Ω πόσο είναι οδυνηρό να ξέρεις μόνος την αλήθεια: Η Γη κάποτε ήταν ευτυχισμένη και αγνή, ανήκε στους πρώτους-πρώτους προπάτορές μας που ήταν ψυχές αγνές, ήξεραν το σαρκικό έρωτα κι είχαν παιδιά, με ποτέ δεν παρατήρησα σ’ αυτούς τις φριχτές ορμές της κτηνωδίας εκείνης που όλους μας τυραννά πάνω στη Γη μας και που είναι σχεδόν η μόνη πηγή όλων μας των αμαρτιών. Όλα τα καλά πνεύματα, η επιστήμη, η σοφία και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, μας κρατούσαν ενωμένους σε μια λογική κοινωνία. Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντήρησης εξασθένησε άξαφνα. Ήρθαν οι εγωιστές κι οι φιλήδονοι και ζήτησαν ορθά κοφτά ή όλα ή τίποτα. Για να τα έχουν όλα κατέφυγαν στο έγκλημα, να έχουν το τίποτα. Και ίδρυσαν τη θρησκεία του εκμηδενισμού με το ιδεώδες «της αιώνιας γαλήνης εις το μη υπάρχειν». Τέλος, οι άνθρωποι αυτοί κουράστηκαν από τη στείρα αυτή εργασία και στα πρόσωπά τους πάνω φάνηκε ο πόνος που τον ονόμασαν ομορφιά, γιατί «η μεγαλοφυΐα βρίσκεται μόνο στον πόνο». Και οι Ποιητές εξύμνησαν τον πόνο… Ω! αν όλος ο κόσμος ήθελε να θέλει, όλα θα είχανε γίνει κιόλας!
Το μικρό αυτό διήγημα «Το όνειρο ενός γελοίου» δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι αποτελεί μια συνοπτική ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα. Μιας κοινωνίας που ξεκίνησε σαν ένας μικρός παράδεισος, χωρίς τάξεις, με κοινοκτημοσύνη στα αγαθά, με δημοκρατία, χωρίς ζήλιες, με ερωτικές σχέσεις χωρίς διαστροφές και χωρίς το σαδισμό και το μαζοχισμό της σύγχρονης κοινωνίας που τότε ήταν άγνωστες έννοιες. Μια κοινωνία χωρίς ιδιοκτησίες, όπου οι λέξεις δικό μου, δικό σου δεν υπήρχαν ακόμα στο λεξιλόγιο της, η αγάπη στον συνάνθρωπο, στη ζωή, στα δένδρα, στη φύση γενικά ήταν αυτονόητη, που στην πορεία της όμως εκφυλίστηκε αποσυντέθηκε, έγινε ταξική, άρχισαν πόλεμοι, ζήλιες, διαμάχες, διαστροφές, ιδιοκτησίες, θρησκεία που κάθε μια διεκδικούσε την αιώνια αλήθεια της αφήνοντας στη μνήμη των ανθρώπων μια μακρινή θαμπή ανάμνηση ενός χαμένου παράδεισου.
Το Όνειρο ενός γελοίου: και μήπως είναι τίποτα άλλο από ένα όνειρο η ζωή μας; (αποσπάσματα από το διήγημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι)
Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’ αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροϊδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλα δεν θα καταλάβουν.. όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν..
Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα ’μουν δε θα ’μουν επτά μόλις χρονών όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος. Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’ αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο. Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου. Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς. Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: τηνπεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα. Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα. Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά. Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους. Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο. Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά χαραγμένη στη μνήμη μου. [...]
Τι παράξενο πράγμα το όνειρο! Ώστε υπάρχει, λοιπόν, και πέραν του τάφου ζωή!
