Ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος, τον ετοίμασε με μια ακούραστη υπομονή επιστρατεύοντας όλες τις ικανότητες ενός προνοητικού πνεύματος. Δίνοντας στους Θρόνους και τις Κυριότητες το ρόλο των Χαλύβων και των Κυκλώπων, έβγαλε από τα γύρω βουνά σίδερο που τ’ αγαπούσε περισσότερο από το χρυσάφι κι έφτιαξε όπλα μέσα στις σπηλιές τ’ ουρανού. Ύστερα συγκέντρωσε στις έρημες, πολικές πεδιάδες μυριάδες Πνεύματα, τα όπλισε και τα γύμνασε...
Παρόλο που όλη αυτή η επιχείρηση ήταν μυστική ήταν πολύ μεγάλη για να μη την πάρει είδηση ο Θεός. Μπορούμε να πούμε πως από πάντα την περίμενε και τη φοβόταν επειδή είχε κάνει την κατοικία του ένα φρούριο και τους αγγέλους του στρατιώτες, κι έδινε στον εαυτό του τ’ όνομα του Θεού των Στρατιών. Ετοίμασε τους κεραυνούς του. Πάνω από τα μισά τέκνα των ουρανών του έμεναν πιστά. Έβλεπε να συνωστίζονται γύρω του ψυχές υπάκουες και καρδιές υπομονετικές. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ που δε γνώριζε φόβο ανέλαβε την αρχηγία αυτών των πειθήνιων κοπαδιών.
Ο Εωσφόρος μόλις είδε πως η στρατιά του δε γινόταν να μεγαλώσει παραπάνω την οδήγησε ορμητικά εναντίον του εχθρού και υποσχόμενος στους αγγέλους του πλούτη και δόξα βάδισε επικεφαλής τους κατά του Όρους που φέρει στην κορυφή του το θρόνο του σύμπαντος. Τρεις ολόκληρες μέρες πετούσαμε πάνω από τις αιθέριες πεδιάδες. Πάνω από τα κεφάλια μας κυμάτιζαν τα μαύρα λάβαρα της εξέγερσης.
Ήδη το Όρος του Κυρίου διαγραφόταν ρόδινο μες στο φως της ανατολής κι ο αρχηγός μας αναμετρούσε με το βλέμμα τα αστραποβόλα τείχη. Κάτω από τα ζαφειρένια τείχη απλώνονταν οι εχθρικές γραμμές που άστραφταν από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες ενώ εμείς πορευόμαστε καλυμμένοι με μπρούντζο και σίδηρο. Οι γαλαζοκόκκινες σημαίες τους ανέμιζαν και οι αιχμές των δοράτων τους αστραποβολούσαν. Σε λίγο οι δυο στρατιές δε χωρίζονταν παρά από μια μικρή λουρίδα άδειας γης που η θέα της έφερνε ρίγος και στους πιο θαρραλέους με τη σκέψη πως εκεί μέσα σε μια αιματηρή συμπλοκή θα παιζόταν η τύχη τους.
Ξέρετε βέβαια πως οι άγγελοι δεν πεθαίνουν. Αλλά όταν το ατσάλι, το σίδερο, η διαμαντένια αιχμή ή η φλόγινη ρομφαία ξεσκίζουν το αιθέριο σώμα τους νιώθουν ένα πόνο πολύ χειρότερο απ’ αυτόν που θα ’νιωθαν οι άνθρωποι επειδή η σάρκα τους είναι πιο εκλεκτή κι αν καταστραφεί κάποιο βασικό όργανό τους τότε πέφτουν αναίσθητοι, αποσυντίθενται αργά, μετασχηματίζονται σε νέφη κι αρμενίζουν αναίσθητοι, σκόρπιοι γι’ ατέλειωτα χρόνια μέσα στον παγερό αιθέρα. Κι όταν τέλος ξαναπαίρνουν το πνεύμα και τη μορφή τους δεν ξαναβρίσκουν πια όλη τη μνήμη της περασμένης τους ζωής.
Έτσι καθώς είναι φυσικό οι άγγελοι φοβούνται τον πόνο και οι πιο γενναίοι απ’ αυτούς τρέμουν με τη σκέψη πως θα χάσουν το φως και τη γλυκιά μνήμη. Αν τα πράγματα ήσαν διαφορετικά η αγγελική φυλή δε θα γνώριζε μήτε την ομορφιά της μάχης, μήτε τη δόξα της θυσίας. Εκείνοι που πολέμησαν στο Εμπυρείο πριν από τη γέννηση του χρόνου υπέρ ή κατά του Θεού των Στρατιών θα είχαν επιδοθεί σε ψεύτικες, πλασματικές μάχες και δε θα μπορούσα τώρα να σας λέω παιδιά μου, με μια δίκαιη υπερηφάνεια: «ήμουν κι εγώ εκεί».
