Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

9. Η Θυσία - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

1. Θλίψη Σιωπηλή - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

2. Το Χέρι της Μοίρας - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για χαλιλ γκιμπραν σπασμενα φτερα

Κάποια μέρα, στα τέλη του Ιούνη, όταν οι άνθρωποι έφευγαν απο την πόλη και πήγαιναν στο βουνό για να αποφύγουν τη ζέστη του καλοκαιριού, εγω πήγα όπως συνήθιζα στο ναό για να συναντήσω τη Σέλμα, έχοντας μαζί μου ενα μικρό βιβλίο με ποιήματα της Ανδαλουσίας. 

Όταν έφτασα στο ναό, κάθισα και περίμενα τη Σέλμα, ρίχνοντας πού και που ματιές στις σελίδες του βιβλίου μου, απαγγέλοντας τους στίχους που γέμιζαν την καρδιά μου μ' έκσταση και έφερναν στο νου μου τη μνήμη βασιλιάδων, ποιητών, ιπποτών που είχαν αποχαιρετήσει τη Γρανάδα, που είχαν φύγει με δάκρυα στα μάτια και θλίψη στην καρδιά τους, αφήνοντας πίσω τα παλάτια, τους τίτλους τους και τις ελπίδες τους. 

Σε λίγη ώρα ειδα τη Σέλμα να προχωρεί ανάμεσα απο τα περιβόλια και να πλησιάζει στο ναό, γέρνοντας μπροστά μαζί με την ομπρέλα της, σα να κουβαλούσε ολα τα βάσανα του κόσμου πάνω στους ώμους της. Καθώς μπήκε στο ναό και κάθισε δίπλα μου, πρόσεξα κάποια αλλαγή στο βλέμμα της και ανυπομονούσα να τη ρωτήσω σχετικά. 

Η Σέλμα ένιωσε τι γινόταν μέσα στο νου μου, ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι μου και μου ειπε, «Ελα πιο κοντά μου, ελα, αγαπημένε μου, ελα και άφησέ με να σβήσω τη δίψα μου, γιατί ήρθε η ώρα του χωρισμού.» 

Τη ρώτησα, «Εμαθε ο σύζυγός σου για τις συναντήσεις μας εδώ;» Η Σέλμα απάντησε, «Ο σύζυγος μου δε νοιάζεται για μένα, ούτε ξέρει πως περνώ τον καιρό μου, γιατί περνά τις ώρες του μ' εκείνες τις φτωχές κοπέλες που η φτώχεια τις οδήγησε στα κακόφημα σπίτια. τα κορίτσια εκείνα που πουλούν το σώμα τους για το ψωμί τους, το ζυμωμένο με αιμα και δάκρυα.» 

Ρώτησα, «Τι σ' εμποδίζει λοιπόν να έρχεσαι στο ναό αυτό και να κάθεσαι κοντά μου ταπεινά μπροστά στο Θεό; Μήπως η ψυχή σου επιθυμεί το χωρισμό μας;»

 Η Σέλμα απάντησε με δάκρυα στα μάτια, «Όχι, αγαπημένε μου, η ψυχή μου δε ζήτησε το χωρισμό μας, γιατί εσυ είσαι κομμάτι του εαυτού μου. Τα μάτια μου ποτέ δεν κουράζονται να σε κοιτάζουν, γιατί εσυ είσαι το φως τους. αλλα αν η μοίρα πρόσταξε εμένα να περπατήσω στο τραχύ μονοπάτι της ζωης φορτωμένη με βαριά δεσμά, θα έπρεπε να ήμουν ικανοποιημένη αν και η δική σου μοίρα ήταν σαν τη δική μου;» 

Ύστερα, πρόσθεσε, «Δεν μπορώ να πω όλα οσα ήθελα, γιατί η γλώσσα είναι άφωνη απο τον πόνο και δεν μπορεί να λαλήσει. τα χείλη είναι σφραγισμένα απο τη δυστυχία και δεν μπορούν να κουνηθούν το μόνο που μπορώ να πω σε σένα είναι οτι φοβάμαι μήπως πέσεις στην ίδια παγίδα όπου έπεσα και εγω.» 

