Ήταν, τότε, δώδεκα χρονών. Όταν ο παππούς άπλωσε το χέρι του και της έδωσε το τυλιγμένο βιβλίο, η καρδιά της σκίρτησε για έναν άγνωστο λόγο. Άνοιξε το φανταχτερό περιτύλιγμα βιαστικά. Ήταν μια παλιά δερματόδετη έκδοση με κιτρινισμένες σελίδες. "Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών", έγραφε στο εξώφυλλο. "Καλό ταξίδι!" της χαμογέλασε ο παππούς και της χάιδεψε το κεφάλι.
Τώρα, τριάντα χρόνια αργότερα, το μόνο που θυμόταν από εκείνη την ιστορία, ήταν πως μια κατάρα κληρονομικής τρέλας κατέτρεχε την ηρωίδα και την οικογένεια της. Αυτό που την είχε στοιχειώσει, ήταν εκείνος ο τίτλος. Οι θερμοί άνεμοι των τροπικών της χάιδευαν το πρόσωπο ξυπνώντας άγνωστες εξωτικές μυρωδιές στη θύμηση της κι αυτό τη μπέρδευε και τη συνάρπαζε συνάμα. Η "μαγεία" έπαιρνε σάρκα και οστά εμπρός στα μάτια της ψυχής της και η νοσταλγία για τον αλαργινό τόπο γινόταν αφόρητη και την πονούσε.
"Θα πάω!" έλεγε πάντα μέσα της. "Κάποτε θα πάω..." και είχε την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα, πως έπρεπε να λέει "Θα ξαναπάω... Κάποτε, θα ξαναπάω..."
Μπαχάμες-Μπίμινι, Αντίλλες... Ονόματα που φιγουράριζαν κάτω από συναρπαστικές φωτογραφίες στα πρακτορεία ταξιδίων. Τόποι που οι περισσότεροι άνθρωποι ήλπιζαν - κάποτε - να επισκεφθούν. Όμως για κείνη δεν ήταν απλά ένας τουριστικός προορισμός. Ήταν το τέλος του ταξιδιού. Κάτι σαν την Ιθάκη του Οδυσσέα. Έτσι τουλάχιστον ένιωθε κι ας μην υπήρχε καμιά λογική εξήγηση γι αυτό. Γιατί το ήξερε, από την πρώτη στιγμή που ένιωσε το "κάλεσμα" πως ήταν ένα ταξίδι επιστροφής. Εκεί, στην πλατιά θάλασσα των Σαργασσών.
Το κοριτσάκι των δώδεκα χρόνων είχε μεγαλώσει. Μαζί του μεγάλωσαν και τα όνειρα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, η νοσταλγία. Κάποτε είχε ένα τετράδιο που απ' έξω έγραφε "Ημερολόγιο" κι εκεί κατέγραφε τα μικρά και μεγάλα συμβάντα της ζωής της. Ώσπου μια μέρα, αποφάσισε να το διαβάσει από την αρχή. Από τότε, είχε ένα τετράδιο που στην ετικέτα του έγραφε "Ονειρολόγιο" και στις σελίδες του κατέγραφε όλων των ειδών τα όνειρα της. Εκείνα που έβλεπε τα βράδια στον ύπνο της, αλλά κι εκείνα που έβλεπε την ημέρα με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Οι φίλοι, η ζωή, η κοινωνία, όλα την είχαν προδώσει. Τα όνειρα της όμως ποτέ. Και η ποιότητα της σχέσης της μαζί τους ήταν αμφίδρομη. Όμως οι επικρατούσες συνθήκες, αρνούνταν να υπηρετήσει το "σύστημα" κι αυτό την είχε "πετάξει" έξω, έκαναν αυτό το ταξίδι, ένα ταξίδι που δεν θα έκανε ποτέ. Ένα ταξίδι, μονάχα στην άκρη της πέννας...
Ήτανε νύχτα. Μια παγωμένη νύχτα του Γενάρη, είχε όμως πανσέληνο. Η θερμοκρασία μέσα στο σιωπηλό σπίτι, κληρονομιά από τους γονείς της που παρ' όλη την ανέχεια αρνιόταν πεισματικά να πουλήσει, ήταν το ίδιο χαμηλή όσο έξω στην ύπαιθρο. Σήκωσε το γιακά του μπουφάν που φορούσε και βγήκε στην πίσω βεράντα.