Ο Εωσφόρος έδωσε το σινιάλο για ν’ αρχίσει η μάχη κι όρμησε πρώτος. Χυμήξαμε πάνω στον εχθρό πιστεύοντας πως θα τον νικήσουμε αμέσως και θα πάρουμε με την πρώτη το ιερό φρούριο. Οι στρατιώτες του ζηλότυπου Θεού, λιγότερο ορμητικοί αλλά το ίδιο σταθεροί με τους δικούς μας, έστεκαν ανυποχώρητοι. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ τους διοικούσε με την ηρεμία και την αποφασιστικότητα μιας μεγάλης καρδιάς. Τρεις φορές προσπαθήσαμε να σπάσουμε τις γραμμές τους και τρεις φορές μας αντέταξαν τις φλογισμένες αιχμές των ακοντίων τους που μπορούσαν να διασχίσουν και τις πιο σκληρές παναπλίες.
Τα ένδοξα σώματα έπεφταν κατά εκατομμύρια. Τέλος η δεξιά μας πτέρυγα εισχώρησε στην αριστερή πτέρυγα του εχθρού και είδαμε τις πλάτες των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων, των Εξουσιών, των Αρχών και των Θρόνων που είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή ενώ οι άγγελοι του τρίτου χορού πετώντας ξετρελαμένοι από πάνω τους, τους σκέπαζαν με μια βροχή από πούπουλα και αίμα. Τους καταδιώξαμε ανάμεσα στα σπασμένα άρματα και τους σωρούς των ριγμένων όπλων κάνοντάς τους να τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα.
Ξαφνικά ακούγεται ένας ορυμαγδός από φωνές, απελπισμένα ουρλιαχτά και θριαμβικές κραυγές να μας πλησιάζει ολοένα πιο δυνατός: η δεξιά πτέρυγα του εχθρού, οι γιγάντιοι αρχάγγελοι του Υπέρτατου είχαν σπάσει την αριστερή μας πλευρά. Αναγκαστήκαμε ν’ αφήσουμε το κυνήγι για να βοηθήσουμε τους σκορπισμένους δικούς μας. Ο πρίγκιπάς μας έτρεξε να βοηθήσει προς τα κει αλλά η αριστερή πλευρά του εχθρού μη έχοντας ηττηθεί ολότελα και μη νιώθοντας πια την πίεση από τα βέλη και τ’ ακόντιά μας παίρνει θάρρος, γυρίζει και μας αντιμετωπίζει ξανά.
Η νύχτα έδωσε ένα τέλος στην τρομερή μάχη. Ενώ μέσα στη σκοτεινιά και την ήρεμη ατμόσφαιρα που τη διέκοπταν πότε – πότε τα βογγητά των τραυματισμένων όλο το στρατόπεδο αναπαυόταν, ο Εωσφόρος προετοίμαζε τα σχέδια της επόμενης ημέρας. Οι σάλπιγγες σήμαναν έγερση πριν από την αυγή. Οι πολεμιστές μας αιφνιδιάζουν τον εχθρό την ώρα της προσευχής, τον διασκορπίζουν κι αρχίζουν μια φοβερή αιματοχυσία. Όταν όλοι οι εχθροί είχαν πέσει ή λιποτακτήσει ο αρχάγγελος Μιχαήλ, μόνος με λίγους συντρόφους, που είχαν τέσσερεις φλόγινες φτερούγες, αντιστεκόταν ακόμα. Υποχωρούσαν αλλά δίχως να μας γυρίσουν την πλάτη τους και το πρόσωπο του Μιχαήλ παρέμεινε απαθές.
Ο ήλιος είχε κάνει το εν τρίτο της τροχιάς του όταν αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στο Όρος του Κυρίου. Φοβερή ανάβαση! Ο ιδρώτας κυλούσε από τα μέτωπά μας! Ένα ανελέητο φως μας τύφλωνε. Καθώς ήμασταν φορτωμένοι με σίδερο οι πουπουλένιες φτερούγες μας δεν μπορούσαν να μας σηκώσουν αλλά μας φτέρωνε η ελπίδα. Το ωραίο Σεραφείμ υψώνοντας το αχτινοβόλο χέρι του μας έδειχνε το δρόμο. Όλη την ημέρα σκαρφαλώναμε στο περήφανο βουνό που το βράδι έγινε γαλάζιο, ρόδινο και οπάλινο. Η στρατιά των αστεριών φάνηκε στο στερέωμα σαν μια αντανάκλαση των όπλων μας. Μια απέραντη σιωπή πλανιόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Προχωρούσαμε μεθυσμένοι από ελπίδα.
