Μεγάλο Παζάρι Κωνσταντινούπολης
Λειτούργησε γιά πρώτη φορά τό 1461 μέ διαταγή τοῦ Σουλτάνου Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ καί ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀγορές τοῦ κόσμου, περιλαμβάνοντας περισσότερες ἀπό 58 καλυμμένες ὁδούς καί πάνω ἀπό 1.200 καταστήματα σέ ἔκταση περίπου 200.000 τετραγωνικῶν μέτρων. Βρισκόταν στήν κοιλάδα μεταξύ τοῦ δεύτερου καί τοῦ τρίτου λόφου, πού καταλήγει στό Μπαλύκ Παζάριον.
Περιλαμβάνει δύο Μπεζεστάνια, δηλαδή, καλυμμένες διά θόλου δομές τεκτονικῶν, στά ὁποῖα φυλάσσονταν πολύτιμα ἀντικείμενα καί περιουσίες ἐμπορευομένων, ἀλλά καί ἰδιωτῶν. Τό Παζάρι διευρύνθηκε τόν 16ο αἰώνα, κατά τή διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Σουλτάνου Σουλεϊμᾶν τοῦ Μεγαλοπρεπῆ καί τό 1894 ὑποβλήθηκε σέ μιά σημαντική ἀποκατάσταση ἔπειτα ἀπό ἕναν σεισμό πού προκάλεσε ἀρκετές καταστροφές. Φέτος, συμπληρώνει 550 χρόνια λειτουργίας καί παρουσίας του σέ ἕνα ἀπό τά πιό ζωντανά σημεῖα τῆς πόλης Κωνσταντινούπολη. Ἡ φωτογραφία, πού χρονολογεῖται τό 1839, ἀποτυπώνει ἕνα κομμάτι τῆς ἀχανοῦς αὐτῆς ἔκτασης μέ χιλιάδες καταστήματα κοσμήματος, ἀγγειοπλαστικῆς, καρυκευμάτων καί ταπήτων.
Τό Baluk Hana
Πρόκειται γιά ἕνα ξύλινο κιόσκι πού στηριζόταν ἀπό πασσάλους πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας τοῦ Μαρμαρά, νότια ἀπό τό τεῖχος τοῦ Παλατιοῦ (Σεράι). Τό κιόσκι αὐτό ὀνομαζόταν «Περίπτερoν της Ποινῆς» γιατί ἐκεῖ φυλακίζονταν καί ἀπαγχονίζονταν ἤ φονεύονταν οἱ κατάδικοι τρόφιμοι τοῦ Παλατιοῦ. Στή συνέχεια τά νεκρά σώματα ἀποστέλλονταν σέ ἕνα καΐκι πού περίμενε σέ μικρή ἀπόσταση καί ἀπό ἐκεῖ τα ἔριχναν στή θάλασσα. Ὁ πυρσός πού διακρίνεται στήν εἰκόνα σηματοδοτοῦσε τή διαδικασία τῆς παράδοσης τῶν νεκρῶν στόν ὑγρό τάφο, θέαμα, πού ἦταν συχνό γιά τά περαστικά πλοῖα πού ἔμπαιναν στό λιμάνι. Πάνω δεξιά, διακρίνονται ὁ θόλος καί οἱ μιναρέδες ἀπό τό Τζαμί τοῦ Ἀχμέτ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται στά 1839.
Τζαμί Βαλιδέ Σουλτάνας ἤ Γενί Τζαμί
Πρόκειται γιά τό μοναδικό παράλιο αὐτοκρατορικό Τζαμί, τοῦ ὁποίου τά θεμέλια ἐτέθησαν τό 1615 ἀπό τή Σουλτάνα Γκιουζέλ, μητέρας τῶν Σουλτάνων Μουράτ Δ’ καί Ἰμπραήμ Α’. Τό κτίριο αὐτό εἶναι ὅλο μαρμάρινο, θαυμάζεται ἰδιαίτερα γιά τούς κίονές του πού μετακομίσθηκαν ἀπό τά ἐρείπια τῆς Τρωάδος καί ἀπό τά Χανιά, μετά τήν πολιορκία του. Ἔχει μόνο δύο μιναρέδες πού ὑψώνονται μπροστά ἀπό τήν πρόσοψη τοῦ κτιρίου. Κατά τά ἄλλα ὁμοιάζει μέ τά ὑπόλοιπα αὐτοκρατορικά Τζαμιά ὡς πρός τούς θόλους, τά ἠμιθόλια, τό περιστύλιο, τό προαύλιο, ἀλλά διαφέρει μόνο ὡς πρός τό μέγεθος, καθώς εἶναι μικρότερο.