Ο ουρανός ήταν καθαρός και το φεγγάρι ανέτειλε τεράστιο και σχεδόν κόκκινο. Στο βάθος αριστερά του, τα φώτα της πόλης τρεμόπαιζαν κι έχαναν το παιχνίδι κάτω από την επιβλητική παρουσία του. Κάπου μακριά ακούστηκε το αλύχτισμα ενός σκύλου.
Ο δικός της τέντωσε τ' αυτιά και την ουρά του και του απάντησε σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι. Ύστερα έδωσε ένα πήδημα πάνω από το φράχτη κι έφυγε βιαστικά.
Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της και τον ακολούθησε με το βλέμμα. Κι έπειτα κάτι "ξεκλείδωσε" μέσα της κι ένιωσε ελεύθερη σαν αγριοπούλι που ανοίγει τα φτερά του να πετάξει. Βγήκε στο δρόμο για την κορυφή του λόφου. Με το μυαλό άδειο από σκέψεις, ακολουθώντας τα βήματα της καρδιάς της.
Το φεγγάρι είχε ανέβει αρκετά χαρίζοντας απλόχερα το φως του και στα χωράφια το σπαρμένο σιτάρι κυμάτιζε κάτω από το νυχτερινό αεράκι παίζοντας με τη φαντασία της.
Κοντοστάθηκε. Πού πήγαινε; Χαμογέλασε με την απάντηση που πήρε. Οπουδήποτε... Το συναίσθημα της φυγής από τούτο τον κόσμο την είχε κατακλύσει. Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών, την καλούσε για άλλη μια φορά.
Λίγα μέτρα πιο πάνω, ένας ανοιχτόχρωμος βράχος γυάλιζε κάτω από τις φεγγαραχτίδες. Σκέφτηκε να καθίσει λίγο να ξαποστάσει. Αλήθεια, δεν τον είχε ξαναπροσέξει κι ας έρχονταν συχνά ως εδώ, βόλτα με το σκύλο της.
Πλησίασε κι ένιωσε έκπληξη. Από κοντά ο βράχος ήταν μικρότερος απ’ όσο φάνταζε και σίγουρα δεν τον είχε ξαναδεί. Όπως και το φιδογυριστό μονοπάτι με τα στρογγυλεμένα βότσαλα που κατηφόριζε στη νότια πλαγιά. Η αίσθηση του αλλόκοτου διαδέχτηκε την έκπληξη και μια παράξενη περιέργεια, την έσπρωξε να το ακολουθήσει. Κάτι βαθιά μέσα της, ανταποκρίνονταν σ' εκείνο το γνώριμο κάλεσμα.
Όσο κατηφόριζε, άλλο τόσο το κρύο άρχισε να μαλακώνει, ώσπου ένιωσε δυσφορία μέσα στο χοντρό μπουφάν και το ξεκούμπωσε. Το απαλό αεράκι ήτανε πια ζεστό και φορτωμένο φρέσκες ευωδιές και τόσο γνώριμες που η καρδιά της σκίρτησε γεμάτη λαχτάρα.
Η ανοιχτή πεδιάδα με τους οπωρώνες που απλώνονταν μπροστά της, αγκάλιαζε ένα μεγάλο κόλπο με χρυσαφένια αμμουδιά και, ήταν απόλυτα σίγουρη γι αυτό, δεν έπρεπε να υπάρχει εκεί!
Η απόσταση που είχε να διανύσει μέχρι την ακτή χρειάζονταν πολύ ώρα περπάτημα όμως αυτό δεν την πτόησε στο ελάχιστο. Έδεσε το μπουφάν γύρω από τη μέση της και ξεκούμπωσε τα κουμπιά που έκλειναν το γιακά της μπλούζας της. Παραδόξως, λίγα λεπτά αργότερα βρίσκονταν κιόλας στο σύνορο μεταξύ της καλλιεργημένης γης και της άμμου. Η θάλασσα μπροστά της φαίνονταν να μη τελειώνει πουθενά, να μη σταματά σε κανένα ορίζοντα. Η θέα του ωκεανού τη γέμισε δύναμη και χαμογέλασε στη σκέψη πως μπορεί και να ονειρεύονταν.
