Πέρασα δάση μαγικά
κάποια με δράκους, ξωτικά,
ποτάμια με ορμητικά νερά,
που κάποια με παρέσυραν,
φαράγγια που οι ψίθυροι
φωνές, κραυγές γεννούσαν.
Μα πάντα προχωρούσα...
πάντα βελάκια σε κορμούς,
σε τοίχους πάνω, σε γκρεμούς,
κορδέλες σε κλαδάκια,
στο δρόμο του θησαυρού
Ήταν κι ο ήχος ο ζεστός,
ήχος με χρώμα, αλλιώτικος,
μια μελωδία πλοηγός
που μ' έφερε στην πέτρινη,
τη μαυροφορεμένη Μάνη,
μια γη σου Ιστορία.
Γύρω μου βλέπω μπέηδες,
πύργους, καπεταναίους,
μυρίζει μπαρούτι και ελιά,
μία ολόγυμνη ομορφιά
με χέρια που σε ντύνουν
με φως, με ευφορία.
Ο ήχος ο μελίχρυσος,
παλέτας υγρής ο στεναγμός,
με ρούφηξε στον κόλπο
σ' ένα σεντούκι ανοιχτό
και άφωνη κοιτάω
κι ακούω το θησαυρό.
Χρυσό το χρώμα κι η ψυχή,
ο ήλιος αναστενάζει
χάνεται, λιώνει σαν κερί
μέσα στη άμμο, στα φιλιά,
της θάλασσας που έβαψε
με χρώμα μελί τα χείλη.
Τα μάτια το λένε δειλινό,
μα εγώ που ήχους άκουσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.