του Κωστή Μακρή
«Ήθελα να της πω ότι η ζωή μου ολόκληρη ήταν οι λίγοι μήνες που ήμασταν μαζί, η πρώτη φορά που της έπιασα το χέρι, η μπόρα στο Σούνιο, η πίτσα που φάγαμε μαζί στο σπίτι της κι όλες οι επιλογές που είχα κάνει για να είμαστε μαζί. Ήθελα να πω στον Λ. και στον Π. ότι τις είχα καταλάβει τελικά τις αρχαίες διχάλες. Αριστερά ή δεξιά, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, σαν τα κλαδιά των δέντρων, που όσο μεγαλώνει το δέντρο τόσο οι κλώνοι του διχάζονται και πληθαίνουν. Από τον αρχικό κορμό ξεπηδούν ένας, δυο ή περισσότεροι κλώνοι και μετά από τον κάθε κλώνο ξεφυτρώνει άλλος και μετά άλλος και δεν μπορείς να βγάλεις άκρη τι ήταν αυτό που τους έκανε να βλαστήσουν, να διακλαδίζονται, να πηγαίνουν προς τη μια ή την άλλη μεριά ή να μην υπάρξουν καν.»
(Κωστής Α. Μακρής. Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα)
Φτάνεις, μετά από χρόνια, να δεις από ψηλά τις διχάλες που έχεις προσπεράσει, και υψώνοντας μετά το βλέμμα επάνω, εκεί που ουρανός και φυλλωμένα κλαδιά φτιάχνουν άλλα χρώματα, σμίγοντας εκεί σ’ ένα έσχατο μικρό κλαδί που ίσως καθίσει ένα σπουργίτι, παρατηρείς τις επιλογές και του δέντρου και της ζωής σου.
Οδηγείς το βλέμμα πάλι κάτω, να μετρήσεις πόσες διχάλες έχει φτιάξει το δέντρο της ζωής σου, πόσες επιλογές μυστηριακές έχουν υπάρξει πριν από εκείνο το κλαράκι με τα φύλλα όπου για λίγο στέκεται το πουλί με όλη τη δύναμη των νυχιών του και την ανεπίγνωτη γνώση ότι κι αν ακόμα σπάσει το κλαρί ή κάποιος δυνατός άνεμος το συνταράξει απρόβλεπτα, τα φτερά του θα το οδηγήσουν μακριά, θα πετάξει ψηλά με τη δύναμη που έχει και τελικά δεν έχει και τόση σημασία σε ποια από τις διχάλες έχει επιλέξει να σταθεί.
Τα παιδιά όμως δεν έχουν φτερά.
Πάνω στο κλαρί τους στηρίζονται, αυτό των γονιών τους, έσχατα κλαδιά κι αυτά τα ίδια, γεννημένα από το δέντρο των γονιών τους, έχουν εμπιστοσύνη ―από ένστικτο ή κληροδοτημένα χαρακτηριστικά― σ’ αυτό το κλαρί και ποτέ δεν τους περνάει από το μυαλό η κακόβουλη πρόθεση του γονέα τους, που να κρύβει μίσος, αίμα, βία, διωγμό, πνιγμό και θάνατο.
Το ίδιο και μεις οι πιο μεγάλοι άνθρωποι, που όσο διακλαδώνονται οι επιλογές μας ―δικές μας ή άλλων; της τύχης, της μοίρας και του πεπρωμένου;― εμείς τελικά είμαστε που με στοιχειώδη εμπιστοσύνη στη ζωή τραβάμε τον δρόμο μας, όποιος κι αν είναι αυτός.
Όσο ακόμα, εν ζωή, διακλαδώνονται οι αποφάσεις μας και οι επιλογές μας μέσα στον χρόνο και στον χώρο που μας δόθηκε.
Εμείς τελικά χρεωνόμαστε και για τη μοίρα μας και για το πεπρωμένο μας και για τις επιλογές μας και για τις σχιζοειδείς εκφάνσεις της προσωπικότητάς μας και για τους διχασμούς μας.
Όσο κι αν παιδεύονται μέσα μας οι αρχαίοι ποιητές να μας δώσουν άλλοθι, φορτώνοντας στους θεούς, στην ανίκητη Ειμαρμένη και στις Μοίρες, την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο, τα αποτελέσματα των επιλογών μας.