Αριστερά της, δυο τεράστιοι γυάλινοι θόλοι ξεπρόβαλαν πίσω από τα δέντρα. Αναρωτήθηκε τι μπορούσε να ήταν και την ίδια στιγμή αντιλήφθηκε το λευκό σύννεφο που πύκνωνε ολοένα και περισσότερο και μαζεύονταν πάνω από τους θόλους ενώ σταδιακά άρχισε να περιστρέφεται γυρίζοντας δεξιόστροφα. Την ίδια στιγμή ένιωσε να έλκεται προς το μέρος του ενώ οι θόλοι άρχισαν να μεγαλώνουν καθώς τους πλησίαζε. Αυτή τη φορά αναρωτήθηκε στα σοβαρά αν ονειρεύονταν έχοντας παράλληλα την αίσθηση πως μπαίνει σ' έναν "άλλο χώρο", όχι απειλητικό, μα παντελώς ξένο. Η "δομή" της άρχισε να αλλάζει, τείνοντας προς αυτήν του χώρου και παρ’ όλο που αυτό την ενόχλησε, δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να σταματήσει.
Βρίσκεται μέσα! Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τον εαυτό της στο χώρο, ωστόσο είναι εκεί. Νιώθει κι άλλες παρουσίες γύρω της. Οι περισσότερες μένουν αδιάφορες στον ερχομό της. Όμως κάποιες, έχει την αίσθηση πως την αντιλαμβάνονται. Και ξέρει πως κάποτε, κάπως, έχει ξαναβρεθεί εδώ. Πως κάποιες από αυτές τις υπάρξεις είναι γνώριμες. Δεν τολμά να τους απευθύνει το λόγο, ωστόσο η απορία της είναι έντονη.
Νιώθει μια καινούργια δίνη να την τραβά και το περιβάλλον αλλάζει. Βρίσκεται σ' ένα κτίριο έχοντας την αίσθηση πως είναι θεραπευτήριο ή κάτι τέτοιο. Περνά από ένα "λουτρό", ένα χώρο απολύμανσης ή καλύτερα κάθαρσης ή μάλλον και τα δυο. Αναρωτιέται με κάποια ανησυχία που βρίσκεται και τι γυρεύει εκεί και τότε κάποιος, του οποίου αισθάνεται απλώς την παρουσία, την βγάζει σ' ένα διάδρομο που οδηγεί σε μια μεγάλη αίθουσα. Το πάτωμα και οι τοίχοι είναι καλυμμένα με κρύο γυαλιστερό μπεζ μάρμαρο και είναι ολομόναχη. Στο χώρο, υπάρχει παντού διάχυτη ηρεμία και ασφάλεια. Κάθεται στο πάτωμα με την πλάτη να ακουμπά στον τοίχο. Ακούει τον εαυτό της να ουρλιάζει κι έπειτα η αίθουσα γεμίζει ανθρώπους με ελαφρά, περίεργα ρούχα.
Κάποιος σκύβει και την κοιτάζει. Είναι άντρας, όμως δεν είναι άνθρωπος. Ή τουλάχιστον δεν είναι σαν τους ανθρώπους που ξέρει. Το δέρμα του είναι απαλό αλλά πράσινο και τα αυτιά του μοιάζουν με... του Mr. Σποκ! Ξαναουρλιάζει και μαζί με την φωνή της, νιώθει να φεύγει από το στήθος της ένα τεράστιο βάρος. Δίπλα του σκύβει και κάποιος άλλος. Δεν τον κοιτά, τον "ακούει" όμως να λέει πως "μια γυναίκα που φωνάζει, ζητάει βοήθεια. Είναι μια γυναίκα που χρειάζεται βοήθεια."
Κινούνται όλοι γύρω της και την παρασύρουν σ' ένα χορευτικό ρυθμό. Ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό τρόπο αλλά όλοι μαζί σαν ομάδα, ακολουθούν τη "μουσική" που την αντιλαμβάνεται όχι σαν ήχο αλλά σαν καθαρό παλμό στην γύρω ατμόσφαιρα. Αφήνεται στο ρυθμό ενώ οι σκέψεις τους την παροτρύνουν. "Όλα είναι ενέργεια...". "Όταν υπάρχει Αρμονία στην Ουσία μας, υπάρχει και Υγεία στο σώμα.". "Τα Κλειδιά της Αρμονίας είναι ενεργειακές δονήσεις.". "Χαρά, Φως, Δύναμη, Αγάπη.". "Είναι τα κλειδιά της Θεραπείας!". "Άσε τη συχνότητα τους να σε πλημμυρίσει". "Ζήσε τα!"... Πλέει σε μια "θάλασσα" λευκόχρυσου φωτός. Η Κάθαρση είναι βαθιά και απόλυτη.
