Γράφει ο Ευθύμης Φρεντζαλάς
Αν ρωτούσαμε έναν φιλαλήθη ιστορικό για τους Ρότσιλδ θα μας έλεγε, σαν τον συγγραφέα και ιστορικό Πωλ Τζόνσον, ότι «δεν έχει γραφτεί ως σήμερα κανένα βιβλίο για αυτούς που να είναι ταυτόχρονα αποκαλυπτικό και ακριβές». Μία γυναίκα δε συγγραφέας που σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο για αυτούς με τίτλο «Ψέματα γύρω από τους Ρότσιλδ» εγκατέλειψε τελικά την ιδέα τόσο απελπισμένη που έφτασε να πει: « Μου ήταν σχετικά εύκολο να εντοπίσω τα ψέματα που έχουν γραφτεί, αλλά αποδείχθηκε αδύνατο να βρω την αλήθεια». Η στρατηγική (και πλέον, μετά από επτά γενιές Ρότσιλδ, παράδοση) της οικογένειας να μην αποκαλύπτουν ποτέ και σε κανέναν το μέγεθος της περιουσίας τους και λεπτομέρειες των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων φαίνεται πως έχει εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την ιστορική έρευνα.
Αν ρωτούσαμε, πάλι, έναν βιομήχανο για τους Ρότσιλδ θα μας έλεγε πως σε αντίθεση με τον Μόργκαν, τον Ροκφέλλερή τον Φορντ οι Ρότσιλδ δεν άφησαν πίσω τους μεγάλα κατορθώματα, καθώς καμία μεγάλη βιομηχανία δεν συνδέεται με το όνομά τους. Ένας τραπεζίτης, όμως, θα μας έλεγε πως υπήρξαν πρωτοπόροι καθώς ίδρυσαν την πρώτη πολυεθνική τράπεζα στην ιστορία και πως αυτή αποτελούσε την Κεντρική ουσιαστικά Τράπεζα της Ευρώπης τον 18ο τουλάχιστον αιώνα μιας και δεν είχαν συλληφθεί τότε καν οι ιδέες της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας…
Οι Ρότσιλδ της πρώτης γενιάς ήταν αποκλειστικά και μόνο τραπεζίτες και η βιομηχανία δεν τους ασκούσε καμία απολύτως έλξη (αν εξαιρέσει κανείς κάποιες ελάχιστες επενδύσεις σε αυτήν από τον Οίκο της Βιέννης). Και γιατί να τους ασκούσε άλλωστε, αφού είχαν βρει τους καλύτερους, τους πιο εχέμυθους πελάτες, τα κράτη, τα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες της εποχής τους. Δάνειζαν λοιπόν χρήματα σε αυτά, εκδίδοντας ομόλογα, είτε για τους πολέμους τους είτε για τα μεγάλα έργα τους είτε για την μετατροπή του δημοσίου χρέους τους, έπαιρναν την προμήθειά τους, τα τιτλοποιούσαν και τα κυκλοφορούσαν μετά στα χρηματιστήρια της εποχής και δεν τους έλειπε τίποτα… Αν κάτι πήγαινε στραβά κράτη και βασίλεια ήταν αυτά, κάτι θα έκαναν. Εχέμυθοι πελάτες τους ήταν και οι άπληστοι άρχοντες της εποχής, πρίγκηπες, κόμητες και βαρώνους, στους οποίους δάνειζαν, επίσης, μεγάλα ποσά. Αυτοί, αν και δεν ήξεραν τι είχαν, ζούσαν μέσα σε τόσο μεγάλη πολυτέλεια που είχαν συχνά μεγάλη ανάγκη χρημάτων. Οι Ρότσιλδ τους δάνειζαν ευχαρίστως αφού αυτοί έβαζαν υποθήκη τα κτήματά τους και επιπλέον γιατί με τον τρόπο αυτό τους κρατούσαν στο χέρι. Εμπορεύονταν επίσης, ανάμεσα σε άλλα, χρυσό, πολύτιμα μέταλλα και νομίσματα. Χρυσές δουλειές…
Συντηρητικοί καθώς ήταν, φίλοι του βασιλικού θεσμού, ζητούσαν με τον πιο φυσικό τρόπο να προσεταιρισθούν τα όργανα της ασφάλειας του κάθε κράτους, την αριστοκρατία, δηλαδή, την Αυλή και τις νόμιμες κυβερνήσεις και πάντα τα κατάφερναν. Οι άρχοντες τους εκτιμούσαν αφάνταστα και για τον τρόπο με τον οποίο τους προσέγγιζαν και γιατί δεν είχαν καμία σχέση με επαναστάσεις και γιατί δεν υποστήριζαν «δημαγωγικά κινήματα». Ήξεραν πολύ καλά και πάνω απ’ όλα πώς να χρησιμοποιούν και να εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους. Δραστηριοποιήθηκαν σε πέντε κυρίως χώρες, την Γερμανία, την Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία και την Αυστρία. Συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους, ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον και συχνά δάνειζε ο ένας στον άλλο μεγάλα χρηματικά ποσά.