Όσο κι αν οι γιατροί αναλαμβάνουν να μας απαλλάξουν από το βάρος της ολικής ευθύνης των πράξεών μας, που έχουν, όπως λένε, μέσα τους περισσότερη χημεία απ’ όσο η ―τάχα― «εκ θεού» ελεύθερη βούλησή μας ή κάποιοι «ηθικοί κανόνες» μπορούν να ελέγξουν, καθορίσουν ή και να χαλιναγωγήσουν.
Λες και είμαστε άμοιροι ευθυνών και το μυαλό που καμαρώνουμε πως έχουμε δεν είναι για τίποτ’ άλλο δοσμένο παρά μόνο για να μας βοηθάει σε μια επιβίωση που αν δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε ζωή ακέραιη δεν είναι αλλά μια ακόμα σειρά από διχάλες ημιαυτόνομες μέχρι την τελευταία απόληξη του δέντρου που είμαστε και που αυτή η τελευταία απόληξη μπορεί να είναι ένα τέλος, σκοπός ή αδικαίωτος θάνατος μετά από έναν βίο κακόσημο κι ασυνείδητο.
Δεν μας κάνουν απεριόριστη πίστωση οι θεοί, η τύχη και οι μοίρες κι ούτε μας χρωστάνε ευζωία.
Θύελλες μας στέλνουν μαζί με νηνεμίες, ανάκατα.
Ανέμους χαράς και αγάπης, τυφώνες δυστυχίας και ζωή και θάνατο αξεδιάλυτα.
Εμείς φταίμε; και η γελοία μας η έπαρση, η άγνοια, ο παραλογισμός μας;
Εμείς φταίμε; και η γελοία μας η έπαρση, η άγνοια, ο παραλογισμός μας;
Εμείς θα φταίμε αν μετά από χρόνια ζωής δεν έχουμε καταφέρει να ζήσουμε και να αγαπήσουμε πριν η τελευταία μας διχάλα βλαστήσει;
Εμείς φταίμε που δεν προστατέψαμε και τον εαυτό μας αλλά και ―κυρίως― τα παιδιά που μας εμπιστεύτηκε η τύχη, η μοίρα και το πεπρωμένο από εμάς τους ίδιους κι από τις ολέθριες επιλογές μας;
Που είτε σε μια στιγμή, είτε μετά από πάρα πολλές διχάλες, ανάλογα με τα χρόνια, θα φορτωθούν τις επιλογές μας;
Αν καταφέρουν να επιζήσουν απ’ αυτές.
Εμείς φταίμε που δεν πήραμε ομπρέλα παρά τις προειδοποιήσεις της μετεωρολογικής, εμείς για τα δελφίνια, εμείς για την κλιματική αλλαγή, εμείς για τους πολέμους, την πείνα και την απληστία του είδους μας;
Εμείς φταίμε για όλα; Για κάθε πόλεμο ή θάνατο παιδιού;
Κι αν όχι για όλα, για πόσα έχουμε ευθύνη;
Μήπως μόνο για τους λίγους, τους «πλησίον», που θα έπρεπε να νοιαζόμαστε και να αγαπάμε ως εαυτόν; Όσο θα έπρεπε να νοιαζόμαστε και για τον εαυτό μας και να τον προφυλάσσουμε με νύχια και με δόντια από τη δυστυχία του να βλάπτει αντί να ωφελεί;
Μήπως κάθε δέντρο, που κοιτάζουμε τα κλαδιά του, να μας λέει σε δέντρινη, φυσική κι άρρητη γλώσσα το αυτονόητο; «Κοίτα με! Παρατήρησέ με! Μελέτησέ με! Αγάπα με! Κάθε διχάλα μου και μια επιλογή! Σκέψου! Κρίνε! Αποφάσισε! Δεν είσαι δέντρο εσύ! Έχεις επιλογές! Και η πρώτη επιλογή και θαύμα τού είδους σου, είναι να κάνεις κλαδιά-παιδιά δίχως να τα πνίγεις.»
Δεν ξέρω…
Και νομίζω ότι ούτε η εξάχρονη Στέλλα, από τον πατέρα της πνιγμένη, θα μάθει ποτέ. Όπως ούτε κι ο ίδιος ο πατέρας της.
Οι αρχαίες διχάλες κρατάνε πολλά μυστικά.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.