Έρρωσθε, φίλοι των μύθων!
Θυμάμαι, χρόνια πριν, πόσο είχα εντυπωσιαστεί από τη μελέτη του Ι. Θ. Κακριδή “Τα άλογα της Ιλιάδας”, όταν την πρωτοδιάβασα, και πόσο είχα ενθουσιαστεί, όταν την είδα να συμπεριλαμβάνεται στο παλιό Ανθολόγιο της Β' Γυμνασίου. Οι μαθητές ρουφούσαν αχόρταγα το κείμενο και απολάμβαναν τις αξίες ενός πολιτισμού, που περιελάμβανε αγαπημένους τους ήρωες, από τον ομηρικό κόσμο, όπως ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Αίας, ο Διομήδης και άλλοι. Δυστυχώς το κείμενο αφαιρέθηκε από τις επόμενες σχολικές εκδόσεις...
Κομμάτια αυτής της μελέτης, φίλοι μου, θα μοιρασθώ μαζί σας και, πιστέψτε με, θα νοιώσετε βαθύτερα τον προγονικό μας κόσμο και τις αρχές του.
Ο μεγάλος μας πανεπιστημιακός δάσκαλος έτσι αρχίζει τη μελέτη του:
“ Κάποτε διάβασα, δεν θυμάμαι πού, πως αν προσέξουμε τα γλυπτά του Παρθενώνα, θα δούμε πως τα άλογα των Αρχαίων Ελλήνων πρέπει ν' ανήκαν σε μια ράτσα πιο άγρια από τις ημερωμένες που γνωρίζουμε σήμερα.
Δεν γνωρίζω αν η θεωρία αυτή στέκει ακόμα' γιατί πιο σωστή μου φαίνεται η γνώμη ότι για τις ράτσες των αλόγων στην Αρχαία Ελλάδα δεν μπορούμε να κρίνουμε με βεβαιότητα από τις απεικονίσεις που τυχόν σώθηκαν, τη στιγμή που σκοπός του καλλιτέχνη είναι να κερδίσει ένα ορισμένο αισθητικό αποτέλεσμα και όχι να παραστήσει σωστά τη φύση”.
Το βέβαιο είναι, όπως γράφει ο τρανός αυτός δάσκαλος, ότι οι Αρχαίοι μας υπεραγαπούσαν τα άλογα, γι αυτό και δεν τ' αγγάρευαν με βαριές εργασίες, τις οποίες ανάθεταν στα μουλάρια, που αναλάμβαναν όλες τις μεταφορές, ενώ τα βόδια τα είχαν για τα οργώματα.
Τα άλογα έσερναν μόνο πολεμικά άρματα, τα κυβερνούσε ο ηνίοχος, ενώ ο κύριος πολεμιστής, ο ήρωας, πολεμάει πάνω από το άρμα, εκτός κι αν κατέβει ν' αντιμετωπίσει τον αντίμαχο πεζός. Καβάλα πάνω στο άλογο δεν πολεμούσαν ποτέ οι ομηρικοί ήρωες.
Το άλογο ήταν δείγμα πλούτου του κατόχου του, γιατί, ακόμα και τώρα, έχει μεγάλο κόστος η συντήρησή του. Όταν ο Αγαμέμνονας,υπόσχεται στον Αχιλλέα, εκτός των άλλων, για εξευμενισμό 12 διαλεχτά άλογα, η προσφορά του θεωρείται έξοχα δελεαστική, ώστε ν' αποβληθεί η μήνις που τον κρατούσε μακριά από τις μάχες.
Από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη γη ήταν ο παλιός βασιλιάς της Τροίας, ο Εριχθόνιος με τις 3000 φοράδες του.
Πολλών ομηρικών ηρώων τα άλογα είναι δώρο Θεών. Ο Δίας, όταν απαγάγει τον Γανυμήδη, για να παρηγορήσει τον Τρώα, τον πατέρα του, του χαρίζει άλογα που όμοιά τους δε θα 'βρισκες σ' ανατολή και Δύση.
Τα περίφημα άλογα του Θράκα βασιλιά, του Ρήσου, λευκότερα από το χιόνι και ταχύτερα του ανέμου, τα κλέβει μια νύχτα, σε νυχτερινή περιπολία κατασκοπευτική, από το τρωικό στρατόπεδο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, σκοτώνοντας τον αφέντη τους!