Ο Μωυσής Κάλμαν Ρότσιλδ, ο ιδρυτής θα λέγαμε της δυναστείας Ρότσιλδ, ως Εβραίος που ήταν, έμενε στο γκέτο της Φραγκφούρτης, ήταν ένας ευκατάστατος έμπορος που εμπορευόταν κάθε είδους εμπόρευμα και είχε ανακατευτεί και λίγο στην χρηματαγορά της πόλης του. Δεν μπορούσε όμως να ανοίξει τα φτερά του περισσότερο, καθώς κάθε βράδυ οι αρχές απομόνωναν το γκέτο κλείνοντάς το με αλυσίδες. Ο γιος του, Άμσελ Μωϋσή Ρότσιλδ, κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα του, αλλά πέθανε νέος κι έτσι ο γιος του Μάγερ Άμσελ Ρότσιλδ που είχε γεννηθεί το 1744 εγκατέλειψε τις σπουδές του στην περίφημη Σχολή των Ραββίνων της Φούρθ και έπιασε δουλειά στην τράπεζα Οππενχάϊμερ του Αννόβερου. Εκεί μέσα απέκτησε τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έκαναν σταδιακά αυτόν και τους πέντε γιους του «Τραπεζίτες της Αυλής» σε διάφορα κράτη της Ευρώπης.
Ο Μάγερ Ρότσιλδ προσεταιρίσθηκε τον πλουσιότερο πρίγκηπα της Γερμανίας και μεγαλύτερο κεφαλαιούχο της εποχής του, τον κόμη Γουλιέλμο του Χανάου, που αργότερα έγινε ηγεμόνας της Έσσης-Κάσσελ και έγινε ο τραπεζίτης του και ο «Γενικός Επιμελητής της Αυλής» του. Ο Γουλιέλμος είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη πουλώντας τους υπηκόους του ως μισθοφόρους στο εξωτερικό και κυρίως στην Αγγλία η οποία πολεμούσε τότε τον Ναπολέοντα. Κάτι πρέπει να γνώριζε και ο Μάγερ που κόλλησε σαν βδέλλα πάνω του. Ο πάμπλουτος λοιπόν, αυτός πρίγκηπας τον συμβουλευόταν, του δάνειζε χρήματα κι αυτός τα δάνειζε σε κράτη και σε άρχοντες. Όταν, όμως, ο γαλλικός στρατός έφτανε στο Κάσσελ ο πρίγκηπας Γουλιέλμος έφυγε για να σωθεί (οι υπήκοοί του θα τον έσωζαν;)· λεγόταν πως πριν φύγει είχε εμπιστευτεί τους τίτλους των χρεογράφων του στον Ρότσιλδ, ο οποίος είχε κρύψει τον θησαυρό αυτό κατά την διάρκεια της γαλλικής κατοχής μέσα στα βαρέλια του κρασιού του ή τον είχε θάψει στον κήπο του. Κυκλοφορούσε ακόμη πως ο Ρότσιλδ είχε στείλει στην Αγγλία στον γιο του το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του πρίγκηπα, κοντά 600.000 λίρες στερλίνες. Ο Μάγερ είχε πέντε γιους και είχε συνυπογράψει συμβόλαιο με αυτούς το 1810, σύμφωνα με το οποίο αυτοί συμμετείχαν στις εργασίες του πατέρα τους με 800.000 φλωρίνια, τους έδινε δηλαδή μερίδιο από τα κέρδη του, αφού τον βοηθούσαν.
