Το Φως
Έμμονη εικόνα των ποιητών μας –από τον 'Όμηρο ως τον Ελύτη: το φως.
Έμμονη ιδέα των φιλοσόφων μας –από Παρμενίδη μέχρι Πλωτίνο: το φως.
Στα δημοτικά τραγούδια, στα παραμύθια –κανένας λαός δεν εξαρτάται περισσότερο από τον ήλιο.
Θάλεγε κανείς πώς κάτι απασχολεί τόσο, μόνον όταν λείπει –κι όχι όταν αφθονεί.
Αλλά το παράδοξο με το φως των Ελλήνων είναι πώς όσο πιο πολύ το έχεις τόσο πιο πολύ το θέλεις –τόσο πιο πολύ σου λείπει.
*
Φαίνεται πώς αυτό το φως (το φέγγος, η αίγλη, η λάμψη, η φωτοβολή, η αναλαμπή, η ανταύγεια, η λαμπηδών, το φωτόλουσμα, η αντηλιά, το λαμπύρισμα, η μαρμαρυγή, η χρυσαύγεια, το αστραποβόλημα, η έκλαμψη, το φεγγοβόλημα) δίνει κάτι ζωτικό και σπάνιο. Κάτι πού κανείς δεν μπορεί να το χορτάσει...
Αυτό το φως δίνει μία γεύση του Απόλυτου.
Την μόνη πού αξιώνεται να δει ο άνθρωπος.
Κι επειδή δίνει τη γεύση του Απόλυτου, σε κάνει απέραντα ευτυχισμένο και απέραντα δυστυχή.
Γιατί είναι στ' αλήθεια απόλυτο –άλλα μόνιμο δεν είναι.
*
Σ’ όλη τους την ιστορία οι Έλληνες δεν λάτρεψαν ποτέ άλλο θεό.
Πέρασαν πολλοί απ’ αυτό τον τόπο. Ο Χριστός μπλέχτηκε με τον Άδωνι –και οι δυο με την αναγέννηση του φωτός.
Αλλά τελικά, πίσω από κάθε θεότητα, οι Έλληνες έβλεπαν ή φως ή σκοτάδι.
Και είναι φυσικό μια και αγάπησαν όσο κανείς το φως –να φοβήθηκαν όσο κανείς το σκοτάδι.
*
Το απόλυτο φως πέφτει στον μη-απόλυτο κόσμο και του δίνει στοιχεία αιωνιότητας.
Γι' αυτό κι εμείς κι ο κόσμος μας είμαστε άλλοι.
Κι άλλη είναι η σχέση μας με τον κόσμο.
«Είναι κανείς στην Ελλάδα πιο φίλος, πιο οικείος με το σύμπαν»1.
Ο Έλληνας είναι στον κόσμο σαν στο σπίτι του.
Μιλάει στα πράγματα με το εσύ. Οικείος–σχεδόν θρασύς.
Χάρη στο φως μείναμε δεμένοι με το σύμπαν. Δεν χωρίσαμε. Δεν αποξενωθήκαμε. Δεν αλλοτριωθήκαμε.
Ο Κάφκα δεν έζησε εδώ.
Από τους προσωκρατικούς ως σήμερα: Το εγώ ήταν μέσα όχι απέναντι στον κόσμο. Δεν βιώθηκε ποτέ η διάσταση υποκείμενου–αντικείμενου. (Το Είναι αυτονόητο. Φυσικό. Δεδομένο).
Στον ήλιο του μεσημεριού: τήξη. Σύντηξη στο ένα.
Η καθημερινή μας ορθοδοξία: αυθόρμητη πίστη στο ορατό. Μεταφυσική του αισθητού: «Βλέπω σημαίνει πιστεύω»2.
Πιστεύω σ’ αυτό πού βλέπω. Στο φαινόμενο. Όχι στο λεγόμενο ή το νοούμενο. (Σ' αυτά δυσπιστώ).
Πιστεύω στο συγκεκριμένο. (Το αφηρημένο; Παιχνίδι πρέφας οι ιδέες και οι θεωρίες για τον Έλληνα).
Πιστεύω στο νυν και εδώ - πού είναι τα μόνα αληθινά. Το μέλλον του Έλληνα είναι το παρόν. Το επέκεινα του Έλληνα είναι το εδώ - κάτω.
Το φως κάνει το θαύμα. Το αισθητό γίνεται υπερβατικό. Χίλιοι παράδεισοι: η Λέσβος, η Μύκονος, η Σαμοθράκη. Μεγάλη για τον Έλληνα «η των αισθήσεων αγάπησις»3.
