ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ που με τσίμπησε μύγα τσετσέ (Άου! Ρε γαμώ το! Πονάνε αυτά τα καθίκια!), ήμουν σίγουρος ότι σε λίγες μέρες, αν όχι σε ώρες, θα άρχιζε να με παίρνει ο ύπνος, να ροχαλίζω πάνω στη δουλειά, να ονειρεύομαι πάνω στη βάρδια, να χασμουριέμαι σαν χεβιμεταλάς αποκλεισμένος στο Σολτ Λέικ Σίτι, άλλο ένα κοιμισμένο θύμα της τρομερής και φοβερής «αρρώστιας του ύπνου».
Στις δυο βδομάδες που έμεινα στη συνέχεια στο Σέλους, η τρυφερή μου σάρκα τρυπήθηκε και το εκλεκτό μου αίμα ρουφήχτηκε από σαράντα τουλάχιστον μύγες τσετσέ, χωρίς θλιβερές συνέπειες ως τώρα -αν και πρέπει να ομολογήσω ότι κακώς γράφω αυτή την αφήγηση, αρχίζει να με πιάνει μια πολύ πολύ μικρή νύστα. Αν με πάρει ο ύπνος στη μέση μιας πρότασης (μια εμπειρία κατά πάσα πιθανότητα όχι ασυνήθιστη για μερικούς αναγνώστες μου), θέλω να δηλώσω ότι δεν μετανιώνω. Το θανάσιμο νανούρισμα της μολυσμένης τσετσέ (της μύγας με το πιο ρομαντικό όνομα) είναι ίσως προτιμότερο από τον αναισθητικό βόμβο των κομπιούτερ, της οδικής κυκλοφορίας και της τηλεόρασης. Και η άγρια, καυτή ομορφιά του Σέλους αξίζει σχεδόν κάδε κίνδυνο.
* * *
ΤΟ ΣΕΛΟΥΣ είναι το μεγαλύτερο ακατοίκητο καταφύγιο ζώων στον κόσμο. Βρίσκεται στην κεντρική Τανζανία, τριακόσια χιλιόμετρα νότια του όρους Κιλιμάντζαρο -και δεν μιλάμε για εθνικό πάρκο όπου οι τουρίστες αράζουν σε καναπέδες μπαμπού πίνοντας τζιν και ακούγοντας BBC ενώ μέσα από την κλιματιζόμενη ασφάλεια πολυτελών καταλυμάτων παρακολουθούν ξεδιάντροπα τα λιοντάρια που ζευγαρώνουν. Στο Σέλους δεν μπορείς να πάρεις το λεωφορείο σαφάρι και να κατεβείς στη γωνία Ζέμπρα και Βατούσι. Για να δεις το Σέλους, περπατάς και κωπηλατείς. Και όταν ένας ενοχλημένος ιπποπόταμος ορμάει στη λαστιχένια σχεδία σου, κωπηλατείς πολύ γρήγορα.
Όταν ανακοίνωσα σε συγγενείς και φίλους ότι uα κάνω πεζοπορία και ράφτινγκ σε μια τεράστια έκταση στην Αφρική, δεν με ρώτησαν γιατί. Πρέπει να κατάλαβαν ότι αφού είχα περάσει τρία χρόνια σκυμμένος πάνω από το ανοιχτό καπό ενός μυθιστορήματος με τη μηχανή στο ρελαντί και την εξάτμιση να ρίχνει πιστολιές, γδέρνοντας τις κλειδώσεις μου σε κάθε παξιμάδι και γαλλικό κλειδί της λογοτεχνικής εργαλειοθήκης, είχα ανάγκη να εκτονώσω λίγο ατμό και από τη δική μου εξάτμιση. Και μπορεί επίσης να αισθάνθηκαν ότι μετά τις πρόσφατες συναλλαγές μου με εκδότες, ατζέντηδες, δικηγόρους, παραγωγούς και κριτικούς, ήμουν προετοιμασμένος για τη συντροφιά των κροκοδείλων.
Κανείς δεν ανησύχησε ιδιαίτερα επειδή δα πήγαινα να περπατήσω με τα ζώα, να μιλήσω με τα ζώα, να κράξω με τα ζώα. Σε τελική ανάλυση, κάποτε αρνήθηκα μια μπριζόλα μανάτου σ' ένα παράξενο εστιατόριο στην Κούβα, και φροντίζω σε όλη μου τη ζωή να μη βγαίνω ποτέ με γυναίκες που φορούν λεοπαρδαλέ καπέλα. Το κάρμα μου σε σχέση με τα ζώα είναι πολύ καλό.
Παρ' όλα αυτά, επειδή είχαν ακούσει τις ιστορίες τρόμου του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου για τη σχιστοσωμίαση και την ελονοσία, για όρχεις διογκωμένους από ελεφαντίαση σε σημείο που ο καημένος ο ιδιοκτήτης τους να είναι υποχρεωμένος να τους κουβαλάει με καροτσάκι και, ναι, για τη ναρκοληπτική κληρονομιά της μύγας τσετσέ, συγγενείς και φίλοι ανησυχούσαν απαξάπαντες για τις τροπικές αρρώστιες. Προφανώς, το εμφανές μας τρομάζει λιγότερο από το αόρατο. Σκεφτόμαστε ότι είναι πιο δύσκολο να ξεφύγεις από μια αρκούδα παρά από ένα μικρόβιο.
Ε, λοιπόν, παιδιά, μην ανησυχείτε. Πρώτον, ήμουν μπουκωμένος μέχρι τον οισοφάγο με αντιελονοσιακά φάρμακα και κατατρυπημένος από εμβόλια για τις πιο διαδεδομένες τροπικές παθήσεις (δυστυχώς, δεν υπάρχει [χασμουρητό] ορός που να καταπολεμά την «ασθένεια του ύπνου») και, δεύτερον, το ίδιο το γεγονός ότι το Σέλους δεν κατοικείται από ανθρώπους ή εξημερωμένα ζώα σημαίνει ότι σπάνια κολλάς αρρώστιες εκεί. Στο Σέλους, η τσετσέ τσιμπάει, αλλά δεν κοιμίζει. Όμως, εδώ είχα παραβλέψει ένα πράγμα. Το ίδιο το Σέλους είναι μια τροπική αρρώστια: πυρετική, ληθαργική, εξωτική, επώδυνη, ιδρωμένη, παραισθησιογόνα και, όπως διαπίστωσα αφού γύρισα πίσω, υποτροπιάζουσα.