Ο Νάθαν Ρότσιλδ ήταν ο ικανότερος από τους Ρότσιλδ της δεύτερης γενιάς. Ο Νάθαν είχε αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με τις συμμαχικές κατά του Ναπολέοντα κυβερνήσεις και άρχισε να γίνεται περιζήτητος, δανείζοντας μεγάλα ποσά στην βρετανική κυβέρνηση που τα είχε μεγάλη ανάγκη για να πληρώνει τους μισθούς των γερμανών μισθοφόρων και των άγγλων στρατιωτών που πολεμούσαν στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Η βρετανική κυβέρνηση εξόφλησε τελικά τον Νάθαν, που δεν ανησυχούσε καθόλου, με χρήματα που έφτασαν στην Αγγλία από την Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών… Αυτός διατηρούσε πραγματικό δίκτυο πληροφοριοδοτών, μέχρι και σταθμό ταχυδρομικών περιστεριών, γιατί οι σωστές πληροφορίες εξασφάλιζαν από τότε σίγουρα και μεγάλα κέρδη στο χρηματιστήριο. Ο ίδιος είχε ταξιδέψει στο Βατερλώ (άλλοι ισχυρίζονται πως δεν είχε πάει ο ίδιος) για να παρακολουθήσει από κοντά τις εξελίξεις στον τόπο της μάχης. Ήξερε πολύ καλά πως θα χρησιμοποιούσε μετά την γνώση του αυτή. Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου κανείς δεν γνώριζε το αποτέλεσμα της μάχης παρά μόνον αυτός. Όχι μόνο λοιπόν δεν είπε τίποτα σε κανέναν, αλλά όταν τον ρωτούσαν επίμονα ανασήκωνε τους ώμους του. Οι υπόλοιποι χρηματιστές κατάλαβαν τότε πως η Αγγλία είχε χάσει την μάχη και ξεπούλησαν άρον-άρον τις μετοχές τους. Ο Νάθαν αγόρασε με όλα τα επιτήδεια μέσα τις περισσότερες από αυτές. Την άλλη μέρα το χρηματιστήριο αναπήδησε από τα βάθη στα ύψη και ο Νάθαν πούλησε ακριβά τις μετοχές που είχε αγοράσει πάμφθηνα. Έγινε με τον καιρό ο τραπεζίτης της Αυλής της Βραζιλίας, της Ισπανίας και των παλαιών ισπανικών κτήσεων της Νότιας Αμερικής. Ήθελε πάνω απ’ όλα να τον σέβονται και να τον τιμούν ως τραπεζίτη και δεν τον ενδιέφεραν ούτε τα παράσημα ούτε και οι τίτλοι. Είχε γνωρίσει προφανώς πολλούς κόμητες και βαρώνους που διψούσαν για δανεικά και δεν ήθελε να καταντήσει σαν αυτούς. Ένιωθε ανώτερός τους. Γι’ αυτό κι όταν τον επισκέφτηκε ένας επηρμένος αριστοκράτης του Λονδίνου στο γραφείο του ο Ρότσιλδ χωρίς να τον κοιτάξει του είπε να καθήσει σε μία καρέκλα. Ο αριστοκράτης του είπε εκνευρισμένος πως «μιλάτε στον Πρίγκηπα των Ταξί». Ο Νάθαν τότε του απάντησε: «Καθίστε τότε σε δύο καρέκλες…». Όσοι τον είχαν πλησιάσει τον περιέγραφαν ως έναν άνθρωπο άκαμπτο, χωρίς αισθήματα φιλίας και χαράς…