Τό Τζαμί τοῦ Ἀχμέτ
Λίγο
ἔξω ἀπό τή Σηλυμβρία Πύλη ἀναβρύει τό ξακουστό ἁγίασμα τῆς Ζωοδόχου
Πηγῆς. Δίπλα στήν πηγή βρίσκεται ὁ Ναός ἤ ἡ Μονή τῆς Πηγῆς, τήν ὁποία
θεμελίωσε ὁ Λέων ὁ Μέγας. Ὁ Ἰουστινιανός, ἰαθεῖς ἀπό τό Ἁγίασμα τῆς
Πηγῆς, τή μετεποίησε τό 559 ἀπό ὑλικό πού περισσευσε ἀπό τήν Ἁγία Σοφία.
Ἀρκετές φορές βέβαια στή συνέχεια καταστράφηκε, εἴτε ἀπό σεισμό, εἴτε
ἀπό πυρπόληση, ἀλλά ἀνοικοδομεῖτο, μέ τελευταία ἀνακατασκευή ἐκείνη τοῦ Βασίλειου. Ἡ μία εἰκόνα (δεξιά) ἀπεικονίζει τό ἐσωτερικό της ἐκκλησίας καί ἡ ἄλλη (αριστερά) τή θαυματουργή Πηγή.
Γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν δυό ἐκδοχές: Ἡ πρώτη, πού ἐξιστορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι: Ὁ μετέπειτα Αὐτοκράτορας Λέων ὁ Θράξ ἤ Λέων ὁ Μέγας (457-474 μ.Χ.), ὅταν ἐρχόταν ὡς ἁπλός στρατιώτης στήν Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στή Χρυσή Πύλη ἕναν τυφλό πού τοῦ ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή τοῦ ὑπέδειξε τήν πηγή. Πίνοντας ὁ τυφλός καί ἐρχόμενο τό λασπῶδες νερό στά μάτια τοῦ θεραπεύτηκε. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε Αὐτοκράτορας, τοῦ εἶπε ἡ προφητική φωνή πώς θά ἔπρεπε νά χτίσει δίπλα στήν πηγή μιά Ἐκκλησία. Πράγματι ὁ Λέων ἔκτισε μιά μεγαλοπρεπῆ ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου στό χῶρο ἐκεῖνο, τόν ὁποῖο καί ὀνόμασε "Πηγή". Ὁ Κάλλιστος περιγράφει τή μεγάλη αὐτή Ἐκκλησία μέ πολλές λεπτομέρειες, ἄν καί ἡ περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οἰκοδόμημα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἱστορικά πάντως εἶναι ἐξακριβωμένο ὅτι τό 536 στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τόν Πατριάρχη Μηνᾶ, λαμβάνει μέρος καί ὁ Ζήνων, ἡγούμενος "τοῦ Οἴκου τῆς ἁγίας ἐνδόξου Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας ἐν τῇ Πηγή".
Ἡ δεύτερη, πού ἐξιστορεῖ ὁ ἱστορικός Προκόπιος, τοποθετεῖται στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰώνα καί ἀναφέρεται στόν Ἰουστινιανό. Ὁ Ἰουστινιανός κυνηγοῦσε σ' ἕνα θαυμάσιο τοπίο μέ πολύ πράσινο, νερά καί δένδρα. Ἐκεῖ, σάν σέ ὅραμα, εἶδε ἕνα μικρό παρεκκλήσι, πλῆθος λαοῦ καί ἕναν ἱερέα μπροστά σε μιά πηγή. "Εἶναι ἡ πηγή τῶν θαυμάτων" τοῦ εἶπαν. Καί ἔχτισε ἐκεῖ μοναστήρι μέ ὑλικά πού περίσσεψαν ἀπό τήν Ἁγία Σοφιά. Ἡ δεύτερη αὐτή ἐκδοχή ἀνάγεται στήν ἀνακαίνιση τοῦ ναοῦ τό 559 ἀπό τόν Ἰουστινιανό.
Τό ὄνομα Μπαλουκλί προέρχεται ἀπό τήν τουρκική λέξη "bal?k" ("ψάρι") καί σημαίνει "τῶν ψαριῶν" ἤ "μέ τά ψάρια" , πιθανότατα λόγω ὕπαρξης ψαριῶν στά νερά τῆς περιοχῆς. Γιά τή μονή τοῦ Μπαλουκλί ὑπάρχει ὁ γνωστός θρύλος γιά τήν Αλωση τῆς Πόλης, ὁ ὁποῖος περιγράφεται ποιητικά ἀπό τόν Γεώργιο Βιζυηνό στό ποίημα τοῦ Τό Μπαλουκλί (Τά ψάρια τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς).
Λειτούργησε γιά πρώτη φορά τό 1461 μέ διαταγή τοῦ Σουλτάνου Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ καί ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀγορές τοῦ κόσμου, περιλαμβάνοντας περισσότερες ἀπό 58 καλυμμένες ὁδούς καί πάνω ἀπό 1.200 καταστήματα σέ ἔκταση περίπου 200.000 τετραγωνικῶν μέτρων. Βρισκόταν στήν κοιλάδα μεταξύ τοῦ δεύτερου καί τοῦ τρίτου λόφου, πού καταλήγει στό Μπαλύκ Παζάριον.
