Στις ακτές του Ατλαντικού, στη χώρα που τώρα λέγεται Καναδάς, ζούσε
πριν από πολλά πολλά χρόνια ένας νέος ιθαγενής, γνωστός για τα
κατορθώματά του σε όλη τη γύρω περιοχή. Εκτός από γενναιότητα είχε και
τη μαγική ιδιότητα να γίνεται αόρατος, κι όλοι τον αποκαλούσαν «Γρήγορο
Άνεμο», επειδή τη μια στιγμή ήταν μπροστά σου και την άλλη χανόταν σαν
αέρας.
Η ικανότητά του αυτή είχε πολλές φορές σώσει τον λαό του από
επιθέσεις άλλων φυλών και δεν είναι παράξενο να πούμε ότι δεν υπήρχε
κοπέλα στη φυλή του που να μην είχε κάνει το παν για να τον παντρευτεί.
Ο Γρήγορος Άνεμος έμενε με την αδελφή του σε ένα «τίπι», μια
ινδιάνικη σκηνή κοντά στη θάλασσα.
Για να γλιτώσει από τις κοπέλες που τον
πολιορκούσαν, αλλά και για να διαλέξει εκείνη που θα άξιζε πραγματικά, ο
νεαρός Ινδιάνος είχε δηλώσει ότι θα παντρευτεί την κοπέλα που θα μπορέσει
να τον δει, καίτοι θα είναι αόρατος, τη στιγμή που γυρίζει στη σκηνή του το
σούρουπο.
Πολλές το προσπάθησαν αυτό, αλλά χωρίς επιτυχία γιατί ο νέος
είχε καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο με την αδελφή του: αν κάποια κοπέλα είχε
δείξει ενδιαφέρον, θα έπρεπε να κατεβεί στην παραλία τη στιγμή που έδυε ο
ήλιος. Εκεί θα συναντούσε την αδελφή του, η οποία ήταν και η μόνη που
μπορούσε να τον δει όταν ήταν αόρατος.
Με διάφορες ερωτήσεις που
υπέβαλλε στην επίδοξη νύφη, π.χ. τι φορά ο αδελφός της, πώς έχει χτενισμένα
τα μαλλιά του κλπ. καταλάβαινε αμέσως αν έλεγε ψέματα.
Κι ο αδελφός της
δεν θα παντρευόταν ποτέ μια ψεύτρα.
Σε ένα διπλανό χωριό ο αρχηγός είχε τρεις κόρες. Την τρίτη κόρη την
είχε από άλλη γυναίκα, αλλά και οι δυο γυναίκες του είχαν πεθάνει.
Οι δυο
μεγαλύτερες αδελφές δεν συμπαθούσαν καθόλου την μηλαδερφή τους και της
έκαναν τη ζωή μαρτύριο.
Της είχαν κόψει τα ωραία μαύρα γυαλιστερά
μαλλιά, της έδιναν κουρέλια να φοράει και μια φορά είχαν προχωρήσει τόσο
πολύ ώστε να σημαδέψουν το ωραίο πρόσωπο της μικρής αδελφής τους
ρίχνοντάς της αναμμένα κάρβουνα.
Και επειδή ήταν δύο και η μια υποστήριζε
την άλλη είχαν πείσει τον πατέρα τους ότι η άλλη ήταν τρελή και τα
δημιουργούσε όλα μόνη της.
Η κοπέλα, μ’ όλο που υπέφερε τόσο, είχε
καταφέρει να διατηρήσει απείραχτη την ψυχή της και με τη φαντασία της
πολεμούσε την άδικη πραγματικότητα.
Όπως όλες οι άλλες κοπέλες έτσι και καθεμιά από τις δυο μεγάλες
αδελφές ήθελε να παντρευτεί τον Γρήγορο Άνεμο.
Πρώτα λοιπόν η μεγαλύτερη έκλεισε συνάντηση με την αδελφή του παλικαριού κάποιο δειλινό.
Σε λίγο η κοπέλα τη ρώτησε:
— Βλέπεις τον αδελφό μου που βγαίνει από τη θάλασσα;
— Ασφαλώς, είπε η άλλη χωρίς να έχει δει τίποτα.
— Τι κρατάει στο χέρι του;
— Α, κρατάει ένα κουπί, είπε αυτή στα τυφλά.
Το παλικάρι και η αδελφή του κατάλαβαν ότι τους είχε πει ψέματα και
την έδιωξαν ευγενικά.
Μετά από λίγο καιρό ήρθε η σειρά την μεσαίας αδελφής να υποστεί τη
δοκιμασία.
