Ήταν μια εποχή, θυμάμαι, που αντί να βγαίνω, γνώριζα γκομενάκια στο Internet. Όχι σε chat και IRC και τέτοια χαζά, αλλά μέσω email. Αν κάποια ας πούμε μου έστελνε ένα email με κάνα ανέκδοτο γιατί κάπου με βρήκε, ήταν σίγουρο πως θα έβρισκε τον μπελά της.
Όχι γιατί φανταζόμουν πως είναι καλή γκόμενα, αλλά όπως και να το κάνεις, το γκομενορίχνειν είναι skill (ειδικά όταν είσαι χοντρός, καραφλός και άσχημος) και το λιγότερο που οφείλεις να κάνεις είναι να το εξασκείς με κάθε ευκαιρία. Ήταν λοιπόν μια φορά που γνώρισα μια κοπέλα στο Internet που για να προστατεύσουμε τους αθώους, θα την πούμε Σοφία. Και επειδή ο μόνος αθώος σ' αυτή την ιστορία είμαι εγώ, Σοφία ήταν το πραγματικό της όνομα. Η Σοφία λοιπόν ήταν 21 ετών. Τα emails της ήταν παιχνιδιάρικα και έξυπνα. Σε γενικές γραμμές ένα γκομενάκι που είναι όμορφο (σε κάποια φάση μου έστειλε φωτογραφία) κι αστείο, μου κινεί την περιέργεια.
Τώρα που το σκέφτομαι βέβαια πετούσε κάτι υπονοούμενα στα emails αλλά πάνω στον ενθουσιασμό μου, δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία. Σε κάποια φάση αποφασίζουμε να βγούμε, για μια πρώτη γνωριμία. Μου λέει πού μένει (στο διαόλου το κέρατο) και μου λέει ότι θα περιμένει να την πάρω κατά τις 8.
Τώρα βέβαια, το γεγονός πως η Σοφία έχει αμαξάκι και το ότι θα πηγαίναμε στην άλλη μεριά της πόλης από εκεί που έμενε, σημαίνει πως εγώ θα έπρεπε να κάνω ένα τεράστιο κύκλο. Αλλά καθότι έχουμε κάποιες αρχές, έπρεπε να δείξουμε πως είμαστε τζέντλεμεν:
- Θα πάμε στο Δουκάτο; Α τι ωραία, θα περάσεις να με πάρεις κατά τις 8, θα είμαστε εκεί κατά τις 9, αρκεί να έχει ξεκινήσει κατά τις 7 εσύ.- Τκερατόμ... - Τι είπες; - Στις 8 λέω, θα είμαι εκεί. Οδός Ανθέων είπαμε, έτσι;Πάω σπίτι της, την παίρνω να κατέβει.
Μου λέει δεν είναι έτοιμη ακόμα και επιμένει να ανέβω πάνω, για να μην είμαι μόνος μου. Σκέφτομαι ότι αυτό είναι καλό σημάδι, παρκάρω και ανεβαίνω. Βέβαια, όταν μου είπε να ανέβω, δεν είχα αντιληφθεί πως δεν θα ήταν μόνη της.
Έτσι, την πόρτα μου την άνοιξε η μητέρα της, η οποία ήταν πολύ χαρούμενη που επιτέλους με γνωρίζει. Είπε «επιτέλους»; Ακόμα δεν είδα την κόρη της in the flesh, γνωρίζω τη μάνα και μου λέει επιτέλους;
Μετά ήταν τα δύσκολα. Ο μπαμπάς, ο οποίος σε γενικές γραμμές δεν έκανε πολλά. Είχαε καρφωθεί στην τηλεόραση, με ρώτησε από πού είμαι, του φάνηκε περίεργο πως ως Αναγνωστόπουλος δεν είμαι από την Πελοπόνησσο και με έβαλε να του υποσχεθώ πως θα ψάξω το γενεαλογικό μου δένδρο πιο πολύ γιατί αποκλείεται να μην είχα κάποιον προπάππου που να ήταν από κάτω απ' το αυλάκι. Στο μεταξύ έχει έρθει και η Σοφία.
Παρένθεση εδώ: Η Σοφία είχε επιμελώς ξεχάσει να αναφέρει πως η φωτογραφία που μου έστειλε ήταν πενταετίας και πως έκτοτε έχει πάρει κιλά και έχει - πώς να το κάνουμε – μεγαλώσει και αντί για 21 φαίνεται 25.
Και, ξέρεις πώς κάποιες γυναίκες μεγαλώνοντας βγάζουν προς τα έξω μια σεξουαλικότητα; Ε, η Σοφία δεν άνηκε σε αυτή την κατηγορία. Καθαρή περίπτωση ψευδούς διαφήμισης, αλλά λέω δε γαμείς, έχει γέλιο η κοπέλα, ποτέ δεν ξέρεις.