Τα άλογα των ομηρικών μας ηρώων, κατά τα γραφόμενα του Ι.Θ. Κακριδή , είναι οι σύντροφοί τους στη χαρά και στη λύπη, οι παραμυθητές τους, το καταφύγιό τους στα δύσκολα και πολλές φορές οι προστάτες τους.
Στη ( ραψ. Ψ), στα “Άθλα επί Πατρόκλω”, ο Αντίλοχος, ο γιος του Νέστορα, που συναγωνίζεται με το Διομήδη, το Μενέλαο και άλλους, φωνάζει πάνω απ' τ' άρμα του στ' άλογά του να ξεπεράσουν το Μενέλαο:
“Ομπρός και σεις βιαστείτε! Γρήγορα τραβάτε όσο μπορείτε!
Να παραβγείτε δε σας γύρεψα μαθές εγώ μ' εκείνα,
του αντρόκαρδου Διομήδη τ' άλογα, που τώρα γρηγοράδα
τους έδωσε η Αθηνά, χαρίζοντας τρανή στον ίδιο δόξα'
καν όμως του Μενέλαου τ' άλογα προφτάστε χέρι χέρι”.
(μετ. Ν. Καζαντζάκη- Ι.Θ. Κακριδή)
Και ο Έκτορας θα κεντρίσει το φιλότιμο των δικών του αλόγων με άλλο τρόπο, ασυνήθιστο, αλλά ανθρώπινο:
“Αίθωνα, Λάμπε αρχοντογέννητε, και Πόδαργε και Ξάνθε,
καιρός σας τώρα να πληρώσετε την τρισμεγάλη έγνοια
που' χει η Ανδρομάχη, του Ηετίωνα του ψυχωμένου η κόρη,
που πρώτα εσάς ακριβοτάγιζε το στάρι το μελένιο,
για σας κρασί καθώς διψούσατε, πιο πρώτα συγκερνούσε,
παρά για μένα , λεβεντόκορμο που ταίρι της λογιέμαι.”
(μετ, Ν. Καζαντζάκη- Ι.Θ. Κακριδή)
Αυτή τη στενή σχέση αλόγου και αφέντη, τη συναντάμε στη δημοτική ποίηση συχνά, κυρίως στα κλέφτικα και ακριτικά τραγούδια, με τη διαφορά πως ο κλέφτης και ο ακρίτης πολεμά πάνω στο άλογο και δεν διαθέτει ούτε άρμα, ούτε αμαξολάτη. Τα χρησιμοποιεί και καθημερινά, να δείξει ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του ή να επιδείξει την ομορφιά τους:
Των Κολοκοτρωναίων (Κλέφτικο)
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα παν στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε
καβάλλα παίρν' αντίδωρο, απ' του παπά το χέρι.
Του μικρού Βλαχόπουλου (Ακριτικό)
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι αντάμα έχουν τους μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Είναι ολοφάνερη η βαθιά σχέση αλόγου αναβάτη του, που από τη λαϊκή παράδοση της ομηρικής εποχής περνά στο ομηρικό έπος και συνεχίζει την πορεία της στη δημώδη νεοελληνική ποίηση των δύσκολων καιρών του ελληνικού έθνους.
Ξαναγυρίζοντας στην μελέτη του μεγάλου δασκάλου, παρατηρούμε να σημειώνει το ιδιαίτερο των αλόγων του Αχιλλέα, που μόνο αυτός, απ' όλους τους ήρωες, διαθέτει αθάνατα άλογα, ίσως σε αντιστάθμισμα της “ελάχιστης” θνητής πλευράς του...Γεννημένα από την Άρπυια Ποδάργη και το Θεό Ζέφυρο δίνονται δώρα στον Πηλέα για το γάμο του με τη Θέτιδα και μετά περνούν στην κατοχή του Αχιλλέα.
Όταν ο ήρωας βγαίνει στη μάχη σ΄ένα ορκισμένο αγώνα εκδίκησης για τον Πάτροκλο, ζητά από τ' άλογα να μην τον εγκαταλείψουν στη σφαγή της μάχης, να μην τον παρατήσουν στα χέρια των αντιπάλων, όπως έγινε με τον Πάτροκλο. Ένα απ' αυτά, Ξάνθος(ραψ.Τ), θα πάρει ανθρώπινη φωνή, χάρη στην Ήρα και θα πει στον κύριό του:
“Θα σε γλυτώσουμε, μη γνοιάζεσαι, τρανέ Αχιλλέα και πάλι,
όμως ζυγώνει η μαύρη μέρα σου, κι ουδέ είναι εμείς που φταίμε,
μονάχα η μοίρα η τρανοδύναμη κι ένας θεός μεγάλος.
