχερη τον άκουσε η Ήρα
Κι όπως ζητούσε ορκίστηκε με τ’ όνομά τους σ’ όλους
που ζουν στα Τάρταρα θεούς και που τους λεν Τιτάνες.
Η Ήρα σαν ορκίστηκε και τέλειωσε τον όρκο,
άφησαν φεύγοντας κι οι δυο τη Λήμνο και την Ίμβρο
χωμένοι μες σε καταχνιά, το δρόμο να τελειώσουν.
Στην Ίδη την πολύπηγη, των αγριμιών τη μάνα,
στο Λευκό έφτασαν κι εκεί αφήνοντας τον πόντο
πάτησαν στεριά· σείονταν οι κορυφές των δέντρων.
Εκεί ο Ύπνος στάθηκε, να μην τον δει ο Δίας,
σ’ έλατο σκαρφαλώνοντας πανύψηλο, που τότε
όρθιο στην Ίδη ρίζωνε κι έφτανε στον αιθέρα·
καθόταν μες στου έλατου κρυμμένος τα κλωνάρια
σαν το στριγγόφωνο πουλί που στα βουνά φωλιάζει·
οι θεοί το λεν κύμιντη και οι θνητοί χαλκίδα.
Η Ήρα πήγε γρήγορα στην κορυφή της Ίδης,
το Γάργαρο· την πρόσεξε ο νεφελοστοιβάχτης.
Μόλις την είδε, ο έρωτας του σκέπασε τη σκέψη,
όπως όταν πρώτη φορά έσμιξαν με αγάπη
σ’ ένα κρεβάτι και οι δυο κρυφά απ’ τους γονείς τους.
Μπροστά της τότε στάθηκε και έτσι της μιλούσε:
« Τι θέλεις κι απ’ τον Όλυμπο σ’ αυτά τα μέρη είσαι;
Δε βλέπω αμάξι κι άλογα, να ανεβείς να φύγεις. »
Με πονηριά του απάντησε η Ήρα η αφέντρα:
« Πάω να δω τα πέρατα της γης της πολυθρόφας,
τον πρόγονο Ωκεανό και την Τηθύ τη μάνα,
που μ’ είχαν στο παλάτι τους, με είχαν αναθρέψει·
πάω σ’ αυτούς, τις άλυτες να λύσω διαφορές τους·
πάει καιρός που στέκονται μακριά χωρίς να σμίγουν,
γιατί έχουν οργιστεί πολύ ο ένας με τον άλλο.
Στη ρίζα της πολύπηγης της Ίδης τ’ άλογά μου
έχουν σταθεί, που σε στεριά και θάλασσα με πάνε.
Όμως από τον Όλυμπο φτάνω εδώ για σένα,
Μη μου θυμώσεις έπειτα, αν δίχως να το ξέρεις
φτάσω στου βαθιορέματου Ωκεανού το σπίτι. »
Γυρνώντας τότε μίλησε ο νεφελοσυνάχτης:
« Ήρα, μπορείς κι αργότερα προς τα εκεί να φύγεις·
μα έλα να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε.
Πόθος ποτέ καμιάς θεάς ούτε καμιάς γυναίκας
στα στήθη μου δε χύθηκε τόσο να με δαμάσει,
ούτε σαν του Ιξίονα πόθησα τη γυναίκα,
που ‘δωσε τον Πειρίθοο, ισόθεο στη γνώση,
ούτε σαν την ωριόποδη του Ακρίσιου Δανάη,
που τον Περσέα γέννησε, τον φημισμένο σ’ όλους,
ούτε σαν του πασίγνωστου του Φοίνικα την κόρη,
που Μίνωα, Ραδάμανθη γέννησε από μένα
ούτε σαν στη Θήβα πάλι Σεμέλη και Αλκμήνη,
που ΄δωσαν το Διόνυσο, χαρά για τους ανθρώπους,
κι η δεύτερη τον Ηρακλή, το δυνατό το γιο μου,
ούτε σαν την ωριόμαλλη τη Δήμητρα αφέντρα
ούτε σαν τη λαμπρή Λητώ ούτε όταν κι εσένα,
όσο πια τώρα σε ποθώ κι ο πόθος με κυριεύει. »
Και πονηρά του έλεγε η ‘Ηρα η αφέντρα:
« Κρονίδη τρομερότατε, τι είναι αυτό που είπες;
Αν θέλεις να πλαγιάσουμε στις κορυφές της Ίδης,
ξέρε πως όλα φαίνονται από μακριά τριγύρω·
αν να πλαγιάζουμε έβλεπε απ’ τους αιώνιους κάποιος,
θα ‘τρεχε να το έλεγε, για να το μάθουν όλοι.
