Αν έρθετε σήμερα να με επισκεφθείτε στο γραφείο μου, θα δείτε σε μια άκρη του δωματίου ένα όμορφο παλιού τύπου ισπανικό πάγκο αναψυκτικών, φτιαγμένο με πλακάκι και μαόνι, και εννέα σκαμνάκια ντυμένα με δέρμα (όπως αυτά που συνηθίζονταν στα παλιά αναψυκτήρια). Ασυνήθιστα; Ναι. Αν όμως αυτά τα σκαμνάκια μπορούσαν να μιλήσουν, θα σας έλεγαν την ιστορία για τη μέρα που κόντεψα ν’ απελπιστώ και να τα παρατήσω όλα.
Ήταν περίοδος οικονομικής ύφεσης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι οι δουλειές ήταν δυσεύρετες. Ο Κάουμπόϊ Μπομπ, ο άντρας μου, είχε αγοράσει ένα μικρό στεγνοκαθαριστήριο με δανεικά λεφτά. Είχαμε δυο γλυκά παιδάκια, ένα σπίτι που ανήκε σ’ ένα σύμπλεγμα με πολλά πανομοιότυπα, ένα αυτοκίνητο και τις συνηθισμένες δόσεις. Και ξαφνικά πέσαμε έξω. Δεν υπήρχαν χρήματα για τις δόσεις του σπιτιού ή για οτιδήποτε άλλο. Ήξερα πως δεν είχα κανένα ειδικό ταλέντο, ειδικότητα ή πτυχίο κολεγίου. Δεν είχα σπουδαία ιδέα για τον εαυτό μου. Θυμήθηκα όμως κάποιον άνθρωπο από το παρελθόν μου, ο οποίος πίστευε ότι είχα κάποια ικανότητα. Ήταν η καθηγήτρια μου των αγγλικών στο λύκειο της Αλάμπρα. Με παρότρυνε να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία και με διόρισε διευθύντρια διαφημίσεων και συντάκτρια του κύριου άρθρου της σχολικής εφημερίδας. Σκέφτηκα λοιπόν: «Αν μπορούσα να γράφω τη “Στήλη του Καταναλωτή” στη μικρή εβδομαδιαία εφημερίδα της πόλης μας, μπορεί να έβγαζα χρήματα για τη δόση του σπιτιού».
Δεν είχα αυτοκίνητο κι ούτε κάποιον να μείνει με τα παιδιά. Έτσι τα έβαλα σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο καροτσάκι μ’ ένα μεγάλο μαξιλάρι, δεμένο στο πίσω του μέρος και ξεκίνησα παίρνοντας τα μαζί μου. Η ρόδα έβγαινε προς τα έξω όλη την ώρα, αλλά την χτυπούσα με το πίσω μέρος του τακουνιού μου και ξαναπήγαινε στη θέση της. Έτσι συνέχισα την πορεία μου. Ήμουν αποφασισμένη να μην αφήσω να χάσουν το σπίτι τους τα παιδιά μου, πράγμα που μου είχε συμβεί εμένα πολλές φορές όταν ήμουν παιδί.
Στα γραφεία της εφημερίδας όμως δεν υπήρχαν κενές θέσεις. Ύφεση. Έτσι μου ήρθε μια ιδέα. Ρώτησα αν μπορούσα ν’ αγοράσω χώρο για διαφήμιση σε χοντρική τιμή και να την πουλώ σε λιανική σαν «Στήλη των Καταναλωτών». Συμφώνησαν, αργότερα όμως μου είπαν ότι μου έδωσαν μια βδομάδα περιθώριο, πιστεύοντας πως δε θα άντεχα περισσότερο να σπρώχνω εκείνο το βαρυφορτωμένο καροτσάκι σ’ αυτούς τους αγροτικούς δρόμους. Ωστόσο, έπεσαν έξω.