Ένας χρόνος! Να ένας ολόκληρος χρόνος που μένω άγρυπνος κάθε νύχτα ως την αυγή. Περνώ τη νύχτα κοντά στο τραπέζι μου, στην πολυθρόνα μου, χωρίς να κάνω τίποτα. Δε διαβάζω, δε σκάφτομαι. Αφήνω να περνούν ελεύθερα οι σκέψεις από το κεφάλι μου. Και βλέπω κάθε νύχτα ένα ολόκληρο σπαρματσέτο να λιώνει… Άξαφνα έστρεψα αντίθετα το ζήτημα και είπα μέσα μου αν προτού ζήσω στη Γη είχα ζήσει στον άρη ή στη Σελήνη, αν είχα κάνει την πιο πρόστυχη και πιο αχρεία πράξη, μία από τις πράξεις εκείνες που μόλις μπορεί να φανταστεί κανείς τη φρίκη τους πάνω σ’ ένα βραχνά, κι αν η πράξη μου είχε γίνει γνωστή κι όλο το αίσχος της με είχε βρωμίσει, πως αν κατόπιν ερχόμουν στη Γη έχοντας τη συνειδητή ανάμνηση της πράξης που έκανα στον άλλο πλανήτη, κι αν ήμουν ωστόσο βέβαιος πως δεν θα ξαναγύριζα εκεί ποτέ, τι θα σκεφτόμουν κοιτάζοντας τη σελήνη; Αυτό θα μου ήταν αδιάφορο; Θα ντρεπόμουνα ή όχι;
Τότε έξαφνα κοιμήθηκα, πράγμα που δε μου συνέβαινε ποτέ αυτή την ώρα. Και κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Τι παράξενο πράγμα το όνειρο! Πότε το όραμα παρουσιάζεται με μια τρομακτική ενέργεια και αριστοτεχνία χρυσοχόου και πότε, όπως συμβαίνει αυτό στην απόσταση το χρόνο, οι αντιφατικές έννοιες ανακατεύονται με εικόνες συγκεχυμένες. Μου φαίνεται πως τα όνειρα διεγείρουν όχι το πνεύμα αλλά την επιθυμία, όχι το κεφάλι αλλά την καρδιά….
Μα να το όνειρό που είδα εκείνη τη νύχτα, το όνειρο της 3ης Νοεμβρίου. Οι άνθρωποι τους αρέσει να με φουρκίζουν επαναλαμβάνοντάς μου πως είναι απλώς ένα όνειρο; Άκουσε: αν γνώρισες μια φορά την αλήθεια, αν την είδες, δεν μπορείς πια να δυσπιστείς σ’ αυτή, γιατί ξέρεις πως αυτή είναι, και τι σε νοιάζει αν την είδες στ’ όνειρο ή στο ξύπνιος; Λοιπόν, έστω όνειρο! «Είναι ένα όνειρο μόνο!»… Και το όνειρό μου, το ΟΝΕΙΡΟ μου, ω αυτό μου άνοιξε μια καινούργια και δυνατή ζωή!
Ακούστε.
Είπα πως κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Εξακολούθησα μάλιστα μέσα στον ύπνο μου να κάνω συλλογισμούς πάνω στα ίδια θέματα.Άξαφνα, ονειρεύομαι πως καθώς καθόμουνα, διευθύνω το περίστροφο στην καρδιά (στην καρδιά και όχι στο κεφάλι, αν και πριν είχα αποφασίσει να πετάξω τα μυαλά μου στον αέρα, βάζοντάς το πάνω στο δεξιό κρόταφο). Περιμένω ένα δυο δευτερόλεπτα ακίνητος. Το σπαρματσέτο μου, το τραπέζι και ο τοίχος γύρω μου αρχίζουν να ταλαντεύονται, να τρικλίζουν… Πυροβολώ αμέσως…. Δεν αισθάνθηκα κανένα πόνο, μα ο πυροβολισμός μ’ έκανε να συγκλονιστώ δυνατά και μονομιάς όλα εξαφανίστηκαν γύρω μου όλα έπεσαν σ’ ένα φοβερό σκοτάδι μέσα. Ήμουν σαν τυφλός και βουβός… Ύστερα ξαναβρέθηκα πλαγιασμένος πάνω σε κάτι σκληρό, ξαπλωμένος ανάσκελα και μη μπορώντας να κάνω την παραμικρή κίνηση. Γύρω μου περπατούν, μιλούν, ακούγεται η βαθιά φωνή του ταγματάρχη, η σπιτονοικοκυρά ξεφωνίζει. Νέα σιγή. Και να τώρα με πηγαίνουν μέσα σ’ ένα φέρετρο. Το αισθάνομαι να γέρνει από δω κι από κει, σύμφωνα με το βάδισμα εκείνων που με σηκώνουν, και για πρώτη φορά μου έρχεται η ιδέα πως είμαι νεκρός. Το ξέρω, δεν αμφιβάλλω, δεν επαναστατώ και όμως, αισθάνομαι, σκέφτομαι… ζω λοιπόν… μα είμαι πεθαμένος. Όπως συνήθως στα όνειρα, δέχομαι ο πράγμα χωρίς αντιλογία.