Πάνω που νομίζω ότι την ξεπέρασα, ότι το μποτιλιάρισμα σε ώρα αιχμής, οι έλεγχοι της εφορίας και δυο επαναλήψεις του Αμαντέους έχουν ασκήσει την εκπολιτιστική τους θεραπεία, παθαίνω μιαν ακόμη κρίση της γρίπης του Σέλους. Εμφανίζεται μ' έναν υγρό ατμό, με μια δόνηση από μεμβράνες, με ουρλιαχτά και ποδοβολητά οπλών που κανείς άλλος στο δωμάτιο δεν ακούει και, ακόμη κι αν εκείνη τη στιγμή κάνω κάτι πολύ σημαντικό, όπως για παράδειγμα να διαλέγω ποια μάρκα συστήματος συναγερμού να εγκαταστήσω στη νεοπαραβιασμένη εξώπορτά μου, πάντα μου αποσπά την προσοχή με αναμνήσεις από ένα πιο γλυκό, πιο καθαρό, αν και λιγότερο άνετο μέρος -ένα μέρος όπου τα ρολόγια διαλύονται, όπου ακόμη και ο θάνατος είναι τίμιος, και όπου επικρατούν πρωτόγονες ισότητες....
* * *
ΕΙΝΑΙ η πρώτη μας μέρα στη ζούγκλα. Σε αυτό το σημείο είμαι παρθένος από την άποψη των τσετσέ. Από το λιμάνι του Νταρ ες Σαλαάμ ταξιδέψαμε στο εσωτερικό της χώρας μ' ένα τρενάκι που μοιάζει με παιχνίδι: μια ατμομηχανή, ένα βαγόνι και στενές ράγες, όλα κατασκευασμένα από τους Κινέζους.
Παρ' όλα αυτά, το φαγητό στο τρένο ήταν πολύ καλό. Το αγοράζαμε από τα παράθυρα σε σύντομες στάσεις που κάναμε σε χωριά. Υπήρχαν κάσιους, μάνγκο πραγματικά έργα τέχνης, και μπανάνες μεγέθους αντίχειρα που έλιωναν στο στόμα. Οι τιμές ήταν τόσο χαμηλές που νιώθαμε σαν ληστές.
Στο πεντάωρο σιδηροδρομικό μας ταξίδι γνωριστήκαμε με τους αρχηγούς μας, υπαλλήλους της Σόμπεκ Εξπεντίσιονς, μιας εταιρείας από σχετικά λογικούς κυνηγούς της περιπέτειας από το 'Ειντζελς Καμπ στην Καλιφόρνια. Οι άνθρωποι της Σόμπεκ είχαν κυνηγήσει συγκινήσεις σε ζούγκλες, βουνά και παγετώνες σε όλη την γη, αλλά έδειξαν την ίδια έξαψη μ' εμάς τους υπόλοιπους όταν, στα μισά του δρόμου, αρχίσαμε να βλέπουμε μερικά ζώα πού και πού: έναν μπαμπουίνο εδώ, ένα αγριογούρουνο εκεί, ένα μικρό μακρινό κοπάδι τραγέλαφους και στις λίμνες και τους βάλτους (που ήταν στολισμένοι με νούφαρα στο χρώμα των μαντιλιών του Όσκαρ Ουάιλντ) κιτρινόραμφους πελαργούς ψηλότερους από τους περισσότερους παίχτες των παιδικών ομάδων μπέιζμπολ, που στέκονταν ανάμεσα στα νούφαρα σαν να περίμεναν την μπάλα.
Ναι, ήταν συναρπαστικό, αλλά υπήρχε και μια ατμόσφαιρα τουριστικού πάρκου, λες και αυτά τα τυχαία πλάσματα είχαν τοποθετηθεί στο οπτικό μας πεδίο από κάποιον επιχειρηματία του Σαν Ντιέγκο, ξαφνικά όμως εμφανίστηκαν δυο καμηλοπαρδάλεις. Ο μηχανοδηγός πάτησε τη σφυρίχτρα σκόπιμα και οι καμηλοπαρδάλεις πανικοβλήθηκαν. Με τα άκαμπτα ξυλοπόδαρα να πηγαινοέρχονται και τους λαιμούς να ανεμίζουν σαν λαστιχάκια, όρμησαν τρομαγμένες προς το μέρος μας αντί ν' απομακρυνθούν, και μέσα στη σύγχυση και την τρομάρα τους κόντεψαν να πέσουν πάνω στο βαγόνι. Η μία, καθώς έστριβε, βρέθηκε τόσο κοντά μας, που θα μπορούσα να πετάξω ένα κάσιους στην πανικόβλητη μουσούδα της. Μα την Τσίτα, μα τον Ταρζάν και την Τζέιν! Ήμαστε στην Αφρική, μάγκα μου, κι αυτό που βλέπαμε ήταν το γνήσιο πράμα! Αλλά δεν ήταν ακόμη το Σέλους.
* * *
Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ μέρα στη σαβάνα μας βρίσκει όρθιους χαράματα.
Επειδή τα χαράματα τα έβλεπα πάντα από την άλλη μεριά του ρολογιού, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι το ξημέρωμα μπορεί να είναι ευχάριστο. Το ξύπνημα στις 5 το πρωί είναι σκληρό σαν τσίμπημα μύγας τσετσέ, αλλά μαλακώνει από τη 8έα μας ελεφαντοοικογένειας, μαμά, μπαμπάς, γιος και κόρη, που πολτοποιούν αδιάφορα ένα εκατομμύριο δροσοσταλίδες καθώς κατεβαίνουν βαρύγδουποι τη βαδιά πράσινη κοιλάδα για να πάνε στην πηγή να πιουν νερό.
Παρακολουθούμε τους ελέφαντες από τη ρουστίκ βεράντα του Σαφάρι Καμπ Στίγκλερς Γκορτζ, που είναι το τελευταίο φυλάκιο πολιτισμού που δα απολαύσουμε πριν μπούμε στο Σέλους. Είχαμε κοιμηθεί εκεί -ή μάλλον είχαμε προσπαθήσει να κοιμηθούμε, αλλά μας ξυπνούσε κατά διαστήματα μια ολονύκτια χορωδία από ύαινες. Αργά το προηγούμενο απόγευμα, το τρένο μας είχε αφήσει σ' ένα χωριό που λεγόταν Φούγκα, στο τέλος της γραμμής, όπου τρία Λαντ Ρόβερ παρέλαβαν την ομάδα μας -δεκαοχτώ άτομα, μαζί με τους οδηγούς- και μετά από μια δίωρη ταρακουνητική διαδρομή μέσα σε μια περιοχή που θύμιζε κάτι μεταξύ Αρμαγεδώνα και σεληνιακού τοπίου, φτάσαμε στο Στίγκλερς Γκορτζ, τη Χαράδρα Στίγκλερ. Μέχρι να βάλουμε τα πράγματά μας στην καλύβα του ο καθένας, είχε σκοτεινιάσει και ένα σκουριασμένο γκονγκ μας κάλεσε για δείπνο με πράσινα φασόλια και μπριζόλα.