Η ιδέα της στήλης της εφημερίδας απέδωσε. Κέρδιζα αρκετά λεφτά για τις δόσεις του σπιτιού και για ν΄αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που μου βρήκε ο Καουμπόι Μπόμπ. Μετά, προσέλαβα μια μαθήτρια λυκείου για να κάθεται με τα παιδιά από τις τρεις μέχρι τις πέντε κάθε απόγευμα. Όταν το ρολόϊ χτυπούσε τρεις, άρπαζα τις εφημερίδες μου που χρησιμοποιούσα σαν δείγματα κι ορμούσα έξω από την πόρτα για να πάω στα ραντεβού μου.
Ένα σκοτεινό και βροχερό απόγευμα ωστόσο, όταν πήγα να πάρω την εφημερίδα, είδα ότι όλα τα διαφημιστικά στα οποία είχα δουλέψει, ακυρώθηκαν.
«Γιατί;» ρώτησα. Μου είπαν ότι παρατήρησαν πως ο Ρούμεν Άχλμαν, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και ιδιοκτήτης του μπαρ-αναψυκτηρίου Ρέξαλ, δεν έβαζε διαφημίσεις στη στήλη μου. Το μαγαζί του ήταν το πιο δημοφιλές στην πόλη. Έτσι σέβονταν την άποψη του. «Κάποιο πρόβλημα πρέπει να έχει η διαφήμιση σου», μου εξήγησαν.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Εκείνες οι τέσσερις διαφημίσεις θα μου εξασφάλιζαν τη δόση του σπιτιού. Σκέφτηκα να προσπαθήσω ακόμα μια φορά να μιλήσω στον κύριο Άχλμαν. Όλοι τον αγαπούν και τον σέβονται. Σίγουρα θα με ακούσει, είπα μέσα μου. Κάθε φορά που προσπάθησα να τον πλησιάσω στο παρελθόν, αρνήθηκε να με δει. Ήταν πάντα εκτός γραφείου ή απασχολημένος. Ήξερα ότι αν έβαζε διαφήμιση στη στήλη μου, οι άλλοι έμποροι στην πόλη θα ακολουθούσαν το παράδειγμα του.
Αυτή τη φορά, όταν μπήκα στο Ρέξαλ αναψυκτήριο, τον είδα να στέκεται εκεί πίσω από το ταμείο. Φόρεσα το πιο καλό μου χαμόγελο και σήκωσα ψηλά την πολύτιμη για μένα «Στήλη Καταναλωτών», προσεκτικά σημαδεμένη με τον πράσινο μαρκαδόρο των παιδιών μου. «Όλος ο κόσμος σέβεται τη γνώμη σας κύριε Άχλμαν», είπα. «Θα μπορούσατε να ρίξετε μια ματιά στη δουλειά μου, για να μπορέσω να πω στους άλλους εμπόρους της άποψη σας;»
Το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Χωρίς να πει λέξη, έκανε με το κεφάλι του μια έντονη, παγερή, αρνητική κίνηση. Η σφιγμένη μου καρδιά χτύπησε τόσο δυνατά, που νόμισα πως την είχαν ακούσει όλοι.
Ξαφνικά, όλος ο ενθουσιασμός μου εξαφανίστηκε. Πήγα μέχρι τον όμορφο, παλιό πάγκο αναψυκτικών, στο μπροστινό μέρος του μπαρ, νιώθοντας πως δεν είχα τη δύναμη να οδηγήσω το αυτοκίνητο μου για να πάω στο σπίτι μου. Δεν ήθελα να καθίσω στον πάγκο με τα αναψυκτικά και να μην πάρω τίποτα, έτσι έβγαλα τα τελευταία μου δέκα σεντς και παράγγειλα μια κόκα κόλα. Γεμάτη απόγνωση αναρωτιόμουν τι να κάνω. Θα έχαναν το σπίτι τους τα παιδιά μου, όπως είχα χάσει εγώ το δικό μου τόσες φορές στα παιδικά μου χρόνια; Είχε πέσει έξω η καθηγήτρια μου της δημοσιογραφίας; Ίσως αυτό το ταλέντο για το οποίο μιλούσε να ήταν κίβδηλο. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Από το διπλανό σκαμνάκι ήρθε μια τρυφερή φωνή: «Τι σου συμβαίνει γλυκιά μου;» Βρέθηκα να κοιτάζω το καλοσυνάτο πρόσωπο μιας γλυκιάς, γκριζομάλλας γυναίκας. Της άνοιξα την καρδιά μου τελειώνοντας, «… αλλά ο κύριος Άχλμαν, τον οποίο τόσο σέβεται όλος ο κόσμος, δε θέλει να δει τη δουλειά μου».