Προσπαθώντας να βρω κάποιο τρόπο να διαφύγω χωρίς να υπογράψω υπεύθυνη δήλωση για το ότι θα έχω επιστρέψει την κόρη τους μέχρι τα μεσάνυχτα, βάζει η Σοφία το χεράκι της και ξεγλιστράμε από το σπίτι σχετικά γρήγορα. «Συγγνώμη γι αυτό, αλλά τους έχω πει τόσα πολλά για σένα που ήθελαν οπωσδήποτε να σε γνωρίσουν.»
Κάπου εκεί πήρα τη φάτσα Chandler Bing. Δε ρώτησα ΓΙΑΤΙ με είχε αναφέρει στους γονείς της, προτίμησα να το προσπεράσω το θέμα και να εστιάσω στο να περάσουμε καλά. Είπαμε, από email έλεγε η κοπέλα, ζωγράφιζε.«Να σου πω την αλήθεια, η μητέρα μου πρέπει να απογοητεύτηκε λίγο που δε μου έφερες λουλούδια, αλλά δικαιολογήσαι. Της είπα πως δεν ήξερες ότι θα ανέβεις στο σπίτι. Είναι καμιά φορά λίγο περίεργη.»Το κρατάω αυτό το τελευταίο, παίζει ρόλο μετά. Πρόσεξε, ε, η μάνα είναι η περίεργη, έτσι; Συνεχίζω...
Παρατηρώ λοιπόν πώς η Σοφία είναι πιο κοντή από όσο μου είχε πει. Αντί για 1.70, ήταν κάπου στο 1.65 με τακούνι. Είπα να μην το κάνω θέμα. Άλλωστε, τι έχω να κερδίσω από το να τη βγάλω ψεύτρα;
Επίσης τώρα που το προσέχω λίγο καλύτερα, η Σοφία ήταν πορτοκαλί. Εντάξει, όχι σαν χρυσόψαρο, αλλά είχε μία αφύσικα χρυσοπορτοκαλί χροιά.
Όσην ώρα μου έλεγε για τους γονείς της και το ότι έχουν κλείσει 25 χρόνια γάμου εγώ σκεφτόμουν από πού μπορεί να πάρει κανείς τέτοιο χρώμα.
- Γνωριστηκανε στο σχολείο, αλλά δεν μιλούσανε ο ένας στον άλλο.
- Ναι ε; (Λες να ήπιε πολύ πορτοκαλάδα;)
- Μετά, σε ένα πάρτυ, πήγε ο πατέρας μου ακάλεστος και τον είδε η μητέρα μου και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα!
- Έλα! (Λες να είναι από ραδιενέργεια; Να τη ρωτήσω άμα περνούσε από το Τσέρνομπιλ πριν 15 χρόνια;)
- Και να φανταστείς ο πατέρας μου ήταν πολύ πολύ ντροπαλός και δεν το κατάλαβε, παρόλο που η μαμά μου του μιλούσε όλο το βράδυ.
- Ναι... (Μήπως είναι κάτι στη διατροφή της; Έχω ακούσει πως τα φλαμίνγκο είναι έτσι επειδή τρώνε άλγη και τα μεταβολίζουν σε μια ροζ χρωστική)
- Την άλλη μέρα όμως, η μαμά μου το είπε στη φίλη της και εκείνη βρήκε την ξαδέρφη του μπαμπά που ήταν μεγαλύτερη και του το είπε.
- Κοίτα να δεις! (Αν ήταν έτσι θα είναι τιποτα κληρονομικό. Αλλά οι γονείς της μια χαρά ασπρουλιάρηδες μου φάνηκαν. Ρε λες να είναι κολλητικό;)
Έχοντας τις συμβουλές του Παύλου κατά νου (μην κρίνεις το βιβλίο από το εξώφυλλο), αποφάσισα να διαβάσω τουλάχιστον την πρώτη σελίδα του βιβλίου, παραβλέποντας το ένστικτό μου που μου έλεγε να κάνω αναπάντητη στον εαυτό μου για να αφήσω μήνυμα στον τηλεφωνητή μου και μετά να με καλέσει η υπηρεσία του voicemail και να μου ανακοινώσει πως έχω ένα νέο μήνυμα. Και όση ώρα έπαιζε το μήνυμα, εγώ έκανα πως μαθαίνω από τη μαμά μου πως η γιαγιά δεν είναι καλά και πρέπει να πάω αμέσως να την δω.
- Καλέ γιατί μου είπες πως είσαι καραφλός; Έχεις πολύ μαλλί! Εγώ περιμένα να δω τον Ζουγανέλη.
Εδώ σε θέλω μάστορα. Τι λες τώρα; Όχι πες μου. Είναι τρόπος τώρα αυτός για να ξεκινήσεις μια κουβέντα; Είπα λοιπόν:
- Εεεε... νά’σαι καλά!
