7.6. Ο ρόλος της ψυχής και του έρωτα
Στον διχασμένο πλατωνικό κόσμο ο άνθρωπος προσπαθεί να ισορροπήσει. Κατά βάση έλκεται από τον κόσμο των αισθήσεων, είναι κι αυτός ευμετάβλητος, παρορμητικός, ατελής. Υπάρχει όμως και ένα αντίθετο στοιχείο μέσα του, κάτι το σταθερό και αιώνιο, που συγγενεύει με τον κόσμο των Ιδεών. Ο άνθρωπος λοιπόν παλινδρομεί ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Στον Φαίδωνα, που είναι αφιερωμένος στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, ο Πλάτων δείχνει να υιοθετεί το πυθαγόρειο και ορφικό δόγμα της μετεμψύχωσης. Ο άνθρωπος αποτελεί ένωση ενός θνητού σώματος και μιας αθάνατης ψυχής, βιώνει δηλαδή τον ίδιο διχασμό με τον κόσμο. Το σώμα του είναι ολοκληρωτικά παραδομένο στη διαρκή μεταβολή, ενώ η ψυχή του, που είναι ασώματη και αιώνια, είναι από την ίδια τη φύση της συγγενής με τις Ιδέες. Ο Σωκράτης παρουσιάζεται απόλυτα ήρεμος και εξοικειωμένος με την προοπτική του θανάτου του, γιατί για τον φιλόσοφο ο θάνατος δεν είναι συμφορά αλλά απελευθέρωση της ψυχής από τη φυλακή του σώματος. Η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου» (Φαίδων 67d). Με την αποδέσμευσή της από το σώμα, η ψυχή απαλλάσσεται από ένα δυσβάστακτο βάρος και μπορεί πλέον να αφιερωθεί απερίσπαστη στη θέαση των Ιδεών.
Η ανθρώπινη ψυχή έχει λοιπόν τη δυνατότητα να έρθει σε άμεση επαφή με τις Ιδέες. Η γνώση των Ιδεών είναι ευκολότερη όταν η αθάνατη ψυχή είναι απαλλαγμένη από το σώμα, μπορεί όμως να επιτευχθεί και κατά τη διάρκεια της επίγειας διαδρομής της, αν η ψυχή καταφέρει να επιβάλει τον δικό της νόμο στο σώμα και να αποφύγει τους περισπασμούς του. Τότε η ψυχή παραμερίζει τα δεδομένα των αισθήσεων και, χρησιμοποιώντας μόνο τη νόηση, διατυπώνει έγκυρες κρίσεις για τα υπάρχοντα πράγματα. Αυτή η έγκυρη γνώση που στηρίζεται στις Ιδέες είναι, κατά τον Πλάτωνα, μια μορφή «ανάμνησης». Η ενσαρκωμένη ψυχή ξαναφέρνει στη μνήμη της την άμεση θέαση των Ιδεών, που βίωσε όταν ήταν απαλλαγμένη από το σώμα. Η μοναδική αυτή εμπειρία έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στην ψυχή, συσκοτίστηκε όμως, και κατά κάποιο τρόπο «ξεχάστηκε», όταν η ψυχή επανενώθηκε με ένα θνητό σώμα. Η φιλοσοφική μύηση είναι επομένως μια διαδικασία βαθμιαίας ανάμνησης των λησμονημένων γνώσεων της ψυχής.
Είναι όμως δυνατόν ένας μεγάλος φιλόσοφος, όπως ο Πλάτων, να πιστεύει πραγματικά ότι η αληθινή γνώση είναι ανάμνηση; Ή μήπως έχουμε κι εδώ εφαρμογή της προσφιλούς τακτικής του Πλάτωνα να προσφεύγει στην αλληγορική γλώσσα του μύθου, όταν πρόκειται να θίξει δύσκολα προβλήματα; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι ποτέ εύκολη. Αν ισχύει πάντως η δεύτερη εκδοχή, τότε αυτό που θέλει να πει ο Πλάτων είναι ότι το ανθρώπινο είδος έχει έμφυτη τη δυνατότητα διανοητικής γνώσης. Εφόσον η γνώση δεν προέρχεται από τις αισθήσεις, πρέπει να προέρχεται από κάπου αλλού. Επομένως, ο άνθρωπος πρέπει να διαθέτει εξαρχής, έστω εν υπνώσει, την ικανότητα να διατυπώνει σωστές κρίσεις. Η πλατωνική ανάμνηση αντιστοιχεί σε αυτό που, πολύ αργότερα, οι φιλόσοφοι της Δύσης θα ονομάσουν a priori γνώση.
Στην Πολιτεία ο Πλάτων θα προχωρήσει σε μια νέα διάκριση. Πιο σημαντική από την αντίθεση σώματος και ψυχής είναι η αντίθεση ανάμεσα στα μέρη της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής. Η ψυχή είναι μια πολύπλοκη ενότητα, που διαθέτει διαφορετικά μέρη και διαφορετικές παρορμήσεις. Ο Πλάτων συνειδητοποιεί ότι, ενώ όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ψυχή, έχουν δηλαδή συναισθήματα, αισθητηριακές παραστάσεις και στοιχειώδη τουλάχιστον δυνατότητα κρίσης, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν τελικά να αφιερωθούν στον δρόμο της νόησης. Άρα ο αγώνας δεν διεξάγεται ουσιαστικά ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, αλλά ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις της ίδιας της ψυχής.