Είναι και πάλι μόνη. Σ' ένα δωμάτιο με ένα λευκοστρωμένο κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα κομοδίνο που πάνω του υπάρχει μια κανάτα νερό. Από την μπαλκονόπορτα βλέπει μια φωταγωγημένη πόλη. Μια τεράστια πόλη με ψηλά κτίρια που χάνονται στον νυχτερινό ουρανό. Στην βεράντα κάθονται οκλαδόν δύο γέροντες με λευκούς χιτώνες. Της εμπνέουν εμπιστοσύνη και σκέφτεται να πάει κοντά τους ελπίζοντας να της εξηγήσουν που βρίσκεται. Νιώθει τη συχνότητα της συνείδησης της να γίνεται υψηλότερη ώστε να μπορέσει να τους προσεγγίσει. Κάθεται πλάι τους.
"Είμαστε σε μια Άλλη Πραγματικότητα!" ακούει τη σκέψη του πρώτου. "Έτσι απλά;" αναρωτιέται εκείνη και η σύντροφος του της χαμογελά...
"Θέλω να μάθω!" ανυπομονεί γεμάτη λαχτάρα.
"Υπομονή! Επιμονή! Θέληση!"
"Και Τόλμη! Προπάντων Τόλμη!"
Οι συμβουλές τους την κάνουν να χαμογελάσει. Είναι σαν να ακούει τον παππού της τότε που ήταν παιδί... "Και ο δικός μου Κόσμος; Και αυτοί, οι άλλοι, που γεννήθηκαν από τις επιλογές που δεν έκανα;"
"Ω, οι Παράλληλοι Κόσμοι! Αυτοί είναι πάντα "αλλού" και... σε περιμένουν!"
"Περιμένουν την Προσοχή σου..."
"Και η θάλασσα; Η θάλασσα των Σαργασσών;"
"Μια Πύλη!"
"Μα, εγώ... έκανα μονάχα μια βόλτα κοντά στο σπίτι μου..."
"Μια Πύλη που κουβαλάς μέσα σου..."
"Θέλω να Μάθω!"
Βρίσκεται πίσω, στους θόλους και είναι μόνη. Κοιτάζει έξω από το χοντρό τζάμι. Τα κύματα γλείφουν απαλά την αμμουδιά. Η Θάλασσα είναι ήρεμη σαν λάδι. Τώρα, περπατά στην ακτή. Τα ίχνη από τα βήματα της είναι τα μόνα που σπάζουν την μονοτονία της απέραντης έκτασης.
Σηκώνει τα μάτια στον ουρανό. Το φεγγαρόφωτο κρύβει κάθε άλλο αστέρι. Είναι σχεδόν σαν μέρα! Μια μέρα με βαθύ μπλε στερέωμα...
Κάτι μπλέκεται στα πόδια της και της τραβά την προσοχή. Είναι ένα κομμάτι κοράλλι που ξέβρασε η θάλασσα. Το σηκώνει. Είναι τόσο όμορφο... Και την καλωσορίζει! Το νιώθει έτσι όπως το κρατά στα χέρια της! Νιώθει τη Δύναμη του. Η ενέργεια ρέει ανάμεσα τους και της μεταφέρει χιλιάδες εντυπώσεις, χιλιάδες πληροφορίες, με ασύλληπτη ταχύτητα.
Δεν προλαβαίνει να τις "αποκωδικοποιήσει", γίνονται όμως κτήμα της. Η Δύναμη του, γίνεται και δική της. Κι εκείνη, γίνεται Ένα με οτιδήποτε υφίσταται στο χωρόχρονο! Η ύπαρξη της απλώνεται και διαχέεται ως το άπειρο. Νιώθει πλήρης από μια άχρονη κενότητα. Είναι Τίποτε και τα Πάντα! Βρίσκεται Παντού και Πουθενά. Η καθημερινή της προσωπικότητα διαλύεται σαν θεατρικός ρόλος στη λησμονιά του χρόνου και η "Ουσία" της Ύπαρξής της ξεπερνά κάθε περιορισμό.
Όμως είναι, ακόμη, φυλακισμένη στην ύλη και το ξέρει. Και μόνο η ανάμνηση αυτής της δέσμευσης λειτουργεί σαν ασφαλιστική δικλείδα και είναι αρκετή για να την κάνει να επιστρέψει...