Και να που με κατεβάζουν μέσα στη γη. Όλοι φεύγουν, και γω μένω μόνος, ολομόναχος. Δεν κουνάω ούτε ένα μέλος μου. Πριν, στα νυχτέρια μου, όταν συλλογιόμουν πως θα ήμουν μέσα στον τάφο, η μόνη ιδέα που μου ερχόταν είτανε το αίσθημα της υγρασίας και του κρύου. Έτσι και τώρα, ένοιωθα πως κρύωνα πολύ, και προπαντός στην άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου, μα δεν ένοιωθα τίποτε άλλο απ' αυτό.
Κειτόμουν, και, παράξενο πράγμα, δεν περίμενα τίποτα, και παραδεχόμουν χωρίς να το αμφισβητώ πως ένας πεθαμένος δεν πρέπει τίποτα να περιμένει. Μα είχε υγρασία. Δεν ξέρω πόσο έμεινα έτσι, μια ώρα, ίσως και μερικές μέρες, μπορεί και πολλές μέρες. Και να που ξαφνικά, πάνω στο κλειστό αριστερό μου μάτι, μέσ' από το σκέπασμα του φέρετρου, έπεσε μια σταγόνα νερό, κι' ύστερα μια άλλη, κι' έτσι συνέχεια, σε κάθε λεπτό της ώρας. Ένα βαθύ πείσμα μου ’καψε την καρδιά, κι' ένοιωσα ένα αίσθημα φυσικής αδιαθεσίας: «Είναι από την πληγή μου, σκέφτηκα- είναι η πιστολιά που τράβηξα, και η σφαίρα βρίσκεται αυτού». Κι οι σταγόνες μαζεύονταν μια κάθε λεπτό. Πέφτανε ολόισια πάνω στο κλειστό μου μάτι. Και τότε, ξαφνικά φώναξα, όχι βέβαια με τη φωνή μου αφού ήταν παράλυτη, μα με όλο μου το είναι, τον αυθέντη εκείνον που ήμουν παίγνιό του.
«-Όποιος κι' αν είσαι, αν παραδεχτώ ότι είσαι και πως υπάρχει κάτι το πιο λογικό απ' αυτά που είμαι παίγνιο του, κι άφησε να γίνει εδώ αυτό. Αν μου επιβάλλεις αυτή τη γελοιοποίηση κι' αυτή τη βλακώδη επιβίωση για να με εκδικηθείς για τη βλακώδη, αυτοκτονία μου, ποτέ, όσο μεγάλο κι' αν είναι το μαρτύριο που μπορεί να μου επιβληθεί, δεν θα φτάσει την σιωπηλή περιφρόνηση που θα νοιώσω, έστω κι' αν βαστάξει χιλιάδες χρόνια αυτό το μαρτύριο!»
Έτσι είπα, και σώπασα. Πέρασα κοντά ένα λεπτό μέσα σε βαθειά σιωπή, και μάλιστα έπεσε άλλη μια σταγόνα, μα ήξερα, ήξερα και πίστευα με απόλυτη κι' ακλόνητη βεβαιότητα πως όλα θ' αλλάζανε την ίδια στιγμή. Και να, που ξαφνικά άνοιξε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν άνοιξε και άδειασε, μα με άρπαξε ένα σκοτεινό και άγνωστο ον και βρεθήκαμε μέσα στο διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρήκα το φως μου, η νύχτα είτανε βαθειά και ποτέ, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στο διάστημα κι' είχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολύ από τη γη. Δε ρώτησα τίποτε αυτόν που με μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος αλαζονικά μεσ' στη σιωπή μου, ήμουν βέβαιος πως δεν φοβόμουνα, - κι' αναγάλλιαζα από ενθουσιασμό με τη σκέψη πως δε φοβόμουν. Δε θυμάμαι, κι' ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο καιρό πετούσαμε• ολ' αυτά γίνονταν όπως γίνεται πάντα στ' όνειρο όταν διασχίζουμε το χρόνο και το χώρο, παραβιάζοντας όλους τους νόμους του είναι και της λογικής, και δε στεκόμαστε παρά μόνο στα σημεία που ποθεί η καρδιά μας.