Η ψυχή λοιπόν διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο και κατώτερο ονομάζεται «επιθυμητικό» και είναι η έδρα των ηδονών και των πάσης φύσεως επιθυμιών. Το δεύτερο ονομάζεται «θυμοειδές» και είναι έδρα του πάθους. Και το τρίτο είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής μας, το «λογιστικό», που στεγάζει το λογικό και την ορθή κρίση. Τα τρία μέρη της ψυχής βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη, με κυρίαρχη την αντίθεση φρόνησης και ηδονής, «λογιστικού» και «επιθυμητικού». Η σωστή ζωή και η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από την εναρμόνιση των μερών της ψυχής, που επιτυγχάνεται με την ηγεμονία του λογιστικού στα κατώτερα μέρη της ψυχής. Τότε ο άνθρωπος είναι σε θέση να ελέγχει τις επιθυμίες του, με εγκράτεια και σωφροσύνη, να μετασχηματίζει το πάθος του σε ανδρεία και να κατευθύνει τον λογισμό του στη γνώση και στη σοφία. Τρεις βασικές αρετές, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η σοφία, αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής, και χαρακτηρίζουν τον ενάρετο βίο. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και μια τέταρτη, η δικαιοσύνη, που αντιστοιχεί στην ισορροπία του συνόλου. Δίκαιος άνθρωπος είναι αυτός που έχει καταφέρει να εναρμονίσει τα τρία μέρη της ψυχής του, όπως δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στις βασικές ομάδες των πολιτών της.
Ο δίκαιος άνθρωπος έχει επιβληθεί στις επιθυμίες του, έχει κατευνάσει τα πάθη του και, με αυτό τον τρόπο, έχει ανοίξει τον δρόμο για την επικοινωνία του αθάνατου μέρους της ψυχής του με τις Ιδέες. Στη δύσκολη αυτή διαδρομή θα αναζητήσει, όπως είδαμε, τη βοήθεια ενός φωτισμένου δασκάλου, μιας σχολής φιλοσοφίας, μιας οργανωμένης πολιτείας. Θα αντλήσει όμως δύναμη και από έναν ανέλπιστο εσωτερικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον έρωτα, την πιο ισχυρή και πιο πολύπλοκη από όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες. Η ερωτική έλξη ξεκινά ως άλογο πάθος, έχει όμως τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Ιδέες. Για τον Πλάτωνα ο έρωτας έχει κάτι το φιλοσοφικό, γιατί όπως ο φιλόσοφος βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και στην άγνοια έτσι και ο έρωτας, που είναι εξ ορισμού ανικανοποίητος, είναι ένας δαίμων που παλινδρομεί ανάμεσα στην έλλειψη και στην πλήρωση, στην ασχήμια και στην ωραιότητα, στη θνητότητα και στην αθανασία: «Η σοφία ανήκει στα ωραιότερα πράγματα, ο Έρωτας είναι έρωτας προς το ωραίο, άρα κατ᾽ ανάγκην ο Έρωτας είναι φιλόσοφος. Και ως φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια» (Συμπόσιον 204b). ΣτοΣυμπόσιο, τον ωραιότερό του ίσως διάλογο, ο Πλάτων σκιαγραφεί μια κλίμακα ερωτικής ανάβασης που διαδοχικά καλύπτει την έλξη προς τα ωραία σώματα, την έλξη προς τις ωραίες ψυχές, την έλξη προς τις ωραίες δημιουργίες και μαθήσεις, για να καταλήξει στην αποκάλυψη ότι το πραγματικό κίνητρο του έρωτα είναι η ταύτισή του με το ιδεατό Ωραίο, με την Ιδέα του ωραιότητας.
Όποιος λοιπόν διαπαιδαγωγηθεί σωστά στην ερωτική τέχνη και μάθει να βλέπει σωστά τη μία μετά την άλλη τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν φτάσει στο τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θα αντικρίσει ξαφνικά ένα κάλλος αξιοθαύμαστο – εκείνο ακριβώς το κάλλος χάριν του οποίου καταβλήθηκαν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες. […] Αυτό το Ωραίο είναι κάτι αυθύπαρκτο, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο· όλα τα άλλα ωραία πράγματα μετέχουν σ᾽ αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ εκείνα γεννιούνται και πεθαίνουν, αυτό ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται ούτε υφίσταται την παραμικρή αλλαγή.Πλάτων, Συμπόσιο 210e-211b
Η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο, που εκδηλώνεται με την έλξη του προς κάθε ωραία αισθητή μορφή, πράξη ή πραγμάτωση, ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Ο Πλάτων παραδέχεται ότι στον κόσμο που ζούμε «είναι δυσθεώρητες η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και όσα άλλα είναι πολύτιμα για τις ψυχές». Από τις πλατωνικές Ιδέες, «μόνο το κάλλος είχε τη μοίρα να είναι κάτι κατάφωτο και αξιαγάπητο» (Φαίδρος 250b-d), και σε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει η θεϊκή μανία του έρωτα.
