Η κρυφή ιστορία του Αντρέα Ιωάννου.
Στέκομαι μπροστά από την εξώπορτα της μικρής γκαρσονιέρας που κάποτε βρεθήκαμε μαζί, μεθυσμένοι από ποτό και έρωτα, ψάχνοντας τα κλειδιά για να μπούμε μέσα.
Αλήθεια το θυμάσαι; Γελούσαμε με την καρδιά μας. Μέσα στη νύχτα, δύο κλέφτες μίας απαγορευμένης αγάπης, που προσπαθούσαν να μπουν στην φωλιά τους.
Το τρίξιμο της πόρτας με επαναφέρει στην πραγματικότητα και αντικρίζω τον χώρο μπροστά μου. Άδειος, σκονισμένος, μυρίζει κλεισούρα και θλίψη. Δεν υπάρχει, πλέον, το άρωμα και το χαμόγελό σου, που πλημμύριζε όλο τον χώρο όταν μπαίναμε μέσα, φιλώντας ο ένας τον άλλον παθιασμένα.
Πόσο ωραία ένιωθα όταν έπεφτες στην αγκαλιά μου ζαλισμένη κι εγώ σε κρατούσα καθώς το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο πάνω σου. Παραπατούσαμε μέσα στη θολούρα του αλκοόλ και του πόθου που νιώθαμε ο ένας για τον άλλον. Παλτό και παπούτσια είχανε φύγει σε τυχαία κατεύθυνση μέχρι που κολλήσαμε στον τοίχο και μείναμε εκεί για λίγα πολύτιμα δευτερόλεπτα που χόρταινα τα γεμάτα έξαψη μάτια σου. Αιώνες που κυλήσανε και φύγανε πριν καταλάβω τίποτα.
Ο τοίχος του σπιτιού σκαλισμένος και παραμελημένος, ηλεκτρίζει το χέρι μου καθώς τον διασχίζω. Είναι απίστευτο αλλά ακόμα νιώθω ότι είσαι εδώ. Εκείνο το βράδυ δε μας ένοιαζε τίποτα, ούτε καν η βροχή που είχε αρχίσει να λυσσομανάει έξω κάνοντας τα κορμιά μας να λαχταρούν να μείνουν κολλημένα για πάντα. Ήταν κακό αυτό που κάναμε, ήταν λάθος, θα το μετανιώναμε αλλά δε μας ένοιαζε.
Το τρίξιμο της πόρτας με επαναφέρει στην πραγματικότητα και αντικρίζω τον χώρο μπροστά μου. Άδειος, σκονισμένος, μυρίζει κλεισούρα και θλίψη. Δεν υπάρχει, πλέον, το άρωμα και το χαμόγελό σου, που πλημμύριζε όλο τον χώρο όταν μπαίναμε μέσα, φιλώντας ο ένας τον άλλον παθιασμένα.
Πόσο ωραία ένιωθα όταν έπεφτες στην αγκαλιά μου ζαλισμένη κι εγώ σε κρατούσα καθώς το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο πάνω σου. Παραπατούσαμε μέσα στη θολούρα του αλκοόλ και του πόθου που νιώθαμε ο ένας για τον άλλον. Παλτό και παπούτσια είχανε φύγει σε τυχαία κατεύθυνση μέχρι που κολλήσαμε στον τοίχο και μείναμε εκεί για λίγα πολύτιμα δευτερόλεπτα που χόρταινα τα γεμάτα έξαψη μάτια σου. Αιώνες που κυλήσανε και φύγανε πριν καταλάβω τίποτα.
Ο τοίχος του σπιτιού σκαλισμένος και παραμελημένος, ηλεκτρίζει το χέρι μου καθώς τον διασχίζω. Είναι απίστευτο αλλά ακόμα νιώθω ότι είσαι εδώ. Εκείνο το βράδυ δε μας ένοιαζε τίποτα, ούτε καν η βροχή που είχε αρχίσει να λυσσομανάει έξω κάνοντας τα κορμιά μας να λαχταρούν να μείνουν κολλημένα για πάντα. Ήταν κακό αυτό που κάναμε, ήταν λάθος, θα το μετανιώναμε αλλά δε μας ένοιαζε.