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε. Παρόλο που το αυτοκίνητο είναι ανοιχτό (και εννοώ ορθάνοιχτο) κάτι γαργαλάει τα ρουθούνια μου.
Η Σοφία έχει βάλει άρωμα.
Η Σοφία έχει βάλει πολύ άρωμα.
Η Σοφία γέμισε τη μπανιέρα της με 32 διαφορετικά μπουκαλάκια από αρώματα και έμεινε μέσα μέχρι να παπαριάσει και να γίνει το δέρμα της σαν αυτό που έχουν αυτά τα γελοία ρυτιδιασμένα σκυλιά που έχουν τριπλάσιο δέρμα από όσο χρειάζονται.
Σκεπτόμενος όλα αυτά, παραμένω σιωπηλός και φαινομενικά συγκεντρωμένος στην οδήγησή μου. Άλλωστε, μέχρι το Πικέρμι είναι μακρύς ο δρόμος.
Τη σιωπή σπάει – μάντεψε ποιός; - η Σοφία:
- Είσαι ντροπαλός κατά βάθος, ε; Θυμάμαι όταν μου είπες πως ...
Κάπου εκεί σταμάτησα να ακούω και απλά να κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου σε κάθε παύση που έκανε.
- Γιώργο, γιατί δε με κοιτάς όταν σου μιλάω;
Έλα ντε, μήπως επειδή οδηγάω; Λέω εγώ τώρα, λες αυτό να παίζει ρόλο;
Με τα πολλά φτάσαμε. Άνετο πάρκινγκ, όμορφο περιβάλλον, όλο ξύλο και πέτρα, live μουσική που μ’ αρέσει.
- Τι; Εδώ θα κάτσουμε;
- Γιατί τι έχει;
- Τίποτα, τίποτα.
- ...
- Απλά μωρέ να...
- Τι;
- Τίποτα, τίποτα.
Ένα δροσερότατο κοριτσάκι μας βάζει να κάτσουμε. Ανοίγουμε τον κατάλογο
- Γιώργο, για πρώτο ραντεβού με έφερες σε μπυραρία;
- Δεν είναι μπυραρία, είναι country pub.
- Μπυραρία είναι, δεν έχει ψάρι, μόνο κρέας έχει!
Κάπου εκεί νομίζω πως ξεπέρασε το όριο. Τα μέχρι τώρα θα μπορούσα να τα αποδόσω σε πολλούς παράγοντες, αλλά κάπου εκεί ξεχείλισε το ποτήρι, είναι εκεί που είπα πως ξέρεις κάτι, άντε και γαμήσου Σοφία. Το είπα από μέσα μου βέβαια.
Και καθότι τζέντλεμαν (και επειδή πεινούσα σαν λύκος) το προσπέρασα διπλωματικά, πηγαίνοντας να πλύνω τα χέρια μου.
Μέχρι να γυρίσω, η Σοφία κάνει ήδη σχέδια να «μου μάθει» δύο-τρία πραγματάκια για την κοσμική ζωή της Αθήνας. Στην πραγματικότητα, με έχει «κλείσει» για τους επόμενους δύο μήνες:
«Λέω τη Δευτέρα να πάμε για σούσι, θα σου αρέσει. Την Τρίτη θα μαγειρέψουμε μαζί στο σπίτι σου. Την Τετάρτη μπορούμε να πάμε για κινέζικο και την Πέμπτη λέω να πάμε για ψαράκι στον Ανεμόμυλο. Και για Σαββατοκύριακο γιατί να μην πάμε λίγο να πάρουμε αέρα στο βουνό, να φάμε και κυνήγι; Το καλύτερό όμως το φύλαξα για το τέλος. Την Παρασκευή είσαι καλεσμένος στο σπίτι μου, θα φάμε με τους γονείς μου.»
Ένα σπυράκι μόλις εκκολάφθηκε στο πρόσωπό μου. Το ένιωσα. Ήταν από αυτά τα σπυράκια που βγάζω όταν ακούω κάτι πολύ πολύ εξωφρενικό.
Ευτυχώς η σερβιτόρα έφερε το νερό πάνω στην ώρα και αντί να μιλήσω, απλά κατέβασα ένα ποτήρι. Κι άλλο ένα.
Η Σοφία αρχίζει να παίζει με το κινητό της, επιτέλους δύο λεπτά σιωπής. Πάω να βρω τι θα παραγγείλω.
- Δε θα με ρωτήσεις τι κάνω;
- Δε θέλω να κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις, μπορεί να θες να μιλήσεις με κάποιον.
- Όχι βρε κουτό. Άλλωστε δεν έχουμε τέτοια μεταξύ μας. Τώρα που είμαστε μαζί (εγκεφαλικό 1), μπορείς να με ελέγχεις όποτε θες, όπως θα κάνω κι εγώ άλλωστε από εδώ και πέρα (εγκεφαλικό 2).
