Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) είναι η πιο συχνή διαταραχή συμπεριφοράς, που εμφανίζεται σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Έπειτα από δεκαετίες μελετών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μία χρόνια νευροβιολογική διαταραχή. Ξεκινά από την πρώιμη παιδική ηλικία, συνεχίζεται στη μέση παιδική ηλικία, προχωρά στην εφηβεία και κάποιες φορές, παραμένει μέχρι και την ενήλικη ζωή.
Οι συνέπειες της συγκεκριμένης διαταραχής είναι πολλές και αφορούν σε πολλαπλά επίπεδα στη ζωή του παιδιού αλλά και του ενήλικα.
Όσον αφορά στον επιπολασμό της συγκεκριμένης διαταραχής, στον ελλαδικό χώρο, σε μελέτη , που διεξήχθη το 2010, σε ελληνικό δείγμα 2695 ατόμων ηλικίας 0 μηνών έως 18 ετών, βρέθηκε επικράτηση της υπερκινητικότητας σε ποσοστό 7%, της έλλειψης προσοχής σε ποσοστό 9.5% και της παρορμητικότητας σε ποσοστό 7% σε παιδιά ηλικίας 7 ετών, που φοιτούσαν την πρώτη τάξη του δημοτικού (Palili, A., et al., 2010).
Σύμφωνα με το την Πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM- V) , υπάρχουν τρεις τύποι ΔΕΠ-Υ:
Σύμφωνα με το την Πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM- V) , υπάρχουν τρεις τύποι ΔΕΠ-Υ:
Α. Ο πρώτος τύπος είναι η επίμονη Ελλειμματική Προσοχή. Το παιδί, που ανήκει σε αυτόν τον τύπο, παρουσιάζει έξι από τα ακόλουθα συμπτώματα ή πέντε για εφήβους και ενήλικες άνω των 17 ετών, για τουλάχιστον έξι μήνες, σε βαθμό, που να επηρεάζει τη λειτουργικότητά του σε κοινωνικό και ακαδημαϊκό επίπεδο:
i) δυσκολεύεται να προσέξει λεπτομέρειες και κάνει λάθη απροσεξίας σε εύκολες σχολικές εργασίες, παρόλο, που είναι ικανό να κάνει περισσότερο δύσκολες
ii) δυσκολεύεται να ακολουθήσει μέχρι τέλους οδηγίες και αποτυγχάνει να ολοκληρώσει τις εργασίες, που του ανατίθενται
iii) αποτυγχάνει να εκτελέσει εργασίες, που απαιτούν οργανωτικές ικανότητες, εξαιτίας της αδυναμίας του να χρησιμοποιήσει τις ανώτερες γνωστικές διαδικασίες, όπως η μνήμη εργασίας.
iv) αποφεύγει να αναλάβει εργασίες, που απαιτούν σημαντική νοητική προσπάθεια
v) Ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες
vi) συχνά, φαίνεται να μην ακούει τους άλλους, όταν απευθύνονται σε αυτό
vii) δυσκολεύεται να διατηρήσει για πολλή ώρα την προσοχή του σε κάποια εργασία, δραστηριότητα ή ακόμα και στο παιχνίδι
viii) αποσπάται εύκολα η προσοχή του από εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα, όπως, σκέψεις ix) χάνει συχνά πράγματα.
Β. Ο δεύτερος τύπος είναι η Υπερκινητικότητα. Το παιδί, που ανήκει σε αυτόν το τύπο, παρουσιάζει έξι ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα ή πέντε για εφήβους και ενήλικες άνω των 17 ετών για τουλάχιστον έξι μήνες σε βαθμό, που να επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργικότητά του στις κοινωνικές και ακαδημαϊκές δραστηριότητες:
i) αδυνατεί να μείνει ήσυχος για πολλή ώρα
ii) παίζει συχνά με τα χέρια του ή τα πόδια του, σηκώνεται συχνά από τη θέση του
iii) τρέχει ή σκαρφαλώνει σε συνθήκες, που απαγορεύεται
iv) σηκώνεται συχνά από τη θέση του, σε συνθήκες, που αυτό, δεν επιτρέπεται
v) συχνά, μιλά υπερβολικά vi) διακόπτει τους άλλους, όταν μιλούν ή παρεμβαίνει στις δουλειές των άλλων
vii) δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του
viii) απαντά πριν ολοκληρωθεί μία ερώτηση ix) δεν μπορεί να κάνει μία δραστηριότητα ήσυχα ή ακόμα και να παίξει.
Γ. Ο τρίτος τύπος είναι ο Συνδυαστικός Τύπος, ο οποίος συνδυάζει συμπτώματα των δύο παραπάνω τύπων. Η ΔΕΠ-Υ μπορεί να είναι ήπιας, μέτριας ή σοβαρής μορφής.