7.7. Πώς ο Πλάτων έφτασε στις Ιδέες;
Οι πλατωνικές Ιδέες έχουν κάτι που μας ξενίζει. Βρίσκονται έξω από τον υπαρκτό κόσμο, αποτελώντας ένα αυτόνομο αιώνιο βασίλειο, το οποίο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το χάος και την ανορθολογικότητα που επικρατούν στην πραγματικότητα των ανθρώπων. Και την ίδια στιγμή, καλούνται να προσφέρουν λύσεις σε όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες, βάσει των οποίων κρίνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά. Θεμελιώνουν ένα κράτος δικαίου. Δίνουν το μέτρο της αλήθειας στις κρίσεις των ανθρώπων. Ενοποιούν τις ανθρώπινες επιστήμες και τις τέχνες.
Είναι φανερό ότι ο Πλάτων είναι ιδιαίτερα οξυδερκής μελετητής της ανθρώπινης κατάστασης και δείχνει πρωταρχικό ενδιαφέρον για την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων των ανθρώπων. Γι᾽ αυτό γοητεύεται τόσο πολύ από την προσωπικότητα του Σωκράτη. Ο Σωκράτης όμως είχε το χάρισμα να υποδεικνύει λύσεις με την ίδια του τη ζωή, είχε καταφέρει να μετατρέψει τη ζωή του σε φιλοσοφία. Μια τέτοια περίπτωση είναι μοναδική – δεν γενικεύεται ούτε μπορεί να διδαχθεί. Η επιμονή του Σωκράτη ότι ο ίδιος δεν κατείχε καμία σταθερή γνώση, έκανε δυσδιάκριτη τη διαφορά της αληθινής φιλοσοφίας από τη σοφιστική.
Με τη σύλληψη των Ιδεών ο Πλάτων προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που είχαν απασχολήσει και τον Σωκράτη. Πώς διακρίνεται ο δίκαιος άνθρωπος από τον άδικο, η δίκαιη από την άδικη απόφαση της πόλης; Η απάντηση των σοφιστών ήταν ότι δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης, οπότε αυτό που μετράει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας, το συμφέρον των ισχυρών ή, στην καλύτερη περίπτωση, η πειστικότητα των επιχειρημάτων των εμπλεκομένων. Ο Σωκράτης απέρριπτε αυτές τις απαντήσεις, επισήμαινε την ανάγκη να δοθεί ένας ορισμός της δικαιοσύνης, αλλά το μόνο που προσέφερε ήταν το παράδειγμα της δικής του δίκαιης συμπεριφοράς. Ο Πλάτων αντιθέτως εκτιμά ότι η μόνη δυνατή απάντηση στους σοφιστές είναι ο προσδιορισμός ενός απόλυτου κριτηρίου δικαιοσύνης. Το κριτήριο αυτό το προσφέρει η Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία, ακριβώς επειδή βρίσκεται έξω από τον κόσμο της μεταβολής, δεν εξαρτάται ούτε από τις εκάστοτε πλειοψηφίες ούτε από τους εκάστοτε ισχυρούς.
Οι πλατωνικές λοιπόν Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών. Γι᾽ αυτό και οι κατεξοχήν Ιδέες είναι ηθικές αξίες: η Δικαιοσύνη, η Ανδρεία, η Ευσέβεια, η Σωφροσύνη και, πάνω απ᾽ όλες, το Αγαθό, η Ιδέα δηλαδή που συνοψίζει το γένος των αρετών. Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστικής. Με την απόφασή του αυτή απομακρύνεται από τον δάσκαλό του, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, ουδέποτε πρότεινε έναν τέτοιο διχασμό.
Όταν ο Σωκράτης στράφηκε στα ηθικά ζητήματα αδιαφορώντας για την όλη φύση, και αναζήτησε εκεί το καθολικό αναδεικνύοντας πρώτος τη σημασία των ορισμών, ο Πλάτων τον ακολούθησε, θεώρησε όμως ότι αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να έχει αντικείμενο τα αισθητά αλλά κάποιες άλλες οντότητες. Ο λόγος ήταν ότι είναι αδύνατο να υπάρξει ενιαίος ορισμός ενός αισθητού, καθώς τα αισθητά συνεχώς μεταβάλλονται. Ο Πλάτων λοιπόν ονόμασε αυτές τις οντότητες «ιδέες» και υποστήριξε ότι τα αισθητά υπάρχουν ξεχωριστά από αυτές, παίρνουν όμως όλα το όνομά τους από τη σχέση τους με αυτές.
Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά Α6, 987b1-9
Οι «απόκοσμες» Ιδέες προτάθηκαν επομένως για να λύσουν προβλήματα αυτού εδώ του κόσμου: προβλήματα οριοθέτησης της φιλοσοφίας, αλλά και προβλήματα ευθέως πολιτικά. Το ερώτημα ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος για τους Έλληνες της κλασικής εποχής εντάσσεται στο γενικότερο ερώτημα ποια είναι η δίκαιη πολιτεία – και αυτό είναι ένα διακύβευμα της πολιτικής. Η σύλληψη των Ιδεών επιτρέπει στον Πλάτωνα να πάρει άμεση θέση στα πολιτικά πράγματα, εκεί που ο Σωκράτης κρατούσε μια διακριτική απόσταση. Δίκαιη πολιτεία είναι μόνο αυτή που πραγματώνει την Ιδέα της δικαιοσύνης. Όσες βρίσκονται μακριά από αυτό το ιδεώδες είναι άδικες, ανεξάρτητα από το αν επιβάλλονται από τους ισχυρούς ή από το αν στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας και στην κοινωνική συναίνεση.
