Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα έφευγε ο μπαμπάς μου. Κι ας ήταν 89. Η υγεία του ήταν μικρού παιδιού. Μέχρι προ διμήνου μάζευε τις ντομάτες απ’ τον κήπο του με τις εγγονές του. Τον είχα για μόνιμο. Κι όλοι όσοι τον γνώριζαν.
Δεν τον χόρτασα. Έτρωγαν τα βράδια με τη μάνα μου σπίτι τους, που ήταν δέκα λεπτά απ’ το δικό μου, και σπάνια έτρωγα μαζί τους το σπιτικό φαΐ της μάνας μου, που πάντα είχε προϊόντα απ’ το μποστάνι του πατέρα μου. Ο πατέρας μου είχε εκατοντάδες ιστορίες απ’ τα καράβια και την κατοχική Χίο, αλλά ήξερα ότι ήταν εκεί και κάποια στιγμή θα μου τις έλεγε. Δεν τον γέμισα με φιλιά κι αγκαλιές, γιατί ήξερα ότι θα ήταν εκεί κι αύριο και τον άλλο μήνα και τον άλλο χρόνο. Δεν χόρτασα τη μυρωδιά του απ’ την υπέροχη παιδική του επιδερμίδα. Εκείνη ήταν εκεί. Εγώ δεν ήμουν εκεί.
Με τον μπαμπά μου είχα πάντα πολύ καλή σχέση. Ήταν ο ήρωάς μου. Όσο μεγάλωνα συνειδητοποιούσα το μεγαλείο του. Κι όμως τον έβλεπα μια-δυο φορές τη βδομάδα. Συνήθως στο πόδι. Βιαζόμουν χωρίς να υπάρχει λόγος.
Προ είκοσι τριών ημερών μάς την έκανε. Ξαφνικά. Για δικούς του λόγους. Κι έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Και δεν άκουσα τις ιστορίες του. Και δεν χόρτασα τη μυρωδιά του. Και δεν τον γέμισα με φιλιά. Και δεν του τα ‘πα όλα για να είναι ακόμα πιο περήφανος για μένα. Διψούσε για τα νέα μου κι εγώ του τα ‘δινα με δελτίο.
Και βλέπω τις φωτογραφίες του και κλαίω. Και νιώθω τις μυρωδιές του και πονάω. Και θα ‘δινα το σύμπαν ολόκληρο να τον έχω πλάι μου για έναν μήνα, έστω μια εβδομάδα, ίσως και μια μέρα. Και τώρα η μάνα μου, με την οποία δεν είχα τις καλύτερες σχέσεις, είναι μαζί κι ο πατέρας μου κι η μάνα μου. Και σ’ ένα βράδυ ξεπεράσαμε θέματα άλυτα για δεκαετίες μεταξύ μας. Ευτυχώς, τώρα έχω εκείνη. Ευτυχώς, έχω ένα ποδάρι, που λέμε και στη Χίο, γιατί αλλιώς θα ‘μουν εντελώς κουτσός.
Θάνατος
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΟΨΗ της λέξης χλομιάζεις. Αδειάζεις. Πεθαίνεις κι εσύ. ‘Έχει τον Χάρο μέσα του. Και το Τέλος. Και τον Οριστικό Αποχωρισμό – που δεν θα τον ξαναδείς ΠΟΤΕ ξανά. Είναι ο χειρότερος εφιάλτης που μπορείς να ζήσεις. Χίλιες φορές να πεθάνεις εσύ, παρά ο άνθρωπός σου.
Μόνο όταν πεθάνει κάποιος πολύ δικός σου, μπορείς να ξέρεις τι σημαίνει Θάνατος. Τότε μόνο δικαιούσαι να μιλάς. Μόνο όταν πεθάνει κάποιος στο σπίτι που μένεις. Εκεί που κλείνει η πόρτα. Εκεί που θα γυρίσεις και θα πρέπει εσύ πια ν’ ανάψεις το φως. Ή στο σπίτι των γονιών σου.