Ο Ντέιβ, ένας βετεράνος οδηγός, σήκωσε μια μπουκιά από την μπριζόλα και την κοίταξε στο φως της λάμπας. «Ιμπάλα», είπε με κύρος, κοιτάζοντας το πιρούνι του. «Στην αρχή νόμισα ότι μπορεί να είναι ζιμπελίνα. Η Αφρική είναι μια περιπέτεια κρέατος».
Όπως και να 'χει το πράγμα, είναι το πρώτο μας πρωί στη σαβάνα, ένα απόσπασμα από την ομάδα μας κάνει πεζοπορία για τρεις ώρες από το συγκρότημα του Στίγκλερς Γκορτζ κάτω από έναν γαλάζιο ουρανό που έχει αρχίσει ήδη να σφυρίζει σαν οξυγονοκόλληση. Κάτω στην Τανζανία έχουν Ιούλιο τον Ιανουάριο, και αν του πέφτει λόγος του ήλιου, τα πυροτεχνήματα συνεχίζονται όλη μέρα κάθε μέρα.
Το χόρτο της σαβάνας είναι πράσινο αλλά ξερό και τρίζει όταν το πατάμε. Ο Τζνάνγκα, ο ντόπιος οδηγός μας, βαδίζει αθόρυβα πατώντας στα γυμνά σημεία ανάμεσα στις συστάδες του χόρτου, αλλά εμείς οι τσιμεντοπόδαροι Αμερικάνοι κάνουμε τρομερή φασαρία, σαν να χορεύουμε μπρέικνταντς μέσα σε σιλό με Ράις Κρίσπις. Τα αδέξια σνίκερ μας ισοπεδώνουν φρέσκα ίχνη τσίτας, γυαλιστερές σταγόνες κοπριάς από αντιλόπες γκνου, κρανία ιμπάλα ασπρισμένα σαν φρύδια σέρφερ, μικροσκοπικά αγριολούλουδα και ένα μεγα-Μανχάταν μυρμηγκιών.
Διάσπαρτα στον κάμπο υπάρχουν δέντρα που μοιάζουν με τεράστιες πέτρινες κανάτες. Δέντρα που μοιάζουν με οργανικά ντε-λικατέσεν στολισμένα με γιρλάντες από σαλάμια και πεπερόνι. Δέντρα που μοιάζουν να φυτρώνουν τα πάνω κάτω. Δέντρα που μοιάζουν με κομμώσεις του '50, με τα φυλλώματά τους βιολογικά κουρεμένα ίσια από πάνω όπως την εποχή του Σα-Να-Να. Και -με σαφή αριθμητική υπεροχή έναντι των άλλων- γυμνά δέντρα γεμάτα αγκάθια τόσο μακριά και μυτερά, που μπορούν να τρυπήσαν την καρδιά γραφειοκράτη...
Τα δέντρα, τα λουλούδια, ακόμη και οι ντάνες της κοπριάς των γκνου δέχονται επισκέψεις από πεταλούδες, μερικές μικροσκοπικές και κίτρινες σαν πέταλα νεραγκούλας, άλλες μεγάλες σαν ταψιά και με χρώματα σαν μετάξι της Σαγκάης. Υπάρχουν επίσης πάρα πολλές μέλισσες. Δεν είναι φονικές μέλισσες, αλλά δεν το έχουμε μάθει ακόμη αυτό, και καθώς η Φλο προσπαθεί να αποφύγει έναν από αυτούς τους ιπτάμενους βομβητές, πέφτει μαζί με τις κάμερες σ' ένα λαγούμι φακόχοιρων, αγριογούρουνων της Αφρικής.
Τα αγριογούρουνα δεν είναι φονικά επίσης, εκτός ίσως αν τα στριμώξεις, αλλά με τους καμπυλωτούς χαυλιόδοντες και τις «ράτσες που θυμίζουν σίδερο του σιδερώματος, μοιάζουν με εφιάλτες παραστρατημένου Εβραίου που μόλις έφαγε την πρώτη μπουκιά ζαμπόν. Το αγριογούρουνο της Αφρικής με την τρίχα από ατσαλόσυρμα, και όχι ο ροδαλός Πόρκι, δα έπρεπε να ανακοινώνει στο τέλος της εκπομπής, «Αυτό είναι όλο, παιδιά!» Ποιος δα τολμούσε να φέρει αντίρρηση; Σε μια άλλη πεζοπορία, μια βδομάδα αργότερα, εφτά από αυτά τα τρομερά αγριογούρουνα πετάχτηκαν ξαφνικά σαν σφαίρες από ένα βαδύ λαγούμι, μπροστά απ' όπου περνούσαμε αμέριμνοι εκείνη τη στιγμή, ρίχνοντας σχεδόν κάτω την ξαφνιασμένη Ιβόν και εμφυτεύοντας τον φόβο του μπέικον σ' εμάς τους υπόλοιπους. Εκείνη η μέρα ονομάστηκε Η Μέρα που η Γη Έφτυσε Αγριογούρουνα, και η Ιβόν τουλάχιστον θα αφιερώνει κατά πάσα πιθανότητα την 21 η Ιανουαρίου σε νηστεία και προσευχές για όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Εκείνη την πρώτη μας μέρα στη σαβάνα δεν υπάρχουν αγριογούρουνα και δεν μωλωπίζεται τίποτε εκτός από την αξιοπρέπεια της Φλο. Τη στιγμή που ξεσκονίζεται, ο Τζνάνγκα εντοπίζει ένα κοπάδι βουβάλια.
Είναι καμιά διακοσαριά από δαύτα, γύρω στους τρεις τόνους το καθένα (και δεν χρειαζόμαστε το κομπιουτεράκι του Ρόναλντ ΜακΝτόναλντ για να καταλάβουμε ότι έχουμε μπροστά μας πάρα, μα πάρα πολλά μπέργκερ ΜακΜπάφαλο). Ευτυχώς ο αέρας παρασέρνει την οσμή μας μακριά από το κοπάδι, και έτσι καταφέρνουμε να το πλησιάσουμε στα σαράντα μέτρα πριν μας αντιληφθούν.