Να σηκωθώ απ’ την κλίνη σου, να πάω στο παλάτι
δε θα μπορούσα πια ποτέ, ντροπή θα ‘ταν μεγάλη.
Όμως, αν τόσο το ποθείς, το θέλει η ψυχή σου,
έχεις, νομίζω, κάμαρη, που σου ‘χτισε ο γιος σου
ο Ήφαιστος στεριώνοντας πόρτες στους παραστάτες·
κει πάμε να πλαγιάσουμε, μια και ζητάς κρεβάτι. »
Γύρισε κι αποκρίθηκε ο νεφελοστοιβάχτης:
« Ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος, Ήρα μου, μη φοβάσαι
πως θα μας δει· με σύννεφο χρυσό θα σε σκεπάσω·
αυτό ούτε ο Ήλιος μπορεί να διαπεράσει,
κι ας έχει δυνατό το φως να διαπερνάει όλα. »
Είπε και τη γυναίκα του αγκάλιασε ο Δίας·
χορτάρι νιόβλαστο η γη ξεφύτρωσε από κάτω
κρόκο, τριφύλλι δροσερό, πυκνό, γλυκό ζουμπούλι,
για να ξαπλώνουν μαλακά, τη γη να μην εγγίζουν.
Ξάπλωσαν τότε εκεί οι δυο σε σύννεφο κρυμμένοι
όμορφο και χρυσό· δροσιές λαμποκοπούσαν πάνω.
Έτσι γλυκά στο Γάργαρο κοιμόταν ο πατέρας
σκλάβος απ’ ύπνο κι έρωτα στο πλάγι της γυναίκας· » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Ξ, 159- 351 )
Αν και ήταν άστατος και άπιστος συζύγος ο Δίας, ομολογεί, μέσα από τους στίχους του Ομήρου, ότι ποτέ του δεν αγάπησε, ούτε πεθύμησε άλλη γυναίκα, όσο τη μεγαλόπρεπη Ήρα. «Ποτέ θεά ή θνητή δε μου ενέπνευσε τόσο επιθυμία», παραδέχεται με τους στίχους του Ομήρου. Ο Δίας, δεν ανεχόταν κανέναν να ερωτοτροπεί με την πανέμορφη Ήρα. Σκληρή και αμείλικτη τιμωρία περίμενε τους επίδοξους εραστές της βασίλισσας των θεών. Ο Ιξίονας, κάνοντας κατάχρηση της φιλοξενίας που του παρείχε ο Δίας, προσπάθησε να πλησιάσει με ερωτικές διαθέσεις την Ήρα. Η τιμωρία του Δία ήταν σκληρή. Έδωσε σε μια Νεφέλη το σχήμα της Ήρας και ο μεθυσμένος Ιξίονας ζευγάρωσε μ' αυτή. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Κένταυρος. Μη συγχωρώντας την αχαριστία ο Δίας, καταδίκασε τον Ιξίονα να δεθεί πάνω σε φλεγόμενη ρόδα που στριφογύριζε ασταμάτητα στον αέρα. Ο Ενδυμίωνας που τόλμησε να ποθήσει τη μεγαλόπρεπη βασίλισσα, γκρεμίστηκε στα Τάρταρα, ενώ ο γίγαντας Πορφυρίωνας εξοντώθηκε από τα βέλη του Ηρακλή, τη στιγμή που επιχειρούσε να βιάσει την Ήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.