*
Να λοιπόν τι δίνει αυτό το φως: το μόνο αισθητό, συγκεκριμένο Απόλυτο.
Όταν έχεις αυτό το φως δεν χρειάζεσαι πίστη, άλλο απόλυτο – ούτε μεγάλες αλήθειες.
Η φυσική κατάσταση του Έλληνα είναι ο σκεπτικισμός. Η νόηση χαμογελάει, γιατί ή αίσθηση εξαρκεί.
Το Είναι, εδώ δεν χρειάζεται να στο εξηγήσουν. Το βλέπεις. Οι ερμηνείες μοιάζουν ειρωνείες.
Και θάθελες πολύ να υπάρχει ένα Μετά. Όσο όμως κι αν προσπαθούν να σου ζωγραφίσουν έναν κόσμο ωραιότερο, δεν μπορείς να τον φανταστείς.
Το όραμα κάθε παράδεισου εξατμίζεται στον ελληνικό ήλιο. Το τέλειο επέκεινα θα ήταν προέκταση του παρόντος στο άπειρο.
Στο ταβερνάκι μιας αιώνιας αμμουδιάς: Άλλη μία από τα ίδια!
Και πάλι.
Το νυν να γίνει αιέν.
*
Υπάρχει όμως και ή άλλη πλευρά του ήλιου. (Δεν έχει μόνο το φεγγάρι μυστική, σκοτεινή όψη.)
Όταν το φως ταυτίζεται με το Είναι – τότε, λογικά, μη-φως σημαίνει μη-Είναι.
Με άλλα λόγια: Το ελληνικό φως είναι τόσο φως, που σκοτάδι του είναι το μηδέν.
Το απόλυτο πληρώνεται. Η ομίχλη (που είναι μίγμα Είναι και μη-Είναι) σε συνηθίζει στην ιδέα του γκρίζου.
Όμως το ελληνικό φως οδηγεί στο μαύρο. Μέσα από την ίδια του την ένταση.
«Εάν εντείνετε το λευκό θα φτάσετε στο μαύρο»4. (Το τίμημα του απόλυτου).
*
Το φως ήταν που έκανε τους Έλληνες να ανακαλύψουν το Είναι.
Κι αυτόν, πού πρώτος στον κόσμο το κατονόμασε, οι Κόρες του Ήλιου (έτσι γράφει) τον οδήγησαν να το βρει.
(Που θα πει πως το φως του έδειξε το Είναι).
Ήταν ο Παρμενίδης.
Είπε: «Εστί γαρ είναι, μηδέν δ' ουκ έστιν»5 .
*
Όποιοι μίλησαν για το Είναι χρησιμοποίησαν όρους φωτός: θέα, θέαση, θεωρία, είδος, ιδέα.
(Θεός από το θεώμαι;)
'Ο,τι είναι – είναι στο φως.
Αλλά κι όσοι μίλησαν για τη ζωή την είπαν: φως, μέρα, ήλιο.
«Ζώει και ορά φάος ηελίοιο»6. Η σταθερά επαναλαμβανόμενη Ομηρική εξίσωση.
Ένα πράγμα το φως και ή ζωή. (Το φως και το Είναι).
Και το μή-Είναι: ουκ έστιν;
*
Όμως το Μηδέν δεν ξορκίστηκε με το ουκ έστιν. Μπήκε στη σκέψη μαζί με το Είναι. (Είναι το όριό του. Το ορίζει).
Στη ζωή είχε μπει πολύ νωρίτερα: σαν θάνατος.
Και οι Έλληνες του φωτός ποτέ δεν κατάφεραν να συμφιλιωθούν με το μαύρο.
Απελπισία και αμηχανία τους κατέχει στην ιδέα του τέλους. Τρόμος και θλίψη.
Αυτοί πού τόσους έπλασαν μύθους δεν βρήκαν ούτε έναν πού να εξωραΐζει το σκοτάδι.
Τις θρησκείες του θανάτου της άφησαν για τους άλλους: Βόρειους, Ασιάτες, μακρινούς.
Το μηδέν δεν καλλιεργήθηκε ποτέ σ' αυτό τον τόπο.
Εμείς ξέρουμε μόνο για το φως.
*
Έτσι συντελείται η βαθιά, η σκοτεινή προδοσία του φωτός. Σου δίνει το απόλυτο νυν που απαιτεί το αιέν.
Ανάβει τον έρωτα της ζωής και τον εντείνει στο άπειρο – για μια ζωή πεπερασμένη.
