Επιθυμία και αγώνας για υλικά αποκτήματα, πλούτη και ηδονές…Φιλοδοξία για μεγάλα έργα και υστεροφημία…Ανάγκη για τεκνοποίηση…Άγχος για τη δουλειά, άγχος για τις σχέσεις…Ανασφάλεια και φόβοι μπροστά στην προοπτική της μοναξιάς, της εγκατάλειψης και της αρρώστιας…Φόβος για το μέλλον και το άγνωστο…Απέραντη ανία και άγχος για το τίποτα…Εξάρτηση από τα αγαπημένα πρόσωπα…Φανατική προσήλωση σε θρησκευτικά δόγματα και θρησκόληπτες συμπεριφορές…
Τι κοινό μπορεί να έχουν όλα τα παραπάνω;… Μα φυσικά, πίσω από όλες αυτές τις ανθρώπινες επιθυμίες και αδυναμίες κρύβεται ένας τεράστιος ανομολόγητος συγκαλυμμένος φόβος…
Ο φόβος του θανάτου!...
Ναι, καλά καταλάβατε…Θα ξεκινήσουμε ένα μακάβριο ταξίδι, ένα οδοιπορικό σε μονοπάτια διαφορετικά απ’ τα συνηθισμένα…σε περιοχές σκοτεινές και εκτάσεις δύσβατες, άγριες και τρομακτικές ( τουλάχιστον έτσι τις έχει πλάσει η φαντασία του μέσου ανθρώπου, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται απαραίτητα και στην αλήθεια )…
Θα περιπλανηθούμε στον κόσμο των αιώνιων σκιών, εκεί στα πένθιμα υπόγεια βασίλεια του Άδη, όπου εκβάλλουν τα δακρύβρεχτα νερά του ποταμού Αχέροντα, εκεί στη χώρα του “Ποτέ πια”, από όπου κανείς νεκρός ποτέ δε γύρισε, εκτός φυσικά από τον Ιησού Χριστό και τον…Λάζαρο!...
( Οι επισκέψεις του Ηρακλή για τον Κέρβερο, του Ορφέα για την Ευρυδίκη και του Οδυσσέα στη “Νέκυια” της Οδύσσειας δεν υπολογίζονται, αφού όλοι κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί…)
Όχι, μην ανησυχήσετε, δε με βρήκε κάποια απρόσμενη συμφορά, ούτε και έγινα ξαφνικά “emo”, απλώς πήρα αφορμή από την ανάρτηση του Δημήτρη στο Ξάνθη Φιλοσοφείν, για τον φίλο που έχασε και σκέφτηκα να συλλέξω πρόχειρα μερικά αποσπάσματα για το θέμα του θανάτου από τη βιβλιογραφία που έχω στη διάθεσή μου.
Μη βιαστείτε να χτυπήσετε ξύλο, να φτύσετε τον κόρφο σας και να αλλάξετε τρομαγμένοι θέμα συζήτησης…Δεν είναι στις προθέσεις μου ούτε να σας τρομοκρατήσω ούτε να σας ψυχοπλακώσω ούτε φυσικά σκοπεύω να παίξω με τυχόν τραύματα και πληγές που όλοι κουβαλάμε από το αντάμωμα με τον σκοτεινό και αδίστακτο καβαλάρη…
Το μόνο που θέλω είναι φωτίσω με τους ασθενικούς μου προβολείς ένα παρεξηγημένο θέμα – ταμπού, που μας έμαθαν από μικρά παιδιά να το αποφεύγουμε, να το φοβόμαστε και να το απωθούμε, επενδύοντάς το με προκαταλήψεις και στερεότυπα αιώνων, μη τολμώντας συχνά ούτε να προφέρουμε το όνομά του. Και θα το λογαριάσω ως κέρδος και προσωπική ικανοποίηση, αν έστω και μία / ένας φίλη / φίλος και συνοδοιπόρος τολμήσει να σηκώσει τα παραμορφωτικά πέπλα και αντικρίσει το φαινόμενο του θανάτου όπως του πρέπει: ίσια κατάματα, με σεβασμό και ανδρεία, αν όχι με ολύμπια αταραξία τουλάχιστον με θλίψη ήρεμη και πειθαρχημένη, έχοντας επίγνωση της αναπόφευκτης αναγκαιότητας, του επιβλητικού μυστηρίου αλλά και των πυλών που μπορεί να μας ανοίξει μια τέτοια υπέρβαση…
Λόγω του εύρους της σχετικής βιβλιογραφίας και της τεράστιας σημασίας του θέματος, αναγκαστικά η ανάρτηση θα ολοκληρωθεί σε 2 ( ίσως και 3 ) μέρη και φυσικά, θα προσεγγίσουμε το θέμα μας ακροθιγώς, αφού θα μπορούσαν να γραφτούν δεκάδες πολυσέλιδοι τόμοι, δίχως και πάλι να επαρκούν για να καλύψουν όλες τις πλευρές και τις προεκτάσεις του.