Υπάρχει ένα μεγάλο πεσμένο δέντρο κοντά μας, και ο Τζ'νάνγκα μας οδηγεί ανάμεσα στα ξερά κλαδιά του. Παρακολουθούμε τα βουβάλια και τα βουβάλια παρακολουθούν εμάς. Δύσκολο να πεις ποιος είναι ο πιο νευρικός. Τα ώριμα αρσενικά μπαίνουν στην περίμετρο του κοπαδιού και μας αγριοκοιτάζουν μ' ένα σχεδόν απτό απειλητικό βλέμμα. Σκάβουν το χώμα με την οπλή τους και ξεφυσάνε κοφτές χεμινγουεϊκές φράσεις γεμάτες φοβέρα.
Ο Τζ'νάνγκα σκέφτεται ότι μπορεί να έκανε λάθος. Αυτοί οι βούβαλοι είναι πολύ ευέξαπτοι, με βαριές οπλές και κέρατα, από τα πιο επικίνδυνα ζώα της Αφρικής, κι αυτός πήγε και στρίμωξε μισή ντουζίνα αρχάριους λευκούς σ' ένα δέντρο δίπλα σ' ένα κοπάδι που θα μπορούσε να κάνει τον Κεντρικό Σταθμό της Νέας Υόρκης αμμοχάλικο. Οι βούβαλοι δεν έχουν διάθεση να υποχωρήσουν, κι εμείς φαίνεται να έχουμε χάσει αυτή την επιλογή.
Ο Τζιμ, ένας περιβαλλοντιστής καουμπόι δικηγόρος που είναι συνηθισμένος να κάνει φωτογραφικά σαφάρι με τα πρόβατα της Σιέρα, τραβάει πανευτυχής με τη βιντεοκάμερα, ενώ ο Τζ'νάνγκα ζυγίζει την κατάσταση. «ΧατάριΙ» ψιθυρίζω στο αφτί του Τζιμ. Υποψιάζομαι ότι έχει δει πιο πολλές ταινίες του Τζον Γουέιν και από μένα, αλλά αν θυμάται αυτή την ταινία του 1962 και αναγνωρίζει τη λέξη των σουαχίλι που σημαίνει «κίνδυνος», δεν δείχνει τίποτα. «Μεγάλο χατάρι» ψιθυρίζω πάλι. Αυτός συνεχίζει να τραβάει βίντεο.
Στο δέντρο μας κάνει αρκετή ζέστη, για να βράσεις σαλιγκάρια, και ακόμη και οι τολμηροί οδηγοί μας έχουν αρχίσει να έχουν οφθαλμαπάτες. Τι είναι αυτό εκεί αριστερά: μια συστάδα αγκαθό-δεντρα ή πισίνα του Κλαμπ Μεντιτερανέ; Μπορεί ο Τζ'νάνγκα να έχει ζαλιστεί κι αυτός από τη ζέστη. Αρχίζει να σφυρίζει διαπεραστικά με τα δάχτυλα, σαν να βλέπει γκόμενα με μπικίνι. Ο ήχος προκαλεί ημιάτακτη φυγή στους βούβαλους. Τρέχουν μ' έναν ήχο που θυμίζει μπουμπουνητά μέχρι ένα σημείο πέρα από τα φασματικά κοιτάσματα τανίνης ογδόντα μέτρα παρακάτω, όπου και σταματούν και επανέρχονται στη διπλωματία του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Τζ'νάνγκα εκμεταλλεύεται αμέσως αυτήν τη μερική υποχώρηση. Μας βγάζει στα γρήγορα από το δέντρο και καλύπτοντάς μας με το τουφέκι του, μας οδηγεί σ' έναν χαμηλό λόφο -από την άλλη πλευρά του οποίου, μερικά λεπτά αργότερα, μας επιτίθεται ένας ελέφαντας εφηβικής ηλικίας.
Η Αφρική είναι όντως, τόσο στο τραπέζι όσο και ανάμεσα στα γεύματα, μια περιπέτεια κρέατος.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ αρχίζει η πραγματική διασκέδαση. Με θολωμένο μάτι από τις αντιυπνικές συνέπειες της σερενάτας που εξαπολύουν πάλι οι ύαινες, ρίχνουμε τις σχεδίες μας στο νερό και μπαίνουμε κωπηλατώντας στο Σέλους. Τις επόμενες δυο βδομάδες δεν δα δούμε άλλους ανθρώπους, μόνο ζώα, πτηνά, ερπετά που δαγκώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους -και, φυσικά, τους θεούς του ποταμού.
Οι άνθρωποι της Σόμπεκ είναι απόλυτα εξοικειωμένοι με τους θεούς του ποταμού. Όποιος κάνει πολύ ράφτινγκ, αρχίζει να αναγνωρίζει τις αόρατες θεότητες που κυβερνούν κάδε συγκεκριμένο ποτάμι, ή μερικές φορές ακόμη και κάδε συγκεκριμένη ορμητική στενωπό σε κάδε ποτάμι. Το ίδιο το όνομα «Σόμπεκ» είναι δανεισμένο από το δεό κροκόδειλο του Νείλου. Και το διάλεξαν τόσο σαν φυλαχτό προστασίας όσο και σαν φόρο τιμής.
Τα ποτάμια είναι οι πραγματικές λεωφόροι της ζωής. Μεταφέρουν τα αρχαία δάκρυα εξαφανισμένων φυλών, προωδούν τους αφρούς που θα γονιμοποιήσουν τη χιλιετία. Είτε πλημμυρισμένα είτε σκυθρωπά κι ατάραχα, τα ποτάμια έχουν τεράστια δύναμη, και μόνο άνθρωποι εκσυγχρονισμένοι σε σημείο μωρίας θα πρέπει να εκπλήσσονται όταν τα ποτάμια εκδικούνται εκείνους που τα φράζουν και τα βεβηλώνουν. Οι θεοί των ποταμών, μερικοί λασπωμένοι, άλλοι διάφανοι, ταξιδεύουν σε αυτές τις λεωφόρους τραγουδώντας το ανεξάντλητο τραγούδι του κόσμου.