Περιλαμβάνει δύο Μπεζεστάνια, δηλαδή, καλυμμένες διά θόλου δομές τεκτονικῶν, στά ὁποῖα φυλάσσονταν πολύτιμα ἀντικείμενα καί περιουσίες ἐμπορευομένων, ἀλλά καί ἰδιωτῶν. Τό Παζάρι διευρύνθηκε τόν 16ο αἰώνα, κατά τή διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Σουλτάνου Σουλεϊμᾶν τοῦ Μεγαλοπρεπῆ καί τό 1894 ὑποβλήθηκε σέ μιά σημαντική ἀποκατάσταση ἔπειτα ἀπό ἕναν σεισμό πού προκάλεσε ἀρκετές καταστροφές. Φέτος, συμπληρώνει 550 χρόνια λειτουργίας καί παρουσίας του σέ ἕνα ἀπό τά πιό ζωντανά σημεῖα τῆς πόλης Κωνσταντινούπολη. Ἡ φωτογραφία, πού χρονολογεῖται τό 1839, ἀποτυπώνει ἕνα κομμάτι τῆς ἀχανοῦς αὐτῆς ἔκτασης μέ χιλιάδες καταστήματα κοσμήματος, ἀγγειοπλαστικῆς, καρυκευμάτων καί ταπήτων.
Τό Baluk Hana
Πρόκειται γιά ἕνα ξύλινο κιόσκι πού στηριζόταν ἀπό πασσάλους πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας τοῦ Μαρμαρά, νότια ἀπό τό τεῖχος τοῦ Παλατιοῦ (Σεράι). Τό κιόσκι αὐτό ὀνομαζόταν «Περίπτερoν της Ποινῆς» γιατί ἐκεῖ φυλακίζονταν καί ἀπαγχονίζονταν ἤ φονεύονταν οἱ κατάδικοι τρόφιμοι τοῦ Παλατιοῦ. Στή συνέχεια τά νεκρά σώματα ἀποστέλλονταν σέ ἕνα καΐκι πού περίμενε σέ μικρή ἀπόσταση καί ἀπό ἐκεῖ τα ἔριχναν στή θάλασσα. Ὁ πυρσός πού διακρίνεται στήν εἰκόνα σηματοδοτοῦσε τή διαδικασία τῆς παράδοσης τῶν νεκρῶν στόν ὑγρό τάφο, θέαμα, πού ἦταν συχνό γιά τά περαστικά πλοῖα πού ἔμπαιναν στό λιμάνι. Πάνω δεξιά, διακρίνονται ὁ θόλος καί οἱ μιναρέδες ἀπό τό Τζαμί τοῦ Ἀχμέτ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται στά 1839.
Τζαμί Βαλιδέ Σουλτάνας ἤ Γενί Τζαμί
Πρόκειται γιά τό μοναδικό παράλιο αὐτοκρατορικό Τζαμί, τοῦ ὁποίου τά θεμέλια ἐτέθησαν τό 1615 ἀπό τή Σουλτάνα Γκιουζέλ, μητέρας τῶν Σουλτάνων Μουράτ Δ’ καί Ἰμπραήμ Α’. Τό κτίριο αὐτό εἶναι ὅλο μαρμάρινο, θαυμάζεται ἰδιαίτερα γιά τούς κίονές του πού μετακομίσθηκαν ἀπό τά ἐρείπια τῆς Τρωάδος καί ἀπό τά Χανιά, μετά τήν πολιορκία του. Ἔχει μόνο δύο μιναρέδες πού ὑψώνονται μπροστά ἀπό τήν πρόσοψη τοῦ κτιρίου. Κατά τά ἄλλα ὁμοιάζει μέ τά ὑπόλοιπα αὐτοκρατορικά Τζαμιά ὡς πρός τούς θόλους, τά ἠμιθόλια, τό περιστύλιο, τό προαύλιο, ἀλλά διαφέρει μόνο ὡς πρός τό μέγεθος, καθώς εἶναι μικρότερο.
Τό Τζαμί τοῦ Ἀχμέτ
Τό
περικαλλές αὐτό τέμενος μέ τούς 5 θόλους, τούς ἕξι μιναρέδες καί τά
μεγαλοπρεπῆ περιστύλιά του, τίς ὀρειχάλκινες γλυπτές θύρες του, ἀποτελεῖ
τό ἀριστούργημα τῆς Ἀσιανῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Ἀνεγέρθηκε τό 1610 ἀπό τόν
Σουλτάνο Ἀχμέτ τόν Α’ καί βρίσκεται στή μεσημβρινοανατολική πλευρά τοῦ
Ἱπποδρόμου.