Φωτισμένοι οδηγοί και πολύτιμοι σύμβουλοι προσανατολισμού σ’ αυτή τη διαδρομή θα σταθούν οι μεγάλες μορφές των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, του Ιησού Χριστού, του Osho, του Χαλίλ Γκιμπράν, του Δημήτρη Λιαντίνη και μερικών ακόμα μυστών, ποιητών, ψυχολόγων και λογοτεχνών.
Ασφαλώς, πολλές ελλείψεις θα επισημανθούν τόσο σε πρόσωπα όσο και σε θρησκείες, φιλοσοφικές σχολές ή ρεύματα. Υπενθυμίζω ότι δεν πρόκειται για διδακτορική διατριβή ( αν και θα με ενθουσίαζε ένα τέτοιο θέμα! ), αλλά για μία πρόχειρη καταγραφή αποσπασμάτων και απόψεων.
Μάλιστα, μου είχε περάσει και η ιδέα να φτιάξω ένα ιστολόγιο, με αποκλειστικό θέμα τον θάνατο, όπου θα μπορούσα να μιλήσω εκτενέστερα και πιο εμπεριστατωμένα.
[Δε θα επιχειρηθεί αυστηρή ιστορική αναδρομή σχετικά με τις απόψεις των στοχαστών γύρω από τον θάνατο. Μία περιληπτική αλλά κατατοπιστική καταγραφή μπορείτε να βρείτε στο Ξάνθη Φιλοσοφείν, από τον προσφάτως εκλιπόντα κ. Νίκο Γεραγά ( το κείμενο του οποίου στάθηκε η αφορμή για την παρούσα ανάρτηση):
http://nekthl.blogspot.com/2010/07/blog-post_14.html ]
…Μα να, ακούω παφλασμό και κουπιά που βυθίζονται στο νερό…και εκεί μακριά, μέσα απ’ την ομίχλη και τους καπνούς, σαν να τον γέννησε η απόκοσμη νύχτα, ξεπροβάλλει αποστεωμένος ο δρεπανηφόρος πορθμέας, ορθός μέσα στη βάρκα του και μοιάζει σαν να μας γνέφει να τον ακολουθήσουμε μέχρι τα παγερά σύνορα της αυτοκρατορίας της σιωπής…
Στην “Επιστολή προς Μενοικέα” (124-125) ο Επίκουρος γράφει:
«…Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, γιατί κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η γνώση του γεγονότος ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας μάς κάνει ικανούς να απολαμβάνουμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν, αλλά γιατί απομακρύνει τον πόθο της αθανασίας.
Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε το φοβερό στο ζην για εκείνον που κατανοεί πραγματικά ότι δεν υπάρχει τίποτε το φοβερό στο να μη ζει. Επομένως, είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι γιατί θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά γιατί υποφέρει επειδή θα έρθει.
Εκείνο που δε φέρνει ταραχή όταν είναι παρόν, μάταια προξενεί λύπη όταν αναμένεται. Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για μας – στο βαθμό που όσο υπάρχουμε δεν είναι παρών κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε…»
Ασφαλώς, η θεώρηση αυτή πηγάζει από τη βαθιά πεποίθηση του Επίκουρου πως η ψυχή χάνεται μαζί με το σώμα τη στιγμή του θανάτου, επομένως δεν επιζεί κάποια μορφή συνείδησης, που θα μπορεί να νιώσει οδύνη για τη χαμένη ζωή ή νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησε πίσω της. Τις απόψεις αυτές συμμερίζεται και ο συγγραφέας Irwin D. Yalom, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Υιοθετεί επίσης και την άποψη του Επίκουρου περί “συμμετρίας”, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος σηματοδοτεί την επιστροφή στην κατάσταση της ανυπαρξίας, που προηγήθηκε της γέννησής μας.
Δε μπορούμε να μη θυμηθούμε στο σημείο αυτό τις πρώτες φράσεις της “Ασκητικής” του Νίκου Καζαντζάκη:
« Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε “ζωή”…»
Γενικά, η αρχαιοελληνική στάση ζωής συμβουλεύει: αντιμετώπισε το αναπόφευκτο τέλος ψύχραιμα και πειθαρχημένα, με θάρρος, μελαγχολία και εγκαρτέρηση, δίχως μάταιες παρηγοριές και θρήνους ανώφελους.