Σε ό,τι αφορά τα αφρισμένα νερά, ο Ρουφίτζι, ο ποταμός που αποστραγγίζει το Σέλους, είναι γατούλα. Αφού ελευθερωθεί από τους περιορισμούς της χαράδρας του Στίγκλερ, σιγοτραγουδά ένα ρεφρέν που μόλις ακούγεται. Όμως, αν και οι θεοί του Ρουφίτζι είναι μάλλον σιωπηλοί, γρήγορα θα μάθουμε ότι τα στόματά τους είναι διάπλατα ανοιχτά.
Στην πραγματικότητα, ο Ρουφίτζι είναι μέρος ενός ποτάμιου συστήματος. Καθώς πλησιάζει στον Ινδικό ωκεανό, χωρίζεται σε απανωτά κανάλια, σχηματίζοντας ένα πλέγμα από υδατόδρομους τόσο μπερδεμένο που κανένας εξερευνητής δεν έχει καταφέρει να το χαρτογραφήσει σε όλη του την έκταση. Σ' ένα σημείο εξαφανίζεται μέσα στους φοινικοβάλτους της λίμνης Ταγκαλάλα, για να ξαναβγεί όμως πάλι από την ανατολική πλευρά της σαν πολυκέφαλο ερπετό.
Μέσα στη Χαράδρα του Στίγκλερ, ο Ρουφίτζι μας δίνει μια ωραία γρήγορη διαδρομή, ανάλογη, για παράδειγμα, με τα νερά του Ρόουγκ, αν όχι του Κολοράντο. Μάλιστα, ένα στενό έχει τόσο ορμητικό ρεύμα που δεν τολμάμε να το διασχίσουμε με τις σχεδίες Άβον γεμάτες φορτίο. Έτσι, σε λιγότερο από μια ώρα αφότου ξεκινάμε στο ποτάμι, αναγκαζόμαστε να κάνουμε μια δύσκολη μεταφορά από ξηράς.
Μερικά μίλια πιο κάτω, ο Ρουφίτζι σηκώνει το πόδι του από το γκάζι και δεν ξανανοίγει ταχύτητα. Απλώς γίνεται όλο και πιο τεμπέλης και αργός μέχρι που δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου ρεύμα. Χωρίς την πολυτέλεια του ρεύματος, αναγκαζόμαστε να διασχίσουμε κωπηλατώντας όλη τη διαδρομή -εβδομήντα υγρά και ζεστά χιλιόμετρα- μέχρι το σημείο αποβίβασης. Επί πλέον, οι σχεδίες είναι τόσο φορτωμένες με εξοπλισμό (ανάμεσά τους και οι τέσσερις βιντεοκάμερες του Τζιμ) και εφόδια (ανάμεσά τους και τα κολλαριστά λευκά σύνολα του τένις και οι χρυσές αλυσίδες του Σικάγο Έντι), που χρειάζεται ένας μαραθώνιος μυοπροώθησης για να προχωρήσουν.
Κανείς από μας τους επιβάτες δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ολυμπιακός κωπηλάτης, έτσι οι οδηγοί μπορεί να υποχρεώνονταν να συνεισφέρουν παραπάνω από το δικό τους μερίδιο προσπάθειας αν δεν ήταν η φόρα που μας έδιναν οι ιπποπόταμοι. Όλος ο νωθρός λαβύρινθος του Ρουφίτζι είναι πνιγμένος από ιπποπόταμους, και για ένα ολόκληρο δεκαπενθήμερο αυτές οι λιπαρές τορπίλες θα κυριαρχούσαν στη ζωή μας.
Στον Ρουφίτζι υπάρχουν επίσης πολλοί κροκόδειλοι, ανοιχτοπράσινοι και αδηφάγοι, αλλά, όπως η CIA, ασχολούνται μόνο με μυστικές επιχειρήσεις. Καμουφλαρισμένοι και αθέατοι, είναι -οι αριστοτέχνες της ύπουλης επίθεσης. Η κακία τον ιπποποτάμων, από την άλλη μεριά, είναι υπέροχα κραυγαλέα.
Όπως φαίνεται, συχνά έχουμε λανθασμένες αντιλήψεις για το ποιοι είναι οι «καλοί» και οι «κακοί», και οι αντιλήψεις αυτές αφορούν όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα. Ο ρινόκερος, για παράδειγμα, έχει μια φήμη αντίστοιχη με εκείνη, λόγου χάριν, ενός Αγγέλου της Κολάσεως. «Κλείδωσε τα παιδιά, Ελίζαμπεθ! Μεγάλο χατάριI» Ο ιπποπόταμος, από την άλλη μεριά, επειδή ο Ντίσνεϊ τον έχει δείξει με δαντελωτή φουστίτσα μπαλαρίνας και χιλιάδες ζωγράφοι τον ζωγραφίζουν σε εορταστικές κάρτες μ' ένα γλυκό και χαριτωμένο χαμόγελο, θεωρείται ένα εύθυμο παχουλό παιδί.
Βασικά, όμως, ο ρινόκερος είναι ένα ήσυχο, ντροπαλό και ήπιο πλάσμα. Εντάξει, μπορεί να ορμήσει με μισή καρδιά σ' ένα Λαντ Ρόβερ, αλλά αυτό το κάνει επειδή έχει τόσο κακή όραση που νομίζει ότι το αυτοκίνητο είναι ένας άλλος ρινόκερος με τον οποίο θέλει ή να ζευγαρώσει ή να μονομαχήσει. Όπως και πολλοί μοτοσικλετιστές, ο ρινόκερος κοιτάει κυρίως πώς να περνά καλά. Ο ιπποπόταμος, από την άλλη μεριά, είναι χυδαίος, εχθρικός και επιθετικός. Ενοχλείται τρομερά όταν παραβιάζεται η περιοχή του και ορμάει με μανία σε όποιον έχει το δρόσος να κάνει κάτι τέτοιο. Κανένα ζώο δεν τα βάζει με ιπποπόταμο, ούτε τα λιοντάρια ούτε οι λεοπαρδάλεις ούτε οι πύθωνες ούτε οι κροκόδειλοι. Ο άσχημος ρινόκερος είναι θύμα κακής δημοσιότητας. Ο χερουβικός ιπποπόταμος σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους κάθε χρόνο από κάθε άλλο ζώο της Αφρικής.