Περιλαμβάνει μιά μεγάλη πλατεία, πού χωρίζεται μέ τεῖχος ἀπό τόν Ἱππόδρομο. Τό τεῖχος αὐτό ὅπως φαίνεται καί στήν εἰκόνα εἶναι ἰδιαίτερα μακρύ, περίπου 80 πήχεις, μέ 72 παράθυρα κατά ἴσα διαστήματα καί τρεῖς θύρες, τή μία στό μέσον καί τίς ἄλλες δύο στά ἄκρα του. Ὅλος αὐτός ὁ περίβολος στόν ὁποῖο ἔχει ἀνεγερθεῖ τό Τζαμί εἶναι κατάφυτος ὁλόγυρα καί στά βόρεια ὑπάρχουν οἱ τάφοι τοῦ κτήτορος Σουλτάνου καί τοῦ υἱοῦ τοῦ Ὀσμᾶν Β’. Ἐπίσης ἀρκετοί μικροέμποροι στήνουν τήν πραμάτειά τους. Στό βάθος διακρίνονται ὁ ὀβελίσκος τοῦ Θεοδόσιου Α΄ καί ὁ λίθινος ὀβελίσκος τοῦ Κολοσσοῦ, πού τόν ἀναδιακόσμησε μέ χάλκινες πλάκες ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος. Ὅσον ἀφορᾶ στόν ὀβελίσκο τοῦ Θεοδοσίου, στήθηκε τό 330 ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Ἅ ὡς τιμητική στήλη εἰς ἀνάμνηση τῶν πολεμικῶν κατορθωμάτων του. Τό σύμπλεγμα ἀποτελεῖται ἀπό ἕναν αἰγυπτιακό ὀβελίσκο πάνω σε βάση κοσμημένη μέ ἀνάγλυφα ἀπό σκηνές ἀγωνισμάτων στόν Ἱππόδρομο.. Ἐκτιμᾶται ὅτι ὁ ὀβελίσκος στήν ἀρχική του μορφή εἶχε 30 μέτρα ὕψος καί ζύγιζε 400 τόνους. Φέρεται πώς ἔσπασε κατά τή μεταφορά του καί ἐν συνεχεία τεμαχίστηκε σέ δύο μέρη. Στή σημερινή μορφή τοῦ ἔχει ὕψος 19,6 μ.
Περιλαμβάνει μιά μεγάλη πλατεία, πού χωρίζεται μέ τεῖχος ἀπό τόν Ἱππόδρομο. Τό τεῖχος αὐτό ὅπως φαίνεται καί στήν εἰκόνα εἶναι ἰδιαίτερα μακρύ, περίπου 80 πήχεις, μέ 72 παράθυρα κατά ἴσα διαστήματα καί τρεῖς θύρες, τή μία στό μέσον καί τίς ἄλλες δύο στά ἄκρα του. Ὅλος αὐτός ὁ περίβολος στόν ὁποῖο ἔχει ἀνεγερθεῖ τό Τζαμί εἶναι κατάφυτος ὁλόγυρα καί στά βόρεια ὑπάρχουν οἱ τάφοι τοῦ κτήτορος Σουλτάνου καί τοῦ υἱοῦ τοῦ Ὀσμᾶν Β’. Ἐπίσης ἀρκετοί μικροέμποροι στήνουν τήν πραμάτειά τους. Στό βάθος διακρίνονται ὁ ὀβελίσκος τοῦ Θεοδόσιου Α΄ καί ὁ λίθινος ὀβελίσκος τοῦ Κολοσσοῦ, πού τόν ἀναδιακόσμησε μέ χάλκινες πλάκες ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος. Ὅσον ἀφορᾶ στόν ὀβελίσκο τοῦ Θεοδοσίου, στήθηκε τό 330 ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Ἅ ὡς τιμητική στήλη εἰς ἀνάμνηση τῶν πολεμικῶν κατορθωμάτων του. Τό σύμπλεγμα ἀποτελεῖται ἀπό ἕναν αἰγυπτιακό ὀβελίσκο πάνω σε βάση κοσμημένη μέ ἀνάγλυφα ἀπό σκηνές ἀγωνισμάτων στόν Ἱππόδρομο.. Ἐκτιμᾶται ὅτι ὁ ὀβελίσκος στήν ἀρχική του μορφή εἶχε 30 μέτρα ὕψος καί ζύγιζε 400 τόνους. Φέρεται πώς ἔσπασε κατά τή μεταφορά του καί ἐν συνεχεία τεμαχίστηκε σέ δύο μέρη. Στή σημερινή μορφή τοῦ ἔχει ὕψος 19,6 μ.
Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τό Cassim Pachai
Ἄποψη τῆς ἀκτῆς τοῦ Κερατίου Κόλπου ἀπό τό Κασίμ Πασά. Διακρίνεται στό
βάθος τό τέμενος τοῦ Σουλεϊμανιγιέ, τό ὑδραγωγεῖο τοῦ Οὐάλεντος καί ἡ
Μονή Παντοκράτορος Ζεϊρέκ Τζαμί ἐντός των τειχῶν τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τό Ἐγιούπ
Ἄποψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τό Ἐγιούπ. Πρόκειται γιά ἕνα ἥσυχο
προάστιο στό βάθος τοῦ Κεράτιου Κόλπου. Ὀνομάστηκε ἔτσι ἐπειδή ἐκεῖ
βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Ἐγιούπ Ἐνζαρί, πού οἱ Τοῦρκοι τιμοῦν ὡς ἅγιο.
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ (κάτω ἐσωτερικό – πάνω ἐξωτερικό)
Ὁ Ναός τῆς Ἁγίας του Θεοῦ Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη ἀποτελεῖ τήν
κορυφαία δημιουργία τῆς βυζαντινῆς ναοδομίας, πρωτοποριακοῦ σχεδιασμοῦ,
καί ὑπῆρξε σύμβολο τῆς πόλης, τόσο κατά τή βυζαντινή ὅσο καί κατά τήν
ὀθωμανική περίοδο. Σύμφωνα μέ τόν Προκόπιο, "ὁ ναός αὐτός δέν εἶναι ἔργο
ἀνθρώπινης προσπάθειας ἤ τεχνικῆς, ἀλλά τῆς ἐπενέργειας τοῦ Θεοῦ". Ὅταν
τό 532 ὁ Ἰουστινιανός ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά κτίσει τό ναό, ἦταν
ἀποφασισμένος ὅπως ὁ νέος ναός ὑπερβεῖ ὅλους τους ἄλλους σέ λαμπρότητα.
Μία ἐγκύκλιος ἀπεστάλη σ' ὅλους τους κυβερνῆτες τῶν ἐπαρχιῶν νά στείλουν
στήν πρωτεύουσα τά ὡραιότερα μάρμαρα ἀπό τά πιό φημισμένα λατομεῖα τῆς
αὐτοκρατορίας, καί τά πιό πολύτιμα ὑλικά ὅπως ἦταν χρυσός, ἄργυρος
ἐλεφαντοστό καί ἄλλους πολύτιμους λίθους. Δύο Ἕλληνες Μικρασιάτες, ὁ
Ἀνθέμιος ἀπό τίς Τράλλεις καί ὁ Ἰσίδωρος ἀπό τή Μίλητο, ἀνέλαβαν τήν
πραγματοποίηση τοῦ κολοσσιαίου ἔργου τό ὁποῖο ἐγκαινιάστηκε στίς 27
Δεκεμβρίου 537, μόλις 5 ἔτη ἀπό τήν ἡμέρα πού ἐρρίφθη ὁ πρῶτος λίθος.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας εἰσῆλθε στό ἐσωτερικό του ναοῦ ἀναφώνησε τό περίφημο
"Νενίκηκά σε Σολομῶν".
Ὅταν κανείς εἰσέρχεται στό ναό μένει ἔκθαμβος ἀπό τή μεγαλοπρέπεια καί ἀτενίζει τόν ὕψους 55 μέτρων τεράστιο θόλο, πλάτους 31 μέτρων, πού στηρίζεται σέ τέσσερις μεγάλες ἁψίδες, οἱ ὁποῖες πάλι βαστάζονται ἀπό τέσσερις ὀγκώδεις κίονες. Ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι ὁ τύπος τῆς θολωτῆς βασιλικῆς, γνωστός στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τόν 5ο αἰώνα. Ἡ διακόσμηση πού κάλυπτε τό ἐσωτερικό του ναοῦ ἦταν ἴσης σπουδαιότητας μέ τήν ἀρχιτεκτονική του. Ὑψηλοί κίονες ἀπό πορφύρα, λευκό καί πρασινωπό διάστικτο μάρμαρο, στεφανωμένοι μέ μαρμάρινα κιονόκρανα ἦταν διακοσμημένοι μέ γραμμές χρώματος μπλέ ἤ χρυσαφί. Οἱ τοῖχοι καλύπτονταν μέ μάρμαρα πολύχρωμα, ζωγραφισμένα ἀπό τούς πιό ἐπιδέξιους ζωγράφους, καί ἀπό ψηφιδωτά ποῦ ἔλαμπαν μέσα στό βαθύ μπλέ ἤ ἀργυρό φόντο. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν κατασκευασμένη ἀπό καθαρό χρυσό καί ἔλαμπε διακοσμημένη μέ σπάνια κοσμήματα καί σμάλτο, ἐνῶ τό Ἱερό ἦταν στολισμένο μέ μεταξωτά καί χρυσά κεντήματα. Ὁ τεράστιος πολυέλαιος μέ τά χιλιάδες κεριά φώτιζε τό ναό, ὁ ὁποῖος φωτιζόταν καί στό ἐξωτερικό του κατά τή διάρκεια τῆς νύκτας καί ἔκανε τήν ἐκκλησία νά λάμπει μέ πύρινη λαμπρότητα καί νά ἀναγγέλλει στούς ναυτικούς ἀπό μακριά τή δόξα τῆς αὐτοκρατορίας καί τό τέλος τοῦ ταξιδιοῦ τους.