Όπως λέει και ο Δημ. Λιαντίνης στα “Ελληνικά”:
«…όλος εκείνος ο κόσμος του θρήνου μετουσιώνεται σε κατανόηση και σε πικρή περηφάνεια. Γίνεται δηλαδή η ελληνική τέχνη. Γίνεται εγκαρτέρηση, ήμερη κυριαρχία του λόγου στο άλογο, όραση και εννόηση της βαθύτερης οργάνωσης του σύμπαντος. Γίνεται το μελαγχολικό μειδίαμα ενός μελλοθάνατου που βλέπει ότι πεθαίνει…
Αυτός ο μεταπλασμός της μελαγχολίας των ελλήνων σε τέχνη είναι καίριας σημασίας. Γιατί άλλαξε το ποιο και την υφή της. Τη μετέτρεψε από άρνηση σε δύναμη και από εγκατάλειψη σε καρτερία.
Έγινε δηλαδή ένας πεσσιμισμός χαρούμενος…» ( σελ. 120 ).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το δελφικό απόφθεγμα που μας θυμίζει να αφήνουμε τη ζωή δίχως λύπη: Τελευτών άλυπος .
Ο μεγάλος προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αινιγματικά αποσπάσματά του λέει:
« Θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε ξύπνιοι και ύπνος όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε. ».
Το απόσπασμα αυτό το ερμηνεύει ο Ινδός μύστης Osho στην “Κρυμμένη αρμονία” ως εξής:
« Όταν είσαι ξύπνιος, αντικρίζεις τον θάνατο σε κάθε σου βήμα και ίσως γι’ αυτό δημιουργείς ένα σύννεφο από όνειρα, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, για να μην αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις το φοβερό μυστήριο. Όμως έτσι, δε συνειδητοποιείς πως όσο περισσότερο εμβαθύνεις στον θάνατο τόσο περισσότερο εμβαθύνεις, καταλαβαίνεις και εκτιμάς τη ζωή. Γιατί αυτά τα δύο είναι ένα, μία ενότητα αξεχώριστη.
Μοιάζει παράδοξο, όμως τα αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται και πάλι. Αποφεύγεις τον θάνατο και μένεις νεκρός. Τον αντιμετωπίζεις και ζωντανεύεις! » (σελ. 78 )
Και συνεχίζει ο Osho:
« Τη στιγμή που θα κοιτάξεις τον θάνατο τόσο βαθιά, τόσο έντονα, που θ’ αρχίσεις να νιώθεις ότι πεθαίνεις…τότε έρχεται η κρίση.
Αυτό είναι ο σταυρός του Ιησού, η κρίση του θανάτου. Αυτή τη στιγμή πεθαίνεις στον ένα κόσμο – στον κόσμο του οριζόντιου, στον κόσμο του νου – και ανασταίνεσαι σ’ έναν άλλο κόσμο…στον κόσμο της Αλήθειας…Πέθανε στο χρόνο για να αναστηθείς στην αιωνιότητα. Πέθανε στο νου για να αναστηθείς στη συνειδητότητα. Πέθανε στη σκέψη για να γεννηθείς στη γνώση…» ( σελ. 78-79 )
Αλλά και το δημοτικό μας τραγούδι έχει εκφράσει με τρόπο απαράμιλλο τον βαθύ πόνο του λαού μας από το χτύπημα του δρεπανιού του Χάροντα:
Τι κοινό μπορεί να έχουν όλα τα παραπάνω;… Μα φυσικά, πίσω από όλες αυτές τις ανθρώπινες επιθυμίες και αδυναμίες κρύβεται ένας τεράστιος ανομολόγητος συγκαλυμμένος φόβος…
Ο φόβος του θανάτου!...
Ναι, καλά καταλάβατε…Θα ξεκινήσουμε ένα μακάβριο ταξίδι, ένα οδοιπορικό σε μονοπάτια διαφορετικά απ’ τα συνηθισμένα…σε περιοχές σκοτεινές και εκτάσεις δύσβατες, άγριες και τρομακτικές ( τουλάχιστον έτσι τις έχει πλάσει η φαντασία του μέσου ανθρώπου, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται απαραίτητα και στην αλήθεια )…
Θα περιπλανηθούμε στον κόσμο των αιώνιων σκιών, εκεί στα πένθιμα υπόγεια βασίλεια του Άδη, όπου εκβάλλουν τα δακρύβρεχτα νερά του ποταμού Αχέροντα, εκεί στη χώρα του “Ποτέ πια”, από όπου κανείς νεκρός ποτέ δε γύρισε, εκτός φυσικά από τον Ιησού Χριστό και τον…Λάζαρο!...