Τον κινέζο εγώ:
- Τι ωραία μουσική που παίζει, δεν άκουσα τι είπες, σήκω να χορέψουμε.
Σηκώνομαι σε ένα γεμάτο μαγαζί (επί των πλείστων ζεστό pub-themed εστιατόριο) και χορεύω. Με τη μουσική συνοδεία ενος βιολιού σόλο.
Κάνοντας πως «μη με ενοχλείτε, είμαι τρελλός εγώ» για να αποφύγω την τρέλλα της αλληνής, δεν προσέχω πως η Σοφία αντί να έχε φρικάρει, έχει κάτσει και με παρακολουθεί με θαυμασμό, επειδή «Γιώργο, είσαι τόσο αυθόρμητος!»
Όταν ξανακάθομαι και αφού μου έχει πλέξει το εγκώμιο περί αυθορμητισμού και μου είπε και μία ιστορία για το δικό της αυθόρμητο χαρακτήρα όταν μια φορά ακύρωσε την έξοδο με μια φίλη της την τελευταία στιγμή (wow, έτσι;) βγάζει έξω το κινητό της και αρχίζει να μου δείχνει φωτογραφίες. Τη μαμά της να πλένει τα πιάτα, το μπαμπά της να παρκάρει το αυτοκίνητο, τον αδερφό της, την ξαδέρφη της, τη θεία της, τη νονά της, το νεογέννητο ανηψάκι της που «είναι μια γλύκα και ήταν το πιο όμορφο από όλα τα άλλα μωρά στο μαιευτήριο» και φυσικά τον σκύλο της το Μαξ στο εξοχικό της, στον οποίο θέλει να με γνωρίσει γιατί «εσείς οι δύο θα τα πάτε καλά».
Και στο καπάκι μου λέει πως έχει πει σε όλους αυτούς για «εμάς» (ποιούς «εμάς;») και πως η νονά της μάλιστα, η οποία ξέρει πως είμαστε τώρα έξω μαζί για πρώτη φορά, άναψε ένα κεράκι στον Άγιο Διονύσιο «για να πάνε όλα καλά».
Πείτε με συντηρητικό, αλλά εμένα μου φάνηκε λίγο παράξενο, εντάξει;
Α, και πρέπει να πάμε να αγοράσουμε και δωράκι για τα βαφτίσια του ανηψακίου της Σοφίας, του ΠΟΜΑΤΑΣΥ*, στα οποία φυσικά είμαι καλεσμένος. Και τα οποίο θα γίνουν σε πεντέμισι μήνες.
* Πιο Όμορφου Μωρού Από Τα Άλλα Στην Υφήλειο
Α και το καλύτερο είναι πως η Σοφία με κοιτάει σε μια φάση με τις μεγάλες πράσινες ματάρες της, χαμογελάει γλυκά και μου λέει «θα μου κρατήσεις το χέρι;»
Κάνοντας την καρδιά μου πέτρα, ακουμπάω το χέρι της. Όχι δηλαδή εσύ που γελάς έλα στη θέση μου. Τι ακριβώς να έλεγα; Ότι δεν πιστεύω στο κράτημα χεριών;
Και τώρα φαντάσου το σκηνικό.
Η Σοφία, η οποία δεν παίρνει χαμπάρι από όλα τα αρνητικά σημάδια για να κάνει λίγο πίσω, βλέπει στα μάτια μου τα παιδιά που θέλει να της κάνω.
Και εγώ βλέπω στα μάτια της τον τρόμο και το φόβο.
Και ενώ έχει αρχίσει ήδη να παίζει με τα δάχτυλά μου, κάτι το οποίο θα ήταν επιθυμητό αν δεν είχα απέναντι μου τη συγκεκριμένη κοπέλα, εγώ αφήνω το χέρι μου νεκρό. Καμία αντίδραση. Αναπτήρα να άναβες από κάτω, θα το άφηνα να πάρει φωτιά. Τόση αναισθησία.
Σαν άλλο τσακάλι που με τα δόντια του κόβει το πόδι του που έχει πιαστεί σε κάποια παγίδα, έτσι κι εγώ, ήμουν μάλιστα προετοιμασμένος να κόψω το χέρι μου και να της το αφήσω εκεί. Αρκεί να μου εξασφάλιζε 30 δευτερόλεπτα για να φτάσω μέχρι την πόρτα και να φύγω ανενόχλητος και σε κατάσταση πανικού.
Και τότε η Σοφία κάνει ένα «Ααααααααχ»...
Και τι κάνω εγώ τώρα; Είπε αχ. Γρήγορα, Γιώργο, κάνε πως δεν το άκουσες!
«Δε το πιστεύω πως είμαι εδώ τώρα μαζί σου!», μου λέει γεμάτη ενθουσιασμό.