— Βλέπεις τον αδελφό μου που κατεβαίνει από αυτό το δρομάκι του
λόφου; ρώτησε.
— Ασφαλώς τον βλέπω, έκανε με σιγουριά η άλλη.
— Και τι κρατά στο δεξί του χέρι;
— Ε, κρατά το ακόντιό του, είπε εκείνη χωρίς βέβαια να έχει δει τίποτα.
Τα δυο αδέλφια κατάλαβαν ότι και η μεσαία κόρη του αρχηγού έλεγε
ψέματα και την έστειλαν ευγενικά στο σπίτι της.
Πιο πολύ για να την πειράξουν και να τη γελοιοποιήσουν οι δυο
μεγάλες πρότειναν στην τρίτη αδελφή να δοκιμάσει κι αυτή την τύχη της.
Και παραξενεύτηκαν που η εκείνη έδειχνε μια βαθιά σιγουριά, σαν να έβγαινε από
μέσα της.
«Είναι γιατί ξέρει ότι δεν έχει καμιά ελπίδα», είπαν χαιρέκακα.
Η νεαρή κοπέλα συμμάζεψε όσο γινόταν τα κουρέλια που φορούσε,
χτένισε λίγο τα πετσοκομμένα μαλλιά της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα με το σημάδι που της είχαν κάνει οι αδελφές της στο πρόσωπο.
Το καθορισμένο δειλινό πήγε στην παραλία και συνάντησε την αδελφή
του παλικαριού, η οποία τη δέχτηκε με ευγένεια και αγάπη, γιατί ήταν γνωστό
το πόσο υπέφερε στο σπίτι της.
Μετά από λίγο τη ρώτησε:
— Βλέπεις τον αδελφό μου που βαδίζει άκρη άκρη στο κύμα;
Η κοπέλα προσπάθησε να ξεδιαλύνει κάποια μορφή αλλά δεν τα
κατάφερε.
— Όχι, είπε σταθερά, δεν τον βλέπω.
Η αδελφή του παλικαριού ένιωσε κατάπληξη, γιατί ήταν η πρώτη
υποψήφια που είχε πει την αλήθεια.
Σε λίγο την ξαναρώτησε:
— Για κοίταξε καλύτερα τώρα. Τι έχει στο αριστερό του χέρι;
— Ναι τώρα νομίζω ότι τον βλέπω! φώναξε ενθουσιασμένη η κοπέλα.
Κρατάει ένα δοξάρι σαν ουράνιο τόξο.
— Και στο δεξί του χέρι τι κρατάει;
— Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα βέλος σαν το γαλαξία. Και είναι τόσο
όμορφος!
Η αδελφή του παλικαριού, που όπως είπαμε ήταν η μόνη που μπορούσε
να τον βλέπει όταν ήταν αόρατος, ήξερε ότι η νεαρή κοπέλα έλεγε την
αλήθεια, γιατί αυτό ακριβώς έβλεπε και εκείνη.
— Νομίζω ότι ο αδελφός μου βρήκε επί τέλους τη γυναίκα που του
αξίζει, της είπε.
— Μα εγώ με τα φτωχά μου ρούχα, με τα κομμένα μαλλιά, το
σημαδεμένο πρόσωπο; έκανε το κορίτσι.
— Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην αγάπη και τίποτα δεν
αξίζει χωρίς αυτήν, της απάντησε σαν έμπειρη η άλλη και την οδήγησε στη
σκηνή τους.
Την έβαλε να καθίσει στην τιμητική θέση της αφέντρας του
σπιτιού.
Σε λίγο μπήκε μέσα ο Γρήγορος Άνεμος και της ζήτησε να τον
παντρευτεί.
Με το πρώτο φιλί τα κουρέλια έγιναν πανέμορφα ρούχα, με το
δεύτερο τα μαλλιά της μάκρυναν και πήραν το θαυμάσιο μαύρο γυαλιστερό
χρώμα τους.
Και με το τρίτο, το πρόσωπό της ξανάγινε πάλι λείο και ωραίο
όπως πριν.
Η κοπέλα τα είχε χάσει από την ευτυχία.
Που έγινε ακόμα πιο μεγάλη όταν η άλλη γυναίκα της είπε:
— Καλωσόρισες στο σπίτι σου, γυναίκα του αδελφού μου και
αγαπημένη μου αδελφή.
(Αυτόχθονες Καναδά)
Η Σοφία των Λαών, 111 θαυμάσιες ιστορίες από όλο τον κόσμο 61
Χρήστος Μαγγούτας
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.