Μια παγωμένη μουσούδα την σκουντά στο πρόσωπο κλαψουρίζοντας. Βρίσκεται καθισμένη στη ρίζα του βράχου, στην κορυφή του λόφου. Έχει κιόλας ξημερώσει. Ο σκύλος της, της γαβγίζει χαρούμενα κουνώντας την ουρά του. Το κρύο είναι τσουχτερό όμως εκείνη δεν φορά το μπουφάν της και παρ' όλα αυτά είναι ζεστή. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί και είναι έτοιμη να δεχτεί πως την πήρε ο ύπνος, πως όλα ήταν ένα παράξενο όνειρο. Όμως το Κοράλλι βρίσκεται εκεί! Το κρατά στα χέρια της! Το κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη και το γέλιο της αντηχεί σ' ολόκληρη την πλαγιά.
Όρθια πάνω στο βράχο, ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά της στον "Κόσμο". Τώρα Ξέρει!
Το Ταξίδι έχει μόλις αρχίσει!
"Θα πάω!" έλεγε πάντα μέσα της. "Κάποτε θα πάω..." και είχε την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα, πως έπρεπε να λέει "Θα ξαναπάω... Κάποτε, θα ξαναπάω..."
Μπαχάμες-Μπίμινι, Αντίλλες... Ονόματα που φιγουράριζαν κάτω από συναρπαστικές φωτογραφίες στα πρακτορεία ταξιδίων. Τόποι που οι περισσότεροι άνθρωποι ήλπιζαν - κάποτε - να επισκεφθούν. Όμως για κείνη δεν ήταν απλά ένας τουριστικός προορισμός. Ήταν το τέλος του ταξιδιού. Κάτι σαν την Ιθάκη του Οδυσσέα. Έτσι τουλάχιστον ένιωθε κι ας μην υπήρχε καμιά λογική εξήγηση γι αυτό. Γιατί το ήξερε, από την πρώτη στιγμή που ένιωσε το "κάλεσμα" πως ήταν ένα ταξίδι επιστροφής. Εκεί, στην πλατιά θάλασσα των Σαργασσών.
Το κοριτσάκι των δώδεκα χρόνων είχε μεγαλώσει. Μαζί του μεγάλωσαν και τα όνειρα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, η νοσταλγία. Κάποτε είχε ένα τετράδιο που απ' έξω έγραφε "Ημερολόγιο" κι εκεί κατέγραφε τα μικρά και μεγάλα συμβάντα της ζωής της. Ώσπου μια μέρα, αποφάσισε να το διαβάσει από την αρχή. Από τότε, είχε ένα τετράδιο που στην ετικέτα του έγραφε "Ονειρολόγιο" και στις σελίδες του κατέγραφε όλων των ειδών τα όνειρα της. Εκείνα που έβλεπε τα βράδια στον ύπνο της, αλλά κι εκείνα που έβλεπε την ημέρα με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Οι φίλοι, η ζωή, η κοινωνία, όλα την είχαν προδώσει. Τα όνειρα της όμως ποτέ. Και η ποιότητα της σχέσης της μαζί τους ήταν αμφίδρομη. Όμως οι επικρατούσες συνθήκες, αρνούνταν να υπηρετήσει το "σύστημα" κι αυτό την είχε "πετάξει" έξω, έκαναν αυτό το ταξίδι, ένα ταξίδι που δεν θα έκανε ποτέ. Ένα ταξίδι, μονάχα στην άκρη της πέννας...
Ήτανε νύχτα. Μια παγωμένη νύχτα του Γενάρη, είχε όμως πανσέληνο. Η θερμοκρασία μέσα στο σιωπηλό σπίτι, κληρονομιά από τους γονείς της που παρ' όλη την ανέχεια αρνιόταν πεισματικά να πουλήσει, ήταν το ίδιο χαμηλή όσο έξω στην ύπαιθρο. Σήκωσε το γιακά του μπουφάν που φορούσε και βγήκε στην πίσω βεράντα.
Ο ουρανός ήταν καθαρός και το φεγγάρι ανέτειλε τεράστιο και σχεδόν κόκκινο. Στο βάθος αριστερά του, τα φώτα της πόλης τρεμόπαιζαν κι έχαναν το παιχνίδι κάτω από την επιβλητική παρουσία του. Κάπου μακριά ακούστηκε το αλύχτισμα ενός σκύλου.
Ο δικός της τέντωσε τ' αυτιά και την ουρά του και του απάντησε σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι. Ύστερα έδωσε ένα πήδημα πάνω από το φράχτη κι έφυγε βιαστικά.
Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της και τον ακολούθησε με το βλέμμα. Κι έπειτα κάτι "ξεκλείδωσε" μέσα της κι ένιωσε ελεύθερη σαν αγριοπούλι που ανοίγει τα φτερά του να πετάξει. Βγήκε στο δρόμο για την κορυφή του λόφου. Με το μυαλό άδειο από σκέψεις, ακολουθώντας τα βήματα της καρδιάς της.
