Στο εγκαταλελειμένο ασβεστοκάμινο ο Κόνραντ, παραμονές Χριστουγέννων, δολοφονεί την καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι γυναίκα του με καραμπίνα. Οι αστυνομικοί τον ανακαλύπτουν μετά από δύο μέρες «στον ξεραμένο και παγωμένο ανοιχτό βόθρο πίσω από το ασβεστοκάμινο». Και κάπως έτσι ξεκινάνε οι φήμες. Της έριξε δύο σφαίρες στον κρόταφο; στο πίσω μέρος του κεφαλιού; μία σφαίρα; τρεις σφαίρες; «κανείς, πλην των ιατροδικαστών, δεν ξέρει με πόσους πυροβολισμούς σκότωσε ο Κόνραντ τη γυναίκα του».
Ο γάμος, αυτό που λέμε συμβίωση, διαστρεβλώνεται απολύτως, μετατρεπόμενος σε αδηφάγα μάχη εξουσίας που φυσικά κινείται υπόγεια, όπως ορίζει ο πολιτισμός, και διατηρεί όλους τους τύπους της καθωσπρέπει επιφάνειας ενός ζευγαριού που συνυπάρχει από ένα πείσμα πρωτόγονο που μόνο η επιβολή μπορεί να ερμηνεύσει.
Κι όλα αυτά είναι δεδομένα απ’ την αρχή. Η τραγωδία εκτυλίσσεται με αντιστροφή χρόνου και τα λογοτεχνικά τερτίπια του δραματοποιημένου φινάλε και της κορύφωσης που κόβει την ανάσα κτλ δεν αφορούν τον Μπέρνχαρντ ούτε στο ελάχιστο. Μοιραία το έργο δεν εστιάζει στο φονικό, αλλά στο οδοιπορικό του. Η εξιστόρηση γίνεται μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που γνώριζαν το ζευγάρι, βεβαίως ελάχιστα. Ο Κόνραντ είναι ολόψυχα δοσμένος στην πραγματεία του «Περί Ακοής», ιδέα που είχε συλλάβει προ εικοσαετίας και που αποτελούσε και το μοναδικό λόγο της απομόνωσης του ζευγαριού στο ασβεστοκάμινο, παρά τη θέληση της γυναίκας. Όλη η πραγματεία, ως την τελευταία λεπτομέρεια, είναι απολύτως δουλεμένη στο μυαλό του. Αυτό που μένει είναι η καταγραφή της, που όμως, απολύτως παράλογα, φαίνεται αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Κάθε φορά που ο Κόνραντ κάθεται αποφασισμένος στο γραφείο του να ξεκινήσει, κάποιος γελοίος λόγος, συνήθως ανεπιθύμητη επίσκεψη, τον διακόπτει διαλύοντας κάθε του σκέψη και προκαλώντας εκνευρισμό που φτάνει στην έσχατη απελπισία.
Ένα σισύφειο, απολύτως παράλογο μαρτύριο, που τον βυθίζει σε πέλαγα οδύνης και τον οδηγεί στην ανάπηρη γυναίκα του για την καθιερωμένη πρακτική ηχητική άσκηση. Καθημερινά, για πολλές ώρες την εξαναγκάζει να επαναλαμβάνει λέξεις και φράσεις για την καλύτερη κατανόηση της ηχητικής των φθόγγων, πράγμα απαραίτητο για την πραγματεία του. Ο ίδιος ονομάζει τη διαδικασία πειραματισμό. Η γυναίκα υποκύπτει μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά.
Μιλάμε για καθαρό βασανιστήριο, που σε καμία περίπτωση δεν έμενε ανανταπόδοτο, αφού η γυναίκα επινοεί τους δικούς της τρόπους για να τον βασανίσει. Προσποιείται πονοκεφάλους, του βάζει συνέχεια δουλειές και κυρίως τον στέλνει διαρκώς στο κελάρι, πράγμα που ξέρει ότι τον εξοργίζει. Παρακολουθούμε από την αρχή το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού που παίζεται σε επίπεδα απόλυτης βαρβαρότητας, χωρίς κανόνες, σε μια πρωτοφανή επίδειξη ισχύος απ’ όλες τις πλευρές. Κι αν ο Κόνραντ είναι ο φαινομενικά ισχυρός μπροστά στην ανυπεράσπιστη γυναίκα, πολύ γρήγορα καθίσταται σαφές ότι έχει χάσει κάθε έλεγχο κι ότι τελικά δεν υπάρχει καμία ισχύς από κανένα, αφού και οι δύο συντρίβονται μέσα στα πλαίσια της ασφυκτικής συνύπαρξης που νοηματοδοτείται μόνο μέσα από την επικράτηση.