Ύστερα, εγω ρώτησα, «Τι εννοείς, Σέλμα, κι απο ποιον φοβάσαι;» Σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της και ειπε, «Ο επίσκοπος εχει κιόλας ανακαλύψει, οτι μια φορά το μήνα φεύγω απο τον τάφο οπου μ' έθαψε.» 


Τη ρώτησα, «Ανακάλυψε ο επίσκοπος τις συναντήσεις μας εδω στο ναό;» Η Σέλμα, απάντησε, «Αν το ειχε ανακαλύψει δε θα μ' έβλεπες τώρα να κάθομαι εδώ κοντά σου" αλλα υποψιάζεται κι εχει διατάξει όλους τους υπηρέτες και τους φρουρούς να με παρακολουθούν προσεκτικά. Αισθάνομαι οτι το σπίτι που κατοικώ κι ο δρόμος που περπατώ είναι όλα γεμάτα μάτια που με παρακολουθούν και δάχτυλα που με δείχνουν, και αφτιά που ακούν τον ψίθυρο της σκέψης μου.» 

Έμεινε σιωπηλή για λίγο και μετά πρόσθεσε, ενω τα δάκρυα έτρεχαν απο τα μάτια στα μάγουλά της, «Δε φοβάμαι τον επίσκοπο, γιατί ο πνιγμένος δε φοβάται το νερό, αλλα φοβάμαι μήπως πέσεις κι εσυ στην παγίδα και γίνεις θύμα του. είσαι ακόμα νέος κι ελεύθερος σαν το φως του ήλιου. δε φοβάμαι τη μοίρα που έστειλε ολα της τα βέλη στα στήθη μου, αλλα φοβάμαι μήπως το ερπετό δαγκώσει τα δικά σου πόδια και σ' εμποδίσει να ανέβεις στη βουνοκορφή όπου το μέλλον σε περιμένει με τη χαρά και τη δόξα του.» 

Εγω ειπα, «Αυτός που δεν τον δάγκωσαν τα ερπετά του φωτός και δεν τον δάγκωσαν οι λύκοι του σκοταδιού θα ξεγελιέται πάντα απο τις μέρες και τις νύχτες. Άκουσε όμως, Σέλμα, άκουσε προσεκτικά. είναι ο χωρισμός το μόνο μέσο για να αποφύγουμε την κακία και τη μικρότητα των ανθρώπων; Έκλεισε για πάντα το μονοπάτι της αγάπης και της ελευθερίας και δεν εχει μείνει τίποτ' άλλο απο την υποταγή στη θέληση των δούλων του θανάτου;» 

Εκείνη απάντησε, «Τίποτα δεν έχει μείνει εκτος απο το χωρισμό και τον αποχαιρετισμό μας.» 

Με πνεύμα επαναστατημένο πήρα το χέρι της και ειπα ζωηρά, «Υποχωρούσαμε στη θέληση των ανθρώπων πολύ καιρό. απο την ώρα που συναντηθήκαμε μέχρι αυτή την ώρα, αφήσαμε να μας οδηγούν οι τυφλοί και λατρέψαμε μαζί τους τα είδωλά τους. Απο την ώρα που σε γνώρισα είμαστε στα χέρια του επισκόπου σα δυο τόπια που τα πετούσε όπως του άρεσε, θα υποταχτούμε στη θέλησή του μέχρι που να μας πάρει ο θάνατος; Μας έδωσε τάχα ο Θεός την πνοή της ζωής για να τη βάλουμε κάτω απο τα πόδια του θανάτου; Μας έδωσε ο Θεός ελευθερία για να την κάνουμε μια σκιά της σκλαβιάς; 