Συμπτώματα ΔΕΠ-Υ
Τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ προκαλούν πολλαπλά προβλήματα στην οικογένεια του παιδιού αλλά και στο σχολικό του περιβάλλον, καθώς σχετίζονται με ποικίλα προβλήματα συμπεριφοράς, όπως είναι η παρορμητικότητα, η επιθετικότητα και η μη συμμόρφωση στους κανόνες (Barkley, 2006). Σύμφωνα με το Hinshaw (2002) τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ είναι πολύ πιο πιθανό να βιώσουν απόρριψη από τους συνομηλίκους τους , σε σύγκριση με τους μαθητές τυπικής ανάπτυξης.
Ο λόγος, που συμβαίνει αυτό, είναι πως τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ εμφανίζουν ελλείμματα στην αυτορρύθμιση του συναισθήματος, που είναι η ικανότητα τους να διατηρούν τον έλεγχο των συναισθημάτων τους ή να κινητοποιούνται, όταν χρειάζεται. Αυτό με τη σειρά του, οδηγεί στη χαμηλή ανοχή του παιδιού στη ματαίωση, στην τάση του να έχει συχνά συναισθηματικά ξεσπάσματα, στην προσωποποίηση των γεγονότων καθώς και στην έλλειψη αντικειμενικότητας.
Επιπρόσθετα, τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, καθώς, η διαταραχή επηρεάζει γενικότερα την ικανότητα του παιδιού στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Επίσης, τα παιδιά, που εμφανίζουν τη διαταραχή παρουσιάζουν προβλήματα στη σχολική τους επίδοση. Αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αναμενόμενο, εφόσον τα παιδιά με ΔΕΠ- Υ παρουσιάζουν συννοσηρές μαθησιακές δυσκολίες (σε ποσοστό 25% ), αδυναμία συγκέντρωσης, διάσπαση προσοχής και αδύναμη μνήμη εργασίας, όπως προαναφέρθηκε.
Θεραπεία ΔΕΠ-Υ
Αναφορικά με τη θεραπεία της ΔΕΠ-Υ, οι πιο συχνές παρεμβάσεις στη θεραπεία παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι ο συνδυασμός της φαρμακοθεραπείας με ψυχοτρόπα φάρμακα και η εφαρμογή συμπεριφορικών στρατηγικών στο σπίτι και στο σχολείο. (Barkley, 2006). Όσον αφορά στις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις, μία εναλλακτική μορφή θεραπείας είναι οι εξής: Η τροποποίηση της συμπεριφοράς του παιδιού μέσω της συντελεστικής μάθησης και των αμοιβών, η γνωστική τροποποίηση της συμπεριφοράς του παιδιού, η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων στα παιδιά ώστε να βελτιώσουν τις αλληλεπιδράσεις με τους συνομηλίκους τους, η εκπαίδευση των γονέων σε περισσότερο προσαρμοστικές συμπεριφορές προς τα παιδιά τους και τέλος η εκμάθηση σχολικών δεξιοτήτων.
Βοηθά, επίσης και η θεραπεία μέσω του παιχνιδιού, η οποία αντιμετωπίζει το παιδί ως όλον και έχει ως στόχο την ενδυνάμωση του ψυχισμού του παιδιού. Εάν δεν πραγματοποιηθεί θεραπεία, τότε τα συμπτώματα της διαταραχής, μπορούν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την ακαδημαϊκή και κοινωνική λειτουργικότητα των παιδιών, καθώς και την μετέπειτα πορεία τους στην ενήλικη ζωή.
Βιβλιογραφία
1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. 4th edition. Washington, DC: APA.
2. Barkley, R. A. (2006). Attention-deficit hyperactivity disorder : A handbook for diagnosis and treatment (3rd ed.). New York: Guilford.
3. Hinshaw, S. P. (2002). Preadolescent girls with attention-deficit/hyperactivity disorder: Background characteristics, comorbidity, cognitive and social functioning, and parenting practices. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 70: 1086-1098.
4. Palili, A., Kolaitis, G., et al. (2011). Inattention, Hyperactivity, Impulsivity- Epidemiology and Correlations: A Nationwide Greek Study From birth to 18 Years. J. Child Neurol, 2011, 26: 199-204.
Βιβλιογραφία
1. American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. 4th edition. Washington, DC: APA.
2. Barkley, R. A. (2006). Attention-deficit hyperactivity disorder : A handbook for diagnosis and treatment (3rd ed.). New York: Guilford.
3. Hinshaw, S. P. (2002). Preadolescent girls with attention-deficit/hyperactivity disorder: Background characteristics, comorbidity, cognitive and social functioning, and parenting practices. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 70: 1086-1098.
4. Palili, A., Kolaitis, G., et al. (2011). Inattention, Hyperactivity, Impulsivity- Epidemiology and Correlations: A Nationwide Greek Study From birth to 18 Years. J. Child Neurol, 2011, 26: 199-204.
Αρθρογράφος: Κασσιανή Τρικαλιώτη
Ψυχολόγος
Ψυχολόγος
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.