«Για να δω αυτήν τη Στήλη των Καταναλωτών», είπε. Πήρε την εφημερίδα μου όπου ήταν σημαδεμένη η στήλη και διάβασε προσεκτικά. Μετά περιστράφηκε στο σκαμνί της, σηκώθηκε όρθια, στράφηκε προς το ταμείο και με επιτακτική φωνή, που μπορούσε να ακουστεί μέχρι το άλλο τετράγωνο, είπε: «Ρούμπεν Άχλμαν, έλα δω». Ήταν η κυρία Άχλμαν!
Είπε στον Ρούμπεν ν’ αγοράσει τη διαφήμιση του από μένα. Το χαμόγελο του έφτασε μέχρι τ’ αυτιά του. Μετά η γυναίκα του μου ζήτησε τα ονόματα των τεσσάρων εμπόρων, που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μου. Πήγε στο τηλέφωνο και τους τηλεφώνησε έναν έναν. Με αγκάλιασε και μου είπε ότι με περίμεναν όλοι να πάω να πάρω τις διαφημίσεις τους.
Ο Ρούμπεν και η Βίβιαν Άχλμαν έγιναν στενοί μας φίλοι και σταθεροί πελάτες στη διαφήμιση. Έμαθα ότι ο Ρούμπεν ήταν ένας γλυκός άνθρωπος που αγόραζε από όλους. Είχε υποσχεθεί στη Βίβιαν να μην πληρώσει άλλες διαφημίσεις κι απλώς προσπαθούσε, τότε, να κρατήσει το λόγο του. Αν είχα ρωτήσει άλλους ανθρώπους στην πόλη, θα μου είχαν πει ότι έπρεπε να είχα μιλήσει στο κύριο Άχλμαν από την αρχή. Η κουβέντα που έκανα καθισμένη στο σκαμνί του πάγκου των αναψυκτικών υπήρξε αποφασιστικής σημασίας. Η διαφημιστική μου επιχείρηση εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε σε τέσσερα γραφεία, με 285 υπαλλήλους που εξυπηρετούν 4.000 διαφημιστικά συμβόλαια διαρκείας.
Αργότερα, όταν ο κύριος Άχλμαν εκσυγχρόνισε το παλιό αναψυκτήριο κι έβγαλε τον πάγκο των αναψυκτικών, ο γλυκός μου σύζυγος, ο Μπομπ, τον αγόρασε και τον εγκατέστησε στο γραφείο μου. Αν βρισκόσουν εδώ, στην Καλιφόρνια, θα καθόμαστε στα σκαμνιά του πάγκου των αναψυκτικών παρέα. Θα σε κερνούσα ένα τσέρι κόουκ και θα σου θύμιζα ότι δεν πρέπει να παραιτείσαι ποτέ. Και να θυμάσαι ότι η βοήθεια βρίσκεται πάντα πλησιέστερα από ότι νομίζουμε.
Θα σου έλεγα επίσης, αν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με ένα πρόσωπο-κλειδί, ψάξε για περισσότερες πληροφορίες. Δοκίμασε να τον πλησιάσεις από έναν άλλο δρόμο. Ψάξε για κάποιον που μπορεί να μεσολαβήσει, για τη βοήθεια ενός τρίτου. Και τελικά, θα σου σέρβιρα αυτές τις δροσιστικές λέξεις του Μπιλ Μάριοτ ιδρυτή των ξενοδοχείων Μάριοτ.