Η πολιτική είναι βέβαια πρακτική τέχνη. Για να εφαρμόσεις οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα, πρέπει να βρεις ανθρώπους που θα σε ακολουθήσουν στις βασικές σου επιλογές. Πώς να πείσεις όμως τους άλλους ότι η απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης όντως υπάρχει; Η φυσική αντίδραση ακόμη και των καλοπροαίρετων συνομιλητών είναι ότι η αντίληψη του δικαίου μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες, όπως μεταβάλλονται και όλες οι ανθρώπινες αξίες. Ο Πλάτων έχει επίγνωση ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει την ύπαρξη των Ιδεών. Γι᾽ αυτό δεν διστάζει να προτείνει τις Ιδέες ως «υπό-θεση», δηλαδή ως βασική αρχική παραδοχή.
Εν πάση περιπτώσει, μ᾽ αυτό τον τρόπο ξεκίνησα: Κάθε φορά δέχομαι ως αρχική θέση (ως ὑπόθεσιν) εκείνον τον λόγο που κρίνω ισχυρότερο. Όσα τώρα πράγματα πιστεύω ότι είναι σύμφωνα με αυτόν, τα δέχομαι ως αληθή, είτε πρόκειται για αναζήτηση αιτίας είτε για οτιδήποτε άλλο. Όσα όμως δεν είναι σύμφωνα, τα απορρίπτω ως μη αληθή. […] Ξεκινώ λοιπόν και υποθέτω ότι το Ωραίο, αυτό καθεαυτό, υπάρχει, όπως υπάρχει και το Αγαθό και το Μεγάλο και όλα τα άλλα.
Πλάτων, Φαίδων 100a-b
Η «υπόθεση» των Ιδεών δεν μπορεί να αποδειχθεί, μπορεί όμως να γίνει πειστική και αποδεκτή αν φανούν τα πλεονεκτήματά της. Το φιλοσοφικό πρόγραμμα του Πλάτωνα είναι ακριβώς η εφαρμογή της θεωρίας των Ιδεών σε κάθε τομέα του επιστητού. Μόνο που το φιλοσοφικό αυτό πρόγραμμα δεν μπορεί να στηριχθεί στη σωκρατική διαλεκτική, στον απλό δηλαδή έλεγχο των λανθασμένων απόψεων των άλλων. Απαιτείται η θετική ανάπτυξη της θεωρίας. Ο πλατωνικός Σωκράτης αλλάζει στάση, και είναι πλέον αυτός που δίνει απαντήσεις σε όλα τα κρίσιμα ερωτήματα με τη βοήθεια ενός δεκτικού ακροατηρίου. Έτσι στηνΠολιτεία ο Σωκράτης ξεκινά απορρίπτοντας τις τρέχουσες αντιλήψεις περί δικαίου, στη συνέχεια όμως αναπτύσσει τη δική του θεωρητική σύλληψη, η οποία, όπως είδαμε, θεμελιώνεται στον ορισμό της Ιδέας της δικαιοσύνης ως συναρμογής των τριών μερών της ψυχής. Και δεν σταματά εκεί. Ζωντανεύει μπροστά μας, με κάθε λεπτομέρεια, μια ολόκληρη πολιτεία, όπως θα είχε συσταθεί αν είχαν επικρατήσει οι δικές του αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Ο αναγνώστης καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πλατωνική πολιτεία και στις υπάρχουσες πολιτείες – το αν υπάρχει η Ιδέα της δικαιοσύνης είναι κάτι που θα τον απασχολήσει μόνον εμμέσως.
7.8. Οι Ιδέες και τα μαθηματικά
Ο Πλάτων φτάνει στις Ιδέες στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι υπάρχουν απόλυτες ηθικές αξίες – στη φιλοσοφία, η θέση αυτή ονομάζεται «ηθικός ρεαλισμός». Γρήγορα ωστόσο συνειδητοποιεί ότι η θεωρία των Ιδεών ταιριάζει απόλυτα με τη μαθηματική σκέψη. Θα εκμεταλλευτεί λοιπόν όσο κανένας άλλος τη σχέση μαθηματικών και φιλοσοφίας.
Τα μαθηματικά ασκούν ιδιαίτερη γοητεία σε κάθε φιλόσοφο που τάσσεται υπέρ της προτεραιότητας της νόησης – και, αντιστρόφως, προβληματίζουν τους εμπειριστές. Ο οπαδός του ορθολογισμού θαυμάζει την αυστηρότητα και τη συνέπεια της μαθηματικής σκέψης, κυρίως όμως εντυπωσιάζεται όταν διαπιστώνει ότι οι μαθηματικές κατασκευές βρίσκουν εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο. Στην εποχή του Πλάτωνα είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα η γεωμετρία (είχαν γραφεί ήδη οι πρώτες αξιωματικές θεμελιώσεις, που ενσωματώθηκαν αργότερα στα Στοιχεία του Ευκλείδη) και είχαν κάνει τα πρώτα τους βήματα η μαθηματική αστρονομία και η θεωρία της μουσικής.