Ο Ιάκωβος (Ζαμ) Ρότσιλδ που δραστηριοποιήθηκε στο Παρίσι δεν είχε σε καμία περίπτωση τα χαρίσματα του αδερφού του. Αυτόν τον ενδιέφεραν όσο τίποτε άλλο οι τίτλοι και οι τιμές. Το μυαλό του το απασχολούσαν ζητήματα όπως τι έπρεπε να γράψει στο οικόσημό του ή πως έπρεπε να ήταν τα εμβλήματα του τίτλου του ως βαρώνου. Στα σαλόνια του σύχναζαν πρίγκηπες και κόμητες αλλά και καλλιτέχνες, όπως ο Χάϊνε, που τον περιγελούσαν φανερά για την αμάθειά του. Από το παράθυρο δε του πολυτελέστατου μεγάρου οι περαστικοί έβλεπαν να πέφτουν συχνά χρήματα που τα πετούσε δήθεν αφελώς ο ίδιος για να κρύβει την μεγάλη του φιλαργυρία. Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, δάνεισε μεγάλα ποσά στο γαλλικό κράτος με την γνωστή μέθοδο της εκδόσεως ομολόγων. Επί Λουδοβίκου Φίλιππου ήταν ο ευνοούμενος τραπεζίτης του κράτους αυτού. Την δανειοδότηση του μεγάλου έργου της κατασκευής των σιδηροδρόμων του Βορρά της Γαλλίας που ήθελε να αναλάβει η ίδια η κυβέρνηση την ανέλαβε τελικά αυτός, αφού δωροδόκησε με μετοχές τους βουλευτές και των δύο Βουλών και όλους τους συντάκτες και διευθυντές των παρισινών εφημερίδων, μία πρακτική πολύ γνώριμη και αγαπητή στην οικογένεια… Τη δουλειά αυτή δεν την έχασε ούτε όταν ο διευθυντής μιας εφημερίδας που αρνήθηκε να χρηματιστεί δημοσίευσε το σκάνδαλο…
Ο τρίτος αδερφός, ο Σολομών, αγκαλιάστηκε αμέσως από την αυστριακή κυβέρνηση μόλις πάτησε το πόδι του στην Βιέννη. Αυτός είχε διαλέξει την πιο κατάλληλη εποχή για την εγκατάστασή του στη χώρα. Οι μεγάλες βιεννέζικες τράπεζες είχαν χάσει τελείως την αίγλη τους και παρήκμαζαν ταχέως, οπότε η χώρα χρειαζόταν μια νέα γενιά τραπεζιτών. Πολύ γρήγορα και μέσω ενός φίλου του προσεταιρίσθηκε τον γνωστό μας πρίγκηπα Μέττερνιχ, τον πρόεδρο της τότε αυστριακής κυβερνήσεως, τον οποίο επισκεπτόταν έκτοτε όποτε ήθελε όπως άλλωστε και τους υπουργούς του. Πλούτισε κι αυτός δανείζοντας αφειδώς χρήματα στο αυστριακό κράτος και τους αχόρταγους ευγενείς του.
Ο Κάρολος Μάγερ Ρότσιλδ άνοιξε σε ηλικία 34 ετών το νοτιότερο γραφείο της Τράπεζας Ρότσιλδ στη Νεάπολη(Νάπολη) της Ιταλίας. Εκεί το πεδίο της δόξης ήταν πιο λαμπρό καθώς η Ιταλία ήταν διαιρεμένη σε κρατίδια τα οποία είχαν ανάγκη κι αυτά από χρήματα. Μπορούσε να κυκλοφορεί λοιπόν άνετα στις μικρές ιταλικές αυλές χωρίς να υποκλίνεται τόσο όσο στην αρχή τουλάχιστον οι αδερφοί του. Έθετε δε στα κρατίδια όχι μόνο οικονομικούς αλλά και πολιτικούς όρους για να τα δανείσει, όπως την επιστροφή ενός εξόριστου φίλου του ή τον διορισμό στην θέση του Υπουργού των Οικονομικών ενός φίλου του. Οι ιταλοί πρίγκηπες τού είχαν απονείμει μεταξύ άλλων και το παπικό παράσημο του Χριστού, ενώ και το παπικό κράτος είχε δανειστεί χρήματα από την τράπεζά του.