«Αποτυχία; Δεν τη συνάντησα ποτέ. Το μόνο που συνάντησα ήταν κάποιες προσωρινές παύσεις».
Της Dottie Walters
Ήταν περίοδος οικονομικής ύφεσης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι οι δουλειές ήταν δυσεύρετες. Ο Κάουμπόϊ Μπομπ, ο άντρας μου, είχε αγοράσει ένα μικρό στεγνοκαθαριστήριο με δανεικά λεφτά. Είχαμε δυο γλυκά παιδάκια, ένα σπίτι που ανήκε σ’ ένα σύμπλεγμα με πολλά πανομοιότυπα, ένα αυτοκίνητο και τις συνηθισμένες δόσεις. Και ξαφνικά πέσαμε έξω. Δεν υπήρχαν χρήματα για τις δόσεις του σπιτιού ή για οτιδήποτε άλλο. Ήξερα πως δεν είχα κανένα ειδικό ταλέντο, ειδικότητα ή πτυχίο κολεγίου. Δεν είχα σπουδαία ιδέα για τον εαυτό μου. Θυμήθηκα όμως κάποιον άνθρωπο από το παρελθόν μου, ο οποίος πίστευε ότι είχα κάποια ικανότητα. Ήταν η καθηγήτρια μου των αγγλικών στο λύκειο της Αλάμπρα. Με παρότρυνε να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία και με διόρισε διευθύντρια διαφημίσεων και συντάκτρια του κύριου άρθρου της σχολικής εφημερίδας. Σκέφτηκα λοιπόν: «Αν μπορούσα να γράφω τη “Στήλη του Καταναλωτή” στη μικρή εβδομαδιαία εφημερίδα της πόλης μας, μπορεί να έβγαζα χρήματα για τη δόση του σπιτιού».
Δεν είχα αυτοκίνητο κι ούτε κάποιον να μείνει με τα παιδιά. Έτσι τα έβαλα σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο καροτσάκι μ’ ένα μεγάλο μαξιλάρι, δεμένο στο πίσω του μέρος και ξεκίνησα παίρνοντας τα μαζί μου. Η ρόδα έβγαινε προς τα έξω όλη την ώρα, αλλά την χτυπούσα με το πίσω μέρος του τακουνιού μου και ξαναπήγαινε στη θέση της. Έτσι συνέχισα την πορεία μου. Ήμουν αποφασισμένη να μην αφήσω να χάσουν το σπίτι τους τα παιδιά μου, πράγμα που μου είχε συμβεί εμένα πολλές φορές όταν ήμουν παιδί.
Στα γραφεία της εφημερίδας όμως δεν υπήρχαν κενές θέσεις. Ύφεση. Έτσι μου ήρθε μια ιδέα. Ρώτησα αν μπορούσα ν’ αγοράσω χώρο για διαφήμιση σε χοντρική τιμή και να την πουλώ σε λιανική σαν «Στήλη των Καταναλωτών». Συμφώνησαν, αργότερα όμως μου είπαν ότι μου έδωσαν μια βδομάδα περιθώριο, πιστεύοντας πως δε θα άντεχα περισσότερο να σπρώχνω εκείνο το βαρυφορτωμένο καροτσάκι σ’ αυτούς τους αγροτικούς δρόμους. Ωστόσο, έπεσαν έξω.
Η ιδέα της στήλης της εφημερίδας απέδωσε. Κέρδιζα αρκετά λεφτά για τις δόσεις του σπιτιού και για ν΄αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο που μου βρήκε ο Καουμπόι Μπόμπ. Μετά, προσέλαβα μια μαθήτρια λυκείου για να κάθεται με τα παιδιά από τις τρεις μέχρι τις πέντε κάθε απόγευμα. Όταν το ρολόϊ χτυπούσε τρεις, άρπαζα τις εφημερίδες μου που χρησιμοποιούσα σαν δείγματα κι ορμούσα έξω από την πόρτα για να πάω στα ραντεβού μου.