«Ναι, ναι, κι εγώ δυσκολεύομαι να πιστέψω το τι μου συμβαίνει.»
Μέχρι να έρθει το φαγητό πέρασαν περίπου 400 χρόνια σκλαβιάς.
Άρχισα ασυνείδητα να κοιτάω το ρολόι μου κάθε δύο λεπτά. Όταν με ρώτησε γιατί το κοιτάω της είπα ότι είναι επειδή αργεί το φαγητό και πεινάω σαν λύκος.
Μετά το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές καθώς την έπιασα να κοιτάζει το ρολόι μου. Αυτή είναι ικανή να σκέφτεται τι μάρκα ρολόι θα μου πάρουν οι γονείς της δώρο στον αρραβώνα μας, οπότε προσπάθησα να την ξενερώσω όσο μπορώ, ξεκινώντας ότι πιο αντιρομαντικό θέμα μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή:
«Ποιός θα μου τό’λεγε, πέρασε η Εθνική στο Μουντιάλ (τότε, παλιά λέμε), άντε να δούμε πώς θα τα πάμε. Σιγά δηλαδή μην κερδίσουμε και κάνα αγώνα δηλαδή αλλά τουλάχιστον θα έχουμε κάτι να ...»
«Γιώργο, έχεις τόσο όμορφα δόντια.»
«Εεεε, ναι, ... εεε... τα βουρτσίζω συχνά. (ανασυγκροτούμαι) Η Εθνική που λες ...»
«Συνέχισε να μιλάς, τα λες τόσο ωραία.»
«...»
Εκείνη τη στιγμή έρχεται το φαγητό. Επιτέλους θα μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε σε κάτι άλλο, χωρίς νανιώθουμε νιώθω αμήχανα και χωρίς να κοιταζόμαστε ή να χρειάζεται να μιλάμε.
«Ξέρεις, μαγειρεύω πολύ ωραία.»
(κουνάω το κεφάλι καταφατικά)
«Και μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω για άλλους.»
(ξαφνικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα τη διακόσμηση του μαγαζιού, αρχίζω να καρφώνω το βλέμμα μου σε μια πολυθρόνα, ενώ κουνάω το κεφάλι μου).
«Αλήθεια Γιώργο, πόσο γρήγορα θά’θελες να κάνουμε παιδιά αφού παντρευτούμε;»
Ξαφνικά όλα κινούνται γύρω μου πολύ πολύ αργά μέχρι που ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο χρόνος δίπλα μου έχει παγώσει. Οι σερβιτόρες, οι πελάτες, ο πιανίστας, έχουν όλοι κοκκαλώσει στις θέσεις τους. Σερβίροντας, μασουλώντας, παίζοντας νότες.
Σας παρακαλώ, πείτε μου ότι θα βγεί ένας τύπος από την κουζίνα και θα μου πει να κοιτάξω μέσα από το παράθυρο γιατί είμαι στην candid camera.
Και ενώ εγώ έχω μείνει μα-λά-κα-ς (ή μήπως το «ς» πάει με το «κα» στην ίδια συλλαβή; χμ, θα το κοιτάξω...) και κρατιέμαι με νύχια και με δόντια για να μην ξεσπάσω, η ορχήστρα παίζει ένα τότε αγαπημένο μου κομμάτι του Bryan Adams, το Everything I Do. Και μάλλον σε κάποιo email πρέπει να το είχα αναφέρει στη Σοφία, η οποία με κοιτάει με τις μεγάλες ματάρες της και μου κάνει:
«Αυτό το τραγούδι, Γιώργο, ... μου θυμίζει ... (παύση, για να κρεμαστώ από τα χείλη της) ... (βάλε άλλη μια παύση για το γαμώτο) .. εσένα!»
Και ενώ εγώ έχω μείνει με μάτια ορθάνοιχτα και αυτή είναι έτοιμη να μου πει να πάμε στον κήπο για να την αφήσω έγκυο και να της κάνω τρίδυμα, μου άρχιζει μια κουβέντα για το τι είναι η αγάπη, τι είναι έρωτας, τι είναι πεπρωμένο, για το μισό πορτοκάλι που βρίσκει το άλλο του μισό, για περιπάτους στην ακροθαλασσιά και άλλα τέτοια.
Σε κάποια στιγμή κι εγώ παραιτούμαι. Θριαμβευτικά.
- Πώς θα βγάλουμε τα παιδιά μας, Σοφία;
Και εκεί που ήλπιζα πως θα δει τη γελοιότητα του θέματος, το πόσο ανόητος είναι αυτός ο διάλογος και θα επιτέλους θα καταλάβει το ότι μου λέει μαλακίες, μου κάνει:
- Αν είναι κορίτσι, μου αρέσει το Ισιδώρα. Και αν είναι αγόρι, το Ισίδωρος.