Ἐσωτερικά ὁ Ναός διαιρεῖται ἀπό δύο κιονοστοιχίες ἐξαρτώμενες ἀπό τούς πεσσούς σέ τρία κλίτη. Ὁ ὅλος Ναός ἀποτελεῖται ἀπό τά ἑξῆς μέρη:
Τό αἴθριο: ὑπαίθρια μαρμαρόστρωτη καί περίστυλη αὐλή στό μέσον της ὁποίας ἦταν ἡ μαρμάρινη κρήνη πού ἔφερε τήν ὀνομαστή καρκινική ἐπιγραφή "ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ".
O ἔξω καί o κυρίως νάρθηκας: Πέντε πύλες ἀπό τό αἴθριο ὁδηγοῦν στόν ἔξω νάρθηκα καί ἀπό αὐτόν ἄλλες πέντε πύλες ὁδηγοῦν στόν ἐσωτερικό νάρθηκα, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μεσαία πύλη λέγεται καί Μεγάλη ἤ Ὡραία Πύλη. Ἀπό τόν ἔσω νάρθηκα ἐννέα πύλες, τρεῖς ἀνά κλίτος ὁδηγοῦν στόν κυρίως Ναό. Οἱ τρεῖς μεσαῖες ἐξ αὐτῶν καλοῦνται Βασιλικές Πύλες ἐπειδή ἐξ αὐτῶν εἰσήρχετο ὁ Αὐτοκράτορας στίς ἐπίσημες τελετές. Καί οἱ δύο νάρθηκες καταλάμβανουν περίπου τό ἴδιο πλάτος τοῦ Ναοῦ μέ μικρό μῆκος εἰσόδου ὁ καθένας. Πάνω ἀπό τόν ἔσω νάρθηκα εἶναι ὁ γυναικωνίτης, ἐξ οὐ καί τό ὄνομα "νάρθηξ γυναικωνίτιδος".
Ὁ κύριος Ναός: Ἡ εἴσοδος στόν κυρίως Ναό ὅπως προαναφέρθηκε ἦταν οἱ τρεῖς Βασιλικές Πύλες καί οἱ ἕξι, ἀνά τρεῖς ἑκατέρωθεν, τοῦ ἔσω νάρθηκα. Ὁ κυρίως Ναός χωρίζεται σέ τρία κλίτη (στοές θά λέγαμε σήμερα) τῶν ὁποίων τό μεσαῖο εἶναι διπλάσιου πλάτους τῶν ἑκατέρωθεν. Τό ἐσωτερικό σχέδιο εἶναι ἁπλοῦν. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους μέ ὑπερώα τόξα στά ὁποῖα καί φέρονται ἐπιθόλια τόξα συναποτελώντας ἔτσι μιά περιμετρική βάση ἐπί τῆς ὁποίας καί ἐδράζει ὁ τεράστιος θόλος. Ἡ περιμετρική βάση φέρει πλῆθος στυλιδίων ὑπό μορφή παραθύρων ἀπό τά ὁποῖα καί ὁλόκληρος ὁ Ναός καταυγάζεται ἀπό τό φῶς. Ἡ ὅλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι τήν ἐντύπωση μιά ἁρμονίας φωτός καί ἀρχιτεκτονικῆς. Τά 24 παράθυρα πού ὑπάρχουν ὁλόγυρά του θόλου δίνουν τήν εἰκόνα τῆς ἀνακρέμασης ἀπό τόν οὐρανό. Μετά τήν μετατροπή τοῦ ναοῦ σέ μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.
Τό ἐσωτερικό της Ἐκκλησίας ἦταν διακοσμημένο μέ πλῆθος ψηφιδωτῶν. Κάποια ἀπό αὐτά διηρπάγησαν ἤ καταστράφηκαν ἤ καί καλύφθηκαν κατά τίς διάφορες περιπέτειες πού ἔζησε ἡ Κωνσταντινούπολη.
Στήν πάνω φωτογραφία, ἐξωτερική ἄποψη τῆς Ἁγίας Σοφίας. Μπροστά ἐκτεινόταν ὁ Ἱππόδρομος μέ τόν Ὀβελίσκο τοῦ Θεοδοσίου, τή Στήλη τῶν Ἀφαίων ἀπό τούς Δελφούς καί τόν ὀβελίσκο τοῦ Κολοσσοῦ.