Ένα σκοτεινό και βροχερό απόγευμα ωστόσο, όταν πήγα να πάρω την εφημερίδα, είδα ότι όλα τα διαφημιστικά στα οποία είχα δουλέψει, ακυρώθηκαν.
«Γιατί;» ρώτησα. Μου είπαν ότι παρατήρησαν πως ο Ρούμεν Άχλμαν, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και ιδιοκτήτης του μπαρ-αναψυκτηρίου Ρέξαλ, δεν έβαζε διαφημίσεις στη στήλη μου. Το μαγαζί του ήταν το πιο δημοφιλές στην πόλη. Έτσι σέβονταν την άποψη του. «Κάποιο πρόβλημα πρέπει να έχει η διαφήμιση σου», μου εξήγησαν.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Εκείνες οι τέσσερις διαφημίσεις θα μου εξασφάλιζαν τη δόση του σπιτιού. Σκέφτηκα να προσπαθήσω ακόμα μια φορά να μιλήσω στον κύριο Άχλμαν. Όλοι τον αγαπούν και τον σέβονται. Σίγουρα θα με ακούσει, είπα μέσα μου. Κάθε φορά που προσπάθησα να τον πλησιάσω στο παρελθόν, αρνήθηκε να με δει. Ήταν πάντα εκτός γραφείου ή απασχολημένος. Ήξερα ότι αν έβαζε διαφήμιση στη στήλη μου, οι άλλοι έμποροι στην πόλη θα ακολουθούσαν το παράδειγμα του.
Αυτή τη φορά, όταν μπήκα στο Ρέξαλ αναψυκτήριο, τον είδα να στέκεται εκεί πίσω από το ταμείο. Φόρεσα το πιο καλό μου χαμόγελο και σήκωσα ψηλά την πολύτιμη για μένα «Στήλη Καταναλωτών», προσεκτικά σημαδεμένη με τον πράσινο μαρκαδόρο των παιδιών μου. «Όλος ο κόσμος σέβεται τη γνώμη σας κύριε Άχλμαν», είπα. «Θα μπορούσατε να ρίξετε μια ματιά στη δουλειά μου, για να μπορέσω να πω στους άλλους εμπόρους της άποψη σας;»
Το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Χωρίς να πει λέξη, έκανε με το κεφάλι του μια έντονη, παγερή, αρνητική κίνηση. Η σφιγμένη μου καρδιά χτύπησε τόσο δυνατά, που νόμισα πως την είχαν ακούσει όλοι.
Ξαφνικά, όλος ο ενθουσιασμός μου εξαφανίστηκε. Πήγα μέχρι τον όμορφο, παλιό πάγκο αναψυκτικών, στο μπροστινό μέρος του μπαρ, νιώθοντας πως δεν είχα τη δύναμη να οδηγήσω το αυτοκίνητο μου για να πάω στο σπίτι μου. Δεν ήθελα να καθίσω στον πάγκο με τα αναψυκτικά και να μην πάρω τίποτα, έτσι έβγαλα τα τελευταία μου δέκα σεντς και παράγγειλα μια κόκα κόλα. Γεμάτη απόγνωση αναρωτιόμουν τι να κάνω. Θα έχαναν το σπίτι τους τα παιδιά μου, όπως είχα χάσει εγώ το δικό μου τόσες φορές στα παιδικά μου χρόνια; Είχε πέσει έξω η καθηγήτρια μου της δημοσιογραφίας; Ίσως αυτό το ταλέντο για το οποίο μιλούσε να ήταν κίβδηλο. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Από το διπλανό σκαμνάκι ήρθε μια τρυφερή φωνή: «Τι σου συμβαίνει γλυκιά μου;» Βρέθηκα να κοιτάζω το καλοσυνάτο πρόσωπο μιας γλυκιάς, γκριζομάλλας γυναίκας. Της άνοιξα την καρδιά μου τελειώνοντας, «… αλλά ο κύριος Άχλμαν, τον οποίο τόσο σέβεται όλος ο κόσμος, δε θέλει να δει τη δουλειά μου».