Μια μέρα, όταν ανακαλύψαμε ίχνη ρινόκερων σ' έναν κάμπο μερικά χιλιόμετρα από τη λίμνη Ταγκαλάλα, οι οδηγοί μας κυριολεκτικά άρχισαν να χοροπηδούν από χαρά. Πίστευαν ότι όλοι οι ρινόκεροι είχαν χαθεί από το Σέλους, εξοντωμένοι από λαθροκυνηγούς που πουλάνε το κονιορτοποιημένο τους κέρατο σε επιχειρηματίες εξ Ανατολής με πεσμένη σεξουαλική ορμή. Και από την άλλη μεριά, περνάμε κωπηλατώντας δίπλα από εκατό ιπποπόταμους κάθε μέρα, και όλοι, χωρίς εξαίρεση, το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν προβλήματα.
Κάθε λίγο, οι οδηγοί μας φωνάζουν «Ιπποπόταμος δεξιά!» ή «Ιπποπόταμος αριστερά!». Αν κάποιο από αυτά τα ταχύτατα, περιέργως, ζώα αρχίσει να κινείται πολύ απειλητικά, ο οδηγός χτυπά το νερό με το κουπί του κάνοντας ένα σσσουάκ, που επειδή είναι άγνωστος ήχος, συχνά σταματά την επίδεση, τουλάχιστον προσωρινά. Στο μεταξύ, όλοι οι άλλοι μέσα στη σχεδία κωπηλατούμε πανικόβλητοι.
Όταν πιάνουμε στη στεριά για μεσημεριανό ή για να κατασκηνώσουμε για τη νύχτα, είμαστε εξουθενωμένοι. Αγκομαχάμε, τα χέρια μας πονούν, βράζουμε μέσα στον ίδιο μας τον ιδρώτα και μόλις βγούμε τρεκλίζοντας από τις σχεδίες, πάμε και σωριαζόμαστε κάτω στην κοντινότερη σκιά. Και τώρα είναι η ώρα του Μίλερ, θα νομίσετε ίσως. Λάθος. Ούτε μπίρα, ούτε πάγος. Το αναψυκτικό που μας σερβίρουν στον Ρουφίτζι είναι παντς: Κουλ-Έιντ με γεύση βατόμουρου φτιαγμένο με ποταμίσιο νερό αποστειρωμένο με ειδικό ιατρικό kit. Το νερό έχει θερμοκρασία είκοσι εφτά βαθμούς, είναι γεμάτο λάσπη, βρομάει ιώδιο και σίγουρα είναι ενισχυμένο με σάλια κορκοδείλων και κάτουρα ιπποπόταμων. Αλλά το πίνουμε σαν να είναι γαλλική σαμπάνια.
Οι ιπποπόταμοι βγάζουν έναν χαρακτηριστικό ήχο, κάτι σαν διασταυρωμένες κλίμακες σε φάλτσο φαγκότο και γέλιο τρελού ρωμαίου αυτοκράτορα. Όλη τη νύχτα ακούμε αυτόν το σαματά. Οι οδηγοί λένε ότι οι ιπποπόταμοι, επειδή τρώνε κυρίως τη νύχτα, διαμαρτύρονται επειδή στήσαμε τα αντίσκηνά μας στην τραπεζαρία τους. Προσωπικά νομίζω ότι μας κοροϊδεύουν επειδή κατεβάζουμε έτσι άπληστα εκείνο το παντς.
Το φαγητό μας είναι απίστευτα καλύτερο από τα αναψυκτικά. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, οι οδηγοί μας καταφέρνουν να φτιάξουν υπέροχο σπαγκέτι, τσοπ σούι και, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, κρέπες μπανάνα φλαμπέ. (Αν οι οδηγοί είχαν κάποια αμφιβολία ότι εμείς οι Αμερικανοί είμαστε τρελοί, τη χάνουν βλέποντας με μάτια διάπλατα από φρίκη τον Ντέιβ να βάζει φωτιά σε μια ποσότητα καλό ρούμι.) Είναι αλήθεια ότι προς το τέλος του ταξιδιού, καθώς μειώνονται τα τρόφιμα, μπορεί να φαντασιώνουμε εκείνες τις μικρές ταβέρνες όπου, με λίγο σκόρδο και λίγο κρασί, ένας Ιταλός μπορεί να κάνει ένα νεκρό ψάρι να τραγουδάει σαν αηδόνι. Αλλά δεν έχουμε έρδει στο Σέλους για να φάμε και να πιούμε.
Ακόμη κι αν υπήρχαν εστιατόρια στο Σέλους, η κουζίνα της ευρύτερης περιοχής της Τανζανίας περιέχει κυρίως ουγκάλι, μια μαλακή ζύμη που την κόβεις κομμάτια με τα δάχτυλα και τη βουτάς σε σάλτσα. Σάλτσα από ιμπάλα, σάλτσα από ζιμπελίνα, σάλτσα από ντικ-ντικ, σάλτσα από ιπτάμενους τερμίτες. Μια περιπέτεια κρέατος. Και μολονότι υπάρχουν στιγμές ασφυκτικής ζέστης όπου θα έδινα τα πάντα για ένα παγωμένο μπουκάλι Σαφάρι Λάγκερ, αυτή η μάρκα μπίρας, η μοναδική που υπάρχει στην Τανζανία, δεν είναι για χρυσό μετάλλιο.
Όχι, δεν ήρθαμε στο Σέλους για να φάμε και να πιούμε, ούτε για να δούμε αξιοθέατα και να ψωνίσουμε. Ήρθαμε για να ζητήσουμε ακρόαση από τους θεούς του ποταμού, να εμφανιστούμε ενώπιον τους και να δεχτούμε την τιμωρία τους ή τα δώρα τους. Ήρθαμε για να δοκιμάσουμε τον εαυτό μας ενάντια σε νεροδράκοντες με αφτιά σαν μασημένη τριχωτή τσίχλα και ορθάνοιχτα σαγόνια σαν χίλιες περιπτώσεις της «ασθένειας του ύπνου» ενωμένες σε μία. Ήρθαμε στο Σέλους για να κάνουμε αγώνα δρόμου με τους ιπποπόταμους και να τους νικήσουμε.
Σας είπα ότι είμαστε εξουθενωμένοι μόλις τελειώνει η πρωινή και η απογευματινή κωπηλασία; Είναι αλήθεια, είμαστε κουρασμένοι, αλλά είμαστε επίσης αναζωογονημένοι. Νιώθουμε τέτοια αγαλλίαση, που τα κόκαλά μας τραγουδάνε μέσα στις εξαντλημένες αρθρώσεις τους και, παρόλο που αρκετές φορές τη γλιτώσαμε παρά τρίχα, σε λίγο ντυνόμαστε με ανυπομονησία για να προστατευτούμε από το φονικό ήλιο και βγαίνουμε πάλι στο ποτάμι.