Οι μαθηματικές επιστήμες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της πλατωνικής πολιτείας. Όσοι από τους φύλακες επιλεγούν για ανώτερες σπουδές θα αφιερώσουν δέκα χρόνια της ζωής τους στη συστηματική εκμάθηση πέντε κλάδων των μαθηματικών: της αριθμητικής, της γεωμετρίας, της στερεομετρίας, της αστρονομίας και της θεωρίας της μουσικής. Η εξοικείωση με τη μέθοδο των μαθηματικών θα αποτελέσει απαραίτητο εφόδιο για τη βαθμιαία εισαγωγή τους στη φιλοσοφία. Υποθέτουμε ότι κάτι ανάλογο γινόταν πράξη στην πλατωνική Ακαδημία, αν αληθεύει η πληροφορία ότι η επιγραφή στην είσοδό της ήταν το γνωστό μηδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω.
Στην ουσία ο Πλάτων ζητά από τους μελλοντικούς φιλοσόφους να διδαχθούν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι μαθηματικοί περνούν από τα αξιώματα στα θεωρήματα: πώς από το γενικό εξάγεται το ειδικότερο. Για παράδειγμα, πώς από τον ορισμό του τριγώνου αποδεικνύεται ότι το άθροισμα των γωνιών του είναι δύο ορθές. Αυτή η ασφαλής μετάβαση από τη μία αληθή πρόταση στην άλλη είναι απαραίτητη και στη φιλοσοφία. Το δεύτερο είναι ο ιδεατός χαρακτήρας των μαθηματικών οντοτήτων. Όσοι ξέρουν γεωμετρία, γνωρίζουν επακριβώς τι είναι τρίγωνο και τι είναι κύκλος, αφού γνωρίζουν τους ορισμούς τους· δεν περιμένουν να το μάθουν κοιτώντας γύρω τους τα τριγωνικά ή τα κυκλικά αντικείμενα ούτε απογοητεύονται επειδή δεν βλέπουν στον αισθητό τους περίγυρο κανένα τέλειο τρίγωνο και κύκλο. Το μαθηματικό τρίγωνο είναι Ιδέα, διακηρύσσει ο Πλάτων. Ως Ιδέα είναι νοητή και σταθερή, ανεξάρτητη από τα ατελή αισθητά τρίγωνα, μία και μοναδική απέναντι στην πολλαπλότητα των αισθητών τριγώνων.
Οι μαθηματικές Ιδέες είναι το καλύτερο παράδειγμα πλατωνικών Ιδεών. Ακόμη και ο αμύητος στα μαθηματικά αντιλαμβάνεται ότι ο ορισμός του τριγώνου δεν εξαρτάται από τα τριγωνικά αντικείμενα του περιβάλλοντός μας. Άρα το απόλυτο Τρίγωνο κατά κάποιον τρόπο υπάρχει. Ενώ είναι πολύ δύσκολο να πειστεί κάποιος ότι μια πράξη του είναι δίκαιη μόνο αν έχει κάποια σχέση με την απόλυτη Ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία είναι αμφιλεγόμενη, είναι έτοιμος να δεχτεί ότι ένα ορατό αντικείμενο είναι τριγωνικό αν έχει τρεις γωνίες και τρεις πλευρές, αν έχει δηλαδή κάποια σχέση με το απόλυτο Τρίγωνο.
7.9. Η μετοχή και η μίμηση
Ο Πλάτων λέει ότι τα αισθητά αντικείμενα «μετέχουν» στις αντίστοιχες Ιδέες και ότι «μιμούνται» τις αντίστοιχες Ιδέες. Η «μετοχή» και η «μίμηση» είναι οι δύο τρόποι επικοινωνίας αισθητών και νοητών. Η μετοχή είναι μια λογική σχέση, η σχέση γενικού και επιμέρους. Η μίμηση είναι μια σχέση ιεραρχική, η σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, υποδείγματος και εικόνας. Πρέπει να κατανοήσουμε και τις δύο αυτές σχέσεις, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το νόημα του πλατωνισμού. Θα μας βοηθήσουν και πάλι τα μαθηματικά. Λέμε ότι το τριγωνικό τραπέζι που βλέπουμε μπροστά μας μετέχει στην Ιδέα του τριγώνου, γιατί έχει κάποια χαρακτηριστικά (τις τρεις γωνίες και τις τρεις πλευρές) που εμπεριέχονται στον ορισμό του τριγώνου, που ορίζουν το ιδεατό Τρίγωνο. Το τριγωνικό τραπέζι ανήκει σε μια τάξη επιμέρους αντικειμένων, η οποία καθορίζεται από τη γενική έννοια του τριγώνου. Από την άλλη πλευρά, πιο αυθόρμητα, λέμε ότι αυτό το τραπέζι είναι τριγωνικό γιατί το σχήμα του μας θυμίζει τρίγωνο, γιατί μοιάζει με τρίγωνο. Έχουμε δηλαδή στο μυαλό μας ένα υπόδειγμα τριγώνου και το συγκρίνουμε με τα σχήματα των αντικειμένων που βλέπουμε.
