Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Εκείνη τότε άλλαξε κορμί και το έσκασε από το μπαλκόνι.
Πηδώντας το σώμα της έκανε τόξο και προσγειώθηκε στα μαξιλαράκια των ποδιών της.
Πέρασε το δρόμο λικνιστή κι ανάλαφρη κι άρχισε να τρέχει.
Οι γείτονες είδαν μια γάτα να φεύγει.
Το πρωί θα έβλεπαν μια γυναίκα να μπαίνει από την πόρτα.
Καιρό τώρα, ανυπομονούσε να έρθει το σούρουπο και να νιώσει τη χάλκινη γούνα της να φυτρώνει μαζί με την ουρά στη μέση της.
Όταν το πρωτόπαθε, τρομοκρατήθηκε.
Είδε τα μάτια της να γίνονται κίτρινα και πίστεψε ότι κάποια αρρώστια την είχε βρει.
Σταδιακά, άρχισε να βλέπει στο σκοτάδι, να μεγαλώνουν τα νύχια της, να καμπουριάζει το κορμί της.
Μόλις μεταμορφώθηκε εξολοκλήρου για πρώτη φορά, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και γουργούρισε από χαρά.
Κατάλαβε ότι άνηκε στην κάστα των ευνοημένων να ζήσουν εφτά ζωές και όχι των απλών ανθρώπων που τους είχε κληρώσει μόνο μία.
Τώρα πια, η βραδινή μετάλλαξή της είχε γίνει εθισμός κι ανάγκη.
Όλη μέρα περίμενε την ευλογημένη εκείνη ώρα που θα έβγαινε στους δρόμους να συναντήσει την παρέα της, τους γάτους, γύρω από τον κάδο των σκουπιδιών.
Οι άνθρωποι που περνούσαν, τους κοιτούσαν υποτιμητικά ή με οίκτο. «Αλητόγατες που δεν είχαν μέρος να σταθούν…»
Μα εκείνη ήταν γάτα και ξεχώριζε τα πάντα στο σκοτάδι.
Μπορούσε να δει ότι αυτοί δεν ήταν παρά σκιές, είχαν πουλήσει τις ψυχές τους για λίγη ασφάλεια.
Περιφέρονταν και παρίσταναν ότι ζουν.
Χώνονταν σε πανομοιότυπες φωλιές που τις ονόμαζαν σπίτια, ζούσαν όλοι ίδια, κατασκόπευαν τους γείτονες και προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τεντώσουν τη μία τους ζωή μπας και κρατήσει παραπάνω.
Η δικιά της η ψυχή ήταν γατίσια και οι ζωές της εφτά. Δεν θα πουλούσε καμιά.
«Θα έρθεις στο βουνό; Απόψε θα χορέψουμε» της είπε ένας μαύρος αλήτης γάτος, με πράσινα λαμπερά μάτια.
«Δεν μπορώ, απόψε. Είναι κόκκινο το φεγγάρι!» του νιαούρισε.
Οι τρίχες του σηκώθηκαν και τα μάτια του έγιναν πιο σκοτεινά από τη γούνα του.
Εκείνη, έφυγε τρέχοντας να προλάβει.
Πέρασε πολλές γειτονιές για να βρεθεί σε ένα σπίτι με ίδια χρώματα, ίδιο σχέδιο, μπαλκόνια και ζωή όπως τα άλλα γύρω.
Σκαρφάλωσε σβέλτα στο δέντρο δίπλα στο παράθυρο του τρίτου ορόφου.
Στο δωμάτιο είχε φως κι εκείνος καθόταν σε μια πολυθρόνα κρατώντας ένα πακέτο φωτογραφίες στα χέρια του.
Ακουγόταν μουσική, αλλά εκείνη ήξερε τι ήταν πριν καν ακούσει: The Cure, “Pictures of You”.
«I've been looking so long at these pictures of you
That I almost believe that they're real…».
That I almost believe that they're real…».
Έμεινε να κοιτάει μαζί του παλιές φωτογραφίες από τότε που εκείνος ήταν δικός της κι εκείνη μόνο άνθρωπος.
Όταν άρχισαν οι μεταμορφώσεις της, όλα άλλαξαν. Απρόσμενα.
Εκείνος πήγε να την κάνει σκιά, μα αυτή άρχισε να βγάζει γούνα και νύχια. Τρόμαξε!
«Δεν έχεις γατίσια ψυχή;» του φώναξε.
«Τι κι αν έχω; Δεν θα την αφήσω να με κάνει γάτο ποτέ» της ούρλιαξε. «Άνθρωπος θα μείνω».
«Να μείνεις στη φωλιά σου, εγώ δεν θα ξοδέψω καμιά μου ζωή, θα τις ζήσω όλες!» του είπε, του έδωσε μια νυχιά και το ‘σκασε.
Είχε και τότε κόκκινο φεγγάρι.
«…Screamed at the make believe, screamed at the sky
And you finally found all your courage to let it all go…».
And you finally found all your courage to let it all go…».
Ξαφνικά η μουσική σταμάτησε.
Είδε μια γυναίκα να μπαίνει στο δωμάτιο κι εκείνος έκρυψε αμέσως τις φωτογραφίες.
Έσκυψε και τον φίλησε και η σκιά του πήρε το χρώμα της χολής. Της ήρθε μυρωδιά από σάπιο.
Κατέβηκε σβέλτα από το δέντρο, διέσχισε πάλι τις γειτονιές και έφτασε στο βουνό.
Ο μαύρος αλήτης γάτος ήταν εκεί και τριβόταν με μια σιαμέζα.
Τα μάτια του, της τρύπησαν και τις εφτά ψυχές.
Δεν ξανάγινε άνθρωπος. Ακολούθησε τον αλήτη γάτο.
Ήταν πολλά τα κόκκινα φεγγάρια που είχε χάσει κοιτώντας παλιές φωτογραφίες.
Το πρωί, οι γείτονες δεν είδαν τη γυναίκα να μπαίνει από την πόρτα.
Θα καλούσαν σύντομα την αστυνομία.
Για τη γάτα δεν ενδιαφέρθηκε κανείς.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.