( Οι επισκέψεις του Ηρακλή για τον Κέρβερο, του Ορφέα για την Ευρυδίκη και του Οδυσσέα στη “Νέκυια” της Οδύσσειας δεν υπολογίζονται, αφού όλοι κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί…)
Όχι, μην ανησυχήσετε, δε με βρήκε κάποια απρόσμενη συμφορά, ούτε και έγινα ξαφνικά “emo”, απλώς πήρα αφορμή από την ανάρτηση του Δημήτρη στο Ξάνθη Φιλοσοφείν, για τον φίλο που έχασε και σκέφτηκα να συλλέξω πρόχειρα μερικά αποσπάσματα για το θέμα του θανάτου από τη βιβλιογραφία που έχω στη διάθεσή μου.
Μη βιαστείτε να χτυπήσετε ξύλο, να φτύσετε τον κόρφο σας και να αλλάξετε τρομαγμένοι θέμα συζήτησης…Δεν είναι στις προθέσεις μου ούτε να σας τρομοκρατήσω ούτε να σας ψυχοπλακώσω ούτε φυσικά σκοπεύω να παίξω με τυχόν τραύματα και πληγές που όλοι κουβαλάμε από το αντάμωμα με τον σκοτεινό και αδίστακτο καβαλάρη…
Το μόνο που θέλω είναι φωτίσω με τους ασθενικούς μου προβολείς ένα παρεξηγημένο θέμα – ταμπού, που μας έμαθαν από μικρά παιδιά να το αποφεύγουμε, να το φοβόμαστε και να το απωθούμε, επενδύοντάς το με προκαταλήψεις και στερεότυπα αιώνων, μη τολμώντας συχνά ούτε να προφέρουμε το όνομά του. Και θα το λογαριάσω ως κέρδος και προσωπική ικανοποίηση, αν έστω και μία / ένας φίλη / φίλος και συνοδοιπόρος τολμήσει να σηκώσει τα παραμορφωτικά πέπλα και αντικρίσει το φαινόμενο του θανάτου όπως του πρέπει: ίσια κατάματα, με σεβασμό και ανδρεία, αν όχι με ολύμπια αταραξία τουλάχιστον με θλίψη ήρεμη και πειθαρχημένη, έχοντας επίγνωση της αναπόφευκτης αναγκαιότητας, του επιβλητικού μυστηρίου αλλά και των πυλών που μπορεί να μας ανοίξει μια τέτοια υπέρβαση…
Λόγω του εύρους της σχετικής βιβλιογραφίας και της τεράστιας σημασίας του θέματος, αναγκαστικά η ανάρτηση θα ολοκληρωθεί σε 2 ( ίσως και 3 ) μέρη και φυσικά, θα προσεγγίσουμε το θέμα μας ακροθιγώς, αφού θα μπορούσαν να γραφτούν δεκάδες πολυσέλιδοι τόμοι, δίχως και πάλι να επαρκούν για να καλύψουν όλες τις πλευρές και τις προεκτάσεις του.
Φωτισμένοι οδηγοί και πολύτιμοι σύμβουλοι προσανατολισμού σ’ αυτή τη διαδρομή θα σταθούν οι μεγάλες μορφές των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, του Ιησού Χριστού, του Osho, του Χαλίλ Γκιμπράν, του Δημήτρη Λιαντίνη και μερικών ακόμα μυστών, ποιητών, ψυχολόγων και λογοτεχνών.
Ασφαλώς, πολλές ελλείψεις θα επισημανθούν τόσο σε πρόσωπα όσο και σε θρησκείες, φιλοσοφικές σχολές ή ρεύματα. Υπενθυμίζω ότι δεν πρόκειται για διδακτορική διατριβή ( αν και θα με ενθουσίαζε ένα τέτοιο θέμα! ), αλλά για μία πρόχειρη καταγραφή αποσπασμάτων και απόψεων.
Μάλιστα, μου είχε περάσει και η ιδέα να φτιάξω ένα ιστολόγιο, με αποκλειστικό θέμα τον θάνατο, όπου θα μπορούσα να μιλήσω εκτενέστερα και πιο εμπεριστατωμένα.