Το φεγγάρι είχε ανέβει αρκετά χαρίζοντας απλόχερα το φως του και στα χωράφια το σπαρμένο σιτάρι κυμάτιζε κάτω από το νυχτερινό αεράκι παίζοντας με τη φαντασία της.
Κοντοστάθηκε. Πού πήγαινε; Χαμογέλασε με την απάντηση που πήρε. Οπουδήποτε... Το συναίσθημα της φυγής από τούτο τον κόσμο την είχε κατακλύσει. Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών, την καλούσε για άλλη μια φορά.
Λίγα μέτρα πιο πάνω, ένας ανοιχτόχρωμος βράχος γυάλιζε κάτω από τις φεγγαραχτίδες. Σκέφτηκε να καθίσει λίγο να ξαποστάσει. Αλήθεια, δεν τον είχε ξαναπροσέξει κι ας έρχονταν συχνά ως εδώ, βόλτα με το σκύλο της.
Πλησίασε κι ένιωσε έκπληξη. Από κοντά ο βράχος ήταν μικρότερος απ’ όσο φάνταζε και σίγουρα δεν τον είχε ξαναδεί. Όπως και το φιδογυριστό μονοπάτι με τα στρογγυλεμένα βότσαλα που κατηφόριζε στη νότια πλαγιά. Η αίσθηση του αλλόκοτου διαδέχτηκε την έκπληξη και μια παράξενη περιέργεια, την έσπρωξε να το ακολουθήσει. Κάτι βαθιά μέσα της, ανταποκρίνονταν σ' εκείνο το γνώριμο κάλεσμα.
Όσο κατηφόριζε, άλλο τόσο το κρύο άρχισε να μαλακώνει, ώσπου ένιωσε δυσφορία μέσα στο χοντρό μπουφάν και το ξεκούμπωσε. Το απαλό αεράκι ήτανε πια ζεστό και φορτωμένο φρέσκες ευωδιές και τόσο γνώριμες που η καρδιά της σκίρτησε γεμάτη λαχτάρα.
Η ανοιχτή πεδιάδα με τους οπωρώνες που απλώνονταν μπροστά της, αγκάλιαζε ένα μεγάλο κόλπο με χρυσαφένια αμμουδιά και, ήταν απόλυτα σίγουρη γι αυτό, δεν έπρεπε να υπάρχει εκεί!
Η απόσταση που είχε να διανύσει μέχρι την ακτή χρειάζονταν πολύ ώρα περπάτημα όμως αυτό δεν την πτόησε στο ελάχιστο. Έδεσε το μπουφάν γύρω από τη μέση της και ξεκούμπωσε τα κουμπιά που έκλειναν το γιακά της μπλούζας της. Παραδόξως, λίγα λεπτά αργότερα βρίσκονταν κιόλας στο σύνορο μεταξύ της καλλιεργημένης γης και της άμμου. Η θάλασσα μπροστά της φαίνονταν να μη τελειώνει πουθενά, να μη σταματά σε κανένα ορίζοντα. Η θέα του ωκεανού τη γέμισε δύναμη και χαμογέλασε στη σκέψη πως μπορεί και να ονειρεύονταν.
Αριστερά της, δυο τεράστιοι γυάλινοι θόλοι ξεπρόβαλαν πίσω από τα δέντρα. Αναρωτήθηκε τι μπορούσε να ήταν και την ίδια στιγμή αντιλήφθηκε το λευκό σύννεφο που πύκνωνε ολοένα και περισσότερο και μαζεύονταν πάνω από τους θόλους ενώ σταδιακά άρχισε να περιστρέφεται γυρίζοντας δεξιόστροφα. Την ίδια στιγμή ένιωσε να έλκεται προς το μέρος του ενώ οι θόλοι άρχισαν να μεγαλώνουν καθώς τους πλησίαζε. Αυτή τη φορά αναρωτήθηκε στα σοβαρά αν ονειρεύονταν έχοντας παράλληλα την αίσθηση πως μπαίνει σ' έναν "άλλο χώρο", όχι απειλητικό, μα παντελώς ξένο. Η "δομή" της άρχισε να αλλάζει, τείνοντας προς αυτήν του χώρου και παρ’ όλο που αυτό την ενόχλησε, δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να σταματήσει.