Τη μετοχή μπορεί να τη δεχτεί ακόμη και κάποιος που απορρίπτει την ύπαρξη των Ιδεών. Η σχέση γενικού και επιμέρους είναι συστατική της σκέψης και της γλώσσας μας. Θα μπορούσαμε λοιπόν να βάλουμε στη θέση των Ιδεών γενικές έννοιες, νοητικές γενικεύσεις σε σχέση με τα επιμέρους αντικείμενα, χωρίς να προβούμε σε καμία ιεράρχηση ή αξιολογική κρίση. Όταν όμως ο Πλάτων ισχυρίζεται ότι τα αισθητά μιμούνται τις Ιδέες, το βάρος πέφτει στην ατέλεια των αισθητών σε σχέση με τις Ιδέες, στην κατωτερότητά τους, στην προβληματική τους ύπαρξη.
Πρέπει λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε πρώτα την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που πάντοτε είναι και δεν υπόκειται στο γίγνεσθαι; Και τι είναι αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται και ουδέποτε είναι; Το αντικείμενο της έλλογης νόησης είναι αυτό που παραμένει πάντοτε αμετάβλητο· ενώ το αντικείμενο της γνώμης και της άλογης αίσθησης είναι αυτό που γεννιέται και χάνεται, αυτό που δεν έχει αυθεντική ύπαρξη.
Πλάτων, Τίμαιος 28d-29a
Ο Πλάτων, σε κάποιες ακραίες εκφράσεις όπως αυτή που παραθέσαμε, φτάνει μέχρι την αμφισβήτηση της ύπαρξης των αισθητών προκειμένου να τονίσει την ανωτερότητα των Ιδεών. Ως έναν βαθμό, αυτό οφείλεται στην έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει στις αισθήσεις, στο γεγονός ότι συνδέει την αλήθεια μόνο με τη νόηση. Τι σημαίνει όμως ότι η Ιδέα της δικαιοσύνης ή του τριγώνου είναι ανώτερη από τις αισθητές πραγματώσεις τους; Μπορεί να συγκριθεί μια Ιδέα, η οποία είναι κατά βάση μια νοητική σύλληψη, με ένα αντικείμενο ή μια πράξη; Και όμως ο Πλάτων επιμένει σε αυτή τη σύγκριση (Πρωταγόρας 330b,Φαίδων 74d, Πολιτεία 508e). Στον βαθύτερο πυρήνα του πλατωνισμού ριζώνει η πεποίθηση ότι η κατάκτηση των Ιδεών δεν είναι μόνο γνωστική πρόοδος αλλά και ηθική βελτίωση, είναι ο δρόμος προς την ευδαιμονία. Δεν διστάζει λοιπόν να χαρακτηρίσει την Ιδέα της δικαιοσύνης υπόδειγμα όλων των δίκαιων πράξεων, γιατί εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να υποδείξει έναν δρόμο προς την επίγεια πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Θέλει να διατηρήσει το δικαίωμα να χαρακτηρίζει, λ.χ., την τυραννία πιο άδικη από την ολιγαρχία και τον Θρασύμαχο πιο άδικο από τον Κέφαλο, καθώς απέχουν περισσότερο από το ιδεώδες της δικαιοσύνης.
Ο Πλάτων υιοθετεί πλήρως το σωκρατικό πρόταγμα ότι η αρετή είναι γνώση· δέχεται όμως και την αντιστροφή του: η γνώση είναι αρετή. Γι᾽ αυτό υπάρχει ιεράρχηση ανάμεσα στις Ιδέες, οι οποίες δεν είναι απλές γενικεύσεις αλλά αυθύπαρκτες οντότητες, γι᾽ αυτό στην κορυφή της πυραμίδας των Ιδεών τοποθετείται η κατεξοχήν ηθική Ιδέα, η Ιδέα του Αγαθού. Εδώ έγκειται ουσιαστικά και η κριτική του προς τους μαθηματικούς. Η μαθηματική γνώση είναι έγκυρη, αλλά είναι αξιολογικά ουδέτερη. Στηρίζεται σε αυθαίρετες υποθέσεις, στα αξιώματα, ενώ θα έπρεπε να ξεκινά από πραγματικές πρώτες αρχές. Η φιλοσοφία που ο ίδιος ευαγγελίζεται, η πλατωνική διαλεκτική, είναι η ανάβαση της νόησης προς το Αγαθό, την «ανυπόθετη πρώτη αρχή του παντός» (Πολιτεία 511b-c), και η οργάνωση όλου του πεδίου των Ιδεών με βάση το Αγαθό – στους ύστερους διάλογους του ο Πλάτων θα επεξεργαστεί τη μέθοδο της «διαίρεσης» και της «συναγωγής», δηλαδή τη συστηματική χαρτογράφηση των Ιδεών και τη μελέτη των μεταξύ τους σχέσεων.
Το Αγαθό είναι η ανώτερη Ιδέα, αλλά και η προϋπόθεση της ύπαρξης και της γνώσης των άλλων Ιδεών. Ως προς την ιεραρχία και τη δικαιοδοσία το Αγαθό τοποθετείται, όπως λέει ο Πλάτων, πάνω από τις Ιδέες, βρίσκεται ἐπέκεινα τῆς οὐσίας.