[Δε θα επιχειρηθεί αυστηρή ιστορική αναδρομή σχετικά με τις απόψεις των στοχαστών γύρω από τον θάνατο. Μία περιληπτική αλλά κατατοπιστική καταγραφή μπορείτε να βρείτε στο Ξάνθη Φιλοσοφείν, από τον προσφάτως εκλιπόντα κ. Νίκο Γεραγά ( το κείμενο του οποίου στάθηκε η αφορμή για την παρούσα ανάρτηση):
http://nekthl.blogspot.com/2010/07/blog-post_14.html ]
…Μα να, ακούω παφλασμό και κουπιά που βυθίζονται στο νερό…και εκεί μακριά, μέσα απ’ την ομίχλη και τους καπνούς, σαν να τον γέννησε η απόκοσμη νύχτα, ξεπροβάλλει αποστεωμένος ο δρεπανηφόρος πορθμέας, ορθός μέσα στη βάρκα του και μοιάζει σαν να μας γνέφει να τον ακολουθήσουμε μέχρι τα παγερά σύνορα της αυτοκρατορίας της σιωπής…
Στην “Επιστολή προς Μενοικέα” (124-125) ο Επίκουρος γράφει:
«…Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, γιατί κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η γνώση του γεγονότος ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας μάς κάνει ικανούς να απολαμβάνουμε την πρόσκαιρη ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν, αλλά γιατί απομακρύνει τον πόθο της αθανασίας.
Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε το φοβερό στο ζην για εκείνον που κατανοεί πραγματικά ότι δεν υπάρχει τίποτε το φοβερό στο να μη ζει. Επομένως, είναι ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι γιατί θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά γιατί υποφέρει επειδή θα έρθει.
Εκείνο που δε φέρνει ταραχή όταν είναι παρόν, μάταια προξενεί λύπη όταν αναμένεται. Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για μας – στο βαθμό που όσο υπάρχουμε δεν είναι παρών κι όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε…»
Ασφαλώς, η θεώρηση αυτή πηγάζει από τη βαθιά πεποίθηση του Επίκουρου πως η ψυχή χάνεται μαζί με το σώμα τη στιγμή του θανάτου, επομένως δεν επιζεί κάποια μορφή συνείδησης, που θα μπορεί να νιώσει οδύνη για τη χαμένη ζωή ή νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησε πίσω της. Τις απόψεις αυτές συμμερίζεται και ο συγγραφέας Irwin D. Yalom, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Υιοθετεί επίσης και την άποψη του Επίκουρου περί “συμμετρίας”, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος σηματοδοτεί την επιστροφή στην κατάσταση της ανυπαρξίας, που προηγήθηκε της γέννησής μας.
Δε μπορούμε να μη θυμηθούμε στο σημείο αυτό τις πρώτες φράσεις της “Ασκητικής” του Νίκου Καζαντζάκη:
« Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε “ζωή”…»
Γενικά, η αρχαιοελληνική στάση ζωής συμβουλεύει: αντιμετώπισε το αναπόφευκτο τέλος ψύχραιμα και πειθαρχημένα, με θάρρος, μελαγχολία και εγκαρτέρηση, δίχως μάταιες παρηγοριές και θρήνους ανώφελους.
Όπως λέει και ο Δημ. Λιαντίνης στα “Ελληνικά”:
«…όλος εκείνος ο κόσμος του θρήνου μετουσιώνεται σε κατανόηση και σε πικρή περηφάνεια. Γίνεται δηλαδή η ελληνική τέχνη. Γίνεται εγκαρτέρηση, ήμερη κυριαρχία του λόγου στο άλογο, όραση και εννόηση της βαθύτερης οργάνωσης του σύμπαντος. Γίνεται το μελαγχολικό μειδίαμα ενός μελλοθάνατου που βλέπει ότι πεθαίνει…
Αυτός ο μεταπλασμός της μελαγχολίας των ελλήνων σε τέχνη είναι καίριας σημασίας. Γιατί άλλαξε το ποιο και την υφή της. Τη μετέτρεψε από άρνηση σε δύναμη και από εγκατάλειψη σε καρτερία.
Έγινε δηλαδή ένας πεσσιμισμός χαρούμενος…» ( σελ. 120 ).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το δελφικό απόφθεγμα που μας θυμίζει να αφήνουμε τη ζωή δίχως λύπη: Τελευτών άλυπος .
Ο μεγάλος προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αινιγματικά αποσπάσματά του λέει:
« Θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε ξύπνιοι και ύπνος όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε. ».
Το απόσπασμα αυτό το ερμηνεύει ο Ινδός μύστης Osho στην “Κρυμμένη αρμονία” ως εξής:
« Όταν είσαι ξύπνιος, αντικρίζεις τον θάνατο σε κάθε σου βήμα και ίσως γι’ αυτό δημιουργείς ένα σύννεφο από όνειρα, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, για να μην αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις το φοβερό μυστήριο. Όμως έτσι, δε συνειδητοποιείς πως όσο περισσότερο εμβαθύνεις στον θάνατο τόσο περισσότερο εμβαθύνεις, καταλαβαίνεις και εκτιμάς τη ζωή. Γιατί αυτά τα δύο είναι ένα, μία ενότητα αξεχώριστη.