Ὅταν κανείς εἰσέρχεται στό ναό μένει ἔκθαμβος ἀπό τή μεγαλοπρέπεια καί ἀτενίζει τόν ὕψους 55 μέτρων τεράστιο θόλο, πλάτους 31 μέτρων, πού στηρίζεται σέ τέσσερις μεγάλες ἁψίδες, οἱ ὁποῖες πάλι βαστάζονται ἀπό τέσσερις ὀγκώδεις κίονες. Ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι ὁ τύπος τῆς θολωτῆς βασιλικῆς, γνωστός στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τόν 5ο αἰώνα. Ἡ διακόσμηση πού κάλυπτε τό ἐσωτερικό του ναοῦ ἦταν ἴσης σπουδαιότητας μέ τήν ἀρχιτεκτονική του. Ὑψηλοί κίονες ἀπό πορφύρα, λευκό καί πρασινωπό διάστικτο μάρμαρο, στεφανωμένοι μέ μαρμάρινα κιονόκρανα ἦταν διακοσμημένοι μέ γραμμές χρώματος μπλέ ἤ χρυσαφί. Οἱ τοῖχοι καλύπτονταν μέ μάρμαρα πολύχρωμα, ζωγραφισμένα ἀπό τούς πιό ἐπιδέξιους ζωγράφους, καί ἀπό ψηφιδωτά ποῦ ἔλαμπαν μέσα στό βαθύ μπλέ ἤ ἀργυρό φόντο. Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν κατασκευασμένη ἀπό καθαρό χρυσό καί ἔλαμπε διακοσμημένη μέ σπάνια κοσμήματα καί σμάλτο, ἐνῶ τό Ἱερό ἦταν στολισμένο μέ μεταξωτά καί χρυσά κεντήματα. Ὁ τεράστιος πολυέλαιος μέ τά χιλιάδες κεριά φώτιζε τό ναό, ὁ ὁποῖος φωτιζόταν καί στό ἐξωτερικό του κατά τή διάρκεια τῆς νύκτας καί ἔκανε τήν ἐκκλησία νά λάμπει μέ πύρινη λαμπρότητα καί νά ἀναγγέλλει στούς ναυτικούς ἀπό μακριά τή δόξα τῆς αὐτοκρατορίας καί τό τέλος τοῦ ταξιδιοῦ τους.
Ἐσωτερικά ὁ Ναός διαιρεῖται ἀπό δύο κιονοστοιχίες ἐξαρτώμενες ἀπό τούς πεσσούς σέ τρία κλίτη. Ὁ ὅλος Ναός ἀποτελεῖται ἀπό τά ἑξῆς μέρη:
Τό αἴθριο: ὑπαίθρια μαρμαρόστρωτη καί περίστυλη αὐλή στό μέσον της ὁποίας ἦταν ἡ μαρμάρινη κρήνη πού ἔφερε τήν ὀνομαστή καρκινική ἐπιγραφή "ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ".
O ἔξω καί o κυρίως νάρθηκας: Πέντε πύλες ἀπό τό αἴθριο ὁδηγοῦν στόν ἔξω νάρθηκα καί ἀπό αὐτόν ἄλλες πέντε πύλες ὁδηγοῦν στόν ἐσωτερικό νάρθηκα, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μεσαία πύλη λέγεται καί Μεγάλη ἤ Ὡραία Πύλη. Ἀπό τόν ἔσω νάρθηκα ἐννέα πύλες, τρεῖς ἀνά κλίτος ὁδηγοῦν στόν κυρίως Ναό. Οἱ τρεῖς μεσαῖες ἐξ αὐτῶν καλοῦνται Βασιλικές Πύλες ἐπειδή ἐξ αὐτῶν εἰσήρχετο ὁ Αὐτοκράτορας στίς ἐπίσημες τελετές. Καί οἱ δύο νάρθηκες καταλάμβανουν περίπου τό ἴδιο πλάτος τοῦ Ναοῦ μέ μικρό μῆκος εἰσόδου ὁ καθένας. Πάνω ἀπό τόν ἔσω νάρθηκα εἶναι ὁ γυναικωνίτης, ἐξ οὐ καί τό ὄνομα "νάρθηξ γυναικωνίτιδος".
Ὁ κύριος Ναός: Ἡ εἴσοδος στόν κυρίως Ναό ὅπως προαναφέρθηκε ἦταν οἱ τρεῖς Βασιλικές Πύλες καί οἱ ἕξι, ἀνά τρεῖς ἑκατέρωθεν, τοῦ ἔσω νάρθηκα. Ὁ κυρίως Ναός χωρίζεται σέ τρία κλίτη (στοές θά λέγαμε σήμερα) τῶν ὁποίων τό μεσαῖο εἶναι διπλάσιου πλάτους τῶν ἑκατέρωθεν. Τό ἐσωτερικό σχέδιο εἶναι ἁπλοῦν. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους μέ ὑπερώα τόξα στά ὁποῖα καί φέρονται ἐπιθόλια τόξα συναποτελώντας ἔτσι μιά περιμετρική βάση ἐπί τῆς ὁποίας καί ἐδράζει ὁ τεράστιος θόλος. Ἡ περιμετρική βάση φέρει πλῆθος στυλιδίων ὑπό μορφή παραθύρων ἀπό τά ὁποῖα καί ὁλόκληρος ὁ Ναός καταυγάζεται ἀπό τό φῶς. Ἡ ὅλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι τήν ἐντύπωση μιά ἁρμονίας φωτός καί ἀρχιτεκτονικῆς. Τά 24 παράθυρα πού ὑπάρχουν ὁλόγυρά του θόλου δίνουν τήν εἰκόνα τῆς ἀνακρέμασης ἀπό τόν οὐρανό. Μετά τήν μετατροπή τοῦ ναοῦ σέ μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.