Αυτός που σβήνει τη φωτιά του πνεύματός του με τα ίδια του τα χέρια είναι ένας άπιστος στα μάτια του ουρανού, γιατί ο ουρανός έβαλε τη φωτιά που καίει στα πνεύματά μας. Αυτός που δεν επαναστατεί ενάντια στην καταπίεση, αδικεί τον εαυτό του. Σ' αγαπώ, Σέλμα, και εσυ μ' αγαπάς. κι η αγάπη είναι ενας πολύτιμος θησαυρός, είναι το δώρο του Θεού στα ευαίσθητα και μεγάλα πνεύματα. 

Θα πετάξουμε αυτόν το θησαυρό και θα αφήσουμε τα γουρούνια να τον διασκορπίσουν και να τον κατασπαράξουν; Αυτός ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα και ομορφιά. Γιατί εμείς να ζούμε σ' αυτή τη στενή σκοτεινή στοά που έσκαψαν για μας ο επίσκοπος κι οι υπηρέτες του; 

Η ζωή είναι γεμάτη ευτυχία κι ελευθερία. γιατί δεν πετάμε αυτό το βαρύ ζυγό απο τους ώμους μας και δε σπάμε τις αλυσίδες που δένουν τα πόδια μας, και δεν περπατάμε ελεύθεροι προς την ειρήνη; Σήκω πάνω κι ας φύγουμε απο αυτόν το μικρό ναό κι ας πάμε στο μεγάλο ναό του Θεού. Ας φύγουμε απ' αυτή τη χώρα κι απο όλη τη σκλαβιά και την αμάθειά της για μια άλλη χώρα μακρινή που δε θα μας φτάνουν τα χέρια των κλεφτών. Ας κατεβούμε στην ακτή κάτω απο το μανδύα της νύχτας κι ας πάρουμε ενα καράβι που θα μας πάει πέρα απο τους ωκεανούς, όπου μπορούμε να βρούμε μια καινούργια ζωή γεμάτη ευτυχία και κατανόηση. Μη διστάζεις, Σέλμα, γιατί αυτές οι στιγμές είναι πιο πολύτιμες για μας κι απο τις κορώνες των βασιλιάδων και πιο υπέροχες απο τους θρόνους των αγγέλων. Ας ακολουθήσουμε τη στήλη του φωτός που μας οδηγεί πέρα απο αυτή τη διψασμένη έρημο στα πράσινα λιβάδια όπου φυτρώνουν λουλούδια και αρωματικά φυτά.»

 Η Σέλμα κούνησε το κεφάλι της και ατένισε κάτι αόρατο πάνω στην οροφή του ναού. ενα γεμάτο θλίψη χαμόγελο παρουσιάστηκε στα χείλη της. μετά ειπε, «Όχι, όχι, αγαπημένε μου. Ο ουρανός έβαλε στα χέρια μου μια κούπα γεμάτη ξύδι και χολή. ανάγκασα τον εαυτό μου να το πιει για να γνωρίσω ολόκληρη την πίκρα μέχρι τον πάτο, έτσι που να μη μείνει άλλο, εκτός απο λίγες σταγόνες που θα τις πιω με υπομονή. Δεν είμαι άξια για μια καινούργια ζωή αγάπης και ειρήνης. Δεν είμαι αρκετά δυνατή για της ζωής τη χαρά και τη γλυκάδα, γιατί ενα πουλί με σπασμένα φτερά δεν μπορεί να πετάξει στον πλατύ ουρανό. Τα μάτια που είναι συνηθισμένα στο αχνό φως του κεριού δεν είναι αρκετά δυνατά για ν' ατενίσουν τον ήλιο. Μη μου μιλάς για ευτυχία. η θύμηση της με κάνει να υποφέρω. Μη μου θυμίζεις την ειρήνη. Η σκια της με τρομάζει. κοίταξε με όμως και θα σου δείξω τον ιερό πυρσό που ο ουρανός άναψε στη στάχτη της καρδιάς μου - ξέρεις οτι σ' αγαπώ όπως η μητέρα αγαπά το μοναχό παιδί της και μόνο η αγάπη αυτή με δίδαξε να σε προστατεύσω ακόμα κι απο τον εαυτό μου. Είναι η αγάπη, καθαρισμένη με τη φωτιά, που μ' εμποδίζει να σ' ακολουθήσω στη μακρινή χώρα. 