Μοιάζει παράδοξο, όμως τα αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται και πάλι. Αποφεύγεις τον θάνατο και μένεις νεκρός. Τον αντιμετωπίζεις και ζωντανεύεις! » (σελ. 78 )
Και συνεχίζει ο Osho:
« Τη στιγμή που θα κοιτάξεις τον θάνατο τόσο βαθιά, τόσο έντονα, που θ’ αρχίσεις να νιώθεις ότι πεθαίνεις…τότε έρχεται η κρίση.
Αυτό είναι ο σταυρός του Ιησού, η κρίση του θανάτου. Αυτή τη στιγμή πεθαίνεις στον ένα κόσμο – στον κόσμο του οριζόντιου, στον κόσμο του νου – και ανασταίνεσαι σ’ έναν άλλο κόσμο…στον κόσμο της Αλήθειας…Πέθανε στο χρόνο για να αναστηθείς στην αιωνιότητα. Πέθανε στο νου για να αναστηθείς στη συνειδητότητα. Πέθανε στη σκέψη για να γεννηθείς στη γνώση…» ( σελ. 78-79 )
Αλλά και το δημοτικό μας τραγούδι έχει εκφράσει με τρόπο απαράμιλλο τον βαθύ πόνο του λαού μας από το χτύπημα του δρεπανιού του Χάροντα:
Καλότυχά είναι τα βουνά, καλότυχοι είν’ οι κάμποι,
που Χάρο δεν ακαρτερούν, φονιά δεν περιμένουν,
μόν’ περιμένουν άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να πρασινίσουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.
ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μια χάρη να μου κάμεις.
Ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνεις μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω
κι άκουσα τη φωνούλα σου κι εσπάραξε η καρδιά μου
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη
και στάζει η στάλα του κεριού μες στους αποθαμένους:
καίει των νυφάδων τα χρυσά των νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος μετά με, στη μαύρη γης με ρίχνει,
το στόμα μ’ αίμα γιόμισε, τ’ αχείλι μου φαρμάκι.
Η ΛΥΓΕΡΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ένας να βγει την άνοιξη κι άλλος το καλοκαίρι
κι ο τρίτος το χινόπωρο μαζί με τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί με χέρια σταυρωμένα:
- Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνω Κόσμο.
- Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη,
βροντομαχούν τα ρούχα σου κι αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο, θα μας ακούσει ο Χάρος.
που Χάρο δεν ακαρτερούν, φονιά δεν περιμένουν,
μόν’ περιμένουν άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να πρασινίσουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.
ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μια χάρη να μου κάμεις.
Ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνεις μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω
κι άκουσα τη φωνούλα σου κι εσπάραξε η καρδιά μου
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη
και στάζει η στάλα του κεριού μες στους αποθαμένους:
καίει των νυφάδων τα χρυσά των νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος μετά με, στη μαύρη γης με ρίχνει,
το στόμα μ’ αίμα γιόμισε, τ’ αχείλι μου φαρμάκι.
Η ΛΥΓΕΡΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ένας να βγει την άνοιξη κι άλλος το καλοκαίρι
κι ο τρίτος το χινόπωρο μαζί με τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί με χέρια σταυρωμένα:
- Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνω Κόσμο.
- Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη,
βροντομαχούν τα ρούχα σου κι αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο, θα μας ακούσει ο Χάρος.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία, δύσκολα θα βρει κανείς άλλον ποιητή που να έχει συνδέσει τόσο το όνομά του με τον θάνατο όσο τον Κώστα Καρυωτάκη, που σφράγισε τη ζωή και το έργο του με την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα το 1928 ( σαν σήμερα, μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928 αυτοπυροβολήθηκε κάτω από έναν ευκάλυπτο στην παραλία του Αγ. Σπυρίδωνα στην Πρέβεζα ).