Εκεί που όταν θ’ ανοίγει πια η πόρτα Θα λείπει μια αγκαλιά. Κι ένα χαμόγελο. Θα λείπει το μισό σου. Ή κι ολόκληρο. Κάτι ξέρουν που το λένε θανατικό. Δεν αντέχεται. Σου παίρνει τον άνθρωπό σου. Σε παίρνει κι εσένα μαζί. Και δεν ξέρεις πού διάολο πήγε. Θάβεις το σώμα του. Αλλά το μέσα του πού πήγε; Πού είναι τώρα; Πού πήγε η ψυχή του; Η ζωή του; Αυτό που τον έκανε να κουνιέται. Και να γελάει. Και να κλαίει. Και να θυμώνει. Πού πήγε η πνοή του; Αυτή που την είχες ατέλειωτα χρόνια δίπλα σου και σου έδινε κι εσένα πνοή. Αυτή που ήταν μέσα του, αλλά και μέσα σου. Αυτή που τον έκανε να κουνιέται. Αυτή που ήταν πλάι σου και σε ζέσταινε. Αυτή που την είχες εκεί δίπλα όλα αυτά τα χρόνια. Συχνά δεδομένη και παραμελημένη.
Και δεν θα μπορέσεις να τον ξαναδείς πια. Ούτε να τον μυρίσεις ούτε να τον ακούσεις. Δεν θα μπορέσεις να τον αγκαλιάσεις ποτέ ξανά. Ούτε να τον φιλήσεις. Ούτε να τον αγγίξεις. Πήρε κι ένα κομμάτι σου μαζί.
Κάθε φορά που πεθαίνει ο άνθρωπός σου, παίρνει κι ένα κομμάτι σου μαζί.
Και μετά βλέπεις τα ρούχα του. Και τα παπούτσια του. Και το κρεβάτι τον. Τη θέση του στο αμάξι. Το πόστο του στον καναπέ. Όλα άδεια. Κούφια. Βουβά. Χωρίς νόημα. Το ίδιο κι η ζωή πια. Μου έχω Θυμώσει πολύ. Μέχρι τώρα είχα άποψη για τον Θάνατο. Γι’ αυτό που συνέβαινε σε φίλους και γνωστούς. Έσπευδα να τους παρηγορήσω. Χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα τι διάολο ένιωθαν ή τι δεν ένιωθαν ή τι δεν θα ξανάνιωθαν ποτέ ξανά. Χωρίς να έχω ιδέα γι’ αυτόν τον αβάσταχτο πόνο. Χωρίς να έχω ιδέα γι’ αυτόν τον ακρωτηριασμό. Ακρωτηριασμός είναι ο θάνατος.
«Αδιανόητος ο κόσμος χωρίς εκείνον που μέχρι τώρα ήταν ο κόσμος σου», μου έγραψε μια φίλη. Έτσι ακριβώς. Δεν είναι ασθένεια. Δεν είναι κατάθλιψη. Δεν είναι στενοχώρια. Δεν είναι πόνος. Είναι κάτι που δεν χωράει σε λέξεις. Δεν χωράει στην ψυχή. Είναι πολύ μεγαλύτερο από την ψυχή σου. Γι’ αυτό και σ’ την ξεριζώνει. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό.
Κάποια στιγμή, χωρίς να σ’ το πει, χωρίς να σ’ το πει κανείς, κατεβαίνει στην επόμενη στάση. Χωρίς να σε αποχαιρετήσει. Χωρίς να τον αποχαιρετήσεις. Χωρίς καν να του γνέψεις. Ούτε καν την ώρα που ξεμακραίνει το τραίνο. Και σου παρατάει και τα πράγματά του. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όμως, σου αφήνει όλα αυτά που έχεις μέσα σου. Ο μόνος τρόπος για να ζει πια είναι μέσα σου. Ακούγεται κλισέ, αλλά έτσι είναι.
Ο Θάνατος είναι ένα τραύμα που δεν θα κλείσει ποτέ. Πάντα Θα αιμορραγεί. Άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ. Ο Θάνατος είναι ένα τραύμα που Θα μείνει για πάντα ανοιχτό.
Αν δεν το ‘χεις ζήσει, μην πας να τους παρηγορήσεις. Μόνο κλάψε μαζί τους.
Κάπταιν
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ KEY BOOKS
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.