Δεν είναι από δικιά μας άργητα μηδέ κι οκνιά καθόλου
που οι Τρώες αρπάξαν απ' του Πάτροκλου τους ώμους τ' αρματά σου'
της ωριοπλέξουδης τον σκότωσε Λητώς ο γιος, απ' όλους
ο πιο τρανός θεός, και χάρισε στον Έκτορα τη νίκη.
Εμείς ακόμα και το Ζέφυρο νικάμε, απ' τους ανέμους
που λεν πως είναι ο γρηγορότερος. Μα εσένα η μοίρα γράφει
από θνητό μαζί κι αθάνατο να σκοτωθείς στη μάχη”.
(μετ. Ν. Καζαντζάκη- Ι.Θ. Κακριδή)
Το θαύμα να μιλά το άλογο παρουσιάζεται και στο ακριτικό: Του μικρού Βλαχόπουλου:
“Επήγε το βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά σαρακηνούς κι Αράπηδες κουρσάρους,
κι οι κάμποι επρασινίζανε,τα πλάγια κοκκινίζαν'
άρχισε να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει μπρος φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:
-Δύνεσαι μαύρε μ', δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω,
κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ενα χρυσό μαντήλι,
μη τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ' τη ζάλη.
-Μαύρε μου,άιντε να μπούμε, κι όπου θεός τα βγάλει”.
Υπάρχει αγάπη ανάμεσα στο άλογο και τον κύριό του, έτσι που το άλογο, να πονά και να θλίβεται για όσα συμβαίνουν ή νοιώθει πως θα συμβούν, όπως συμβαίνει με τα άλογα του Αχιλλέα, που αθάνατα αυτά θα ζήσουν το θάνατο του αφέντη τους.
Αυτή την τραγικότητα, το άλογο να πενθεί τον άνθρωπο, την υπογραμμίζει ο Δίας στον Όλυμπο, σαν βλέπει τα άλογα του Αχιλλέα, να μην υπακούν στον ηνίοχό τους, τον Αυτομέδοντα, γιατί πάγωσαν από το χαμό του Πατρόκλου( ραψ.Ρ):
“μόνο όπως η κολώνα ασάλευτη κρατιέται, που τη στήσαν
ορθή στον τάφο ενός που πέθανε, για και γυναίκας πάνω-
έτσι έμειναν κι εκείνα ασάλευτα, ζεμένα στ' ώριο αμάξι,
στη γη κολλώντας τα κεφάλια τους' κι από τα βλέφαρά τους
ζεστά τα δάκρυα κάτω ετρέχανε στο χώμα , και θρηνούσαν
.........................................................................................
Κι ο γιος του Κρόνου,ως τα΄δε που 'κλαιγαν εψυχοπόνεσέ τα
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε
Δυστυχισμένα! Τι σας χάρισα στο βασιλιά Πηλέα
..........................................................................................
Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο δύστυχο δεν είναι
άλλο στη γης, απ' όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν...”
(μετ. Ν. Καζαντζάκη- Ι. Θ, Κακριδή)
Απ' αυτούς τους στίχους της Ιλιάδας εμπνεύστηκε και ο Κ. Καβάφης το ποίημά “Τα άλογα του Αχιλλέα”, που δημοσιεύσαμε , όταν αναφερθήκαμε στο θάνατο του Πατρόκλου.
Ο Αχιλλέας (ραψ. Ψ), όταν διοργανώνει τους επιτάφιους αγώνες για τον Πάτροκλο, λυπάται που δεν παίρνει μέρος στις ιπποδρομίες με τ' άλογά του, αφού το πένθος του είναι βαρύ, ωστόσο σημειώνει ότι αν οι αγώνες γίνονταν γι' άλλο νεκρό, τότε κανείς δε θα μπορούσε να παραβγεί τα άλογά του, έτσι αθάνατα που είναι:
“Μα τώρα εγώ με τα μονόνυχα φαριά μου δεν θα τρέξω,
τι τέτοιο αμαξολάτη εχάσανε, στον κόσμο ξακουσμένο,
που με νερό καθάριο ως τα' λουζε, γεμάτος καλοσύνη
με λάδι ακράτο τους περέχυνε κάθε φορά τις χήτες.