Ο γάμος, αυτό που λέμε συμβίωση, διαστρεβλώνεται απολύτως, μετατρεπόμενος σε αδηφάγα μάχη εξουσίας που φυσικά κινείται υπόγεια, όπως ορίζει ο πολιτισμός, και διατηρεί όλους τους τύπους της καθωσπρέπει επιφάνειας ενός ζευγαριού που συνυπάρχει από ένα πείσμα πρωτόγονο που μόνο η επιβολή μπορεί να ερμηνεύσει. Η αναπηρία της γυναίκας δεν είναι παρά η συναισθηματική αναπηρία που σκεπάζει τα πάντα και που προφανώς ο ένας καταλογίζει στον άλλο κι αυτό είναι η μέγιστη δυστυχία. Ακόμα και τα ελάχιστα μετατρέπονται σε ανελέητη επίρριψη ευθυνών. Η παραμικρή χαρά του ενός γίνεται στόχος του άλλου. Ο Κόνραντ της φορά με το ζόρι φορέματα που δεν της αρέσουν, εκείνη τον συνθλίβει βάζοντάς τον να επαναλαμβάνει τις ίδιες δουλειές. «Ο Κόνραντ σκέφτεται ότι εκείνη θέλει να της διαβάσει κάτι από Οφτερντίνγκεν και για να την τυραννήσει της διαβάζει Κροπότκιν, καμιά άλλη τιμωρία δεν είναι δραστικότερη………..Συνέχεια πρέπει να της αερίζει το δωμάτιο, εκείνη θέλει φρέσκο αέρα κι αυτός πρέπει διαρκώς να της ανοιγοκλείνει τα παράθυρα, η αδυναμία του να γράψει τη μελέτη τον καταπιέζει, είναι προδομένος, δίχως θέληση, στη γυναίκα του, έτσι εκείνη μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, εκδικείται, απαιτεί για παράδειγμα να τη χτενίζει ώρες ολόκληρες κι αυτός τη χτενίζει…..».
Όλα κουρελιάζονται μπροστά στο παράλογο, τη μονομανία, την έλλειψη κάθε επαφής, το σαδισμό και γίνονται ακόμη οδυνηρότερα από την επιστημονική διαστρέβλωση των ρόλων που φαινομενικά τηρούνται στο έπακρο μέσα στα πλαίσια της δήθεν ευγένειας και της δήθεν προστασίας. Σε τελική ανάλυση η συμφορά του άλλου αποτελεί μοναδική ευχαρίστηση. Η περιβόητη πραγματεία «Περί Ακοής» είναι το άλλοθι μιας ύπαρξης κατακερματισμένης που προσπαθεί να πιαστεί απελπισμένα από κάπου και μοιραία γελοιοποιείται. Τα διαρκή εμπόδια δεν είναι παρά η αναγκαστική δικαιολογία που θα συγκαλύψει την ανυπαρξία μετατρέποντάς την σε ατυχία. Η καθημερινή ηχητική μελέτη παρέχει την αφορμή του βασανιστηρίου, που τελικά γίνεται μοναδικό νόημα ύπαρξης. Η οριστική συντριβή επισφραγίζει την απόλυτη κενότητα. Η απομόνωση οδηγεί στην αδράνεια, η αδράνεια μετατρέπεται σε κλειστοφοβία κι όλα αυτά συνθέτουν τη ζοφερότητα της ανθρώπινης παρακμής. Η αρρώστια, βασικό στερεότυπο του Μπέρνχαρντ, δεν αφορά ούτε την αναπηρία της γυναίκας, ούτε την απώλεια όρασης του Κόνραντ, που διαρκώς φοβάται την τύφλωση, αλλά τη βαθύτερη νοσηρότητα του απωθημένου, που επί της ουσίας είναι μια χίμαιρα και λειτουργεί ως συγκάλυψη της αποτυχίας. Ο άλλος χρειάζεται γιατί πρέπει να αποδοθούν κάπου οι ευθύνες. Το απωθημένο, ως έκφραση ψυχικού καταναγκασμού, γίνεται εμμονή, γίνεται δηλαδή ιδεολογική παντιέρα εξιδανίκευσης καταδικασμένη εκ των προτέρων στη δυστυχία της αδιέξοδης ορμής.