Επειδή οι κροκόδειλοι έχουν κακές συνήθειες, είμαστε αναγκασμένοι να πλενόμαστε στη στεριά, να κάνουμε ντους με κουβάδες λασπόνερο βγαλμένο προσεχτικά από το ποτάμι. Ο Σικάγο Έντι μπορεί να γκρινιάζει ότι θα προτιμούσε να μουλιάζει στη μαρμάρινη μπανιέρα κάποιου πολυτελούς ξενοδοχείου, αλλά κανείς δεν τον πιστεύει. Το πάνθεον του Ρουφίτζι, γεμάτο φτερά και δυνατά δόντια, έχει ενεργοποιήσει έναν αρχαίο μηχανισμό στα κύτταρα του Έντι, και όπως κι εμείς οι υπόλοιποι δεκαεφτά, εκπέμπει μυστικά σήματα έκστασης -Ράδιο Εδέμ- καθώς, με τις χρυσές αλυσίδες του να ταλαντεύονται, διεισδύει όλο και πιο βαθιά στο Σέλους.
* * *
ΙΣΩΣ θα βοηθούσε αν μπορούσα να σας πω ότι το Σέλους έχει το μέγεθος του Ρόουντ Άιλαντ μ' ένα κομμάτι του Κονέκτικατ μαζί. Δυστυχώς, δεν έχω στη διάθεσή μου τέτοια στοιχεία. Είχα έναν τουριστικό οδηγό της Ανατολικής Αφρικής που περιείχε αυτές τις πληροφορίες, αλλά τον δάνεισα σε μια συνταξιδιώτισσα κι αυτή δεν μου τον επέστρεψε ποτέ. Υπαινίσσεται πως όταν μειώθηκαν τα τρόφιμα, τον έβρασε για πρωινό. Και μετά μιλάμε για περιπέτεια κρέατος. Η ίδια αυτή γυναίκα ισχυρίζεται ότι την προσέχει το φάντασμα της προσφάτως εκλιπούσης σκυλίτσας της, της Τζουλιέτ, και ότι αυτό το φαντασιακό κανίς και όχι οι οδηγοί και οι θεοί, μας δείχνει με ασφάλεια το δρόμο ανάμεσα στους ιπποπόταμους. Τέτοια γυναίκα είναι η Κίτι, κι εγώ προσωπικά χαίρομαι που την έχουμε μαζί μας.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το Σέλους έχει μεγάλη έκταση, η πυκνότητά του σε πανίδα είναι εκπληκτική, και αν η καρδιά του (μια καρδιά φωτεινή, για να διαφωνήσω με τον Κόνραντ) δέχεται εισβολές και από άλλους εκτός από μερικούς σκόρπιους λαθροκυνηγούς, τις ετήσιες αποστολές της Σόμπεκ, και καμιά σπάνια κυβερνητική ομάδα επιθεωρητών, οι αποδείξεις τέτοιων εισβολών λείπουν. Συναντούμε παράξενα έντομα εδώ, ανάμεσά τους και μια μινιατούρα ιπτάμενου φρουρίου επιστημονικής φαντασίας, γυαλιστερού και μαύρου σαν τη μάσκαρα του Νταρθ Βέιντερ, με κεραίες μακριές, χοντρές και κίτρινες σε απόχρωση σχολικού λεωφορείου.
Το Σέλους είναι σαβάνα: σαβάνα με κοντά, μεσαία και ψηλά χόρτα. Μερικοί από τους κάμπους μοιάζουν σχεδόν μανικιουρισμέ-νοι -με τόση ακρίβεια έχουν κοπεί τα χόρτα από τα κοπάδια που βοσκούν εκεί. Οι πράσινοι λόφοι κυλούν σαν κύματα στο βάθος, όπου και παίρνουν αργά-αργά ένα μοβ χρώμα. Από την Ταγκαλάλα ως τη θάλασσα οι διάφορες όχθες του ποταμού στολίζονται από αριστοκρατικά φοινικόδεντρα. Μερικές φορές συναντούμε ταρ-ζανόμορφα ξέφωτα με πλήρη εξοπλισμό, πισίνα και αναρριχητικά.
Ο Τζόνι Βαϊσμίλερ, ο υπέρτατος Ταρζάν του κινηματογράφου, ήταν ο ψηλότερος ήρωας των παιδικών μου χρόνων, και στη διάρκεια της ζωής μου έχω παρακινηθεί περισσότερες φορές από όσες θα ήταν κοινωνικά αποδεκτό να μιμηθώ τη φημισμένη κραυγή του. Για μερικούς, η τυρολέζικη κραυγή του Ταρζάν είναι σαχλή, αδερφίστικη, παιδιάστικη και χυδαία. Για μένα είναι πιο συνταρακτική και από την πιο γενναία πολεμική ιαχή, πιο υπέροχη και από την πιο επιβλητική οπερετική άρια και πιο βαθιά από την πιο επιδέξια ρητορεία. Η κραυγή του Ταρζάν είναι η απόλυτη έκφραση αγαλλίασης του αθώου ανθρώπου, του ελεύθερου ανθρώπου. Οι τρίλιες της διαπερνούν το σύνορο ανάμεσα στον άνδρωπο και το ζώο, εκφράζοντας με τις ακραίες εξάρσεις και τους κυματισμούς τους όλη την ασυγκράτητη και ιερή χαρά της υπέρτατης ζωντάνιας.
Δυστυχώς στο παρελθόν συνήθως εκτόξευα τις ταρζανοκραυγές μου στα αναίσθητα αφτιά των κομάντος των σαλονιών, και η προσοχή που τραβούσαν ήταν πάντα ανεπιθύμητη. Εδώ, τουλάχιστον, στα ξέφωτα του Σέλους, η κραυγή εξαπολύεται μέσα στο περιβάλλον που της αρμόζει. Αισθάνομαι εκείνο το παλιό αρχέγονο ρίγος που ένιωδα βλέποντας τον Βαϊσμίλερ στην απογευματινή παράσταση του Σαββάτου καθώς η κραυγή βγαίνει κυματιστή από το λαιμό μου για να ενωθεί μέσα στο σούρουπο του Σέλους με τον τσιγαρόβηχα ενός μακρινού κοπαδιού λιονταριών, τα ανατριχιαστικά ερωτικά μουρμουρητά των νυχτερίδων που ξυπνούν εκείνη την ώρα σ' ένα δέντρο και τον ασταμάτητο, πανταχού παρόντα σφυγμό του σώματος της Αφρικής, τη διαπεραστική κραυγή της σμαραγδολάρυγγης φάσσας.