Η αγάπη σκοτώνει τους πόθους μου ετσι που εσυ να μπορέσεις να ζήσεις ελεύθερα κι ενάρετα. Η περιορισμένη αγάπη ζητά την κατοχή του αγαπημένου, αλλα η απεριόριστη αγάπη δε ζητά παρά τον εαυτό της. Η αγάπη που έρχεται ανάμεσα στην αθωότητα και στο ξύπνημα της νιότης ικανοποιείται με την κατοχή, και δυναμώνει με τ' αγκαλιάσματα. Αλλά η αγάπη που γεννιέται στα πόδια του σύμπαντος και κατεβαίνει με τα μυστικά της νύχτας δεν ικανοποιείται με τίποτ' άλλο εκτος απο την αιωνιότητα και την αθανασία. δε στέκεται με σεβασμό μπροστά σε τίποτα εκτός απο το θείο. 

Όταν έμαθα οτι ο επίσκοπος ήθελε να μ' εμποδίσει να βγαίνω απο το σπίτι του ανεψιού του, και να μου αφαιρέσει τη μόνη μου ευχαρίστηση, στάθηκα μπροστά στο παράθυρο του δωματίου μου και κοίταξα προς τη θάλασσα, και συλλογίστηκα τις απέραντες χώρες πέρα απο τη θάλασσα και την πραγματική ελευθερία και την προσωπική ανεξαρτησία που θα μπορούσα να βρω εκει. 

Στοχάστηκα οτι ζούσα δίπλα σου, τριγυρισμένη απ' τη σκια του πνεύματός σου, βυθισμένη στον ωκεανό της αγάπης. αλλα όλες αυτές οι σκέψεις που φωτίζουν την καρδιά μιας γυναίκας και την κάνουν να επαναστατεί ενάντια στα παλιά έθιμα και να ζει στη σκια της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, μ' έκαναν να πιστέψω οτι είμαι αδύνατη και πως η αγάπη μας είναι περιορισμένη και αδύναμη, ανίκανη να σταθεί κατά πρόσωπο στον ήλιο. 

Τότε έκλαψα σαν το βασιλιά που το βασίλειό του κι οι θησαυροί του αρπάχτηκαν απο άλλους, αλλα αμέσως ειδα το πρόσωπο σου ανάμεσα απο τα δάκρυά μου, και τα μάτια σου να με κοιτάζουν, και θυμήθηκα αυτά που μου είχες πει κάποτε: "Έλα, Σέλμα, ελα κι ας σταθούμε σα δυνατοί πύργοι μπροστά στην καταιγίδα. Ας σταθούμε σα γενναίοι στρατιώτες μπροστά στον εχθρό και άς αντιμετωπίσουμε τα όπλα του. Αν σκοτωθούμε, θα πεθάνουμε σα μάρτυρες. κι αν νικήσουμε, θα ζήσουμε σαν ήρωες. Η πάλη με τα εμπόδια και τις δυσκολίες είναι κάτι πιο ευγενικό απο την υποχώρηση στην ησυχία". 

Αυτά τα λόγια είπαμε, αγαπημένε μου, όταν τα φτερά του θανάτου χτυπούσαν πάνω απο το κρεβάτι του πατέρα μου. τα θυμήθηκα χθες όταν τα φτερά της απελπισίας χτυπούσαν πάνω απο το κεφάλι μου. Δυνάμωσα την ψυχή μου, και ένιωσα, ενω βρισκόμουν στο σκοτάδι της φυλακής μου, κάποια πολύτιμη ελευθερία ν' άλαφρώνει τα βάσανά μας και να λιγοστεύει τη θλίψη μας. Κατάλαβα οτι η αγάπη μας ήταν τόσο βαθιά οσο ο ωκεανός, και τόσο ψηλή οσο τ' αστέρια και τόσο απέραντη οσο ο ουρανός. 