Τόμας Μπέρνχαρντ, Thomas Bernhard (born Nicolaas Thomas Bernhard; February 9, 1931 – February 12, 1989)
Ο Μπέρνχαρντ, με δεδομένες τις υπερβολές του, τσαλακώνει τις ανθρώπινες σχέσεις που τελικά μόνο ως μάχη εξουσίας μπορούν να ερμηνευτούν και μάλιστα μάχη τυφλή μιας εξουσίας ανύπαρκτης. Και κάπως έτσι όλα γίνονται κωμικά. Το τραγικό ζεύγος προκαλεί το γέλιο. Η φαιδρότητα των απαιτήσεων, το γελοίο των πολεμικών τακτικών και η συνολική υποβάθμιση κάθε δράσης που τείνει στο παιδαριώδες συνθέτουν το πορτρέτο της ιλαρότητας που δεν είναι παρά η άλλη όψη του κυνισμού. Γιατί ο Μπέρνχαντ δεν βάζει τους χαρακτήρες του στο μικροσκόπιο, (τα αποτελέσματά του θεωρούνται δεδομένα από θέση αρχής), αλλά τους μεταχειρίζεται χονδροειδώς σε μια τερατώδη φάρσα. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιεί το φόνο ως μηχανισμό συναισθηματικών εξάρσεων. Γι’ αυτό αποφεύγει κάθε δραματοποίηση. Γι’ αυτό δεν φέρνει στο φως ένα βαθύτερο συγκρουσιακό παρελθόν που θα δικαιολογούσε το φόνο. Γιατί τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία. Κι αυτό είναι ο ορισμός της ειρωνείας, που ξεπηδά από όλες τις σελίδες επισημαίνοντας το ασήμαντο. Η υπερβολή της ασημαντότητας, που γίνεται νόημα ύπαρξης, είναι η οριστική καταβαράθρωση των Μπερνχαρντικών ηρώων. Το δράμα τους μας κάνει και γελάμε. Η ίδια η γλώσσα του κειμένου (σήμα κατατεθέν του Μπέρνχαρντ), με τις διαρκείς επαναλήψεις, τις επιστροφές στα ίδια νοήματα και τις αυτολεξεί φράσεις που αναπαράγονται επισφραγίζουν το χλευασμό. Η επιτηδευμένη διστακτικότητα, σχεδόν αμηχανία που διαρκώς χρειάζεται επιβεβαιώσεις, είναι ο κυνισμός που ισοπεδώνει τα πάντα.
Τελικά η μπερνχαρντική ειρωνεία δεν είναι ούτε ανακουφιστικός μηχανισμός αποστασιοποίησης, ούτε ισοπεδωτική πρακτική απαξίωσης των πάντων, ούτε μηδενισμός που παραπέμπει στη μισανθρωπία, αλλά ανελέητη διείσδυση μέσα στα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που, σχεδόν αναγκαστικά, καταδικάζονται στο σαρκασμό. Γιατί η ύπαρξη, οριοθετώντας τον εαυτό της μέσα από τις δομές της προσωπικής βούλησης αδυνατεί να συνειδητοποιήσει και το εφήμερο και το ελάχιστο που τη χαρακτηρίζει, τσαλαπατώντας την αντίπαλη βούληση που είναι εξίσου ελάχιστη και πλαστή κι αυτό είναι η απαρχή της ανθρώπινης ανυπαρξίας, γιατί από θέση αρχής ματαιώνει κάθε διεκδίκηση. Η επιθυμία αποκτά υπόσταση μόνο μέσα στα πλαίσια της αμοιβαιότητας, αφού, έτσι κι αλλιώς, κάθε επιθυμία ακυρώνεται εκτός συνόλου. Οι επιθυμίες εντάσσονται στο σύνολο, νοηματοδοτούνται από το σύνολο και δημιουργούνται από τους κανόνες της συνύπαρξης και ταυτόχρονα γιγαντώνονται υποβαθμίζοντας το σύνολο κι εξυψώνοντας τη διαστρέβλωση της προσωπικής επιβολής, που μόνο ως αποθέωση του εγωισμού μπορεί να εκληφθεί. Πρόκειται για την απόλυτη αυτοαναίρεση κι αυτό ο Μπέρνχαρντ το ξέρει καλά. Οι εξόφθαλμες τραγωδίες, σε μόνιμη βάση, κρύβουν την εσωτερική ματαίωση που εξυψώνεται πίσω από τα βουνά του ανεκπλήρωτου, δηλαδή της υποχρεωτικής σύμβασης που οριοθετεί την ύπαρξη κι αυτό ο Μπέρνχαρντ το ξέρει καλύτερα. Και κάπως έτσι η τραγωδία στο ασβεστοκάμινο γίνεται κωμωδία.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.