Στις πλάτες τους οι περισσότεροι κουβαλούν δεκαετίες δουλειάς. Σταθεροί στο ίδιο πόστο, είδαν τη ζωή τους να αλλάζει και το επάγγελμά τους να φθίνει στο πέρασμα του χρόνου. Ομως εκείνοι επέμειναν.
Οι τελευταίοι παραδοσιακοί τεχνίτες της χώρας, εκπρόσωποι επαγγελμάτων που εκλείπουν, μιλούν στο «Εθνος» για την τέχνη τους που, όπως λένε, είναι για εκείνους κάτι περισσότερο από δουλειά.
Εξηγούν πως παρά τις δυσκολίες θα έκαναν και πάλι τις ίδιες επιλογές. Και δίνουν μια άλλη διάσταση στο εργασιακό τοπίο που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις τα παιδιά τους συνεχίζουν εν μέσω κρίσης τα επαγγέλματα αυτά που βρίσκονταν έως τώρα στα αζήτητα…
ΠΑΝΟΣ ΡΗΓΑΛΟΣ (μαχαιροποιός)
Σκαλίζει στο χέρι λευκαδίτικα μαχαίρια.
Ο 70χρονος Πάνος Ρηγάλος ξεκίνησε να ασχολείται με την τέχνη του μαχαιροποιού το 1958 στο χωριό Καραϊσκάκι της Αιτωλοακαρνανίας. Σήμερα, 56 χρόνια μετά, η δουλειά του συνιστά παρακαταθήκη για το λευκαδίτικο μαχαίρι: Ολοσκάλιστα δημιουργήματα, αληθινά έργα τέχνης, σπάθες, καριοφίλια. Το μεράκι υπερνικά τα εμπόδια που θέτει η προχωρημένη ηλικία, παρότι μπορεί να χρειαστούν ακόμη και είκοσι μέρες για να φτιαχτεί ένα χειροποίητο μαχαίρι. Ανεβαίνει στην Αθήνα για να προμηθευτεί τα υλικά του, ευρωπαϊκό ατσάλι και ορείχαλκο, και δέχεται παραγγελίες ακόμη και από το εξωτερικό.
«Αυτού του είδους τα μαχαίρια αρχικά τα έφτιαχναν στην Ηπειρο», εξηγεί.«Όταν οι Ηπειρώτες τεχνίτες ξενιτεύτηκαν λόγω τουρκοκρατίας, μετέφεραν την τέχνη τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας και στη Βενετία, όπου αναπτύχθηκε πολύ. Αργότερα οι Ιταλοί κατακτώντας τα Επτάνησα ξανάφεραν την τέχνη στην Ελλάδα ως δική τους. Ετσι έμεινε να λέγονται λευκαδίτικα μαχαίρια», συνεχίζει.«Τότε τα εργαστήρια δεν είχαν μόνο έναν μάστορα, αλλά προσωπικό ακόμη και 40 ατόμων. Αλλος έφτιαχνε τη λαβή, άλλος γυάλιζε τη θήκη…»
Ο κ. Ρηγάλος, ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες τεχνίτες λευκαδίτικου μαχαιριού στην Ελλάδα, δεν αισθάνεται, επαγγελματική «μοναξιά». «Τα παιδιά μου γνωρίζουν την τέχνη και ο ένας μου γιος μου είναι καλός στα σκαλίσματα», λέει με περηφάνια. Οσο για το μέλλον του επαγγέλματος, εξηγεί: «Σε όλους αρέσουν αυτά τα μαχαίρια. Ομως συνήθως τα ζητούν όσοι έχουν χρήμα και γνώση. Ανάμεσά τους πολλοί συλλέκτες…».
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΒΑΛΑΡΑΚΗΣ (στιβανάς)
Στην περιοχή του Πειραιά, σε απόσταση έξι ωρών από την Κρήτη με το γρήγορο καράβι, ένας έμπειρος τεχνίτης, ο κ. Μανώλης Καβαλαράκης, φτιάχνει στιβάνια, τις παραδοσιακές μαύρες κρητικές μπότες. Προκαλεί έκπληξη, κι όμως η οικογένεια Καβαλαράκη διαθέτει τρία καταστήματα στη Δυτική Αττική. Ανήκουν στους τελευταίους κατασκευαστές στιβανιών στη χώρα, όμως, όπως εξηγούν, η ζήτησή τους είναι αντιστρόφως ανάλογη από την προσφορά…
Ο κ. Μανώλης Καβαλαράκης συνεχίζει μια οικογενειακή παράδοση που ξεκίνησε το 1953. «Την επιχείρηση ίδρυσε ο πατέρας μου, ωστόσο κι εμείς μπήκαμε από μικροί μέσα, μας αρέσει και τη συνεχίζουμε», λέει. «Δυστυχώς, έχουμε μείνει λίγοι που κάνουμε αυτή τη δουλειά. Κι όμως όσο πάει η ζήτηση αυξάνεται. Ο κόσμος, και ειδικά η νεολαία, έχει αρχίσει να ακολουθεί την παράδοση φανατικά. Οι περισσότεροι πελάτες κατάγονται από την Κρήτη. Εκεί το στιβάνι είναι απαραίτητο αξεσουάρ, φοριέται καθημερινά και όχι μόνο στη στολή. Εκτός Κρήτης φοριέται σαν μπότα και από γυναίκες και από άνδρες».
