Στη μεγάλη ζούγκλα ζούσε κάποτε μια τεράστια λεοπάρδαλη. Όλα τα
ζώα την έτρεμαν, γιατί ήξεραν ότι όταν τα έβαζε στο μάτι, δεν γλίτωναν με
τίποτα. Αρκούσε να βγει στο στόμιο της σπηλιάς της και να σύρει ουρλιαχτό.
Τότε, όλα τα ζωντανά, έβγαιναν από τις φωλιές του και έτρεχαν για να
σωθούν, με αποτέλεσμα αυτή να τα επισημάνει και να ορμάει σε όποιο διάλεγε
εκείνη τη στιγμή.
Επειδή δεν χόρταινε εύκολα, σε λίγο είχε φάει όλα τα ζώα της
ζούγκλας εκτός από δυο τσακάλια, που, όμως, είχαν καταλάβει ότι έχει φτάσει
η ώρα τους και μόνο αν έβαζαν σε εφαρμογή όλη την πονηριά τους θα
μπορούσαν να σωθούν.
Μια-δυο φορές κατάφεραν να ξεφύγουν με διάφορα τεχνάσματα, αλλά
αυτό δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Ήξεραν ότι έπρεπε να βρουν
οριστική λύση.
Κάποια μέρα η λεοπάρδαλη τα στρίμωξε σε μια κλειστή ρεματιά και τα
δυο τσακάλια αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να δράσουν παίζοντας κορώνα
γράμματα τη ζωή τους.
Αντί λοιπόν να το βάλουν στα πόδια, όπως θα περίμενε κανείς, αυτά
πιάστηκαν χέρι χέρι και πήγαν χαρούμενα και ατρόμητα μπροστά στο θηρίο.
— Καλημέρα σας, κυρία λεοπάρδαλη. Ήρθαμε να μας φας!
Εκείνη κόντεψε να λιποθυμήσει από την έκπληξη. Όταν συνήλθε έβαλε
τις φωνές:
— Τότε γιατί κάθε φορά που σας κυνηγάω το βάζετε στα πόδια για να
γλιτώσετε;
— Δεν θέλουμε να γλιτώσουμε από σένα, που είσαι δικό μας θηρίο,
αλλά από την άλλη λεοπάρδαλη.
— Ποια άλλη λεοπάρδαλη; Δεν υπάρχει άλλη λεοπάρδαλη στο δάσος
αυτό!
— Πώς δεν υπάρχει! Υπάρχει και είναι δυο και τρεις φορές πιο μεγάλη
από σένα. Αν σου ριχτεί δεν φτουράς ούτε λεπτό. Κάθε φορά, λοιπόν, που
αποφασίζαμε να έρθουμε σε σένα να μας φας, ακουγόταν το ουρλιαχτό του
ξένου θηρίου δυο και τρεις φορές πιο δυνατό.
— Με κοροϊδεύετε, έκανε αμφιβάλλοντας το θηρίο.
— Αστειεύεσαι! Παιδιά είμαστε να παίζουμε, κυρία λεοπάρδαλη; είπε
σοβαρά ο τσάκαλος.
Εκείνη έσυρε ένα ουρλιαχτό που αντιλάλησε η ρεματιά.
— Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, μπήκε στη συζήτηση η τσακάλαινα,
αλλά η φωνή σου μοιάζει σαν νιαούρισμα μπροστά στο ουρλιαχτό της ξένης
λεοπάρδαλης.
— Θέλω να πάμε να μου τη δείξετε, ούρλιαξε έξω φρενών το θηρίο.
Μόλις ξεμπερδέψω μαζί της θα έρθει και η δική σας σειρά!
— Δεν έχουμε καμιά αντίρρηση, γιατί εσύ είσαι το δικό μας θηρίο. Αλλά
σε συμβουλεύουμε να μην τα βάλεις μαζί της...
— Δείξτε μου πού είναι αυτή η λεοπάρδαλη αμέσως! επέμεινε αυτή.
Μπροστά τα δυο μικρά τσακάλια και πίσω η τεράστια λεοπάρδαλη
βάδισαν αρκετά μέχρι που έφτασαν σε ένα σημείο που έχασκε ένα βαθύ
πηγάδι.
— Το μεγάλο θηρίο έχει τη φωλιά του σ’ αυτό βαθούλωμα, της είπε
ψιθυριστά ο τσάκαλος.
Η λεοπάρδαλη όρμησε μπροστά και, πραγματικά, καθώς κοίταξε το
νερό που φαινόταν κάτω από το βράχο, είδε μέσα το κεφάλι μιας τεράστιας
λεοπάρδαλης. Έμοιαζε με την ίδια, αλλά φαινόταν πολύ μεγαλύτερη. Η δικιά
μας λεοπάρδαλη έσυρε πολεμική κραυγή πριν ορμήσει στον αντίπαλο. Σε λίγο
ακούστηκε ο αντίλαλος να έρχεται πιο δυνατός από διάφορα σημεία της
ζούγκλας. Όσο πιο πολύ αγρίευε αυτή, τόσο περισσότερο αγρίευε και η άλλη
που ήταν στο νερό. Η λεοπάρδαλη όρμησε εναντίον της και... χάθηκε για
πάντα στα άπατα νερά του πηγαδιού.
Όσο για τους δυο τσάκαλους, μπορούσαν πια να ζουν τη ζωή τους
χωρίς να τρέμουν ότι κάθε στιγμή τους θα μπορούσε να είναι και η τελευταία.
(Αργεντινή)
Η Σοφία των Λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο
Χρήστος Μαγγούτας
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.