Τώρα τον κλαιν αμετασάλευτα, κι οι χήτες τους στο χώμα
κάτω ακουμπούν, και δεν σαλεύουνε,τέτοιο καημό που νοιώθουν”.
(μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
Η Ιλιάδα τελειώνει και η θρηνούσα ακίνητη εικόνα των αλόγων με το κεφάλι στη γη, παραμένει στο νου, αφού ο πόνος του ζώου συγκινεί περισσότερο απ΄του ανθρώπου. Πάντα εντυπωσιάζουν και προκαλούν λύπη τα θλιμμένα μάτια ενός αλόγου. Την οδύνη του Βαλίου και του Ξάνθου όμως τη συναντάς στις χήτες, στην κλίση του κεφαλιού. Σε ξαφνιάζει αυτή η στάση, δεν την περιμένεις από ένα ζώο και έτσι δεν τη λησμονάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ακίνητη λύπη κινείται και σφηνώνεται στη μνήμη, γιατί τα άλογα προκλαίνε σκυμμένα και για τον επικείμενο χαμό του Αχιλλέα, όπως αμετάκλητα τον όρισε η μοίρα...
Τα άλογα της Ιλιάδας, φίλοι μου, μπορεί να είναι και το διαχρονικό δέσιμο του ανθρώπου με τα ζώα, τα οποία είναι πολλές φορές ο αχώριστος σύντροφος, ο πιστός και ο αφοσιωμένος, που έχει ανάγκη ο καθένας μας, για ν' ακουμπήσει πάνω του, χωρίς την υποψία της διάρρηξης αυτής της σχέσης.
Χαίρεσθε, φίλοι μου, αγαπητοί Μυθολόγοι!
Πηγή: Ι.Θ. Κακριδής “Ομηρικά Θέματα”, Ν. Γ. Πολίτης: “Δημοτικά τραγούδια”,
Άλμπιν Λέσκι “Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας”.
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Θυμάμαι, χρόνια πριν, πόσο είχα εντυπωσιαστεί από τη μελέτη του Ι. Θ. Κακριδή “Τα άλογα της Ιλιάδας”, όταν την πρωτοδιάβασα, και πόσο είχα ενθουσιαστεί, όταν την είδα να συμπεριλαμβάνεται στο παλιό Ανθολόγιο της Β' Γυμνασίου. Οι μαθητές ρουφούσαν αχόρταγα το κείμενο και απολάμβαναν τις αξίες ενός πολιτισμού, που περιελάμβανε αγαπημένους τους ήρωες, από τον ομηρικό κόσμο, όπως ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Αίας, ο Διομήδης και άλλοι. Δυστυχώς το κείμενο αφαιρέθηκε από τις επόμενες σχολικές εκδόσεις...
Κομμάτια αυτής της μελέτης, φίλοι μου, θα μοιρασθώ μαζί σας και, πιστέψτε με, θα νοιώσετε βαθύτερα τον προγονικό μας κόσμο και τις αρχές του.
Ο μεγάλος μας πανεπιστημιακός δάσκαλος έτσι αρχίζει τη μελέτη του:
“ Κάποτε διάβασα, δεν θυμάμαι πού, πως αν προσέξουμε τα γλυπτά του Παρθενώνα, θα δούμε πως τα άλογα των Αρχαίων Ελλήνων πρέπει ν' ανήκαν σε μια ράτσα πιο άγρια από τις ημερωμένες που γνωρίζουμε σήμερα.
Δεν γνωρίζω αν η θεωρία αυτή στέκει ακόμα' γιατί πιο σωστή μου φαίνεται η γνώμη ότι για τις ράτσες των αλόγων στην Αρχαία Ελλάδα δεν μπορούμε να κρίνουμε με βεβαιότητα από τις απεικονίσεις που τυχόν σώθηκαν, τη στιγμή που σκοπός του καλλιτέχνη είναι να κερδίσει ένα ορισμένο αισθητικό αποτέλεσμα και όχι να παραστήσει σωστά τη φύση”.