Έτσι είπα, και σώπασα. Πέρασα κοντά ένα λεπτό μέσα σε βαθειά σιωπή, και μάλιστα έπεσε άλλη μια σταγόνα, μα ήξερα, ήξερα και πίστευα με απόλυτη κι' ακλόνητη βεβαιότητα πως όλα θ' αλλάζανε την ίδια στιγμή. Και να, που ξαφνικά άνοιξε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν άνοιξε και άδειασε, μα με άρπαξε ένα σκοτεινό και άγνωστο ον και βρεθήκαμε μέσα στο διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρήκα το φως μου, η νύχτα είτανε βαθειά και ποτέ, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στο διάστημα κι' είχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολύ από τη γη. Δε ρώτησα τίποτε αυτόν που με μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος αλαζονικά μεσ' στη σιωπή μου, ήμουν βέβαιος πως δεν φοβόμουνα, - κι' αναγάλλιαζα από ενθουσιασμό με τη σκέψη πως δε φοβόμουν. Δε θυμάμαι, κι' ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο καιρό πετούσαμε• ολ' αυτά γίνονταν όπως γίνεται πάντα στ' όνειρο όταν διασχίζουμε το χρόνο και το χώρο, παραβιάζοντας όλους τους νόμους του είναι και της λογικής, και δε στεκόμαστε παρά μόνο στα σημεία που ποθεί η καρδιά μας.
Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα εν' αστεράκι μέσ' στο σκοτάδια. - Είν' ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ' όλο που το ’θελα πολύ. -«Όχι, είναι τ' αστέρι που είχες δη μεσ' απ' τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε. Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. Περίμενα πως θα ’βρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι' αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε.
«Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»- «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τριβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξίδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι' άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μεσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γης μόνο υστέρα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια, ίσως να χαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα. Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μου ’φερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο.Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυσα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μεσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι' ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.
«Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»- «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τριβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξίδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι' άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μεσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γης μόνο υστέρα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια, ίσως να χαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα. Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μου ’φερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο.Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυσα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μεσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι' ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.
-Αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;- Κι ο σύντροφος μου μου 'δειξε εν' αστέρι σα σμαράγδι που αστροφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα.
Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.
-Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι' αν είναι γης αυτό μπορεί να ’ναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι' όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.
-Θα τα μάθεις όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου, και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.
Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.
-Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι' αν είναι γης αυτό μπορεί να ’ναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι' όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.
-Θα τα μάθεις όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου, και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.
Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κιόλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας - μια ευγενική και άγια, ζήλεια - άναψε μεσ' στην καρδιά μου. Πως μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν' αγαπήσω, που πάνω της έμμειναν οι στάλες απ' το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιός, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη, τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. Να υπάρχει τάχα ο πόνος πάνω σ' αυτή την καινούργια γης; Εκεί - πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε, ν' αγαπήσουμε, και μόνο μεσ' απ' τον πόνο. Δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε διαφορετικά, κι' ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν' αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν' αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω, αρνιέμαι να ζήσω σ' οποιανδήποτε άλλη! ...
Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει.
Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει.
Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ' αυτή την άλλη γη, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας ηλιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχιπελάγους της γης μας ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου, κοντά στο αρχιπέλαγος. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα είτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι' όμως όλα ακτινοβολούσαν με μια σοβαρή κι' επίσημη χαρά, πού έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους, και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι' είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη - σμήνη τον αέρα, κι' έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους - ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση, ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνεις κάτι σα μια μακρινή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπα τους ακτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη, γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων!
Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνει το προπατορικό αμάρτημα. Οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι' οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης είτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου ’καναν ερωτήσεις, φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε, να διώξουνε το γρηγορότερο αυτή την οδύνη που είτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου….
