Γράφει η Ισμήνη Κάραλη
Ανασύρω από τη μνήμη μου κρυστάλλινη την εικόνα σου:
Εκείνη την πρώτη φορά που διέκρινα τη μορφή σου να με περιμένει εκεί στο παράθυρο, κοιτώντας κάτω το δρόμο με αγωνία.
Κι εγώ κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο στην άλλη πλευρά του δρόμου, σε κοιτούσα, προσπαθώντας να υπερβώ την απόσταση που μας χώριζε και να μαντέψω τα χαρακτηριστικά σου.
Δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ πριν, όμως το μαντεύαμε ήδη, πως εμείς οι δύο γνωριζόμασταν από πάντα.
Αποφάσισα να (ξε)φύγω. Όμως το σώμα μου αρνήθηκε να με υπακούσει. Αντίθετα, άνοιξε το βήμα και κατευθύνθηκε μ’ ένα θάρρος παράτολμο προς στο κτίριο που έμενες.
Στην καρδιά μου στριφογύριζε σαν παγιδευμένο φίδι ο φόβος ή η προσμονή εκείνη που μοιάζει τόσο πολύ με πυρωμένο φόβο.
Έχασα και την τελευταία μου ευκαιρία να διαφύγω, όταν σε αντίκρυσα να στέκεσαι όρθιος έξω στην πόρτα και να με περιμένεις.
“I have crossed oceans of time to find you”.
Αυτή η φράση ανασύρθηκε όπως ένα πέπλο πάνω από τη ζωντανή ακόμη μνήμη μου όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά στα μάτια.
Διέσχισα τους ωκεανούς του Χρόνου για να σε βρώ.
Δεν ήθελα να μιλώ.
Δεν ήθελα να σε ακούω να μιλάς. Ήθελα μόνο να σωπαίνουμε.
Τις λέξεις τις χρησιμοποιούν οι εραστές σαν όπλα.
Εγώ δεν ήθελα να σε πολεμήσω, δεν ήθελα να σου αντισταθώ.
Ήθελα μόνο ν’ ακούγεται η σιωπή και να μπορώ να σε κοιτάζω βαθιά μέσα στη ψυχή σου.

Αντίθετα έγιναν όμως όλα, αντίθετα.
Γιατι κι οι δυό μας, αγαπούσαμε τόσο πολύ τις λέξεις. Αυτές που μαγεύουν, αυτές που πληγώνουν.
Είπαμε πολλά σ’ εκείνες τις πρώτες μας συναντήσεις. Εσύ πολύ περισσότερα.
Πήρες αμέσως το ρόλο σου.
Θυμάμαι, υπήρξες πάντοτε ο ουρανός μου κι εγώ απέναντί σου ήμουν η θάλασσά σου που σε καθρέφτιζε.
Είχαμε ξαναβρεθεί, όμως δεν είμασταν μόνοι μας.
Ω, αν είμασταν μόνοι μας, χωρίς όλους τους άλλους που απαιτούσαν απ’ τις ζωές μας μερίδιο!
Χωρίς τα πρέπει τα δικά μου και τη δική σου σαρωτική θέληση να με υποτάξεις για να σιγουρευτείς πως θα έμενα για πάντα κοντά σου.
Ω, πόσο δίκιο είχες αγάπη μου. Όταν θύμωνες μαζί μου, εγώ θα έπρεπε να χαμογελώ.
Πόσο άδικο είχες όταν πίστευες ότι δεν υπήρξες για μένα το Άλφα και το Ωμέγα μου.
Σε αδίκησα! Μπορώ να στο ομολογήσω πια ξεκάθαρα.
Εγώ, αφήνοντάς σε πολύ καιρό μέσα σε μια πικρή αμφιβολία πως ήταν άλλα αυτά που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον μου.
Με αδίκησες κι εσύ. Πως πίστεψες ότι μπορούσα να σε βάλω δεύτερο στη σκέψη μου, κάτω από οποιονδήποτε; Απ’ οτιδήποτε.
Α, ο Θεός να ξέρεις, παίζει έξοχα παιχνίδια σε βάρος μας.
Είχαμε συναντηθεί, είχαμε ερωτευθεί σφοδρά, όμως στο τέλος κι οι δυό μας φοβηθήκαμε να αφεθούμε.
“Θα με καταστρέψεις απ’ τα θεμέλια”, σκέφτηκα όταν με άγγιξες για πρώτη φορά.
Εσύ, μια μέρα μου το έγραψες ακόμη πιο ξεκάθαρα: μια αλυσίδα στο λαιμό σου, σου φαινόταν αυτός ο έρωτας που ερχόταν καταπάνω μας.
Ήθελες, μα δεν μπορούσες -ακόμα- να τη φορέσεις.
Τόσο όμοιοι εμείς οι δύο.
Τόσο άγριοι και περήφανοι, τόσο ευάλωτοι μέσα στην φοβερή περηφάνεια μας.
Εγώ τώρα εδώ.
Εσύ εκεί.
Θυμάσαι; μια μέρα σου έδειξα τη θάλασσα και τον ουρανό από πάνω της.
“Δες”, σου είπα,  “εκείνη η γραμμή στο βάθος του ορίζοντα, είναι το κρυφό σημείο όπου οι δυό τους συναντιούνται.”
Όμως σου έλεγα ψέμματα.
Για να σε παρηγορήσω. Ψέμματα για να τ’ ακούω κι εγώ, μια παράλογη ελπίδα για ένα θαύμα, πως ίσως..
Γιατί εκείνη η γραμμή, αγάπη μου, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια οφθαλμαπάτη, μια ψευδαίσθηση ακριβή.
Πουθενά δε συναντιέται ο ουρανός με τη θάλασσα.
Αιώνια μόνον καθρεφτίζονται ο ένας μέσα στον άλλον, σαν καταραμένοι εραστές που δε θα σμίξουν ποτέ τους.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