Η τελευταία μας μέρα στο Σέλους μοιάζει με τις άλλες: ξυπνάμε τα χαράματα για πεζοπορία στη σαβάνα, μετά πρωινό, μαζεύουμε την κατασκήνωση, δυο ώρες στο ποτάμι, μεσημεριανό, ξεκούραση, άλλες δυο ώρες να παίζουμε τα συγκρουόμενα με τους ιπποπόταμους, στήνουμε την κατασκήνωση, άλλη μια πεζοπορία πριν σκοτεινιάσει, βραδινό, ύπνος. Στο τέλος μιας τέτοιας μέρας, δεν χρειάζεσαι ένεση τσετσέ για να κοιμηθείς. Αυτή την τελευταία βραδιά όμως, πολλοί από μας μένουμε ξύπνιοι και αφουγκραζόμαστε, προσέχοντας κάθε νότα της ενενήνταμελούς ορχήστρας της αφρικανικής νύχτας. Είναι σαν να τρέμουμε το πρωί και την επιστροφή μας σε αυτό που εμείς οι σύγχρονοι δέλουμε να ονομάζουμε «πολιτισμό».
Θα έβαζα στοίχημα ότι ο Σικάγο Έντι, ξαπλωμένος ανάμεσα στα κατεστραμμένα σύνολα του τένις στο διπλανό αντίσκηνο, θυμάται τις ιμπάλα που είδαμε εκείνο το σούρουπο να διασχίζουν μια στενή ράχη η μία πίσω από την άλλη, στημένες για να τις μετρήσουμε όπως τα παιδιά στις σιδηροδρομικές διασταυρώσεις μετράνε μερικές φορές βαγόνια. Παρεμπιπτόντως, ήταν ακριβώς εξήντα πέντε, με το περίγραμμά τους να διαγράφεται μπροστά στο φόντο του ήλιου που βασίλευε.
Και υποψιάζομαι ότι η Κάθι, μια πολυμαθέστατη κυρία με μια βιβλιοθήκη από εγχειρίδια για άγρια ζώα στο σακίδιο της, αναλογίζεται ακόμη το άδειο βλέμμα που ηλικιωμένου οδηγού μας, του Μσενγκάλα, όταν τον ρώτησε αν η σπάνια αλκέλαφος που είχαμε δει ήταν η αλκέλαφος του Λιχτενστάιν ή κάποια από τις άλλες ποικιλίες. Από τότε, ο Μσενγκάλα λυνόταν στα γέλια κάθε φορά που ο Τζιμ κι εγώ ρωτούσαμε αν μια αντιλόπη ήταν η αλκέλαφος του Ράουσενμπεργκ ή ο τραγέλαφος του Ρόζενκουιστ ή η κόμπους του Βέσελμαν ή η γαϊδουρέλαφος του Κάτσκιλ ή οι παραλλαγές του Γκόλντμπεργκ. Ο Μσενγκάλα δεν μιλούσε ούτε δέκα λέξεις αγγλικά, αλλά το έπιανε το αστείο.
Στις δικές μου σκέψεις πάντως είναι σίγουρα ο Μ'σενγκάλα, με το μεταδοτικό του γέλιο. Θυμάμαι πόσο σοκαρίστηκε όταν ο Κερτ του πέρασε τα ακουστικά Σόνι Γουόκμαν στα αφτιά κι άνοιξε τη μουσική, Huey Lewis and the News, και πόσο γρήγορα άρχισε να χαμογελάει πλατιά και μετά να χορεύει, σαν να μην μπορούσε να σταματήσει το σώμα του. Ο Μσενγκάλα χορεύει, όπως χορεύει και το Σέλους, με τους περίεργους αλλά φυσικούς ρυθμούς της ζωής.
Και του θανάτου. Γιατί αν υπάρχει άφθονη ζωή στο Σέλους, υπάρχει επίσης και άφθονος θάνατος. Είχαμε δει μια αγέλη αγριόσκυλα να ακρωτηριάζουν και να καταβροχθίζουν μια ιμπάλα· ένα φουσκωμένο πτώμα ιπποπόταμου να ξεσκίζεται από είκοσι κροκόδειλους· τα υπολείμματα ενός γκνου που το είχε φάει κάποιο αιλουροειδές, με μαύρα σύννεφα από μύγες να βουίζουν σαν παπα-ράτσι γύρω από την ακαριαία δημοσιότητα του αίματος. Ακούγαμε τις μύγες από τριάντα μέτρα μακριά.
Ναι, υπάρχουν συνεχή δράματα θανάτου στο Σέλους, αλλά αν εξαιρέσεις τη μικρή ποσότητα που εισάγουν οι λαθροκυνηγοί, δεν υπάρχει περιττή βία, δεν υπάρχει απληστία, δεν υπάρχει σκληρότητα. Ούτε υπάρχει πολιτική, θρησκεία, μόδες, φιλοδοξίες, υπερβολές ή πωλητές. Ίσως αυτή η αγνότητα του Σέλους είναι που μας κάνει να μη θέλουμε να φύγουμε.
Επί δυο βδομάδες ταξιδεύαμε στο βασίλειο του αιώνιου. Εκεί αποδράς από τη φυλακή του παρελθόντος και αδιαφορείς για την υπόσχεση του μέλλοντος. Δεν υπάρχει άλλο μέρος. Το Σέλους είναι εδώ. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Το Σέλους είναι τώρα.
Και καθώς είμαστε ξαπλωμένοι μέσα στα αντίσκηνά μας, πάνω στο χλοερό κάμπο της αιωνιότητας, πρέπει όλοι μας ανεξαιρέτως να σκεφτόμαστε ότι όλος ο κόσμος θα 'πρεπε να είναι σαν το Σέλους και πως όλα τ' άλλα είναι ένα λάθος.
Παρ' όλα αυτά, επιστρέφουμε στο μοκεταρισμένο σπίτι και στο ηλεκτρονικό τζάκι, και πρέπει να σας πω, παιδιά, ότι τώρα που γύρισα είμαι έτοιμος για έναν υπνάκο. Αν αποδειχθεί ότι κάποια μύγα τσετσέ νάρκωσε όντως τα ζωτικά υγρά μου, τότε, ω θεοί των ποταμών, χαρίστε μου μια γλυκιά πτώση στον ύπνο του Σέλους. Το φωτεινό ύπνο της Αφρικής. Τον ύπνο του Κιλιμάντζαρο.
***
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ - Esquire, 1985
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.