Σαν τον ερωτευμένο, ο Έλληνας γκρινιάζει πάντα πώς δεν χορταίνει. Δεν χορταίνει τη ζωή με τίποτα.
Εδώ καιροφυλακτεί το τραγικό.
Γιατί όσο πιο πολύ αγαπάς, όσο προσκολλάσαι, όσο ενώνεσαι – τόσο υποφέρεις όταν χωρίζεις. (Και τελικά χωρίζεις).
Οι άλλοι επενδύουν στο απόλυτο. Το περιμένουν. (Μετά). Εμείς το ζούμε. Κάθε μέρα.
Γι' αυτό έχουμε τα πάντα να χάσουμε – και τίποτα να κερδίσουμε.
*
Έλληνες - Τάνταλοι του νυν.
*
Aυτό το φως, στη διαύγεια και την ένταση του, είναι κάπου απάνθρωπο.
Είναι ένα φως εκρηκτικό. Περιέχει ωρολογιακό μηχανισμό αυτοκαταστροφής.
Κάποια στιγμή, δίνοντας την έσχατη λάμψη του, θα μετατραπεί για τον καθένα – σε απόλυτο σκοτάδι.
Μέσα του, σαν κρυφό πυρήνα, περικλείει το Μαύρο.
*
Για να καταλάβουμε το ελληνικό φως – αλλά και κάθε τι το ελληνικό – πρέπει να καταλάβουμε την αντίφαση.
Καταλαβαίνω μία αντίφαση σημαίνει απλώς την υφίσταμαι. Γιατί μου είναι αδύνατο να την εννοήσω.
Η αντίφαση στο ελληνικό φως είναι αποτέλεσμα (διπλής) υπερβολής. Προς το λευκό και το μαύρο. Τεντώνονται τα πάντα προς τα άκρα.
Το τραγικό όνομα της υπερβολής είναι ύβρις.
Όλα είναι άγρια και επικίνδυνα σ' αυτό το φως. Οι ανίδεοι που βρίσκουν το ελληνικό φως ωραίο εισπράττουν πάντα την τιμωρία τους.
Οι τουρίστες παθαίνουν ηλίαση. Οι ερασιτέχνες φωτογράφοι καίνε τα αρνητικά τους. Οι ρομαντικοί τυφλώνονται από το μαύρο κέντρο του ήλιου.
Το ελληνικό τοπίο προεκτείνει την ανταγωνιστικότητα του φωτός. Δεν υπάρχουν εδώ δάση πού να απορροφούν ακτίνες, λιβάδια πού να μαλακώνουν αντανακλάσεις. Υπάρχουν πράγματα σκληρά: βράχος, άμμος, θάλασσα, πέτρα, πού στέλνουν πίσω το φως πολλαπλασιασμένο.
Έτσι το φως συγκρούεται με το τοπίο, το τοπίο με τον εαυτό του, οι σκιές με τις ανακλάσεις. «Πόλεμος πάντων πατήρ»7.
Αυτή η σύγκρουση είναι το ελληνικό στοιχείο στο φως. Όπως είναι το συστατικό στοιχείο στην τραγωδία.
Μπορούμε πια να μιλήσουμε για ένα τραγικό φως. («Αγγελικό και μαύρο» 8).
Kάθε πράγμα εμπεριέχει την αντίθεσή του. Το ελληνικό φως οφείλει την έντασή του στο ένδον σκοτάδι του. Στις άκρες του φωτός, στις παρυφές κάθε φωτογραφίας (αλλά και ζωής) καραδοκεί το μαύρο.
Οι σκληρές σκιές της ημέρας είναι το μαύρο που απειλεί. Αν ακόμα πειθαρχεί στα σχήματα, είναι ώσπου να βραδιάσει. Τότε οι σκιές εγκαταλείπουν τα περιγράμματα και κυριεύουν τη γη.
Οι ελληνικές σκιές είναι άγριες και αχόρταγες. Έχουν μέσα από το μαύρο-μαύρο – όχι το γκρίζο.
«Η ελληνική γλώσσα δεν έχει κιάρο-σκούρο»9. Δεν έχει σκιόφως.
Στις χώρες της ομίχλης, όλα είναι γκρίζα. Διαβαθμίσεις γκρίζου. Εδώ όλα είναι είτε-είτε. Το φως εκεί, είναι ένας συμβιβασμός. Εδώ μάχη.
«.. .οι Ευρωπαίοι και οι Δυτικοί βρίσκουν πάντα το μυστήριο στη σκοτεινιά, στη νύχτα, ενώ εμείς οι Έλληνες το βρίσκουμε στο φως, πού είναι για μας κάτι απόλυτο»10.