Αν διαβάσει κανείς τα άπαντα του Καρυωτάκη, θα βρει δεκάδες ποιήματα που μιλούν για τάφους, μαρασμό, θλίψη, φέρετρα, ματαιότητα, κηδείες και πένθος. Ένα από τα αγαπημένα μου όμως είναι αυτό που μιλά για τον θάνατο δίχως να αναφέρει καν λέξεις μακάβριες, παρά τον συμβολίζει με καράβι που φεύγει για το τελευταίο του ταξίδι…
Αν διαβάσει κανείς τα άπαντα του Καρυωτάκη, θα βρει δεκάδες ποιήματα που μιλούν για τάφους, μαρασμό, θλίψη, φέρετρα, ματαιότητα, κηδείες και πένθος. Ένα από τα αγαπημένα μου όμως είναι αυτό που μιλά για τον θάνατο δίχως να αναφέρει καν λέξεις μακάβριες, παρά τον συμβολίζει με καράβι που φεύγει για το τελευταίο του ταξίδι…
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να ‘μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας, πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να ‘μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας, πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
Κλείνοντας το πρώτο μέρος του αφιερώματος, θα αφήσουμε να μας μιλήσει για την εμπειρία του και τα μαθήματα που πήρε από τη γνωριμία του με τον θάνατο ένας επιζών των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο Martin Grey, που ξανάχτισε τη ζωή του μετά τον πόλεμο για να δει τη γυναίκα και τα παιδιά του να χάνονται σε μια φοβερή πυρκαγιά.
Τσακισμένος από τη μοίρα και αφού κατάφερε να ξεπεράσει την παρόρμησή του να αυτοκτονήσει, αποφάσισε να λυτρωθεί από τους εφιάλτες του, γράφοντας την τραγική του ιστορία ( “Στ’ όνομα όλων των δικών μου”) με σκοπό να δώσει θάρρος και δύναμη σε όσους είχαν πάψει πια να πιστεύουν στη δύναμη και την ομορφιά της ζωής. Στο δεύτερο έργο του ( “Το βιβλίο της ζωής” ), μάς λέει:
«Πιστός στους νεκρούς μένει μονάχα αυτός που δε φυλακίζεται μες στον πόνο του. Πρέπει να συνεχίζει κανείς να χαράζει τ’ αυλάκι του ίσιο και βαθύ. Όπως θα το έφτιαχναν οι ίδιοι. Όπως θα το ‘φτιαχνε κι αυτός μαζί τους. Γι’ αυτούς.
Πιστός στους νεκρούς σημαίνει να ζεις σα να ‘ταν κι αυτοί ζωντανοί. Και να τους κάνεις να ζουν μέσα σου. Και να μεταδίδεις στους άλλους το μήνυμά τους, το πρόσωπό τους, τη φωνή τους. Σ’ ένα παιδί, σ’ έναν αδερφό ή σε ξένους, στους άλλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Τότε και η λειψή ζωή των χαμένων θα βλασταίνεται ατέλειωτα. » ( σελ. 151 )
« Ο άνθρωπος είναι θνητός. Η προσωπική ζωή τελειώνει μια μέρα. Αυτοί που αγαπά κανείς πεθαίνουν. Υπάρχουν όμως πάντα παιδιά που γεννιούνται. Υπάρχουν οι άνθρωποι, τούτη η ζωή από χιλιάδες πρόσωπα που συνεχίζεται και αναπτύσσεται. Υπάρχουν κι οι άλλοι, όσοι μένουν, όσοι γεννούνται, το σύνολο των ανθρώπων που συνεχίζει τη ζωή όσων πέθαναν.
Ο θάνατος δε μπορεί να νικηθεί παρά μονάχα απ’ την αδερφικότητα με τους άλλους. Δεν πεθαίνω επειδή ακριβώς αποτελώ μέρος μιας ζωντανής ολότητας. Βέβαια μια τέτοια γνώση δε γιατρεύει καθόλου την πληγή που είναι ο θάνατος των άλλων.
Ο θάνατος είναι πάντα η μεγάλη δοκιμασία. Το κενό που ανοίγεται άξαφνα κάτω απ’ τα πόδια μας. Το να τ’ αποφεύγουμε δε χρησιμεύει σε τίποτα. Πρέπει να μάθουμε να το παρατηρούμε. Και να το περιγράφουμε…» ( σελ. 154-155)
« Πρέπει να βλέπουμε τον θάνατο με μάτια ανοιχτά επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτος. Να μην τον φοβόμαστε, να μην παραιτούμαστε μπροστά του. Να τον δεχόμαστε και να τον πολεμάμε. Και ν’ αφήνουμε μέσα μας να γεννιέται η σοφία όταν φτάνει η στιγμή. Χτυπάει γύρω μας αδιάκριτα: τα πλάσματα που θερίζει εξακολουθούν να ζουν μέσα στη μνήμη αυτών που απομένουν. Εξακολουθούν να ζουν, επειδή το σύμπαν αποτελεί μια αιωνιότητα που μεταμορφώνεται.
Ο άνθρωπος δεν είναι άλλο παρά εν’ απειροελάχιστο τμήμα απ’ αυτό το σύμπαν κι απ’ αυτή την αιωνιότητα. Όπως ακριβώς το σύμπαν, μεταμορφώνεται κι αυτός. Ο θάνατός του, το σημείο αυτό όπου σπάζει η ζωή, είν’ ένα πέρασμα. Επειδή η ζωή μες στο σύμπαν δε σταματά: είναι αιώνια.