Ο εγκέφαλος δεν είναι ικανός να νικήσει μια καρδιά που ζητάει την ολοκλήρωση. Και ναι, αγάπη μου, με ολοκλήρωνες.
Αγγίζω το παλιό ξύλινο τραπέζι, μοναδικό κειμήλιο αυτού του ερημωμένου σπιτιού. Θυμάμαι εσένα πάνω του, καθισμένη σταυροπόδι να με προκαλείς με το αλανιάρικο βλέμμα σου. Να μην μπορώ να αντισταθώ, ένα αόρατο σχοινί να με τραβάει πάνω σου, κάνοντας το κορμί μου άσωτο δούλο σου. Κι εκεί πάνω στο τραπέζι κάναμε έρωτα χωρίς να χάσουμε ο ένας τα μάτια του άλλου.
Αγγίζω το παλιό ξύλινο τραπέζι, μοναδικό κειμήλιο αυτού του ερημωμένου σπιτιού. Θυμάμαι εσένα πάνω του, καθισμένη σταυροπόδι να με προκαλείς με το αλανιάρικο βλέμμα σου. Να μην μπορώ να αντισταθώ, ένα αόρατο σχοινί να με τραβάει πάνω σου, κάνοντας το κορμί μου άσωτο δούλο σου. Κι εκεί πάνω στο τραπέζι κάναμε έρωτα χωρίς να χάσουμε ο ένας τα μάτια του άλλου.
Τώρα μόνο σκόνη καλύπτει τα δάχτυλά μου κι η σκέψη μου ταξιδεύει σε αυτήν την ανάμνηση.
Διασχίζω το υπόλοιπο σπίτι και στέκομαι τρέμοντας πάνω από εκείνη τη γωνία. Εκείνο το μοναδικό, αλησμόνητο και αδιαπέραστο σημείο που μου ψιθύρισες πρώτη φορά «σ'αγαπώ». Μία λέξη, μία στιγμή, μία ανάμνηση που με στοιχειώνει ακόμα. Χωρίς να σταματήσουν τα κορμιά μας να είναι κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, αναψοκοκκινισμένοι από την λύτρωση του πόθου που είχαμε εγκλωβισμένο τόσο καιρό, πάνω σε ένα ξεχαρβαλωμένο παλιό στρώμα μου είπες ότι με αγαπάς. Κι εκεί έσβησα, χάθηκα από το χρόνο και κράτησα μόνο εσένα. Τίποτα άλλο.
Δεν αντέχω να συνεχίσω άλλο αυτό το ταξίδι στον χρόνο μακριά σου. Δεν μπορώ να βρίσκομαι σε αυτό το μέρος και να μην το γεμίζει η παρουσία σου. Είναι απλά τέσσερις τοίχοι που κάποτε αγκάλιασαν μία από τις μεγαλύτερες και πιο απρόσμενες ιστορίες αγάπης ενώ τώρα κρατάνε αδιαμαρτύρητα το κενό.
Ξέρω ότι δεν μπορώ να σε συναντήσω ξανά. Ξέρω ότι βρίσκεσαι μακριά μου και ίσως είναι καλύτερα έτσι. Αλλά όσα τα μάτια δεν μπορούν να δουν, η καρδιά δεν παραδίδει εύκολα για να τα ξεχάσει. Θα σε θυμάμαι για πάντα και ίσως αυτό το γράμμα να κάνει κι εσένα να θυμηθείς το τι ζήσαμε.
Μέχρι τότε όμως, θα ξεζουμίσω όλες τις υπέροχες στιγμές που μοιραστήκαμε σ’ αυτό το μέρος. Ακόμα και την τελευταία, όταν τρέμοντας ντύθηκες να φύγεις, αφού πια είχε χαράξει. Άφησες μία κούπα καφέ δίπλα μου και με μάτια μετανιωμένα είπες «αντίο». Ακόμα κι αυτήν την ανάμνηση δεν τη αφήνω, γιατί μόνο έτσι μπορώ να σε θυμάμαι και να νιώθω ολοκληρωμένος. Απ’ την αρχή ως το τέλος.
Μόνο έτσι.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.