Το βέβαιο είναι, όπως γράφει ο τρανός αυτός δάσκαλος, ότι οι Αρχαίοι μας υπεραγαπούσαν τα άλογα, γι αυτό και δεν τ' αγγάρευαν με βαριές εργασίες, τις οποίες ανάθεταν στα μουλάρια, που αναλάμβαναν όλες τις μεταφορές, ενώ τα βόδια τα είχαν για τα οργώματα.
Τα άλογα έσερναν μόνο πολεμικά άρματα, τα κυβερνούσε ο ηνίοχος, ενώ ο κύριος πολεμιστής, ο ήρωας, πολεμάει πάνω από το άρμα, εκτός κι αν κατέβει ν' αντιμετωπίσει τον αντίμαχο πεζός. Καβάλα πάνω στο άλογο δεν πολεμούσαν ποτέ οι ομηρικοί ήρωες.
Το άλογο ήταν δείγμα πλούτου του κατόχου του, γιατί, ακόμα και τώρα, έχει μεγάλο κόστος η συντήρησή του. Όταν ο Αγαμέμνονας,υπόσχεται στον Αχιλλέα, εκτός των άλλων, για εξευμενισμό 12 διαλεχτά άλογα, η προσφορά του θεωρείται έξοχα δελεαστική, ώστε ν' αποβληθεί η μήνις που τον κρατούσε μακριά από τις μάχες.
Από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη γη ήταν ο παλιός βασιλιάς της Τροίας, ο Εριχθόνιος με τις 3000 φοράδες του.
Πολλών ομηρικών ηρώων τα άλογα είναι δώρο Θεών. Ο Δίας, όταν απαγάγει τον Γανυμήδη, για να παρηγορήσει τον Τρώα, τον πατέρα του, του χαρίζει άλογα που όμοιά τους δε θα 'βρισκες σ' ανατολή και Δύση.
Τα περίφημα άλογα του Θράκα βασιλιά, του Ρήσου, λευκότερα από το χιόνι και ταχύτερα του ανέμου, τα κλέβει μια νύχτα, σε νυχτερινή περιπολία κατασκοπευτική, από το τρωικό στρατόπεδο ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, σκοτώνοντας τον αφέντη τους!
Τα άλογα των ομηρικών μας ηρώων, κατά τα γραφόμενα του Ι.Θ. Κακριδή , είναι οι σύντροφοί τους στη χαρά και στη λύπη, οι παραμυθητές τους, το καταφύγιό τους στα δύσκολα και πολλές φορές οι προστάτες τους.
Στη ( ραψ. Ψ), στα “Άθλα επί Πατρόκλω”, ο Αντίλοχος, ο γιος του Νέστορα, που συναγωνίζεται με το Διομήδη, το Μενέλαο και άλλους, φωνάζει πάνω απ' τ' άρμα του στ' άλογά του να ξεπεράσουν το Μενέλαο:
“Ομπρός και σεις βιαστείτε! Γρήγορα τραβάτε όσο μπορείτε!
Να παραβγείτε δε σας γύρεψα μαθές εγώ μ' εκείνα,
του αντρόκαρδου Διομήδη τ' άλογα, που τώρα γρηγοράδα
τους έδωσε η Αθηνά, χαρίζοντας τρανή στον ίδιο δόξα'
καν όμως του Μενέλαου τ' άλογα προφτάστε χέρι χέρι”.
(μετ. Ν. Καζαντζάκη- Ι.Θ. Κακριδή)
Και ο Έκτορας θα κεντρίσει το φιλότιμο των δικών του αλόγων με άλλο τρόπο, ασυνήθιστο, αλλά ανθρώπινο:
“Αίθωνα, Λάμπε αρχοντογέννητε, και Πόδαργε και Ξάνθε,
καιρός σας τώρα να πληρώσετε την τρισμεγάλη έγνοια
που' χει η Ανδρομάχη, του Ηετίωνα του ψυχωμένου η κόρη,
που πρώτα εσάς ακριβοτάγιζε το στάρι το μελένιο,
για σας κρασί καθώς διψούσατε, πιο πρώτα συγκερνούσε,
παρά για μένα , λεβεντόκορμο που ταίρι της λογιέμαι.”