Και μια μέρα τους είπα πως από πολύν καιρό είχα προαισθανθεί την ευτυχία τους, πως και στη Γη ακόμα την αναπολούσα με τόση λύπη, ώστε μου προξενούσε καμιά φορά έναν ανυπόφορο πόνο, που συχνά τότε δεν μπορούσα να κοιτάξω τον ήλιο χωρίς να κλαίω, πως το μίσος μου για τους ομοίους μου ήταν ανακατωμένο με θλίψη και πως σκεφτόμουν: γιατί δεν μπορώ να τους μισώ χωρίς να τους αγαπώ; Γιατί τόση θλίψη μέσα σε τόση αγάπη; Γιατί τόση αγάπη μέσα σε τόσο μίσος;
…………………………………………………
Λοιπόν! πάνω σ’ αυτό ξύπνησα και παρακάλεσα την Αιώνια Αλήθεια για το μήνυμα της Ζωής
Ξημέρωνε, ήταν πάνω κάτω έξι η ώρα. Ξαναβρέθηκα στην πολυθρόνα μου. Το σπαρματσέτο μου είχε σβήσει. Όλοι κοιμόντουσαν, μ’ έζωνε η σιωπή. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να σηκωθώ γρήγορα, νιώθοντας βαθιά έκπληξη. Ποτέ δε μου είχε συμβεί κάτι το παρόμοιο. Ποτέ μάλιστα δεν είχα αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα μου. Άξαφνα παρατήρησα το περίστροφο, έτοιμο, γεμάτο: μα στη στιγμή το πέταξα μακριά μου. Ω! τώρα! Ζωή! Ζωή! Σήκωσα ψηλά τα χέρια και παρακάλεσα την Αιώνια Αλήθεια… δηλαδή, όχι δεν παρακάλεσα τίποτα, άρχισα να κλαίω. Μια άπειρη παραφορά αναστάτωνε όλο το είναι μου. Ναι, Ζωή! για να μπορέσω να κηρύξω! Θα πάω! Θα πάω να κηρύξω την αλήθεια! Γιατί την είδα με τα ίδια μου τα μάτια, σε όλη της δόξα!...
Γιατί είδα την αλήθεια και ξέρω πως οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν ωραίοι κι ευτυχισμένοι χωρίς να χάσουν τη δύναμη για ζήσουν πάνω στη Γη. Δε θέλω και δεν μπορώ να πιστέψω πως η διαφθορά είναι νόμος φυσικός στους ανθρώπους. Μπορούν να γελάσουν με την πίστη μου, μα τη φυλάγω: είδα την αλήθεια! δεν τη φαντάστηκα, την είδα, την είδα! Την είδα τόσο καθαρά που δεν μπορώ να πιστέψω πως οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να την γνωρίσουν. Πώς, από τότε που την είδα μπορούσα να κάνω ανεπανόρθωτα σφάλματα; Δε μπορώ να γελαστώ. Ίσως μάλιστα θα είμαι στην αρχή υποχρεωμένος να δανείζομαι τα λόγια μου, όχι όμως για πολύ καιρό! Η ζωντανή εικόνα θα ορθώνεται πάντα μπροστά μου και θα με οδηγεί. Έχω τη δύναμη και θα μιλήσω και θα ζήσω και θα ζήσω χίλια χρόνια!....
Όνειρο, παράκρουση, παραλήρημα: Μπα! τι είναι ένα όνειρο; Και μήπως είναι τίποτα άλλο από ένα όνειρο η ζωή μας;
Να χτίσουμε, λοιπόν, αυτό τον Παράδεισο της Ζωής στη Γη! Είναι τόσο απλό… Σε μια μέρα, σε μια ώρα, όλα μπορούν να συμβούν:αγαπάτε αλλήλους, ιδού το πάν.
Μια παλιά αλήθεια, μα όχι και τόσο, μερικών αιώνων μονάχα. Το κακό έγκειται σ’ αυτό: «Η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή και η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία» να τι πρέπει να χτυπήσουμε Και θα το χτυπήσω πρώτος εγώ!
Ω! αν όλος ο κόσμος ήθελε να θέλει, όλα θα είχανε γίνει κιόλας!
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.