ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ
Εις την αποδεικτικήν διαδικασίαν εξηκριβώθη επίσης ότι ο Γουλόπουλος είχεν τακτικήν συναναστροφήν με τους χωροφύλακας, της καταδιώξεως μάλιστα. Την επομένην του εγκλήματος ο Γουλόπουλος εθεάθη συντρώγων με δύο χωροφύλακας και επλήρωσε και τα έξοδα, εφαίνετο δε ηρεμώτατος.
Επίσης ο μάρτυς χωροφύλαξ Παληός βεβαιοί ότι έκαμνε παρέαν με τον φονέα και ότι την είδησιν του φόνου την έμαθεν από τον Γουλόπουλον το πρωί της Τετάρτης, ενώ το έγκλημα εγνώσθη εις Τρίκαλα επισήμως το βράδυ της ιδίας ημέρας εκ τηλεγραφήματος της αστυνομίας Καρδίτσης.
Ο χωροφύλαξ Ιωακείμ, βεβαιοί ότι το έγκλημα επληροφορήθη από τον υπενωματάρχην Λάντζαρην, εις τον οποίον το είχεν ανακοινώση ο Γουλόπουλος, είχε διεμορφώσει την γνώμην ότι ούτος ήτο ο φονεύς. Και όταν ηρωτήθησαν όλοι οι χωροφύλακες, διατί τους συναστρέφετο ο Γουλόπουλος αυτοί απάντησαν. Ήθελε να μη, μας δίδη υποψίας δια τας πράξεις του.
ΤΟ «ΑΛΛΟΘΙ»
Αλλά εις ότι μεγάλην προσοχήν έδοσεν ο Γουλόπουλος, ήτο να δημιουργήση το «άλλοθι». Την 3 Μαρτίου - την νύκτα της ημέρας αυτής διέπραξε τον φόνον - μετέβη εις το εν Τρικάλοις ξενοδοχείον «Πετρούπολις» και παρήγγειλε να του κρατήσουν κρεββάτι. Αλλά το βράδυ δεν μετέβη να κοιμηθή. Ενεφανίσθη την εννάτην πρωινήν και εκοιμήθη καθ΄όλην την ημέραν. Εφεξής εκοιμάτο εκεί.
Και ο Τριγώνης τον επισκέπτετο συχνά. Επίσης προσεπάθει να πείση τους χωροφύλακας της καταδιώξεως, ότι διεσκέδασε μαζί των την νύκτα της Δευτέρας (καθ΄ ήν διεπράχθη ο φόνος) και όχι την νύκτα της Τρίτης. Εν τω μεταξύ αυτός αφ΄ού παρήγγειλε να του κρατήσουν το κρεβάτι εις το ξενοδοχείον, - 2.30 μ.μ. - έφυγε το απόγευμα εις τας 7 δια Καρδίτσαν, μετέβη εις Καλλιφώνιον. Την πρωίαν της Τρίτης εθεάθη εις Καρδίτσαν και εις τας 9 ενεφανίσθη πάλιν εις Τρίκαλα ότι και εκοιμήθη εις το Ξενοδοχείον. Μετά την αποκάλυψιν του δρομολογίου του φονέως το «άλλοθι» κατέπεσε παταγωδώς.
ΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑΙ
{mosimage}Οι κατηγορούμενοι εις τας απολογίας των ηρνήθησαν την ενοχήν των. Ο Γουλόπουλος ηγκυροβολημένος εις το «άλλοθι», επέμεινεν ότι την Δευτέραν την νύκτα καθ΄ήν διεπράχθη το έγκλημα εις Καλιφώνιον, ήτο εις Τρίκαλα, εκοιμήθη δε εις το ξενοδοχείον το πρωί, διότι διασκέδαζε την νύκτα. Ηρνήθη ότι ενέχεται εις το έγκλημα και απέδοσε το ότι κατηγορείται παρά των Καλιφωνιτών εις το ότι δεν κατάγεται εκ τοιούτου χωρίου. Ο έτερος κατηγορούμενος Τριγώνης, ο οποίος εφρόντισε μετά το έγκλημα να μεταβή εις το χωρίον Στεφανωσιαίς και να κοιμηθή εις το σπίτι της αδελφής του επικαλείται τούτο, ίνα αποδείξη την αθωότητά του. Δικαιολογεί τον τραυματισμόν του εις την χείρα και λέγει, ότι προήλθε καθ΄ήν ώραν ούτος ετρόχιζε κάποιον πέλεκυν.
ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ
Το Δικαστήριον μετά διάσκεψιν ημισείας ώρας, εξέδοσε την απόφασίν του. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, Γουλόπουλος και Τριγώνης, εκηρύχθησαν ένοχοι επί ληστεία και φόνω. Και κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Ατάραχοι ήκουσαν την καταδίκην των. Αμφότεροι διεμαρτύροντο ότι είναι αθώοι και ότι αδίκως κατεδικάσθησαν εις θάνατον.
Αλλά η διαταγή του επί κεφαλής της φρουράς των αξιωματικού όπως μεταφερθώσι οι κατηγορούμενοι εις την φυλακήν διέκοψε τας διαμαρτυρίας των περί αθωότητός των.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΞ
Ως μας γράφουν εκ Τρικάλλων, η τελευταία νυξ των δύο καταδίκων υπήρξεν ήρεμος. Εις το ίδιον κελλί δεν εκοιμήθησαν. Εκάπνιζαν διαρκώς και συνωμίλουν σιγά – σιγά.
Κανείς δεν ηθέλησε να τους διακόψη, ούτε καν να ακούση τας διαλέξεις των. Όσον και ήσαν ένοχοι, ήσαν μελλοθάνατοι. Το πρωί ήλθεν ο ιερεύς να τους κοινωνίση των αχράντων Μυστηρίων. Ολίγον ακόμη και δεν θα υπήρχον εις την ζωήν. Εκοινώνησαν. Μετά την μετάληψιν, ο Γουλόπουλος είπεν εις τον σκοπόν.
- Φώναξε τον γραμματέα της Επιστασίας των φυλακών Γεωργιάδην. Όταν ούτος μετέβη ο Γουλόπουλος είχε χάσει την ψυχραιμίαν του.
- Φώναξε του λέγει τον Επίτροπο. Θέλω να ομολογήσω το έγκλημά μου. Εγώ διέπραξα τους φόνους αλλά ο Τριγώνης είναι αθώος.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Η γενναιοψυχία αυτή του Γουλόπουλου, ουδόλως ωφέλησε τον Τριγώνην. Ο άθλιος δολοφόνος, βλέπων, ότι έφθασεν η ώρα του θανάτου του και μετανοήσας ίσως, διότι παρέσυρε και άλλον εις το έγκλημα, ηθέλησε να τον σώση, αποθνήσκων αυτός μόνον. Αλλά η Φρουρά ήτο έτοιμος, χρονοτριβή δεν εχώρει με τον μελοθάνατον, δεμένοι από τας χείρας, εβάδιζαν μαζί εις τον θάνατον, μαζί εσκόρπισαν τον θάνατον εις ένα ολόκληρο σπίτι. Μετ’ ολίγον δεν υπήρχον πλέον. Αι σφαίραι του στρατιωτικού αποσπάσματος εξεδικήθησαν τα θύματά των.
Αναφορά για το ίδιο θέμα έγινε και στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της 8/3/1924, στη 2 σελίδα, όπου αναφέρονται τα εξής:
Ηγγέλεται εκ Πόλιν, ότι την προχθεσινήν νύχτα εις το χωρίον Καλλιφώνιον εφονεύθη δοι όπλων και μαχαίρας ολόκληρος η οικογένεια του Θωμά Καβλιά απαρτιζόμενη εξ αυτού, της συζύγου του και των δύο θυγατέρων του. Επι τόπου μετέβη αμέσως ο περιοδεύον ανώτερος Διοικητής Α. Κατσώνας, ο οποίος κατόπιν προκυψάντων σοβαρών στοιχείων ενοχής κατά του Γ. Γουλοπούλου κατεπυγόντος κρυφίως εν τω μεταξύ εις Τρίκαλα ενήργησε την σύλληψιν αυτού».
«Όταν έγινε το έγκλημα ο Βασίλης ήταν μωρό παιδάκι και μετά φαίνεται άκουσε για το φόνο από άλλους παλιότερους στα χρόνια και έγραψε το τραγούδι».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε το 1917 και όταν έγινε το έγκλημα ήταν επτά χρονών. Άρα, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Μπαγιαντέρα και τους θρύλους του υποκόσμου, η χρονολογία της δολοφονίας του Σακαβλιά συμπίπτει με το δημοσίευμα του «ΣΚΡΙΠ» και τη δολοφονία του Θωμά Καβλιά, η οποία έγινε το 3 Μαρτίου 1924.