Αυτό λοιπόν που παρέχει την αλήθεια σε ό,τι κατακτάται γνωστικά και δίνει σε όποιον προσοικειώνεται γνώση τη δύναμη να γνωρίζει είναι η Ιδέα του αγαθού. Είναι το αίτιο της γνώσης και της αλήθειας. Να το συλλογίζεσαι ως κάτι που κατακτάται γνωστικά, κι ενώ και τα δύο αυτά, η γνώση και η αλήθεια, είναι όμορφα πράγματα, εσύ, την Ιδέα του αγαθού να την θεωρήσεις σωστά ως κάτι διαφορετικό και ακόμη πιο όμορφο και από αυτά τα δύο. […] Έτσι λοιπόν για τα αντικείμενα της γνώσης μπορείς να πεις πως από το Αγαθό δεν προέρχεται μόνο το ότι γίνονται γνωστά αλλά και ότι και το είναι τους και την ουσία τους την έχουν από αυτό, χωρίς το ίδιο το Αγαθό να αποτελεί ουσία αλλά κάτι ακόμη πιο πέρα από την ουσία, ανώτερο από αυτήν ως προς το αξίωμα και τη δύναμη.
Πλάτων, Πολιτεία 508e-509b
Στην κρυπτική έκφραση ἐπέκεινα τῆς οὐσίας στηρίχθηκε η πεποίθηση ότι ο Πλάτων ανέπτυξε μια « άγραφη» φιλοσοφία, μαθηματικής έμπνευσης, μόνο για τους μυημένους της Ακαδημίας, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η οντολογική πρόταξη του Αγαθού (που ταυτίζεται με το Ένα), και η παραγωγή των Ιδεών και των μαθηματικών οντοτήτων από αυτό. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η τοποθέτηση του Αγαθού ἐπέκεινα τῆς οὐσίαςδεν παύει να σημαίνει και κάτι πιο απλό: ότι, για τον Πλάτωνα, όλη η γνώση έχει ηθική θεμελίωση, ότι η ηθική προηγείται της γνωσιολογίας.
7.10. Ο κόσμος και ο άνθρωπος
Η θεωρία των Ιδεών είναι αναμφίβολα η κορυφαία σύλληψη του Πλάτωνα και το ενοποιητικό στοιχείο της φιλοσοφίας του. Οι πλατωνικές Ιδέες σηματοδοτούν το ανώτερο επίπεδο του Όντος, προσφέρουν το κριτήριο της αλήθειας, λειτουργούν ως απόλυτες ηθικές αξίες – ενοποιούν δηλαδή τα φιλοσοφικά πεδία της οντολογίας, της γνωσιολογίας και της ηθικής.
Η κατάκτηση των Ιδεών οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία. Μόνο που η κατάκτηση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ελάχιστοι έχουν τη φυσική προδιάθεση και την υπεράνθρωπη επιμονή να ακολουθήσουν τις δύσβατες διαδρομές, που συμβολικά υποδεικνύει ο Πλάτων (τον δρόμο του θανάτου, τις βαθμίδες του πλατωνικού έρωτα, τα τριάντα χρόνια της αυστηρής πειθαρχίας και εκπαίδευσης), και να φτάσουν στις απρόσιτες Ιδέες. Ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται εντελώς αποκομμένος από το σύμπαν των Ιδεών. Ο Πλάτων του δείχνει ότι ζει μέσα στην αδικία και την ανορθολογικότητα, του ανατρέπει τις γνωστικές του βεβαιότητες, τον καλεί να καταπιέσει τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες του, με μόνο αντίβαρο την υπόσχεση μιας πολύ μακρινής και πολύ αμφίβολης επιβράβευσης.
Στα περισσότερα έργα του ο Πλάτων δείχνει συμβιβασμένος με την άποψη ότι η αληθινή φιλοσοφία απευθύνεται τελικά σε μια μικρή μειοψηφία. Οι φιλόσοφοι, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, ανήκουν σε μια κοινωνική ελίτ. Μόνο προς το τέλος της ζωής του μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια αλλαγή στάσης. Στον Τίμαιο στρέφει το ενδιαφέρον του προς τον φυσικό κόσμο, τον οποίο τόσο αυτός όσο και ο δάσκαλός του είχαν περιφρονήσει. Στον Φίληβο υποστηρίζει ότι η σωστή ζωή συνίσταται σε ένα αρμονικό μείγμα φρόνησης και ηδονής. Και στους Νόμους, το τελευταίο του έργο, η ηθική και πολιτική τάξη δεν ανατίθεται στον φωτισμένο φιλόσοφο-βασιλέα αλλά στον συνετό και προνοητικό νομοθέτη. Η πλατωνική φιλοσοφία γίνεται λιγότερο απόκοσμη, το δυνητικό της ακροατήριο διευρύνεται. Κάποιοι λένε ότι ο Πλάτων απογοητεύτηκε από την αποτυχημένη ανάμειξή του στην πολιτική, και προτίμησε να συμβιβαστεί. Ίσως να επηρεάστηκε από τις κριτικές στη θεωρία των Ιδεών, που διατυπώθηκαν ακόμη και μέσα στην ίδια την Ακαδημία (ο πλατωνικός διάλογος Παρμενίδης μας δίνει μια εικόνα τέτοιων ενστάσεων). Ίσως πάλι, απλώς η σκέψη του να μετεξελίχθηκε.