Βρίσκεται μέσα! Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τον εαυτό της στο χώρο, ωστόσο είναι εκεί. Νιώθει κι άλλες παρουσίες γύρω της. Οι περισσότερες μένουν αδιάφορες στον ερχομό της. Όμως κάποιες, έχει την αίσθηση πως την αντιλαμβάνονται. Και ξέρει πως κάποτε, κάπως, έχει ξαναβρεθεί εδώ. Πως κάποιες από αυτές τις υπάρξεις είναι γνώριμες. Δεν τολμά να τους απευθύνει το λόγο, ωστόσο η απορία της είναι έντονη.
Νιώθει μια καινούργια δίνη να την τραβά και το περιβάλλον αλλάζει. Βρίσκεται σ' ένα κτίριο έχοντας την αίσθηση πως είναι θεραπευτήριο ή κάτι τέτοιο. Περνά από ένα "λουτρό", ένα χώρο απολύμανσης ή καλύτερα κάθαρσης ή μάλλον και τα δυο. Αναρωτιέται με κάποια ανησυχία που βρίσκεται και τι γυρεύει εκεί και τότε κάποιος, του οποίου αισθάνεται απλώς την παρουσία, την βγάζει σ' ένα διάδρομο που οδηγεί σε μια μεγάλη αίθουσα. Το πάτωμα και οι τοίχοι είναι καλυμμένα με κρύο γυαλιστερό μπεζ μάρμαρο και είναι ολομόναχη. Στο χώρο, υπάρχει παντού διάχυτη ηρεμία και ασφάλεια. Κάθεται στο πάτωμα με την πλάτη να ακουμπά στον τοίχο. Ακούει τον εαυτό της να ουρλιάζει κι έπειτα η αίθουσα γεμίζει ανθρώπους με ελαφρά, περίεργα ρούχα.
Κάποιος σκύβει και την κοιτάζει. Είναι άντρας, όμως δεν είναι άνθρωπος. Ή τουλάχιστον δεν είναι σαν τους ανθρώπους που ξέρει. Το δέρμα του είναι απαλό αλλά πράσινο και τα αυτιά του μοιάζουν με... του Mr. Σποκ! Ξαναουρλιάζει και μαζί με την φωνή της, νιώθει να φεύγει από το στήθος της ένα τεράστιο βάρος. Δίπλα του σκύβει και κάποιος άλλος. Δεν τον κοιτά, τον "ακούει" όμως να λέει πως "μια γυναίκα που φωνάζει, ζητάει βοήθεια. Είναι μια γυναίκα που χρειάζεται βοήθεια."
Κινούνται όλοι γύρω της και την παρασύρουν σ' ένα χορευτικό ρυθμό. Ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό τρόπο αλλά όλοι μαζί σαν ομάδα, ακολουθούν τη "μουσική" που την αντιλαμβάνεται όχι σαν ήχο αλλά σαν καθαρό παλμό στην γύρω ατμόσφαιρα. Αφήνεται στο ρυθμό ενώ οι σκέψεις τους την παροτρύνουν. "Όλα είναι ενέργεια...". "Όταν υπάρχει Αρμονία στην Ουσία μας, υπάρχει και Υγεία στο σώμα.". "Τα Κλειδιά της Αρμονίας είναι ενεργειακές δονήσεις.". "Χαρά, Φως, Δύναμη, Αγάπη.". "Είναι τα κλειδιά της Θεραπείας!". "Άσε τη συχνότητα τους να σε πλημμυρίσει". "Ζήσε τα!"... Πλέει σε μια "θάλασσα" λευκόχρυσου φωτός. Η Κάθαρση είναι βαθιά και απόλυτη.
Είναι και πάλι μόνη. Σ' ένα δωμάτιο με ένα λευκοστρωμένο κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα κομοδίνο που πάνω του υπάρχει μια κανάτα νερό. Από την μπαλκονόπορτα βλέπει μια φωταγωγημένη πόλη. Μια τεράστια πόλη με ψηλά κτίρια που χάνονται στον νυχτερινό ουρανό. Στην βεράντα κάθονται οκλαδόν δύο γέροντες με λευκούς χιτώνες. Της εμπνέουν εμπιστοσύνη και σκέφτεται να πάει κοντά τους ελπίζοντας να της εξηγήσουν που βρίσκεται. Νιώθει τη συχνότητα της συνείδησης της να γίνεται υψηλότερη ώστε να μπορέσει να τους προσεγγίσει. Κάθεται πλάι τους.