(μετ, Ν. Καζαντζάκη- Ι.Θ. Κακριδή)
Αυτή τη στενή σχέση αλόγου και αφέντη, τη συναντάμε στη δημοτική ποίηση συχνά, κυρίως στα κλέφτικα και ακριτικά τραγούδια, με τη διαφορά πως ο κλέφτης και ο ακρίτης πολεμά πάνω στο άλογο και δεν διαθέτει ούτε άρμα, ούτε αμαξολάτη. Τα χρησιμοποιεί και καθημερινά, να δείξει ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του ή να επιδείξει την ομορφιά τους:
Των Κολοκοτρωναίων (Κλέφτικο)
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα παν στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε
καβάλλα παίρν' αντίδωρο, απ' του παπά το χέρι.
Του μικρού Βλαχόπουλου (Ακριτικό)
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι αντάμα έχουν τους μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει.
Είναι ολοφάνερη η βαθιά σχέση αλόγου αναβάτη του, που από τη λαϊκή παράδοση της ομηρικής εποχής περνά στο ομηρικό έπος και συνεχίζει την πορεία της στη δημώδη νεοελληνική ποίηση των δύσκολων καιρών του ελληνικού έθνους.
Ξαναγυρίζοντας στην μελέτη του μεγάλου δασκάλου, παρατηρούμε να σημειώνει το ιδιαίτερο των αλόγων του Αχιλλέα, που μόνο αυτός, απ' όλους τους ήρωες, διαθέτει αθάνατα άλογα, ίσως σε αντιστάθμισμα της “ελάχιστης” θνητής πλευράς του...Γεννημένα από την Άρπυια Ποδάργη και το Θεό Ζέφυρο δίνονται δώρα στον Πηλέα για το γάμο του με τη Θέτιδα και μετά περνούν στην κατοχή του Αχιλλέα.
Όταν ο ήρωας βγαίνει στη μάχη σ΄ένα ορκισμένο αγώνα εκδίκησης για τον Πάτροκλο, ζητά από τ' άλογα να μην τον εγκαταλείψουν στη σφαγή της μάχης, να μην τον παρατήσουν στα χέρια των αντιπάλων, όπως έγινε με τον Πάτροκλο. Ένα απ' αυτά, Ξάνθος(ραψ.Τ), θα πάρει ανθρώπινη φωνή, χάρη στην Ήρα και θα πει στον κύριό του:
“Θα σε γλυτώσουμε, μη γνοιάζεσαι, τρανέ Αχιλλέα και πάλι,
όμως ζυγώνει η μαύρη μέρα σου, κι ουδέ είναι εμείς που φταίμε,
μονάχα η μοίρα η τρανοδύναμη κι ένας θεός μεγάλος.
Δεν είναι από δικιά μας άργητα μηδέ κι οκνιά καθόλου
που οι Τρώες αρπάξαν απ' του Πάτροκλου τους ώμους τ' αρματά σου'
της ωριοπλέξουδης τον σκότωσε Λητώς ο γιος, απ' όλους
ο πιο τρανός θεός, και χάρισε στον Έκτορα τη νίκη.
Εμείς ακόμα και το Ζέφυρο νικάμε, απ' τους ανέμους
που λεν πως είναι ο γρηγορότερος. Μα εσένα η μοίρα γράφει
από θνητό μαζί κι αθάνατο να σκοτωθείς στη μάχη”.
(μετ. Ν. Καζαντζάκη- Ι.Θ. Κακριδή)
Το θαύμα να μιλά το άλογο παρουσιάζεται και στο ακριτικό: Του μικρού Βλαχόπουλου:
“Επήγε το βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά σαρακηνούς κι Αράπηδες κουρσάρους,
κι οι κάμποι επρασινίζανε,τα πλάγια κοκκινίζαν'
άρχισε να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει μπρος φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:
-Δύνεσαι μαύρε μ', δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω,
κι όσους θα κόψει το σπαθί, τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ενα χρυσό μαντήλι,
μη τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ' τη ζάλη.
-Μαύρε μου,άιντε να μπούμε, κι όπου θεός τα βγάλει”.
Υπάρχει αγάπη ανάμεσα στο άλογο και τον κύριό του, έτσι που το άλογο, να πονά και να θλίβεται για όσα συμβαίνουν ή νοιώθει πως θα συμβούν, όπως συμβαίνει με τα άλογα του Αχιλλέα, που αθάνατα αυτά θα ζήσουν το θάνατο του αφέντη τους.