Κι ο θάνατος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το τέρμα μιας μορφής της ζωής, που ξαναγεννιέται αλλού κάτω από χίλιες δυο μορφές άλλες. » ( σελ. 161-162 )
Τσακισμένος από τη μοίρα και αφού κατάφερε να ξεπεράσει την παρόρμησή του να αυτοκτονήσει, αποφάσισε να λυτρωθεί από τους εφιάλτες του, γράφοντας την τραγική του ιστορία ( “Στ’ όνομα όλων των δικών μου”) με σκοπό να δώσει θάρρος και δύναμη σε όσους είχαν πάψει πια να πιστεύουν στη δύναμη και την ομορφιά της ζωής. Στο δεύτερο έργο του ( “Το βιβλίο της ζωής” ), μάς λέει:
«Πιστός στους νεκρούς μένει μονάχα αυτός που δε φυλακίζεται μες στον πόνο του. Πρέπει να συνεχίζει κανείς να χαράζει τ’ αυλάκι του ίσιο και βαθύ. Όπως θα το έφτιαχναν οι ίδιοι. Όπως θα το ‘φτιαχνε κι αυτός μαζί τους. Γι’ αυτούς.
Πιστός στους νεκρούς σημαίνει να ζεις σα να ‘ταν κι αυτοί ζωντανοί. Και να τους κάνεις να ζουν μέσα σου. Και να μεταδίδεις στους άλλους το μήνυμά τους, το πρόσωπό τους, τη φωνή τους. Σ’ ένα παιδί, σ’ έναν αδερφό ή σε ξένους, στους άλλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Τότε και η λειψή ζωή των χαμένων θα βλασταίνεται ατέλειωτα. » ( σελ. 151 )
« Ο άνθρωπος είναι θνητός. Η προσωπική ζωή τελειώνει μια μέρα. Αυτοί που αγαπά κανείς πεθαίνουν. Υπάρχουν όμως πάντα παιδιά που γεννιούνται. Υπάρχουν οι άνθρωποι, τούτη η ζωή από χιλιάδες πρόσωπα που συνεχίζεται και αναπτύσσεται. Υπάρχουν κι οι άλλοι, όσοι μένουν, όσοι γεννούνται, το σύνολο των ανθρώπων που συνεχίζει τη ζωή όσων πέθαναν.
Ο θάνατος δε μπορεί να νικηθεί παρά μονάχα απ’ την αδερφικότητα με τους άλλους. Δεν πεθαίνω επειδή ακριβώς αποτελώ μέρος μιας ζωντανής ολότητας. Βέβαια μια τέτοια γνώση δε γιατρεύει καθόλου την πληγή που είναι ο θάνατος των άλλων.
Ο θάνατος είναι πάντα η μεγάλη δοκιμασία. Το κενό που ανοίγεται άξαφνα κάτω απ’ τα πόδια μας. Το να τ’ αποφεύγουμε δε χρησιμεύει σε τίποτα. Πρέπει να μάθουμε να το παρατηρούμε. Και να το περιγράφουμε…» ( σελ. 154-155)
« Πρέπει να βλέπουμε τον θάνατο με μάτια ανοιχτά επειδή ακριβώς είναι αναπόφευκτος. Να μην τον φοβόμαστε, να μην παραιτούμαστε μπροστά του. Να τον δεχόμαστε και να τον πολεμάμε. Και ν’ αφήνουμε μέσα μας να γεννιέται η σοφία όταν φτάνει η στιγμή. Χτυπάει γύρω μας αδιάκριτα: τα πλάσματα που θερίζει εξακολουθούν να ζουν μέσα στη μνήμη αυτών που απομένουν. Εξακολουθούν να ζουν, επειδή το σύμπαν αποτελεί μια αιωνιότητα που μεταμορφώνεται.
Ο άνθρωπος δεν είναι άλλο παρά εν’ απειροελάχιστο τμήμα απ’ αυτό το σύμπαν κι απ’ αυτή την αιωνιότητα. Όπως ακριβώς το σύμπαν, μεταμορφώνεται κι αυτός. Ο θάνατός του, το σημείο αυτό όπου σπάζει η ζωή, είν’ ένα πέρασμα. Επειδή η ζωή μες στο σύμπαν δε σταματά: είναι αιώνια.
Κι ο θάνατος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το τέρμα μιας μορφής της ζωής, που ξαναγεννιέται αλλού κάτω από χίλιες δυο μορφές άλλες. » ( σελ. 161-162 )
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.