Ξαφνικά μες στο σκοτεινιασμένο ουρανό φάνηκαν αστραπές. Ο κεραυνός μούγκρισε κι από τα ύψη του καταχνιασμένου βουνού έπεσε η φωτιά τ’ ουρανού. Οι περικεφαλαίες και οι πανοπλίες λούζονται στις φλόγες και οι ασπίδες μας σπάνε κάτω από τα βλήματα που ρίχνουν αόρατα χέρια. Μέσα στη λαίλαπα της φωτιάς ο Εωσφόρος κρατούσε την περηφάνεια του. Μάταια η βροντή τον χτυπούσε απανωτά. Στεκόταν ορθός και προκαλούσε ακόμα τον εχθρό. Τέλος ο κεραυνός συγκλονίζοντας ολόκληρο το βουνό μας γκρέμισε φίρδην – μίγδην μαζί με τεράστιους ζαφείρινους και ρουμπινένιους όγκους και απομείναμε αναίσθητοι, άψυχοι για ένα απροσμέτρητο χρονικό διάστημα.
Ξύπνησα μέσα σε θρηνητικά σκοτάδια. Όταν τα μάτια μου συνήθισαν στην πυκνή σκοτεινιά διέκρινα γύρω μου τους συμπολεμιστές μου να κείτονται κατά χιλιάδες πάνω στη θειάφινη γη όπου άστραφταν πελιδνές λάμψεις. Δεν έβλεπα παρά όγκους από θειάφι, καπνίζοντες κρατήρες και δηλητηριώδη έλη. Βουνά πάγου και θάλασσες σκοταδιού έκλειναν τον ορίζοντα. Ένας χαλύβδινος ουρανός βάραινε πάνω από τα κεφάλια μας. Η φρίκη αυτού του τόπου ήταν τόση που κλάψαμε ζαρωμένοι με τους αγκώνες στα γόνατα και σφίγγοντας τα μάγουλα με τις γροθιές μας.
Αλλά σε λίγο σηκώνοντας τα μάτια είδα το Σεραφείμ να ορθώνεται μπροστά μου σαν ένας πύργος. Η υπέροχη μορφή του στολιζόταν από τη σκοτεινή και μεγαλόπρεπη ομορφιά της οδύνης. Μας είπε: «Σύντροφοι πρέπει ν’ αναγαλλιάσουμε και να χαρούμε επειδή τώρα έχουμε απελευθερωθεί από την ουράνια δουλεία. Εδώ είμαστε ελεύθεροι κι αξίζει περισσότερο η ελευθερία μες στην κόλαση παρά η σκλαβιά μες στους ουρανούς. Δεν είμαστε καθόλου νικημένοι αφού μας απομένει η θέληση της νίκης. Καταφέραμε να ταρακουνήσουμε το θρόνο του ζηλότυπου Θεού. Θα καταφέρουμε και να τον γκρεμίσουμε. Ορθοί σύντροφοι και ψηλά τις καρδιές».
Αμέσως κατά διαταγή του σωριάσαμε βουνά πάνω σε βουνά και στην κορφή τους βάλαμε καταπέλτες που έριξαν φλογισμένους βράχους ενάντια στις θεϊκές κατοικίες. Η ουράνια στρατιά αιφνιδιάστηκε. Ακούστηκαν βογγητά και κραυγές τρόμου. Σκεφτόμαστε ήδη να γυρίσουμε νικητές στην ουράνια πατρίδα μας. Αλλά το Όρος του Κυρίου γέμισε λάμψεις κι ο κεραυνός πέφτοντας πάνω στο φρούριο μας το έκανε σκόνη.
Ύστερα απ’ αυτή την καινούργια καταστροφή το Σεραφείμ απόμεινε λίγο σκεφτικό με το κεφάλι μες στα χέρια του. Κατόπιν έδειξε το μαυρισμένο του πρόσωπο. Τώρα είχε γίνει ο Σατανάς. Πιο μεγάλος από τον Εωσφόρο. Οι πιστοί του άγγελοι συνωστίζονταν γύρω του. «Φίλοι, μας είπε, αν δεν νικήσαμε είναι γιατί δεν ήμασταν μήτε άξιοι μήτε ικανοί για την νίκη. Ας μάθουμε τι ήταν αυτό που μας έλειψε. Δε βασιλεύει κανείς πάνω στη φύση, δεν κατακτά το Σύμπαν, δε γίνεται Θεός παρά μονάχα με τη γνώση».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛ ΦΡΑΝΣ «Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΣΤΑΡΤΗ», 1988
ΑΝΑΤΟΛ ΦΡΑΝΣ
Ο Ζακ-Ανατόλ-Φρανσουά Τιμπώ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ανατόλ Φρανς ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός. Υπήρξε βαθύς γνώστης της ελληνολατινικής κουλτούρας. Τον διακρίνει η καθαρότητα, η σαφήνεια, η ανάλαφρη ειρωνεία, ανακατεμένη με συμπόνια για τον ανθρώπινο πόνο, και μια τραγική, φιλοσοφική ευθυμία πότε επικούρεια, πότε στωική. Πήρε θέση υπέρ του Ντρέϋφους στην περίφημη υπόθεση που συντάραξε τη Γαλλία της Γ΄ Δημοκρατίας
Γέννηση: 16 Απριλίου 1844, Παρίσι, Γαλλία
Απεβίωσε: 12 Οκτωβρίου 1924
Βραβεία: Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίαςslamachalas
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.