Ρίχνοντας μια ματιά γύρω του, στο δικό του χώρο, τα ανακαλύπτει. Ο απόηχος ενός εγκλήματος που έγινε το 1924 και είχε συγκλονίσει την περιοχή, αποτελεί έμπνευση και καλή ευκαιρία για τη δημιουργία ενός τέτοιου τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης παίρνει το θύμα του εγκλήματος, αυτόν τον τραγικό τύπο και τον κάνει ήρωα του τραγουδιού του. Ο Θωμάς Καβλιάς, που δολοφονήθηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, γίνεται ο ήρωας του τραγουδιού.
Έτσι γράφει το τραγούδι «Ο ΣΑΚΑΒΛΙΑΣ» και το ηχογραφεί το 1938.
Εις την αποδεικτικήν διαδικασίαν εξηκριβώθη επίσης ότι ο Γουλόπουλος είχεν τακτικήν συναναστροφήν με τους χωροφύλακας, της καταδιώξεως μάλιστα. Την επομένην του εγκλήματος ο Γουλόπουλος εθεάθη συντρώγων με δύο χωροφύλακας και επλήρωσε και τα έξοδα, εφαίνετο δε ηρεμώτατος.
Επίσης ο μάρτυς χωροφύλαξ Παληός βεβαιοί ότι έκαμνε παρέαν με τον φονέα και ότι την είδησιν του φόνου την έμαθεν από τον Γουλόπουλον το πρωί της Τετάρτης, ενώ το έγκλημα εγνώσθη εις Τρίκαλα επισήμως το βράδυ της ιδίας ημέρας εκ τηλεγραφήματος της αστυνομίας Καρδίτσης.
Ο χωροφύλαξ Ιωακείμ, βεβαιοί ότι το έγκλημα επληροφορήθη από τον υπενωματάρχην Λάντζαρην, εις τον οποίον το είχεν ανακοινώση ο Γουλόπουλος, είχε διεμορφώσει την γνώμην ότι ούτος ήτο ο φονεύς. Και όταν ηρωτήθησαν όλοι οι χωροφύλακες, διατί τους συναστρέφετο ο Γουλόπουλος αυτοί απάντησαν. Ήθελε να μη, μας δίδη υποψίας δια τας πράξεις του.
ΤΟ «ΑΛΛΟΘΙ»
Αλλά εις ότι μεγάλην προσοχήν έδοσεν ο Γουλόπουλος, ήτο να δημιουργήση το «άλλοθι». Την 3 Μαρτίου - την νύκτα της ημέρας αυτής διέπραξε τον φόνον - μετέβη εις το εν Τρικάλοις ξενοδοχείον «Πετρούπολις» και παρήγγειλε να του κρατήσουν κρεββάτι. Αλλά το βράδυ δεν μετέβη να κοιμηθή. Ενεφανίσθη την εννάτην πρωινήν και εκοιμήθη καθ΄όλην την ημέραν. Εφεξής εκοιμάτο εκεί.
Και ο Τριγώνης τον επισκέπτετο συχνά. Επίσης προσεπάθει να πείση τους χωροφύλακας της καταδιώξεως, ότι διεσκέδασε μαζί των την νύκτα της Δευτέρας (καθ΄ ήν διεπράχθη ο φόνος) και όχι την νύκτα της Τρίτης. Εν τω μεταξύ αυτός αφ΄ού παρήγγειλε να του κρατήσουν το κρεβάτι εις το ξενοδοχείον, - 2.30 μ.μ. - έφυγε το απόγευμα εις τας 7 δια Καρδίτσαν, μετέβη εις Καλλιφώνιον. Την πρωίαν της Τρίτης εθεάθη εις Καρδίτσαν και εις τας 9 ενεφανίσθη πάλιν εις Τρίκαλα ότι και εκοιμήθη εις το Ξενοδοχείον. Μετά την αποκάλυψιν του δρομολογίου του φονέως το «άλλοθι» κατέπεσε παταγωδώς.
ΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑΙ
{mosimage}Οι κατηγορούμενοι εις τας απολογίας των ηρνήθησαν την ενοχήν των. Ο Γουλόπουλος ηγκυροβολημένος εις το «άλλοθι», επέμεινεν ότι την Δευτέραν την νύκτα καθ΄ήν διεπράχθη το έγκλημα εις Καλιφώνιον, ήτο εις Τρίκαλα, εκοιμήθη δε εις το ξενοδοχείον το πρωί, διότι διασκέδαζε την νύκτα. Ηρνήθη ότι ενέχεται εις το έγκλημα και απέδοσε το ότι κατηγορείται παρά των Καλιφωνιτών εις το ότι δεν κατάγεται εκ τοιούτου χωρίου. Ο έτερος κατηγορούμενος Τριγώνης, ο οποίος εφρόντισε μετά το έγκλημα να μεταβή εις το χωρίον Στεφανωσιαίς και να κοιμηθή εις το σπίτι της αδελφής του επικαλείται τούτο, ίνα αποδείξη την αθωότητά του. Δικαιολογεί τον τραυματισμόν του εις την χείρα και λέγει, ότι προήλθε καθ΄ήν ώραν ούτος ετρόχιζε κάποιον πέλεκυν.
ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ
Το Δικαστήριον μετά διάσκεψιν ημισείας ώρας, εξέδοσε την απόφασίν του. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, Γουλόπουλος και Τριγώνης, εκηρύχθησαν ένοχοι επί ληστεία και φόνω. Και κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Ατάραχοι ήκουσαν την καταδίκην των. Αμφότεροι διεμαρτύροντο ότι είναι αθώοι και ότι αδίκως κατεδικάσθησαν εις θάνατον.
Αλλά η διαταγή του επί κεφαλής της φρουράς των αξιωματικού όπως μεταφερθώσι οι κατηγορούμενοι εις την φυλακήν διέκοψε τας διαμαρτυρίας των περί αθωότητός των.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΞ
Ως μας γράφουν εκ Τρικάλλων, η τελευταία νυξ των δύο καταδίκων υπήρξεν ήρεμος. Εις το ίδιον κελλί δεν εκοιμήθησαν. Εκάπνιζαν διαρκώς και συνωμίλουν σιγά – σιγά.
Κανείς δεν ηθέλησε να τους διακόψη, ούτε καν να ακούση τας διαλέξεις των. Όσον και ήσαν ένοχοι, ήσαν μελλοθάνατοι. Το πρωί ήλθεν ο ιερεύς να τους κοινωνίση των αχράντων Μυστηρίων. Ολίγον ακόμη και δεν θα υπήρχον εις την ζωήν. Εκοινώνησαν. Μετά την μετάληψιν, ο Γουλόπουλος είπεν εις τον σκοπόν.
- Φώναξε τον γραμματέα της Επιστασίας των φυλακών Γεωργιάδην. Όταν ούτος μετέβη ο Γουλόπουλος είχε χάσει την ψυχραιμίαν του.
- Φώναξε του λέγει τον Επίτροπο. Θέλω να ομολογήσω το έγκλημά μου. Εγώ διέπραξα τους φόνους αλλά ο Τριγώνης είναι αθώος.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Η γενναιοψυχία αυτή του Γουλόπουλου, ουδόλως ωφέλησε τον Τριγώνην. Ο άθλιος δολοφόνος, βλέπων, ότι έφθασεν η ώρα του θανάτου του και μετανοήσας ίσως, διότι παρέσυρε και άλλον εις το έγκλημα, ηθέλησε να τον σώση, αποθνήσκων αυτός μόνον. Αλλά η Φρουρά ήτο έτοιμος, χρονοτριβή δεν εχώρει με τον μελοθάνατον, δεμένοι από τας χείρας, εβάδιζαν μαζί εις τον θάνατον, μαζί εσκόρπισαν τον θάνατον εις ένα ολόκληρο σπίτι. Μετ’ ολίγον δεν υπήρχον πλέον. Αι σφαίραι του στρατιωτικού αποσπάσματος εξεδικήθησαν τα θύματά των.
ΑΝΔΡ.»
Αναφορά για το ίδιο θέμα έγινε και στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της 8/3/1924, στη 2 σελίδα, όπου αναφέρονται τα εξής:
«ΣΚΟΤΩΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΝ
Ηγγέλεται εκ Πόλιν, ότι την προχθεσινήν νύχτα εις το χωρίον Καλλιφώνιον εφονεύθη δοι όπλων και μαχαίρας ολόκληρος η οικογένεια του Θωμά Καβλιά απαρτιζόμενη εξ αυτού, της συζύγου του και των δύο θυγατέρων του. Επι τόπου μετέβη αμέσως ο περιοδεύον ανώτερος Διοικητής Α. Κατσώνας, ο οποίος κατόπιν προκυψάντων σοβαρών στοιχείων ενοχής κατά του Γ. Γουλοπούλου κατεπυγόντος κρυφίως εν τω μεταξύ εις Τρίκαλα ενήργησε την σύλληψιν αυτού».
Ο περιβόητος Σακαφλιάς ήταν ο Θωμάς Καβλιάς από το Καλλιφώνι Καρδίτσας
Στο βιβλίο μου «ο θρυλικός Σακαφλιάς», σκιαγραφείται περίπου ο θρύλος του Σακαφλιά με τις αμφιλεγόμενες και αντικρουόμενες αναφορές που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, αλλά το άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ έρχεται να ολοκληρώσει το παζλ και να φωτίσει για το ποιος πραγματικά ήταν ο Σακαφλιάς, ποιοι, πότε και γιατί τον σκότωσαν. Παρακάτω θα επιχειρήσω να συνδέσω και να εξηγήσω πως, ο θρυλικός Σακαφλιάς με το Θωμά Καβλιά, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.Ο χρόνος της δολοφονίας
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα», αναφέρεται στη χρονολογία της δολοφονίας του Σακαφλιά ως εξής: «Σύμφωνα με τους θρύλους του υποκόσμου, ο Γιώργος Σακαφλιάς (ή Σαρκαφλιάς ή Σακαβλιάς) ήτανε τύπος της παρανομίας, που τον σκότωσε το 1924, ο Αντωνίτσης». Στην εκδοχή του Μπαγιαντέρα, στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή με τίτλο «Βασίλης Τσιτσάνης - η ζωή μου, το έργο μου», ο Μπαγιαντέρας αφηγείται σχετικά:«Όταν έγινε το έγκλημα ο Βασίλης ήταν μωρό παιδάκι και μετά φαίνεται άκουσε για το φόνο από άλλους παλιότερους στα χρόνια και έγραψε το τραγούδι».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε το 1917 και όταν έγινε το έγκλημα ήταν επτά χρονών. Άρα, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Μπαγιαντέρα και τους θρύλους του υποκόσμου, η χρονολογία της δολοφονίας του Σακαβλιά συμπίπτει με το δημοσίευμα του «ΣΚΡΙΠ» και τη δολοφονία του Θωμά Καβλιά, η οποία έγινε το 3 Μαρτίου 1924.
Το όνομα
Τη δεκαετία του 1930 στη λαϊκή μουσική της Ελλάδας κυριαρχούσε ο Παπάζογλου και ο Βαμβακάρης, οι οποίοι έγραφαν τραγούδια του υποκόσμου, μάγκικα και χασικλίδικα. Ο Τσιτσάνης, επηρεασμένος από αυτά τα ρεμπέτικα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου και του Μάρκου Βαμβακάρη, τα οποία άκουγε από τα γραμμόφωνα έφηβος στα Τρίκαλα, θέλει να γράψει κι αυτός τέτοια τραγούδια. Πρέπει όμως να βρει δικά του θέματα.Ρίχνοντας μια ματιά γύρω του, στο δικό του χώρο, τα ανακαλύπτει. Ο απόηχος ενός εγκλήματος που έγινε το 1924 και είχε συγκλονίσει την περιοχή, αποτελεί έμπνευση και καλή ευκαιρία για τη δημιουργία ενός τέτοιου τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης παίρνει το θύμα του εγκλήματος, αυτόν τον τραγικό τύπο και τον κάνει ήρωα του τραγουδιού του. Ο Θωμάς Καβλιάς, που δολοφονήθηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, γίνεται ο ήρωας του τραγουδιού.
Έτσι γράφει το τραγούδι «Ο ΣΑΚΑΒΛΙΑΣ» και το ηχογραφεί το 1938.
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά / Σκοτώσανε το Σακαβλιά.
Δυο μαχαιριές του δώσανε / Και κάτω τον ξαπλώσανε.
Τέτοιο δερβίσικο παιδί / Τον κλαίμε όλοι μας μαζί.
Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά / Τον φίλο μας το Σακαβλιά».
Δυο μαχαιριές του δώσανε / Και κάτω τον ξαπλώσανε.
Τέτοιο δερβίσικο παιδί / Τον κλαίμε όλοι μας μαζί.
Δεν τον ξεχνάμε βρε παιδιά / Τον φίλο μας το Σακαβλιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.