Προσέχεις; Δεν το σκέφτηκε. Δεν είπε «χμ, κάτσε να δούμε». Ούτε ανάσα δεν πήρε. Την απάντηση την είχε έτοιμη από πριν. Ισιδώρα και Ισίδωρος.
Γκλουπ.
Η βραδιά κύλησε πολύ γρήγορα μετά από αυτό. Μη θέτοντας καν θέμα για το ποια αναδείχθηκε νικήτρια στο σπάσιμο αρχιδιών, έφαγα, ήπια, έφυγα.
Αφού την πήγα σπίτι και το θέωρησε ιπποτικό εκ μέρους μου, πήγε να με φιλήσει και για να το αποφύγω πάτησα «κατά λάθος» την κόρνα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Δεν κατάφερα τίποτα, φυσικά, σαν να μην υπήρχε κόρνα, γείτονες, διατάραξη κοινής ησυχίας.
Φτάνοντας σπίτι, λαμβάνω ένα πενταπλό SMS όπου με ευχαριστούσε για την καταπληκτική βραδιά που πέρασε (φέρτε μου ένα περίστροφο σας παρακαλώ), για την εκπληκτική κουβέντα μας (μπορώ να ξεράσω τώρα;) και στο τέλος μου ευχήθηκε Όνειρα Γλυκά. Να μια ευχή που είχα να ακούσω από τότε που ήμουν 8 χρονών.
Την άλλη μέρα, ανοίγω το κινητό και – φυσικά – βρίσκω μήνυμα στον τηλεφωνητή μου, λέγοντάς μου πως όλες οι φίλες της και η οικογένειά της την πήρανε τηλέφωνο για να ρωτήσουν πώς πήγε το ραντεβού μας και καταχάρηκαν που πήγε τόσο τόσο τόσο όμορφα. Η νονά της το απέδωσε στον Άγιο Διονύσιο.
Και ξυπνώντας λίγο καλύτερα αποφασίζω πως είναι ώρα να της τα πω λίγο έξω από τα δόντια, γιατί το να συζητάω πού θα κάνω τη δεξίωση του γάμου πριν καν έρθουν τα ορεκτικά, μου έπεσε λιγο βαρύ χθες βράδυ.
Την παίρνω τηλέφωνο και αφού της χρυσώνω λίγο το χάπι για τα πρώτα πέντε λεπτά και αφού δεν λέει να καταλάβει πως «το ότι δεν θέλω να παντρευτώ στα 23 μου δεν είναι κάτι παροδικό αλλά κάτι πολύ πολύ μόνιμο», αναγκάζομαι να της πω την αλήθεια:
«Ξέρεις, Σοφία, η αλήθεια είναι πως έχω ένα πρόβλημα για το οποίο δεν ήθελα να σου μιλήσω. Δυστυχώς, δε μπορώ να κάνω παιδιά.»
Και αφού άκουσα τα όνειρα της Σοφίας να γκρεμίζονται μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που κυρίευσε ξαφνικά τη συνομιλία μας, η Σοφία με έβρισε που δεν ήμουν ειλικρινής μαζί της από την αρχή και δεν της είπα πως δε μπορώ να κάνω παιδιά.
Και εκεί τελείωσε το παραμύθι.
georgeisyourman
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Και, ξέρεις πώς κάποιες γυναίκες μεγαλώνοντας βγάζουν προς τα έξω μια σεξουαλικότητα; Ε, η Σοφία δεν άνηκε σε αυτή την κατηγορία. Καθαρή περίπτωση ψευδούς διαφήμισης, αλλά λέω δε γαμείς, έχει γέλιο η κοπέλα, ποτέ δεν ξέρεις.
Προσπαθώντας να βρω κάποιο τρόπο να διαφύγω χωρίς να υπογράψω υπεύθυνη δήλωση για το ότι θα έχω επιστρέψει την κόρη τους μέχρι τα μεσάνυχτα, βάζει η Σοφία το χεράκι της και ξεγλιστράμε από το σπίτι σχετικά γρήγορα. «Συγγνώμη γι αυτό, αλλά τους έχω πει τόσα πολλά για σένα που ήθελαν οπωσδήποτε να σε γνωρίσουν.»
Κάπου εκεί πήρα τη φάτσα Chandler Bing. Δε ρώτησα ΓΙΑΤΙ με είχε αναφέρει στους γονείς της, προτίμησα να το προσπεράσω το θέμα και να εστιάσω στο να περάσουμε καλά. Είπαμε, από email έλεγε η κοπέλα, ζωγράφιζε.«Να σου πω την αλήθεια, η μητέρα μου πρέπει να απογοητεύτηκε λίγο που δε μου έφερες λουλούδια, αλλά δικαιολογήσαι. Της είπα πως δεν ήξερες ότι θα ανέβεις στο σπίτι. Είναι καμιά φορά λίγο περίεργη.»Το κρατάω αυτό το τελευταίο, παίζει ρόλο μετά. Πρόσεξε, ε, η μάνα είναι η περίεργη, έτσι; Συνεχίζω...