Ο τρόπος που μιλά φανερώνει αγάπη για το αντικείμενό του: «Το στιβάνι έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλα υποδήματα: κατασκευάζεται αποκλειστικά και μόνο για το πόδι του κατόχου του. Παίρνουμε τα μέτρα του ποδιού γιατί, για παράδειγμα, ένα νούμερο 42 μπορεί να μου κάνει στο πέλμα, αλλά όχι στη γάμπα. Χρησιμοποιούμε εξωτερικά δέρμα μοσχαρίσιο και εσωτερικά φόδρα γίδινη. Τη μία μέρα κόβουμε, την άλλη ράβουμε, την άλλη μοντάρουμε, μετά ρίχνουμε τη σόλα και όλα αυτά στο χέρι. Επειτα πρέπει να μείνει στο καλαπόδι», λέει και προσθέτει πως «ένα συνηθισμένο ζευγάρι στιβάνια έχει συνήθως χρόνο κατασκευής μία εβδομάδα και κόστος περίπου 250 ευρώ».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ (κατασκευαστής κουδουνιών)
«Η τέχνη μου σβήνει, αλλά είναι η ζωή μου»
Είναι ο τελευταίος Ελληνας κουδουνάς. Λίγοι στην ηλικία του θα αποφάσιζαν να ασχοληθούν με κάτι τέτοιο, όμως, εκείνος το κάνει από επιλογή και, όπως λέει, πρόκειται για ένα επάγγελμα που του επιτρέπει να ζει αξιοπρεπώς.
Ο 37χρονος Χρήστος Παπαδήμας κατασκευάζει κουδούνια για ζώα και έχει το εργαστήριό του στην Αμφισσα, εκεί όπου άλλοτε λειτουργούσαν πολλά κουδουνάδικα με δεκάδες τεχνίτες. Σήμερα είναι ο μόνος. «Λυπάμαι που η τέχνη μου σβήνει, για μένα είναι η ζωή μου», λέει. «Αποφάσισα να ασχοληθώ με την κατασκευή κουδουνιών όταν ήμουν 20 χρόνων. Αλλά και νωρίτερα, όταν ακόμη πήγαινα στο σχολείο, τα καλοκαίρια καθόμουν με έναν μάστορα που ήταν δίπλα από το σπίτι μου και μάθαινα. Κάποια στιγμή, μου πρότεινε να γίνω βοηθός του. Ξεκίνησα για το χαρτζιλίκι. Και έπειτα έγινε η δουλειά μου».
Η μαζική παραγωγή και εισαγωγή κουδουνιών από το εξωτερικό, κυρίως από την Τουρκία, είναι ένας από τους λόγους που έχουν οδηγήσει το επάγγελμα σε κρίση,«όμως, όποιος είναι μερακλής, θέλει τα δικά μου κουδούνια», υποστηρίζει.«Γιατί είναι σφυρήλατα και δεν χάνεται η φωνή τους μέσα στον χρόνο». Με ένα καμίνι, ένα αμόνι και τα σφυριά του ξεκινά τη δουλειά. Στρογγυλά κουδούνια για τα αρνιά, πλακέ για τα κατσίκια, διαφορετικά για τις αγελάδες.
«Ο κάθε πελάτης έχει τα γούστα του», λέει γελώντας, όμως εκείνος δεν πτοείται. Ο ήχος των κουδουνιών είναι για εκείνον η μελωδία της ευτυχίας…
ΜΕΝΙΟΣ ΛΙΟΦΑΓΟΣ ΣΤΟΥ ΨΥΡΡΗ
«Εδώ μέσα βρίσκεται όλη μας η ζωή», λέει ο τελευταίος σιδηρουργός.
Είναι ο άνθρωπος που λειτουργεί το τελευταίο καμίνι στην περιοχή του Ψυρρή. Εκεί όπου υπήρχαν σιδεράδικα από την εποχή της αρχαίας Αθήνας.