Ήρθα εδω για να σε δω και στο αδύνατο πνεύμα μου υπάρχει τώρα μια καινούργια δύναμη. κι η δύναμη αυτή είναι που με οδηγεί να θυσιάσω ενα μεγάλο πράγμα για να πετύχω κάτι μεγαλύτερο. είναι η θυσία της ευτυχίας μου για να μπορέσεις εσυ να παραμείνεις ενάρετος και αξιοσέβαστος στα μάτια των ανθρώπων και να σταθείς μακριά απο την προδοσία και την καταδίωξη... 

Στο παρελθόν, όταν ερχόμουν σ' αυτό το μέρος, ένιωθα ωσάν κάποιες βαριές αλυσίδες να με τραβούν προς τα κάτω, αλλα σήμερα ήρθα εδω με μια καινούργια δύναμη που περιφρονεί τα δεσμά και συντομεύει το δρόμο. Πριν, ερχόμουν στο ναό σαν ενα τρομαγμένο φάντασμα, αλλα σήμερα ηρθα σα μια γενναία γυναίκα, που αισθάνεται την ανάγκη της θυσίας και ξέρει την αξία του πόνου, μια γυναίκα που χαίρεται να προστατεύει αυτόν που αγαπά απο τους αμαθείς ανθρώπους κι απο την πεινασμένη ψυχή της. 

Πριν, καθόμουν κοντά σου σα μια τρεμάμενη σκια, αλλα σήμερα ήρθα εδω για να σου δείξω τον πραγματικό εαυτό μου μπροστά στην Ιστάρ και στο Χριστό. Είμαι ενα δέντρο που μεγάλωσα στη σκια, αλλα σήμερα άπλωσα τα φτερά μου κι άφησα να τρεμοπαίξουν λίγο στο φως της μέρας. Ήρθα εδω για να σου πω αντίο, αγαπημένε μου, κι εχω ελπίδα πως ο αποχαιρετισμός μας θα είναι τόσο ανώτερος και δυνατός οσο και η αγάπη μας. Ας είναι λοιπόν ο αποχαιρετισμός μας σαν τη φωτιά που λυγίζει το χρυσάφι και το κάνει πιο λαμπερό.» 

Η Σέλμα δε μ' άφησε ούτε να μιλήσω ούτε να διαμαρτυρηθώ, αλλα με κοίταζε με μάτια λαμπερά, με οψη γεμάτη αξιοπρέπεια, κι έμοιαζε σαν άγγελος που άξιζε τη σιωπή και το σεβασμό. Ύστερα, ρίχτηκε στην αγκαλιά μου, πράγμα που δεν ειχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα, άπλωσε τα απαλά της χέρια γύρω μου κι ακούμπησε ενα βαθύ, παρατεταμένο φλογερό φιλί πάνω στα χείλη μου. 

Καθώς ο ήλιος χαμήλωνε κι αποτραβούσε τις ακτίνες του απο τους κήπους και τα περιβόλια, η Σέλμα προχώρησε ως τη μέση του ναού, και ατένισε ώρα πολλή τους τοίχους και τις γωνιές του, σα να ήθελε να αφήσει εκει το φως των ματιών της, πάνω στις εικόνες και τα σύμβολά τους. Ύστερα προχώρησε μπροστά, και ταπεινά γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, φίλησε τα πόδια του, και ψιθύρισε, «Ω, Χριστέ, διάλεξα το σταυρό σου και εγκατέλειψα τον κόσμο της χαράς και της ευτυχίας. φόρεσα το στεφάνι με τα αγκάθια και πέταξα το στεφάνι της δάφνης, πλύθηκα με αίμα και δάκρυα αντί με άρωμα και θυμίαμα. ήπια ξύδι και χολή απο την κούπα που ειχα για το κρασί και το νέκταρ. δέξου με, Κύριέ μου, ανάμεσα στους οπαδούς σου και οδήγησε με προς τη Γαλιλαία μαζί με κείνους που σε διάλεξαν, με κείνους που ειναι ευχαριστημένοι με τα βάσανά τους και χαρούμενοι με τις λύπες τους.» 