Παρατηρώ λοιπόν πώς η Σοφία είναι πιο κοντή από όσο μου είχε πει. Αντί για 1.70, ήταν κάπου στο 1.65 με τακούνι. Είπα να μην το κάνω θέμα. Άλλωστε, τι έχω να κερδίσω από το να τη βγάλω ψεύτρα;
Επίσης τώρα που το προσέχω λίγο καλύτερα, η Σοφία ήταν πορτοκαλί. Εντάξει, όχι σαν χρυσόψαρο, αλλά είχε μία αφύσικα χρυσοπορτοκαλί χροιά.
Όσην ώρα μου έλεγε για τους γονείς της και το ότι έχουν κλείσει 25 χρόνια γάμου εγώ σκεφτόμουν από πού μπορεί να πάρει κανείς τέτοιο χρώμα.
- Γνωριστηκανε στο σχολείο, αλλά δεν μιλούσανε ο ένας στον άλλο.
- Ναι ε; (Λες να ήπιε πολύ πορτοκαλάδα;)
- Μετά, σε ένα πάρτυ, πήγε ο πατέρας μου ακάλεστος και τον είδε η μητέρα μου και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα!
- Έλα! (Λες να είναι από ραδιενέργεια; Να τη ρωτήσω άμα περνούσε από το Τσέρνομπιλ πριν 15 χρόνια;)
- Και να φανταστείς ο πατέρας μου ήταν πολύ πολύ ντροπαλός και δεν το κατάλαβε, παρόλο που η μαμά μου του μιλούσε όλο το βράδυ.
- Ναι... (Μήπως είναι κάτι στη διατροφή της; Έχω ακούσει πως τα φλαμίνγκο είναι έτσι επειδή τρώνε άλγη και τα μεταβολίζουν σε μια ροζ χρωστική)
- Την άλλη μέρα όμως, η μαμά μου το είπε στη φίλη της και εκείνη βρήκε την ξαδέρφη του μπαμπά που ήταν μεγαλύτερη και του το είπε.
- Κοίτα να δεις! (Αν ήταν έτσι θα είναι τιποτα κληρονομικό. Αλλά οι γονείς της μια χαρά ασπρουλιάρηδες μου φάνηκαν. Ρε λες να είναι κολλητικό;)
Έχοντας τις συμβουλές του Παύλου κατά νου (μην κρίνεις το βιβλίο από το εξώφυλλο), αποφάσισα να διαβάσω τουλάχιστον την πρώτη σελίδα του βιβλίου, παραβλέποντας το ένστικτό μου που μου έλεγε να κάνω αναπάντητη στον εαυτό μου για να αφήσω μήνυμα στον τηλεφωνητή μου και μετά να με καλέσει η υπηρεσία του voicemail και να μου ανακοινώσει πως έχω ένα νέο μήνυμα. Και όση ώρα έπαιζε το μήνυμα, εγώ έκανα πως μαθαίνω από τη μαμά μου πως η γιαγιά δεν είναι καλά και πρέπει να πάω αμέσως να την δω.
- Καλέ γιατί μου είπες πως είσαι καραφλός; Έχεις πολύ μαλλί! Εγώ περιμένα να δω τον Ζουγανέλη.
Εδώ σε θέλω μάστορα. Τι λες τώρα; Όχι πες μου. Είναι τρόπος τώρα αυτός για να ξεκινήσεις μια κουβέντα; Είπα λοιπόν:
- Εεεε... νά’σαι καλά!
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και πηγαίνουμε. Παρόλο που το αυτοκίνητο είναι ανοιχτό (και εννοώ ορθάνοιχτο) κάτι γαργαλάει τα ρουθούνια μου.
Η Σοφία γέμισε τη μπανιέρα της με 32 διαφορετικά μπουκαλάκια από αρώματα και έμεινε μέσα μέχρι να παπαριάσει και να γίνει το δέρμα της σαν αυτό που έχουν αυτά τα γελοία ρυτιδιασμένα σκυλιά που έχουν τριπλάσιο δέρμα από όσο χρειάζονται.
Σκεπτόμενος όλα αυτά, παραμένω σιωπηλός και φαινομενικά συγκεντρωμένος στην οδήγησή μου. Άλλωστε, μέχρι το Πικέρμι είναι μακρύς ο δρόμος.
Τη σιωπή σπάει – μάντεψε ποιός; - η Σοφία:
- Είσαι ντροπαλός κατά βάθος, ε; Θυμάμαι όταν μου είπες πως ...
Κάπου εκεί σταμάτησα να ακούω και απλά να κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου σε κάθε παύση που έκανε.