Αυτή την τραγικότητα, το άλογο να πενθεί τον άνθρωπο, την υπογραμμίζει ο Δίας στον Όλυμπο, σαν βλέπει τα άλογα του Αχιλλέα, να μην υπακούν στον ηνίοχό τους, τον Αυτομέδοντα, γιατί πάγωσαν από το χαμό του Πατρόκλου( ραψ.Ρ):
“μόνο όπως η κολώνα ασάλευτη κρατιέται, που τη στήσαν
ορθή στον τάφο ενός που πέθανε, για και γυναίκας πάνω-
έτσι έμειναν κι εκείνα ασάλευτα, ζεμένα στ' ώριο αμάξι,
στη γη κολλώντας τα κεφάλια τους' κι από τα βλέφαρά τους
ζεστά τα δάκρυα κάτω ετρέχανε στο χώμα , και θρηνούσαν
.........................................................................................
Κι ο γιος του Κρόνου,ως τα΄δε που 'κλαιγαν εψυχοπόνεσέ τα
και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε
Δυστυχισμένα! Τι σας χάρισα στο βασιλιά Πηλέα
..........................................................................................
Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο δύστυχο δεν είναι
άλλο στη γης, απ' όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν...”
(μετ. Ν. Καζαντζάκη- Ι. Θ, Κακριδή)
Απ' αυτούς τους στίχους της Ιλιάδας εμπνεύστηκε και ο Κ. Καβάφης το ποίημά “Τα άλογα του Αχιλλέα”, που δημοσιεύσαμε , όταν αναφερθήκαμε στο θάνατο του Πατρόκλου.
Ο Αχιλλέας (ραψ. Ψ), όταν διοργανώνει τους επιτάφιους αγώνες για τον Πάτροκλο, λυπάται που δεν παίρνει μέρος στις ιπποδρομίες με τ' άλογά του, αφού το πένθος του είναι βαρύ, ωστόσο σημειώνει ότι αν οι αγώνες γίνονταν γι' άλλο νεκρό, τότε κανείς δε θα μπορούσε να παραβγεί τα άλογά του, έτσι αθάνατα που είναι:
“Μα τώρα εγώ με τα μονόνυχα φαριά μου δεν θα τρέξω,
τι τέτοιο αμαξολάτη εχάσανε, στον κόσμο ξακουσμένο,
που με νερό καθάριο ως τα' λουζε, γεμάτος καλοσύνη
με λάδι ακράτο τους περέχυνε κάθε φορά τις χήτες.
Τώρα τον κλαιν αμετασάλευτα, κι οι χήτες τους στο χώμα
κάτω ακουμπούν, και δεν σαλεύουνε,τέτοιο καημό που νοιώθουν”.
(μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
Η Ιλιάδα τελειώνει και η θρηνούσα ακίνητη εικόνα των αλόγων με το κεφάλι στη γη, παραμένει στο νου, αφού ο πόνος του ζώου συγκινεί περισσότερο απ΄του ανθρώπου. Πάντα εντυπωσιάζουν και προκαλούν λύπη τα θλιμμένα μάτια ενός αλόγου. Την οδύνη του Βαλίου και του Ξάνθου όμως τη συναντάς στις χήτες, στην κλίση του κεφαλιού. Σε ξαφνιάζει αυτή η στάση, δεν την περιμένεις από ένα ζώο και έτσι δεν τη λησμονάς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ακίνητη λύπη κινείται και σφηνώνεται στη μνήμη, γιατί τα άλογα προκλαίνε σκυμμένα και για τον επικείμενο χαμό του Αχιλλέα, όπως αμετάκλητα τον όρισε η μοίρα...
Τα άλογα της Ιλιάδας, φίλοι μου, μπορεί να είναι και το διαχρονικό δέσιμο του ανθρώπου με τα ζώα, τα οποία είναι πολλές φορές ο αχώριστος σύντροφος, ο πιστός και ο αφοσιωμένος, που έχει ανάγκη ο καθένας μας, για ν' ακουμπήσει πάνω του, χωρίς την υποψία της διάρρηξης αυτής της σχέσης.
Χαίρεσθε, φίλοι μου, αγαπητοί Μυθολόγοι!
Πηγή: Ι.Θ. Κακριδής “Ομηρικά Θέματα”, Ν. Γ. Πολίτης: “Δημοτικά τραγούδια”,
Άλμπιν Λέσκι “Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας”.
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.