Τό ἐσωτερικό της Ἐκκλησίας ἦταν διακοσμημένο μέ πλῆθος ψηφιδωτῶν. Κάποια ἀπό αὐτά διηρπάγησαν ἤ καταστράφηκαν ἤ καί καλύφθηκαν κατά τίς διάφορες περιπέτειες πού ἔζησε ἡ Κωνσταντινούπολη.
Στήν πάνω φωτογραφία, ἐξωτερική ἄποψη τῆς Ἁγίας Σοφίας. Μπροστά ἐκτεινόταν ὁ Ἱππόδρομος μέ τόν Ὀβελίσκο τοῦ Θεοδοσίου, τή Στήλη τῶν Ἀφαίων ἀπό τούς Δελφούς καί τόν ὀβελίσκο τοῦ Κολοσσοῦ.
Ἑλληνική Ἐκκλησία Μπαλουκλή
Γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν δυό ἐκδοχές: Ἡ πρώτη, πού ἐξιστορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι: Ὁ μετέπειτα Αὐτοκράτορας Λέων ὁ Θράξ ἤ Λέων ὁ Μέγας (457-474 μ.Χ.), ὅταν ἐρχόταν ὡς ἁπλός στρατιώτης στήν Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στή Χρυσή Πύλη ἕναν τυφλό πού τοῦ ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή τοῦ ὑπέδειξε τήν πηγή. Πίνοντας ὁ τυφλός καί ἐρχόμενο τό λασπῶδες νερό στά μάτια τοῦ θεραπεύτηκε. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε Αὐτοκράτορας, τοῦ εἶπε ἡ προφητική φωνή πώς θά ἔπρεπε νά χτίσει δίπλα στήν πηγή μιά Ἐκκλησία. Πράγματι ὁ Λέων ἔκτισε μιά μεγαλοπρεπῆ ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου στό χῶρο ἐκεῖνο, τόν ὁποῖο καί ὀνόμασε "Πηγή". Ὁ Κάλλιστος περιγράφει τή μεγάλη αὐτή Ἐκκλησία μέ πολλές λεπτομέρειες, ἄν καί ἡ περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οἰκοδόμημα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἱστορικά πάντως εἶναι ἐξακριβωμένο ὅτι τό 536 στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τόν Πατριάρχη Μηνᾶ, λαμβάνει μέρος καί ὁ Ζήνων, ἡγούμενος "τοῦ Οἴκου τῆς ἁγίας ἐνδόξου Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας ἐν τῇ Πηγή".
Ἡ δεύτερη, πού ἐξιστορεῖ ὁ ἱστορικός Προκόπιος, τοποθετεῖται στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰώνα καί ἀναφέρεται στόν Ἰουστινιανό. Ὁ Ἰουστινιανός κυνηγοῦσε σ' ἕνα θαυμάσιο τοπίο μέ πολύ πράσινο, νερά καί δένδρα. Ἐκεῖ, σάν σέ ὅραμα, εἶδε ἕνα μικρό παρεκκλήσι, πλῆθος λαοῦ καί ἕναν ἱερέα μπροστά σε μιά πηγή. "Εἶναι ἡ πηγή τῶν θαυμάτων" τοῦ εἶπαν. Καί ἔχτισε ἐκεῖ μοναστήρι μέ ὑλικά πού περίσσεψαν ἀπό τήν Ἁγία Σοφιά. Ἡ δεύτερη αὐτή ἐκδοχή ἀνάγεται στήν ἀνακαίνιση τοῦ ναοῦ τό 559 ἀπό τόν Ἰουστινιανό.
Τό ὄνομα Μπαλουκλί προέρχεται ἀπό τήν τουρκική λέξη "bal?k" ("ψάρι") καί σημαίνει "τῶν ψαριῶν" ἤ "μέ τά ψάρια" , πιθανότατα λόγω ὕπαρξης ψαριῶν στά νερά τῆς περιοχῆς. Γιά τή μονή τοῦ Μπαλουκλί ὑπάρχει ὁ γνωστός θρύλος γιά τήν Αλωση τῆς Πόλης, ὁ ὁποῖος περιγράφεται ποιητικά ἀπό τόν Γεώργιο Βιζυηνό στό ποίημα τοῦ Τό Μπαλουκλί (Τά ψάρια τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.