Κάθε χρόνο στα γενέθλια μου, από τότε που έκλεισα τα 12 χρόνια μου, μου έστελναν στο σπίτι μια άσπρη γαρδένια. Ήταν πάντα ανώνυμη, χωρίς κάρτα ή κάποιο σημείωμα και τα τηλεφωνήματα μου στο ανθοπωλείο ήταν μάταια αφού ο αποστολέας χρησιμοποιούσε μετρητά και την ανωνυμία του. Μετά από λίγα χρόνια παραιτήθηκα από το να προσπαθώ να βρω ποιος την έστελνε. Απολάμβανα απλά την ομορφιά και τη μεθυστική μυρωδιά αυτού του μαγικού, τέλειου άνθους που με πολλή προσοχή ήταν ακουμπισμένο μέσα στις πτυχές ενός μαλακού, ροζ, λεπτού χαρτιού.
Ποτέ δεν σταμάτησα να προσπαθώ να φανταστώ ποιος μπορεί να ήταν ο αποστολέας. Πολλές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μέρας μου ήταν εκείνες που ονειρευόμουν κάποιον υπέροχο και ενδιαφέροντα τύπο ανθρώπου που ήταν όμως πάρα πολύ ντροπαλός ή εκκεντρικός για να κάνει γνωστή την ταυτότητα του ή την ταυτότητα της. Στα χρόνια της εφηβείας μου άρεσε να υποψιάζομαι πως ο αποστολέας ήταν ένα αγόρι με το οποίο ήμουν ερωτευμένη ή έστω κάποιος άλλος που εγώ δεν γνώριζα αλλά εκείνες με είχε προσέξει.
Πολλές φορές με βοηθούσε και η μητέρα μου στις εικασίες. Με ρωτούσε αν υπήρχε κάποιος στον οποίο είχα κάνει κάτι ιδιαίτερα καλό που θα μπορούσε να στέλνει τη γαρδένια, ανώνυμα, σαν ένα ευχαριστώ. Μου θύμιζε τις φορές που κάνοντας ποδηλασία συναντούσα μια γειτόνισσα που γυρνούσε με το αυτοκίνητο της γεμάτο λαχανικά και μικρά παιδιά. Πάντα τη βοηθούσα να ξεφορτώσει και φρόντιζα να μην πεταχτούν τα παιδιά στο δρόμο. Ή, μου έλεγε, ο αποστολέας μπορεί να ήταν ο ηλικιωμένος κύριος απέναντι από το σπίτι μας που το χειμώνα πήγαινα συχνά την αλληλογραφία μέσα στο σπίτι του για να μην διακινδυνέψει στον πάγο.
Η μητέρα μου έκανε ό,τι μπορούσε για να καλλιεργεί τη φαντασία μου γύρω από τη γαρδένια. Ήθελε να είναι τα παιδιά της δημιουργικά. Ήθελε επίσης να νιώθουμε στοργή και αγάπη όχι μόνο από εκείνη, αλλά και από ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν έγινα 17 χρόνων, ερωτεύτηκα τρελά ένα αγόρι.
Τη νύχτα που μου τηλεφώνησε για τελευταία φορά, έκλαψα μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Το πρωί που ξύπνησα, βρήκα πάνω στον καθρέφτη μου γραμμένο πρόχειρα με κραγιόν, το εξής μήνυμα: «Να είσαι σίγουρη πως όταν οι ημίθεοι φεύγουν, τότε έρχονται οι θεοί». Σκεφτόμουν αυτή τη φράση του Έμερσον για πολλή ώρα και την άφησα εκεί που την είχε γράψει η μητέρα μου για όσο διάστημα χρειάστηκε η καρδιά μου να επουλώσει το τραύμα της. Όταν άρχισα να καθαρίζω τον καθρέφτη, η μητέρα μου ήξερε πως ήταν πάλι όλα καλά.
Υπήρξαν όμως κάποια τραύματα που η μητέρα μου δεν μπορούσε να θεραπεύσει. Ένα μήνα πριν αποφοιτήσω από το λύκειο, πέθανε ξαφνικά ο πατέρας μου από καρδιακή προσβολή. Τα συναισθήματα μου κυμαίνονταν από την απλή λύπη στην εγκατάλειψη, στο φόβο, στη δυσπιστία και σε έναν τεράστιο θυμό που με κατέβαλε αφού ο μπαμπάς μου θα έλειπε από ένα πολύ σημαντικό γεγονός της ζωής μου. Αδιαφόρησα τελείως για την επερχόμενη αποφοίτηση μου, για το θεατρικό έργο και το χορό των αποφοίτων, γεγονότα για τα οποία είχα δουλέψει πολύ και ανυπομονούσα να βιώσω. Σκέφτηκα ακόμα και να μην φύγω για το κολέγιο όπως είχα σχεδιάσει, αλλά να παρακολουθώ τα μαθήματα από το σπίτι μου για να νιώθω ασφαλής.
Η μητέρα μου μέσα στη δική της θλίψη, δεν ήθελε ούτε να ακούσει ότι μπορεί να έχανα έστω και ένα από τα προγραμματισμένα γεγονότα. Μια μέρα πριν πεθάνει ο πατέρας μου, είχαμε αγοράσει για το χορό ένα υπέροχο φόρεμα, μέτρα ολόκληρα ύφασμα από κόκκινα, άσπρα και μπλε πουά. Όταν το φόρεσα αισθάνθηκα σαν τη Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Ήταν όμως λάθος το μέγεθος και την επόμενη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, εγώ ξέχασα τελείως το φόρεμα.
Η μητέρα μου όμως δεν το ξέχασε. Μια μέρα πριν από το χορό, βρήκα το φόρεμα να με περιμένει, στο σωστό μέγεθος. Ήταν ακουμπισμένο με μεγαλοπρέπεια πάνω στον καναπέ του καθιστικού, με έναν τρόπο που ξεχείλιζε από καλαισθησία και αγάπη. Εγώ μπορεί να μην νοιαζόμουν πια για κανένα φόρεμα, νοιαζόταν όμως η μητέρα μου.
Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη, αυτό που νιώθαμε εμείς για τον εαυτό μας. Μας είχε εμφυσήσει την ιδέα της μαγείας στον κόσμο και είχε αναπτύξει την ικανότητα μας να βλέπουμε ομορφιά ακόμα και μέσα στις συμφορές.
Στην πραγματικότητα, η μητέρα μου ήθελε τα παιδιά της να βλέπουν τον εαυτό τους σαν μια γαρδένια – αγαπητό, δυνατό, τέλειο, με μια αύρα μαγείας ίσως και λίγου μυστηρίου.
Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 22 ετών, δέκα μέρες μετά το γάμο μου. Εκείνη ακριβώς ήταν η χρονιά που σταμάτησαν οι γαρδένιες να έρχονται.
Marsha Arons
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.