Ύστερα, η Σέλμα σηκώθηκε και μου ειπε, «Τώρα θα γυρίσω χαρούμενη στη σκοτεινή σπηλιά μου οπου κατοικούν φριχτά φαντάσματα. Μην πονάς για μένα, αγαπημένε μου, και μη με λυπάσαι γιατί η ψυχή που ειδε τον ισκιο του Θεού μια φορά, ποτέ δε θα ξανατρομάξει απ' τα φαντάσματα των δαιμόνων. Και το μάτι που αντίκρυσε τον ουρανό μια φορά, ποτέ δε θα κλείσει απο τα βάσανα του κόσμου.» 

Προφέροντας αυτά τα λόγια, η Σέλμα έφυγε απο τον τόπο της λατρείας. εγω έμεινα εκει βουτηγμένος μέσα σε μια βαθιά θάλασσα συλλογισμών, απορροφημένος μέσα στον κόσμο της αποκάλυψης όπου ο Θεός κάθεται στο θρόνο κι οι άγγελοι γράφουν τις πράξεις των ανθρώπινων πλασμάτων, κι οι ψυχές διηγούνται την τραγωδία της ζωής, κι οι άγγελοι τ' ουρανού τραγουδούν ύμνους αγάπης, θλίψης, και αθανασίας. 

Η νύχτα ειχε κιόλας φτάσει όταν εγω ξύπνησα απο το λήθαργό μου και βρέθηκα σα χαμένος ανάμεσα στα περιβόλια, να αντιλαλώ την ηχώ κάθε λέξης που ειχε πει η Σέλμα και να ξαναθυμάμαι τη σιωπή της, τις κινήσεις της, τις εκφράσεις της και το άγγιγμα των χεριών της, ώσπου κατάλαβα καλά το νόημα του αποχωρισμού και τον πόνο της μοναξιάς. 

Ένιωθα κατάθλιψη και την καρδιά μου συντριμμένη. Για πρώτη φορά ανακάλυψα το γεγονός οτι οι άνθρωποι, μόλο που γεννιούνται ελεύθεροι, παραμένουν σκλάβοι των σκληρών νόμων που θέσπισαν οι προγονοί τους. και πως το στερέωμα ολάκερο, που το φανταζόμαστε αμετάβλητο, είναι η υποχώρησή του σήμερα στη θέλησή του αύριο και η υποταγή του χθες στη θέληση του σήμερα. 

Πολλές φορές, απ' τη νύχτα εκείνη, συλλογίστηκα τον πνευματικό νόμο που ανάγκασε τη Σέλμα να προτιμήσει το θάνατο απο τη ζωή και πολλές φορές έκανα τη σύγκριση ανάμεσα στην ευγένεια της θυσίας και στην ευτυχία της έπανάστασης για να ξεχωρίσω τι ειναι πιο ευγενικό και πιο όμορφο. αλλα μέχρι τώρα δεν ξεχώρισα παρά μονάχα μια αλήθεια μέσα απο ολη αυτή την ιστορία, κι η αλήθεια αυτή είναι η ειλικρίνεια, που κάνει ολες μας τις πράξεις όμορφες και αξιοτίμητες. Και η ειλικρίνεια αυτή βρισκόταν μέσα στη Σέλμα Καράμη. 

ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΦΤΕΡΑ - ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα