Εισαγωγη
Στην εργασία αυτή αναλύουμε την στάση απέναντι στον θάνατο που εκφράζει ο Όμηρος σε δύο επικά αποσπάσματα (ένα από την Ιλιάδα και ένα από τηνΟδύσσεια) και οι λυρικοί ποιητές Καλλίνος και Αρχίλοχος.
Θα δούμε πως σε κάποια εξ αυτών εξαίρεται το ηρωικό ιδεώδες της αυτοθυσίας στην μάχη και σε άλλα προτάσσεται η αξία της ζωής. Τα δύο επικά αποσπάσματα υιοθετούν τις δύο αντίθετες αντιλήψεις που αναφέραμε· oμοίως και τα δύο λυρικά. Παρά την αντίθεση μεταξύ τους, όμως, τα δύο επικά έργα συμφωνούν ως προς την ατομική αφετηρία των κινήτρων, ένεκα των οποίων υιοθετείται αυτή η στάση. Κατ' αναλογίαν, τα δύο λυρικά έργα ενώ υιοθετούν αντίθετη στάση ως προς τον θάνατο, συμφωνούν και αυτά ως προς το κίνητρο για την υιοθέτηση αυτής της στάσης, το οποίο είναι το γενικό συμφέρον της πόλεως.
Δηλαδή, σε αυτά τα τέσσερα ποιητικά έργα, διαπιστώνουμε να συμπλέκονται μεταξύ τους δύο δυάδες αντιθέτων εννοιών κατά τέτοιο τρόπο ώστε το καθένα να εμπερικλείει διαφορετικό συνδυασμό αντιλήψεων από τα άλλα τρία.
Α. Η Σταση Απεναντι Στον Θανατο
1. Στο : «Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία» (Ομήρου Ιλιάδα Ζ΄, 381-502).
Στο απόσπασμα αυτό περιγράφεται η πιο περίφημη, σκηνή της Ιλιάδας[1]. Πρόκειται για τον διάλογο του Έκτορα με την σύζυγό του Ανδρομάχη. Ο Έκτορας αναζητεί τη γυναίκα του και το παιδί του για να τους αποχαιρετίσει, πριν βγει από τα τείχη της Τροίας για να δώσει μια κρίσιμη μάχη. Δεν τους βρίσκει στο σπίτι. Η Ανδρομάχη έχει πάρει το γιο τους Αστυάνακτα και έχει σπεύσει στα τείχη γεμάτη αγωνία για τον άνδρα της. Συναντιόνται στις «σκαιές πύλες». Εκεί η Ανδρομάχη συνιστά στον άνδρα της να μη βγει από τα τείχη, αλλά να σταθεί μέσα και να οργανώσει την άμυνα στο πιο αδύνατο σημείο των τειχών. Αν βγει έξω από τα τείχη τούτο θα ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Δεν θέλει να χάσει τον σύζυγό της, όπως έχασε τον πατέρα και τα αδέρφια της. Ο Έκτορας απαντά ότι αν μείνει μέσα στα τείχη θα θεωρηθεί δειλός από τους Τρώες και τις γυναίκες τους. Έχει μέσα του το προαίσθημα ότι η Τροία θα καταστραφεί. Καλύτερα λοιπόν να σκοτωθεί ηρωικά μαχόμενος, παρά να δει την καταστροφή της πατρίδας του και την κακά τύχη των οικείων του. Εναγκαλίζεται την γυναίκα και το παιδί του και ορμά στη μάχη. Η γυναίκα με τις υπηρέτριες τον αποχαιρετούν και τον θρηνούν ήδη ως νεκρό[2].
Φαίνεται σαφέστατα ότι στο απόσπασμα αυτό ο Όμηρος εξαίρει το ηρωικό ιδεώδες· την αντίληψή του ότι είναι προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος, παρά η επονείδιστη ζωή. Γενικά στην Ιλιάδα επικρατεί η προτίμηση της ηρωικής μονομαχίας άνδρα προς άνδρα, έναντι άλλων πολεμικών τακτικών[3]. Ο Έκτορας παρουσιάζεται να επιλέγει αυτήν την πολεμική τακτική ακόμα και όταν είναι μάταιη. Η Ανδρομάχη προσπαθεί να μεταπείσει τον Έκτορα όχι μόνο με το συναίσθημα αλλά και με τη λογική. Του υποδεικνύει έναν ασφαλέστερο τρόπο άμυνας. Δεν του ζητεί να μην υπερασπισθεί την πατρίδα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Όμως ο Έκτορας, έχοντας και το προαίσθημα της ήττας, δεν πείθεται. Θεωρεί ντροπή και μάταιο να κλειστεί στα τείχη. Από το μάταιο και επονείδιστο, προτιμά το μάταιο αλλά ένδοξο.
2. Στο: «Νέκυια» (Ομήρου Οδύσσεια, λ, 465-491, 541-567)
Σ' αυτό το απόσπασμα της Οδύσσειας ο Όμηρος καταγράφει μια αντίληψη για τον θάνατο διαφορετική απ' αυτήν που αναφέραμε προηγουμένως. Ο Όμηρος περιγράφει την «εις Άδου Κάθοδο» του Οδυσσέα, και τον εκεί διάλογό του με διάφορες ψυχές νεκρών.
Εδώ εξετάζουμε τον διάλογο του Οδυσσέα με τις ψυχές του Αχιλλέα και του Αίαντα. Βλέποντας την ψυχή του Αχιλλέα ο Οδυσσέας επαινεί την τύχη του ένδοξου νεκρού τον οποίο θεωρεί ευτυχέστερο απ΄ όλους τους ανθρώπους αφού τα κατορθώματά του χάρισαν τη πιο μεγάλη δόξα τόσο όταν ζούσε, όσο και μετά θάνατον. Όμως ο Αχιλλέας διαφωνεί. Απαντά στον Οδυσσέα πως είναι τόσο μεγάλη η πίκρα του θανάτου που θα προτιμούσε να ζει σαν υπηρέτης ενός φτωχού ανθρώπου, παρά να είναι ο άρχοντας στο κόσμο των νεκρών. Αλλά και ο Αίαντας, ακούγοντας τα παρηγορητικά λόγια του Οδυσσέα, απαντά με τη σιωπηλή του απομάκρυνση. Είναι και αυτό δείγμα της ανείπωτης πικρίας του θανάτου, που θέλει να περιγράψει ο Όμηρος[4].
Είναι σαφές το μήνυμα που παρουσιάζει εδώ ο Όμηρος. Οι διψασμένοι για δόξα ήρωες της Ιλιάδας που προτιμούν τον θάνατο από την υποδούλωση και την ντροπή, εμφανίζονται στον Άδη μετανιωμένοι και να δηλώνουν με τα λόγια ή τη σιωπή τους, ότι ο θάνατος είναι απαρηγόρητος. Πρόκειται λοιπόν για τονισμό της αξίας της ζωής.
3. Στο απόσπασμα 1 του Καλλίνου.
Προσκλητήριο στα όπλα χάριν της πατρίδος είναι το πόνημα αυτό του Καλλίνου. Μας θυμίζει τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου. «Μέχρις τέο κατάκεισθαι... ὦ νέοι» «Ως πότε παλικάρια». Αποβλέπει στη συναισθηματική φόρτιση των ακροατών, ώστε να αφυπνίσει την αγωνιστική τους διάθεση. Στη συνέχεια επικαλείται και λογικά επιχειρήματα: την υστεροφημία που θα έχει όποιος πολεμήσει με ανδρεία τον εχθρό. Το ότι έτσι κι αλλιώς όλοι θα γευθούν το θάνατο, καλύτερα αυτός να είναι πάνω στο καθήκον υπέρ της πατρίδος, παρά από άλλη αιτία[5].
Αυτά ο Καλλίνος τα απευθύνει στους συμπατριώτες του, τους Εφεσίους, οι οποίοι εκείνον τον καιρό βρίσκονταν σε πόλεμο με τη Μαγνησία και απειλούνταν από την φυλή των Κιμμερίων, ένα βαρβαρικό φύλο της παρευξείνιας περιοχής. Στο ποίημα αυτό ο Καλλίνος τονίζει την αξία του ηρωικού θανάτου υπέρ της πατρίδος[6].
4. Στο απόσπασμα 5 του Αρχιλόχου «Ρίψασπις».
Στο τετράστιχο αυτό ο Αρχίλοχος, υπερασπίζεται την αξία της ζωής έναντι του θανάτου. Περιγράφει τις σκέψεις κάποιου (μάλλον του ιδίου) που κατά την διάρκεια μιας μάχης με το θρακικό φύλο των Σαΐων, έριξε την ασπίδα του και έφυγε για να σώσει την ζωή του[7]. Ίσως και να μην ήταν και τόσο πρόθυμος να πολεμήσει σε εκείνην την μάχη[8].
Κάποιος που έφευγε από τη μάχη για να σωθεί έπρεπε να ρίξει την ασπίδα του, που βαριά καθώς ήταν τον εμπόδιζε στην φυγή. Το ρίξιμο της ασπίδας ήταν για τους αρχαίους Έλληνες συνώνυμο της δειλίας και πράξη επονείδιστη. Εδώ όμως ο Αρχίλοχος δικαιολογεί τη πράξη αυτή, προκρίνοντας ως ανώτερο ιδανικό την σωτηρία της ζωής του μαχητή, παρά ένα ηρωικό τέλος.
Προφανώς κάπου είχε βρεθεί απομονωμένος και αναγκάστηκε να φύγει παρά την θέλησή του. Αυτό συμπεραίνουμε από τον στίχο «ἣν παρὰ θάμνῳ κάλλιπον οὐκ ἐθέλων». Η παραμονή του στο σημείο εκείνο θα ήταν άσκοπη αυτοκτονία. Ζωντανός ο μαχητής είναι πιο χρήσιμος γιατί μπορεί να επανέλθει στη μάχη.
Β. Ηρωϊκή Αυτοθυσία Ή Αδοξη Επιβiωση;
Από την παρουσίαση των προηγουμένων απόψεων βλέπουμε ότι το απόσπασμα της Ιλιάδας και αυτό του Καλλίνου συγκλίνουν στην υπεροχή του ηρωικού ιδεώδους. Μεταξύ ενός ηρωικού θανάτου και μιας άσημης ζωής προκρίνουν αυτό της ηρωικής αυτοθυσίας υπέρ της πατρίδος. Και στα δύο υπάρχει η άποψη ότι έτσι κι αλλιώς την ώρα του θανάτου την καθορίζουν οι Μοίρες και αυτός είναι αναπόφευκτος. Αυτό το επιχείρημα επικαλείται ο Έκτορας στον διάλογό του με την Ανδρομάχη και αυτό επαναλαμβάνει με άλλα λόγια και ο Καλλίνος[9].
Αντίθετα, το απόσπασμα της Οδύσσειας και το ποίημα του Αρχιλόχου συμφωνούν στην αντίθετη άποψη. Ότι ο θάνατος- ακόμη και ο ένδοξος- είναι πικρός και ότι είναι προτιμότερη η ζωή ακόμα και κάτω από τις πλέον οδυνηρές συνθήκες.
Υπάρχει όμως ακόμη ένα χαρακτηριστικό στις περί ηρωικού θανάτου αντιλήψεις που περιγράψαμε. Το κίνητρο για την αυτοθυσία του Έκτορα που περιγράφει ο Όμηρος δεν ήταν τόσο ή προστασία της πόλεως αλλά η δική του υστεροφημία. Όχι ότι απουσιάζει η αγάπη για την πατρίδα, αλλά υπερισχύει η προτίμηση της ηρωικής μονομαχίας. Ίσως αν έπραττε σύμφωνα με τις συμβουλές της Ανδρομάχης, να ήταν πιο χρήσιμος στην πατρίδα του. Αν δηλαδή, παρέμενε εντός των τειχών και φρόντιζε για την ενίσχυση της άμυνας της Τροίας στο πιο αδύνατο σημείο, θα συνεισέφερε καλύτερα στην άμυνά της. Όμως κάτι τέτοιο μπορεί να χαρακτηριζόταν δειλία και να στιγμάτιζε την καλή του φήμη. Έτσι προτιμά να εξέλθει από τα τείχη και να εκθέσει τον εαυτό του σε σοβαρό κίνδυνο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ηρωικός θάνατος. Κέρδισε δόξα για το όνομά του δίχως κέρδος για την πόλη του.
Απεναντίας, η αυτοθυσία που συνιστά ο Καλλίνος έχει ως πρώτιστο κίνητρο το γενικό κι όχι το ατομικό συμφέρον. Και εδώ βέβαια επαινείται η υστεροφημία των ηρωικώς πεσόντων, αλλά κυρίως διότι ο θάνατος έρχεται πάνω στο ηρωικό καθήκον της μάχης υπέρ της σωτηρίας της πατρίδος. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από τις κοινωνικοπολιτικές διαφορές που έχουν συμβεί από την εποχή που περιγράφουν τα Ομηρικά Έπη μέχρι την εποχή στην οποία γράφει ο Καλλίνος. Τότε κυρίαρχο στοιχείο μιας κοινωνίας ήταν οι βασιλείς και οι αριστοκράτες μιας πόλεως. Γι' αυτό κι πόλεμος είναι μονομαχίες μεταξύ ευγενών. Την εποχή που γράφει ο Καλλίνος, κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είναι ο δήμος. Ο πόλεμος δεν είναι μονομαχίες μεταξύ ηρώων, αλλά μάχες «εκ του συστάδην», δηλαδή μεταξύ συντεταγμένων ομάδων οπλιτών (φαλλάγγων), όπου απαιτείται η συλλογική προσπάθεια των στρατιωτών για την επίτευξη της νίκης[10]. Τώρα η δόξα της νίκης δεν ανήκει σ΄έναν ήρωα αλλά μοιράζεται σε όλο το στράτευμα.
Στοιχεία της διαφοράς αυτών των δύο εποχών διακρίνονται και μεταξύ του αποσπάσματος της Οδύσσειας και του ποιήματος του Αρχιλόχου, παρότι και στα δύο εξαίρεται η αξία της ζωής έναντι του θανάτου στη μάχη. Στο Ομηρικό απόσπασμα φαίνεται ο Οδυσσέας να προσπαθεί να παρηγορήσει τον Αχιλλέα, επαινώντας τη δόξα που κέρδισε το άτομό του ώστε όταν ζούσε τον τιμούσαν όλοι σαν θεό και μεταξύ των νεκρών είχε κατακτήσει μεγάλη θέση.
Στο ποίημα του Αρχιλόχου βλέπουμε την προσπάθεια να δικαιολογηθεί η εγκατάλειψη της ασπίδας στο πεδίο της μάχης, προφανώς από τον ίδιο. Γενικά, ο Αρχίλοχος παρουσιάζει μέσα από την ποίησή του τα προσωπικά του βιώματα[11]. Όμως μέσα από την ποιητική έκφραση του εαυτού του μπορούμε να αντλήσουμε συμπεράσματα και για γενικότερες αντιλήψεις πού ήταν παγιωμένες και ενσωματωμένες μέσα του. Όπως εδώ για την εγκατάλειψη της ασπίδας. Ο Αρχίλοχος εκφράζει μία «αιρετική» άποψη: δικαιολογεί το επονείδιστο. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έδιναν μεγάλη σημασία σε αυτήν την πράξη, διότι στην ασπίδα ήταν τα εμβλήματα της πατρίδας, οπότε έπρεπε να αποτραπεί να περιέλθουν στα χέρια του εχθρού. Ήταν δηλαδή κάτι ανάλογο με την σημαία σήμερα που θεωρείται όνειδος να περιέλθει στα χέρια του αντιπάλου[12]. Η λέξη «ρίψασπις» ήταν πολύ υβριστική και οι Σπαρτιάτισσες λέγεται ότι αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους πριν τις στρατιωτικές εκστρατείες με την φράση «ὴ τάν, ἢ ἐπὶ τᾶς» [= ή (θα φέρεις πίσω) την (ασπίδα), ή επάνω της (ασπίδας να φέρουν εσένα νεκρό)], δηλαδή χωρίς την ασπίδα να μη γυρίσεις πίσω[13]. Φαίνεται πολύ τολμηρό το επιχείρημα του Αρχιλόχου να δικαιολογήσει την πράξη αυτή.
Αφετέρου όμως η αξία της ασπίδας ήταν ότι στην φάλαγγα των οπλιτών δεν προστάτευε τόσο τον ίδιο τον οπλίτη αλλά τον παραστάτη, δηλαδή τον διπλανό του. Οι ασπίδες σχημάτιζαν ένα κινητό τείχος. Τις κρατούσαν με το αριστερό χέρι και πολεμούσαν με το δεξί μέσα από τα κενά των ασπίδων. Η δεξιά πλευρά του κάθε οπλίτη προστατευόταν από την ασπίδα του παραστάτη[14]. Η αξία της ασπίδας ως όπλου μειώνεται όταν κάποιος οπλίτης βρεθεί απομονωμένος (δίχως παραστάτη) σε κάποιο σημείο του πεδίου της μάχης[15], (όπως υπαινίσσεται ο Αρχίλοχος εδώ) οπότε η εγκατάληψή της για την δευκόλυνση της σωτηρίας του πολεμιστή είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί λογικό. Άλλωστε ο επιβιώσας μαχητής μπορεί να επανέλθει στη μάχη και να βοηθήσει την πατρίδα όπως σαφώς αναφέρει ο Αρχίλοχος «ἐξαῡτις κτήσομαι οὐ κακίω». Θα αποκτήσω άλλη, καλύτερη ασπίδα λέγει. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει την δυνατότητα να πάρει ξανά τα όπλα για να υπερασπιστεί την πατρίδα.
Δηλαδή και εδώ αν και επαινείται η αξία της ζωής έναντι του θανάτου, τούτο γίνεται διότι ο ζωντανός πολεμιστής είναι πιο χρήσιμος για την πόλη. Έχουμε λοιπόν πρόταξη του γενικού, αντί του ατομικού συμφέροντος και με αυτόν τον τρόπο ο Αρχίλοχος δικαιολογεί την εκ μέρους του εγκατάλειψη της ασπίδας, στο πεδίο της μάχης.
Συμπερασμα
Από την μελέτη των τεσσάρων ποιητικών κειμένων προκύπτει ότι στα δύο εξ αυτών (στον διάλογο Έκτορος και Ανδρομάχης και στο ποίημα του Καλλίνου) επαινείται ο ηρωικός θάνατος στο πεδίο της μάχης, και στα άλλα δύο (στην Νέκυια και το ποίημα του Αρχιλόχου) η αξία της ζωής. Τα κίνητρα όμως σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικά. Στα επικά ποιήματα έχουμε την πρόταξη του ατομικού συμφέροντος (απόκτηση καλής υστεροφημίας και αποφυγή της οδυνηρής κατάστασης του θανάτου αντιστοίχως) ενώ στα λυρικά προτεραιότητα έχει το γενικό συμφέρον (αυτοθυσία υπέρ της πατρίδος και αποφυγή ενός ανώφελου για την πατρίδα θανάτου αντιστοίχως).
Οι διαφοροποιήσεις αυτές οφείλονται στην μεταβολή που υφίσταται η Ελληνική κοινωνία της εποχής εκείνης. Έχουμε την μετατροπή της κοινωνίας όπου κυριαρχούν οι ευγενείς σε εκείνη που ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας λαμβάνουν μερίδιο στην εξουσία. Ο Όμηρος περιγράφει την πρώτη και τα λυρικά έργα την δεύτερη. Στην κοινωνία που περιγράφει ο Όμηρος κυρίαρχο στοιχείο έχουν οι μονομαχίες μεταξύ των ηρώων, η ατομική ανδρεία[16]. Στην κοινωνία στην οποία ζουν και περιγράφουν οι λυρικοί ποιητές κυριαρχούν οι πολίτες-οπλίτες και η νίκη παρέχεται από τους μαζικούς σχηματισμούς των οπλιτών[17].
Βιβλιογραφια
1. Αναστασίου Ιωάννης, «Έπος» στο Αλεξίου Ε. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Α΄ (Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σσ. 53-116.
2. Λυπουρλής Δημήτριος, «Παλαιότερη Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση» στο Αλεξίου Ε. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Α΄(Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σσ. 117-156.
3. Στεφανόπουλος Θ.Κ., Τσιτσιρίδης Στ., Αντζούλη, Λ. Κριτσελή Γ. (επιμ.) Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τ. Α΄, έκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002.
4. Andrewes Antony, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2003.
5. Claude Mosse, Schnapp–Gourbeillon Annie, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μετάφραση Λ. Στεφάνο, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1999.
6. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.
[1] Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Στ. Τσιτσιρίδης, Λ. Αντζούλη, Γ. Κριτσελή (επιμ.) Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τ. Α΄, έκδ. Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002, σελ. 25.
[2] Στο ίδιο, σελ. 24-33.
[3] Ιωάννης Αναστασίου, «Έπος» στο Αλεξίου Ε. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Α΄ (Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σελ. 93.
[4] Θ. Κ. Στεφανόπουλος κ.λπ., ό.π., σελ. 74-79.
[5] Στο ίδιο, σελ. 132-135.
[6] Λυπουρλής Δημήτριος, «Παλαιότερη Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση» στο Αλεξίου Ε. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Α΄ (Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σελ. 122.
[7] Θ. Κ. Στεφανόπουλος κ.λπ., ό.π., σελ. 128-129.
[8] Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 176.
[9] Albin Lesky, ό.π., σελ. 186.
[10] Claude Mosse, Annie Schnapp – Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μετάφραση Λ. Στεφάνο, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1999
[11] Λυπουρλής Δημήτριος, ό.π. σελ. 127.
[12] Θ. Κ. Στεφανόπουλος κ.λπ., ό.π., σελ. 132, υποσημ. 1.
[13] Albin Lesky, ό.π., σελ. 176.
[14] Antony Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2003, σελ. 226.
[15] Στο ίδιο.
[16] Antony Andrewes, όπ., σελ. 224.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.