*
Γι’ αυτόν που γεννιέται και μεγαλώνει σ' αυτόν τον τόπο, το ελληνικό φως είναι θαύμα καθημερινό – δηλαδή αυτονόητο.
Γι’ αυτόν που φεύγει μακριά και λείπει καιρό, κάθε ανάμνηση του φωτός ανακαλεί μία κατάπληξη.
Γι' αυτόν που ξαναγυρίζει, το νέο (που αντικρίζει) φως, είναι αποκάλυψη και άγχος.
Αποκαλύπτεται ενδοξότερο από την ανάμνηση του. Αλλά και γεμάτο κίνδυνο.
Βλέπεις τους ανθρώπους μικρούς και ανίδεους μέσα στο υπέρμετρο φως τους. Βλέπεις, όπως στις άκρες του χαρτιού, να τελειώνει το φως. Στα όρια του το μαύρο.
Κι αυτοί που τρέχουν πάνω-κάτω στο χαρτί, δεν γνωρίζουν πόσο λεπτό, πόσο μικρό το φύλλο.
Βλέπεις τις τυφλές ψυχές να τεντώνονται και να σκύβουν επικίνδυνα εκεί στο χείλος του γκρεμού, που τελειώνει το φως κι αρχίζει το μηδέν.
*
Αυτοί που δεν αντέχουν το φως, μπαίνουν από μόνοι τους στου Πλάτωνα τη σπηλιά. Συνηθίζουν να ζουν με τους ίσκιους.
Κι αν ποτέ κοιτάξουν κατά το φως «αλγείν τα όμματα» –τα μάτια τους πονάνε ασυνήθιστα.
Κι ελάχιστοι αυτοί που αντέχουν και γεμίζουν τα μάτια τους φως («αυγής τα όμματα μεστά»).
Γιατί το δέον είναι: «τον ήλιον... θεάσασθαι... αυτόν καθ’ αυτόν, εν τη αυτού χώρα»11.
Να βλέπεις τον ίδιο τον ήλιο –στη χώρα του.
*
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο»12.
Πονάει σήμερα στην Ελλάδα η καθημερινή δοκιμασία του φωτός.
Γιατί δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το φως από αυτό που φωτίζεται. Φως μόνο του δεν υπάρχει. Κι αλίμονο –αυτά που το δείχνουν, όσο πάνε και ασκημαίνουν. Σκουπίδια, μπάζα, επιγραφές, λατομεία, πολυκατοικίες, πετρελαιοκηλίδες.
Το φως που κάποτε έγραφε τους αυλούς των κιόνων και την κατατομή των αγαλμάτων – τώρα πολεμάει τη φτήνια. Πνίγεται στην αιθαλομίχλη. Αν δεν βοηθήσει βοριάς χάνεται η σαφήνεια της αττικής γραμμής.
Στιγμές, το φως νικάει. Εξαϋλώνει ως και τα σκουπίδια και τα ανεβάζει στον ουρανό.
Και δίνει περιγράμματα Πυθαγόρεια στις τσιμεντόπλακες.
Αλλά συχνά κουράζεται –κι αφήνει την ασχήμια ανενόχλητη να λάμπει.
Δείχνοντας τη μικρότητα των ανθρώπων πού κληρονόμησαν αυτό το φως και το πουλάνε φτηνά στους τουρίστες. Χωρίς να καταλαβαίνουν πώς πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο – όσο παίζουν με ένα φως πού δεν συγχωράει. Και που – όπως εξαίρει την ομορφιά – πολλαπλασιάζει την ασχήμια (γυμνό σώμα στον ελληνικό ήλιο: μόνο Κούρος αντέχει).
Στο τέλος, το φως αμείλικτο, θα δικάσει. Μια και το ίδιο υπόκειται σε δίκη για ό,τι κάνει – για ό,τι φωτίζει.
«Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν»13.
Ό ίδιος Ήλιος είναι - του Ηράκλειτου. Μέσα του κουβαλάει τα μέτρα, τις Ερινύες και τη Δίκη.
*
Έτσι το φως ταλαιπωρείται –αλλά το Μαύρο διαρκεί ανενόχλητο.
Ο δικός του χώρος αλώβητος –από ομορφιά και ασχήμια.
Ο δικός του χώρος αιώνιος και πλήρης.
Παραμένει και περιμένει. Ξέρει πως στο τέλος θα μας κερδίσει –όλους.
Κι είμαστε πάντα τόσο ανέτοιμοι γι’ αυτό...