Στον Τίμαιο ο Πλάτων υιοθετεί τον μυθικό τρόπο αφήγησης για να εξιστορήσει τη δημιουργία του κόσμου από έναν γεωμέτρη θεό. Ο ουρανός παρουσιάζεται ως ένα πεδίο τελειότητας, αφού η μοναδική μεταβολή που τον χαρακτηρίζει είναι η αιώνια και τακτική περιστροφική κίνηση, το αλάνθαστο ρολόι του χρόνου. Ο Πλάτων επιστρατεύει την τελευταία λέξη της μαθηματικής αστρονομίας, προκειμένου να αποδείξει ότι κάθε κίνηση στον ουρανό, ακόμη και η περίπλοκη κίνηση των πλανητών, είναι στην πραγματικότητα κυκλική και ομαλή. Στον άτακτο και ανορθολογικό κόσμο μας υπάρχει επομένως ένας χώρος όπου βασιλεύει η τάξη. Στον άνθρωπο τώρα, που παρουσιάζεται ως ένα ατελές δημιούργημα, ως μια μικρογραφία του κόσμου, ο αντίστοιχος χώρος είναι το αθάνατο μέρος της ψυχής, εκεί όπου εδρεύει η νόηση. Δυνητικά, τουλάχιστον, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αναπτύξουν αυτό το μέρος της ψυχής τους, να κινητοποιήσουν σωστά τις νοητικές τους δυνάμεις. Ενώ όμως παλαιότερα ο Πλάτων θα υποστήριζε ότι αυτό γίνεται μόνο με τη γνώση των Ιδεών, τώρα υποδεικνύει μια πιο προσιτή διέξοδο, μια διέξοδο μάλιστα που αξιοποιεί και τις απατηλές ανθρώπινες αισθήσεις.
Η παρατήρηση της μέρας και της νύχτας, των μηνών, της εναλλαγής των ετών, των ισημεριών και των τροπικών, μας οδήγησε στην επινόηση του αριθμού, μας έδωσε την έννοια του χρόνου και μας ώθησε στη διερεύνηση της φύσης του σύμπαντος. Από αυτή την πηγή αντλήσαμε τη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο αγαθό που δώρισαν ή θα δωρίσουν ποτέ οι θεοί στους θνητούς. […] Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας τη δώρισε για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας.
Πλάτων, Τίμαιος 47a-c
Αν οι άνθρωποι στρέψουν τα μάτια τους στον ουρανό και τον παρατηρήσουν υπομονετικά και προσεκτικά, θα ανακαλύψουν την κανονικότητα και την περιοδικότητα των κινήσεών του, θα συλλάβουν την έννοια του χρόνου. Ο χρόνος όμως είναι η ρυθμική κίνηση του σύμπαντος, είναι συνυφασμένος με τον αριθμό. Και οι αριθμοί, για τον Πλάτωνα, είναι η βασιλική οδός προς τη φιλοσοφία.
Η φιλοσοφική γνώση, και η ευδαιμονία που τη συνοδεύει, γίνεται τώρα πιο προσιτή, και μάλιστα προσιτή σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε μια μικρή ομάδα προικισμένων φιλοσόφων. Συντελείται μέσα στο αισθητό σύμπαν και όχι σε έναν υπερουράνιο τόπο. Δεν επιζητεί τον εκμηδενισμό του σώματος και των αισθήσεων, αλλά απλώς την άσκηση του νου, συνδυάζεται μάλιστα και με την ηδονή, όπως θα μας πει ο Πλάτων στον Φίληβο.
Ο Πλάτων αποφασίζει στην τελευταία φάση της ζωής του να στραφεί στην κοσμολογία και τη φυσική, αναιρώντας στην πράξη την περιφρόνησή του προς τα φαινόμενα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι με το να «παραχωρήσει» αυτό τον τομέα της γνώσης στους αντιπάλους του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον ολέθριο σχετικισμό στο πεδίο της ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Αν δεχτούμε ότι όλο το φυσικό σύμπαν είναι άλογο και χαοτικό (και για τον Πλάτωνα άλογο και χαοτικό είναι οτιδήποτε στερείται σχεδίου και σκοπού), τότε με ποιον τρόπο, σε ποια θεμέλια και με ποια πειθώ θα υπερασπιστούμε την ορθολογικότητα της ανθρώπινης πράξης; Αντί να διασώσουμε μια ειδική ομάδα ανθρώπων με εξαιρετικές προδιαγραφές από το γενικό χάος, ευελπιστώντας ότι η απόδοση της εξουσίας σε αυτούς θα επιφέρει εντέλει τάξη και στην πόλη, είναι προτιμότερο να αντιστρέψουμε την εικόνα της φύσης. Κλειδί σε αυτή την αντιστροφή της εικόνας είναι η μαθηματική αστρονομία που αποκαθιστά την τάξη του ουρανού. Σε ένα έλλογο και τακτικό σύμπαν η κατά γενική ομολογία ανορθολογική συμπεριφορά των ανθρώπων φαίνεται πλέον και παράταιρη και ιάσιμη.
Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.