"Είμαστε σε μια Άλλη Πραγματικότητα!" ακούει τη σκέψη του πρώτου. "Έτσι απλά;" αναρωτιέται εκείνη και η σύντροφος του της χαμογελά...
"Θέλω να μάθω!" ανυπομονεί γεμάτη λαχτάρα.
"Υπομονή! Επιμονή! Θέληση!"
"Και Τόλμη! Προπάντων Τόλμη!"
Οι συμβουλές τους την κάνουν να χαμογελάσει. Είναι σαν να ακούει τον παππού της τότε που ήταν παιδί... "Και ο δικός μου Κόσμος; Και αυτοί, οι άλλοι, που γεννήθηκαν από τις επιλογές που δεν έκανα;"
"Ω, οι Παράλληλοι Κόσμοι! Αυτοί είναι πάντα "αλλού" και... σε περιμένουν!"
"Περιμένουν την Προσοχή σου..."
"Και η θάλασσα; Η θάλασσα των Σαργασσών;"
"Μια Πύλη!"
"Μα, εγώ... έκανα μονάχα μια βόλτα κοντά στο σπίτι μου..."
"Μια Πύλη που κουβαλάς μέσα σου..."
"Θέλω να Μάθω!"
Βρίσκεται πίσω, στους θόλους και είναι μόνη. Κοιτάζει έξω από το χοντρό τζάμι. Τα κύματα γλείφουν απαλά την αμμουδιά. Η Θάλασσα είναι ήρεμη σαν λάδι. Τώρα, περπατά στην ακτή. Τα ίχνη από τα βήματα της είναι τα μόνα που σπάζουν την μονοτονία της απέραντης έκτασης.
Σηκώνει τα μάτια στον ουρανό. Το φεγγαρόφωτο κρύβει κάθε άλλο αστέρι. Είναι σχεδόν σαν μέρα! Μια μέρα με βαθύ μπλε στερέωμα...
Κάτι μπλέκεται στα πόδια της και της τραβά την προσοχή. Είναι ένα κομμάτι κοράλλι που ξέβρασε η θάλασσα. Το σηκώνει. Είναι τόσο όμορφο... Και την καλωσορίζει! Το νιώθει έτσι όπως το κρατά στα χέρια της! Νιώθει τη Δύναμη του. Η ενέργεια ρέει ανάμεσα τους και της μεταφέρει χιλιάδες εντυπώσεις, χιλιάδες πληροφορίες, με ασύλληπτη ταχύτητα.
Δεν προλαβαίνει να τις "αποκωδικοποιήσει", γίνονται όμως κτήμα της. Η Δύναμη του, γίνεται και δική της. Κι εκείνη, γίνεται Ένα με οτιδήποτε υφίσταται στο χωρόχρονο! Η ύπαρξη της απλώνεται και διαχέεται ως το άπειρο. Νιώθει πλήρης από μια άχρονη κενότητα. Είναι Τίποτε και τα Πάντα! Βρίσκεται Παντού και Πουθενά. Η καθημερινή της προσωπικότητα διαλύεται σαν θεατρικός ρόλος στη λησμονιά του χρόνου και η "Ουσία" της Ύπαρξής της ξεπερνά κάθε περιορισμό.
Όμως είναι, ακόμη, φυλακισμένη στην ύλη και το ξέρει. Και μόνο η ανάμνηση αυτής της δέσμευσης λειτουργεί σαν ασφαλιστική δικλείδα και είναι αρκετή για να την κάνει να επιστρέψει...
Μια παγωμένη μουσούδα την σκουντά στο πρόσωπο κλαψουρίζοντας. Βρίσκεται καθισμένη στη ρίζα του βράχου, στην κορυφή του λόφου. Έχει κιόλας ξημερώσει. Ο σκύλος της, της γαβγίζει χαρούμενα κουνώντας την ουρά του. Το κρύο είναι τσουχτερό όμως εκείνη δεν φορά το μπουφάν της και παρ' όλα αυτά είναι ζεστή. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί και είναι έτοιμη να δεχτεί πως την πήρε ο ύπνος, πως όλα ήταν ένα παράξενο όνειρο. Όμως το Κοράλλι βρίσκεται εκεί! Το κρατά στα χέρια της! Το κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη και το γέλιο της αντηχεί σ' ολόκληρη την πλαγιά.
Όρθια πάνω στο βράχο, ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά της στον "Κόσμο". Τώρα Ξέρει!
Το Ταξίδι έχει μόλις αρχίσει!
ΤΕΛΟΣ
Ειρήνη Λεονάρδου ©
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.