Ο πέμπτος και μεγαλύτερος από τους αδερφούς, ο Άνσελμ Μάγερ Ρότσιλδ, είχε μείνει στην Φραγκφούρτη και είχε αναλάβει την διαχείριση του πατρικού οίκου. Όλη η καλή κοινωνία πήγαινε στους χορούς που οργάνωνε καθώς δεν μπορούσε να αποφύγει κάποια δουλικότητα απέναντι στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους και στα υψηλά πρόσωπα. Ο Βίσμαρκ, που είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι του, είχε δώσει μία συγκινητική εικόνα του γέρο-Ρότσιλδ: «Είναι ένας μικρόσωμος άνθρωπος… κακομοίρης μέσα στο μέγαρό του. Χήρος, χωρίς παιδιά, που τον κλέβουν οι υπηρέτες του και τον κακομεταχειρίζονται οι ανεψιοί και οι ανεψιές του, γαλλομαθημένοι και αγγλομαθημένοι, που νέμονται τους θησαυρούς του, χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ, ούτε μια φιλική λέξη». Όπου πλούσιος και η μοίρα του δηλαδή.
Η τρίτη γενιά Ρότσιλδ δεν ζητούσε να αυξήσει την δύναμη και την περιουσία της, αλλά να διατηρήσει σε καλή κατάσταση την τεράστια κληρονομιά της. Οι περισσότεροι ήταν οκνηροί και κουρασμένοι σνομπ κι ελάχιστοι αναδείχτηκαν σε επιτήδειους τραπεζίτες. Το όνομά τους έλαμπε πλέον επιφανειακά σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες χάρις στην περιουσία τους και στους τίτλους τους. Ο γιος του Νάθαν Ρότσιλδ Λίονελ επαύξησε κατά πολύ την περιουσία της τράπεζας Ρότσιλδ του Λονδίνου, χορηγώντας δάνεια στο αγγλικό κράτος, ώσπου εκλέχτηκε βουλευτής στην Βουλή των Κοινοτήτων. Ο γιος του Σολομώντα Ρότσιλδ Άνσελμ δανειοδότησε ως μέτοχος την κατασκευή του αυστριακού σιδηροδρόμου του Νότου και των σιδηροδρόμων της κεντρικής Ιταλίας. Η δύναμη των τραπεζών τους στο Λονδίνο, το Παρίσι και την Βιέννη λιγόστευε σιγά-σιγά, καθώς ο μοντέρνος καπιταλισμός δεν γνώριζε σύνορα κρατών, τα ήθη της κάθε χώρας, την πολιτική της και την ιδιαίτερη οικονομική ζωή της, αλλά διατηρούσαν τουλάχιστον αυτές το πλεονέκτημα, ότι βρίσκονταν στα κέντρα της ευρωπαϊκής οικονομικής ζωής. Ο γερμανικός κλάδος της δυναστείας των Ρότσιλδ στην Φραγκφούρτη έσβησε χωρίς θόρυβο το 1901, καθώς κανείς από τους απογόνους δεν πήγε να δραστηριοποιηθεί στο Βερολίνο, όπου είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλα τα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα. Οι Ρότσιλδ είχαν και τη συνήθεια να παντρεύονται μεταξύ τους (με τα πρώτα και τα δεύτερα ξαδέρφια) για να μένει όλη η περιουσία πάντα στην οικογένεια. Όπως έχει πει κάποιος από αυτούς: «… είναι καλύτερα να μην ερχόμαστε σε επαφή με άλλες οικογένειες γιατί αυτό οδηγεί πάντα σε δυσάρεστες καταστάσεις και κοστίζει χρήματα…». Στον κλάδο της Βιέννης η παράδοση αυτή φαίνεται πως έπληξε βαρύτατα την οικογένεια καθώς οι περισσότεροι από τους απογόνους εμφάνισαν καταφανή σημάδια εκφυλισμού και πνευματικής ανεπάρκειας… Μέχρι την έκτη γενιά διατηρούσαν πάντως μία περιουσία που πρέπει να υπερέβαινε, σε όλους μαζί τους κλάδους των Ρότσιλδ, το ένα δισεκατομμύριο χρυσά φράγκα. Αλλά η ιστορία των Ρότσιλδ δεν σταματά εδώ.
Δείτε ακόμη: Οι Ρότσιλδ – (β’ μέρος)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.