Οταν ο πατέρας του, ερχόμενος από τη Νάξο, άνοιξε το μαγαζί του στην οδό Χριστοκοπίδου, το 1948, στην περιοχή λειτουργούσαν τουλάχιστον τέσσερις αντίστοιχες επιχειρήσεις.
Σήμερα δεν υπάρχει καμία, ενώ σε ολόκληρη την Ελλάδα τα παραδοσιακά σιδηρουργεία εξαφανίζονται μέρα με τη μέρα…
66 χρόνια
Μαζί με τον κ. Μένιο Λιοφάγο στο αμόνι του Ψυρρή δουλεύει ακόμη ο 90χρονος πατέρας του, για τον οποίο, 66 χρόνια μετά, το σμίλεμα του σιδήρου με τη φωτιά είναι κάτι περισσότερο από μια απλή δουλειά. «Εδώ μέσα βρίσκεται όλη μας η ζωή», εξηγεί ο κ. Μένιος.
«Ακόμη και την Κυριακή θα έρθω για να κάτσω λίγη ώρα. Δεν δουλεύουμε για να βγάλουμε λεφτά, λεφτά δεν βγαίνουν, δουλεύουμε για τον εαυτό μας. Είμαι 65 χρόνων και μεγάλωσα εδώ.
Καλλιτεχνικές δουλειές
Παλιότερα φτιάχναμε κομπρεσέρ, καλέμια, εργαλεία, κάθε είδους αντικείμενα και εξαρτήματα. Τότε καθόμαστε από τις 8 το πρωί μέχρι τις 12 το βράδυ για να βγουν οι παραγγελίες.
Σήμερα βγάζουμε πιο καλλιτεχνικές δουλειές, φτιάχνουμε σκαλιστά κάγκελα, που γίνονται μόνο στο χέρι, αλλά και γεωργικά εργαλεία».
Παρά τα ατυχήματα που είχε κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής, ο κ. Μένιος δεν μετανιώνει για την επιλογή του. Είναι μια ενασχόληση που δίνει, όπως λέει, πνοή στα δημιουργήματα της φαντασίας του…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΣΙΑΣ (βαρελοποιός)
«Η δουλειά μου προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας»
Είναι ένας από τους τελευταίους βαρελοποιούς στη χώρα, και μάλιστα με μεταπτυχιακές σπουδές.
Ο κ. Παναγιώτης Τέσιας, από το Μέτσοβο, κατασκευάζει χειροποίητα βαρέλια, μια δουλειά που ξεκίνησε η οικογένειά του το 1975. «Σπούδασα μηχανολόγος μηχανικός», λέει, «και εργάστηκα για λίγο καιρό στο αντικείμενό μου.
Ομως η δουλειά του βαρελοποιού μου αρέσει, γιατί πέρα από τις οικονομικές απολαβές που παρέχει, προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας. Θεωρώ ότι το να παράγει κάποιος δίνει χαρά πρώτα στον εαυτό του και έπειτα στο σύνολο. Ξεκινάς από το μηδέν και με τα χέρια σου φτιάχνεις κάτι».
Είναι μια τέχνη που απαιτεί υπομονή, εξηγεί. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι η φυσική ξήρανση του ξύλου -ένα από τα στάδια της κατασκευής βαρελιών- διαρκεί από 24 έως 30 μήνες… «Προηγείται η συλλογή της ξυλείας, το κόψιμο και, μετά την ξήρανση, η συναρμολόγηση του βαρελιού.
Είμαστε λίγοι που κάνουμε αυτήν τη δουλειά, γιατί οι περισσότεροι τα προηγούμενα χρόνια προτιμούσαν τις εύκολες λύσεις», υποστηρίζει. Γιατί, όμως, κάποιοι προτιμούν ακόμη χειροποίητα βαρέλια; «Το ξύλινο βαρέλι», λέει «σε αντίθεση με το ανοξείδωτο ή το πλαστικό επιτρέπει -λόγω των πόρων του ξύλου- την αργή οξυγόνωση του κρασιού στην απαραίτητη δόση. Ετσι το κρασί αναβαθμίζεται τόσο γευστικά όσο και αρωματικά. Σ’ αυτό συμβάλλουν και οι διάφορες θερμικές κατεργασίες που γίνονται κατά τη διάρκεια της κατασκευής του βαρελιού».
Ο κ. Τέσιας (www.tesias.gr) συνεχίζει την παράδοση, όμως τελευταία έχει επεκτείνει τη δραστηριότητα της επιχείρησης και στην ξυλεία κήπου. [Κατερίνα Ροββά, Φωτό: Χ. Γκίκας - Γρ. Χρυσοχοΐδης, ethnos.gr]
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.