«Για να δω αυτήν τη Στήλη των Καταναλωτών», είπε. Πήρε την εφημερίδα μου όπου ήταν σημαδεμένη η στήλη και διάβασε προσεκτικά. Μετά περιστράφηκε στο σκαμνί της, σηκώθηκε όρθια, στράφηκε προς το ταμείο και με επιτακτική φωνή, που μπορούσε να ακουστεί μέχρι το άλλο τετράγωνο, είπε: «Ρούμπεν Άχλμαν, έλα δω». Ήταν η κυρία Άχλμαν!
Είπε στον Ρούμπεν ν’ αγοράσει τη διαφήμιση του από μένα. Το χαμόγελο του έφτασε μέχρι τ’ αυτιά του. Μετά η γυναίκα του μου ζήτησε τα ονόματα των τεσσάρων εμπόρων, που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μου. Πήγε στο τηλέφωνο και τους τηλεφώνησε έναν έναν. Με αγκάλιασε και μου είπε ότι με περίμεναν όλοι να πάω να πάρω τις διαφημίσεις τους.
Ο Ρούμπεν και η Βίβιαν Άχλμαν έγιναν στενοί μας φίλοι και σταθεροί πελάτες στη διαφήμιση. Έμαθα ότι ο Ρούμπεν ήταν ένας γλυκός άνθρωπος που αγόραζε από όλους. Είχε υποσχεθεί στη Βίβιαν να μην πληρώσει άλλες διαφημίσεις κι απλώς προσπαθούσε, τότε, να κρατήσει το λόγο του. Αν είχα ρωτήσει άλλους ανθρώπους στην πόλη, θα μου είχαν πει ότι έπρεπε να είχα μιλήσει στο κύριο Άχλμαν από την αρχή. Η κουβέντα που έκανα καθισμένη στο σκαμνί του πάγκου των αναψυκτικών υπήρξε αποφασιστικής σημασίας. Η διαφημιστική μου επιχείρηση εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε σε τέσσερα γραφεία, με 285 υπαλλήλους που εξυπηρετούν 4.000 διαφημιστικά συμβόλαια διαρκείας.
Αργότερα, όταν ο κύριος Άχλμαν εκσυγχρόνισε το παλιό αναψυκτήριο κι έβγαλε τον πάγκο των αναψυκτικών, ο γλυκός μου σύζυγος, ο Μπομπ, τον αγόρασε και τον εγκατέστησε στο γραφείο μου. Αν βρισκόσουν εδώ, στην Καλιφόρνια, θα καθόμαστε στα σκαμνιά του πάγκου των αναψυκτικών παρέα. Θα σε κερνούσα ένα τσέρι κόουκ και θα σου θύμιζα ότι δεν πρέπει να παραιτείσαι ποτέ. Και να θυμάσαι ότι η βοήθεια βρίσκεται πάντα πλησιέστερα από ότι νομίζουμε.
Θα σου έλεγα επίσης, αν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με ένα πρόσωπο-κλειδί, ψάξε για περισσότερες πληροφορίες. Δοκίμασε να τον πλησιάσεις από έναν άλλο δρόμο. Ψάξε για κάποιον που μπορεί να μεσολαβήσει, για τη βοήθεια ενός τρίτου. Και τελικά, θα σου σέρβιρα αυτές τις δροσιστικές λέξεις του Μπιλ Μάριοτ ιδρυτή των ξενοδοχείων Μάριοτ.
«Αποτυχία; Δεν τη συνάντησα ποτέ. Το μόνο που συνάντησα ήταν κάποιες προσωρινές παύσεις».
Της Dottie Walters
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.