Θαμπωμένα από το φως τα μάτια μας δεν μπόρεσαν ποτέ να συνηθίσουν το σκοτάδι.
Κι είμαστε τόσο αθώοι του Μαύρου που και το εκτυφλωτικό σκοτάδι του τέλους, αυτός που μόνο φως ξέρει –θα το ονομάσει: «μεγάλο μαύρο φως»14.
*
Έλληνες –Σίσυφοι του ήλιου.
*
Κοιτάζεις τον ήλιο κατάματα. (Η ύβρις). Επειδή έχεις ανάγκη ζωής –με ήλιο κατάματα. Λοιπόν η μαύρη κηλίδα θα σε ακολουθεί.
Οι ποιητές κατάλαβαν την παγίδα που μας στήνει αυτό το φώς:
«...Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου το χρυσό δίχτυ
όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια
που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων»15 .
όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια
που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων»15 .
Μέσα στη διαρκή διέγερση του φωτός, οι Έλληνες πολεμούν μεθυσμένοι. Τον εαυτό τους, τον άλλο, τη ζωή, το φόβο.
Το φως –οντολογικό δόλωμα. Σε κάνει ν’ αγαπάς τη ζωή περισσότερο από όσο αντέχεις.
Με τέτοιο φως, ποιος μπορεί ν’ αποδεχτεί τη μοίρα του;
Ο γυμνός ήλιος φέρνει ζάλη και μέθη.
Το σκοτάδι, στο κέντρο του, ελκύει, μαγνητίζει σαν το κενό. «Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δεν βλέπεις τίποτα άλλο»16.
*
«Εν δε φάει και όλεσσον...»
Ζητούσε να πεθάνει στο φως. «Δώσε στα μάτια μας να δούνε», παρακάλεσε, «και μέσα στο φως, σκότωσέ μας!»
Ο Αίαντας στον Δία. Ο Έλληνας –που θέλει φως, για να μπει στο σκοτάδι!
Και οι άλλοι λαοί ζούνε στο φως. Και πεθαίνουν στο σκότος. Αλλά το φως τους είναι πιο ήπιο. Και το σκοτάδι τους έχει ομίχλη και ποίηση.
Σε εμάς έλαχε η τύχη να ζούμε στο πιο άγριο φως –και γι’ αυτό να μεταβαίνουμε στη σκληρότερη νύχτα.
Φαίνεται πώς αυτό το φως (το φέγγος, η αίγλη, η λάμψη, η φωτοβολή, η αναλαμπή, η ανταύγεια, η λαμπηδών, το φωτόλουσμα, η αντηλιά, το λαμπύρισμα, η μαρμαρυγή, η χρυσαύγεια, το αστραποβόλημα, η έκλαμψη, το φεγγοβόλημα) δίνει κάτι ζωτικό και σπάνιο. Κάτι πού κανείς δεν μπορεί να το χορτάσει... Αυτό το φως δίνει μία γεύση του Απόλυτου. Την μόνη πού αξιώνεται να δει ο άνθρωπος. Κι επειδή δίνει τη γεύση του Απόλυτου, σε κάνει απέραντα ευτυχισμένο και απέραντα δυστυχή. Γιατί είναι στ' αλήθεια απόλυτο –άλλα μόνιμο δεν είναι.
___(Από το φωτογραφικο λεύκωμα "Το Φως των Ελλήνων" που κυκλοφόρησε το 1984 και ανατυπώθηκε το 1995 και το 2009 από το Μουσείο Μπενάκη. Με κείμενα και εικόνες - φωτογραφικό δοκίμιο το ονόμασα - προσπάθησα να διερευνήσω το δικό μας φως και να δώσω την άλλη, βαθύτερη πλευρά της "Δυστυχίας του να είσαι Έλληνας").__________________________________________________________________________________
[1] Σεφέρης Δοκιμές
[2] Camus Noces
[3] Αριστοτέλης Μετά τα Φυσικά
[4] Ελύτης Αναλογίες Φωτός
[5] Παρμενίδης
[6] Όμηρος
[7] Ηράκλειτος
[8] Σεφέρης Κίχλη
[9] Ελύτης Ανοιχτά Χαρτιά
[10] Ελύτης Αναλογίες Φωτός
[11] Πλάτων Πολιτεία
[12] Σεφέρης Κίχλη
[13] Ηράκλειτος
[14] Τ. Σινόπουλος Νεκρόδειπνος
[15] Σεφέρης Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄
[16] Ελύτης Φωτόδεντρο
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.