- Γιώργο, γιατί δε με κοιτάς όταν σου μιλάω;
Έλα ντε, μήπως επειδή οδηγάω; Λέω εγώ τώρα, λες αυτό να παίζει ρόλο;
Με τα πολλά φτάσαμε. Άνετο πάρκινγκ, όμορφο περιβάλλον, όλο ξύλο και πέτρα, live μουσική που μ’ αρέσει.
- Τι; Εδώ θα κάτσουμε;
- Γιατί τι έχει;
- Τίποτα, τίποτα.
- ...
- Απλά μωρέ να...
- Τι;
- Τίποτα, τίποτα.
Ένα δροσερότατο κοριτσάκι μας βάζει να κάτσουμε. Ανοίγουμε τον κατάλογο
- Γιώργο, για πρώτο ραντεβού με έφερες σε μπυραρία;
- Δεν είναι μπυραρία, είναι country pub.
- Μπυραρία είναι, δεν έχει ψάρι, μόνο κρέας έχει!
Κάπου εκεί νομίζω πως ξεπέρασε το όριο. Τα μέχρι τώρα θα μπορούσα να τα αποδόσω σε πολλούς παράγοντες, αλλά κάπου εκεί ξεχείλισε το ποτήρι, είναι εκεί που είπα πως ξέρεις κάτι, άντε και γαμήσου Σοφία. Το είπα από μέσα μου βέβαια.
Και καθότι τζέντλεμαν (και επειδή πεινούσα σαν λύκος) το προσπέρασα διπλωματικά, πηγαίνοντας να πλύνω τα χέρια μου.
Μέχρι να γυρίσω, η Σοφία κάνει ήδη σχέδια να «μου μάθει» δύο-τρία πραγματάκια για την κοσμική ζωή της Αθήνας. Στην πραγματικότητα, με έχει «κλείσει» για τους επόμενους δύο μήνες:
«Λέω τη Δευτέρα να πάμε για σούσι, θα σου αρέσει. Την Τρίτη θα μαγειρέψουμε μαζί στο σπίτι σου. Την Τετάρτη μπορούμε να πάμε για κινέζικο και την Πέμπτη λέω να πάμε για ψαράκι στον Ανεμόμυλο. Και για Σαββατοκύριακο γιατί να μην πάμε λίγο να πάρουμε αέρα στο βουνό, να φάμε και κυνήγι; Το καλύτερό όμως το φύλαξα για το τέλος. Την Παρασκευή είσαι καλεσμένος στο σπίτι μου, θα φάμε με τους γονείς μου.»
Ένα σπυράκι μόλις εκκολάφθηκε στο πρόσωπό μου. Το ένιωσα. Ήταν από αυτά τα σπυράκια που βγάζω όταν ακούω κάτι πολύ πολύ εξωφρενικό.
Ευτυχώς η σερβιτόρα έφερε το νερό πάνω στην ώρα και αντί να μιλήσω, απλά κατέβασα ένα ποτήρι. Κι άλλο ένα.
Η Σοφία αρχίζει να παίζει με το κινητό της, επιτέλους δύο λεπτά σιωπής. Πάω να βρω τι θα παραγγείλω.
- Δε θα με ρωτήσεις τι κάνω;
- Δε θέλω να κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις, μπορεί να θες να μιλήσεις με κάποιον.
- Όχι βρε κουτό. Άλλωστε δεν έχουμε τέτοια μεταξύ μας. Τώρα που είμαστε μαζί (εγκεφαλικό 1), μπορείς να με ελέγχεις όποτε θες, όπως θα κάνω κι εγώ άλλωστε από εδώ και πέρα (εγκεφαλικό 2).
Τον κινέζο εγώ:
- Τι ωραία μουσική που παίζει, δεν άκουσα τι είπες, σήκω να χορέψουμε.
Σηκώνομαι σε ένα γεμάτο μαγαζί (επί των πλείστων ζεστό pub-themed εστιατόριο) και χορεύω. Με τη μουσική συνοδεία ενος βιολιού σόλο.
Κάνοντας πως «μη με ενοχλείτε, είμαι τρελλός εγώ» για να αποφύγω την τρέλλα της αλληνής, δεν προσέχω πως η Σοφία αντί να έχε φρικάρει, έχει κάτσει και με παρακολουθεί με θαυμασμό, επειδή «Γιώργο, είσαι τόσο αυθόρμητος!»
Όταν ξανακάθομαι και αφού μου έχει πλέξει το εγκώμιο περί αυθορμητισμού και μου είπε και μία ιστορία για το δικό της αυθόρμητο χαρακτήρα όταν μια φορά ακύρωσε την έξοδο με μια φίλη της την τελευταία στιγμή (wow, έτσι;) βγάζει έξω το κινητό της και αρχίζει να μου δείχνει φωτογραφίες. Τη μαμά της να πλένει τα πιάτα, το μπαμπά της να παρκάρει το αυτοκίνητο, τον αδερφό της, την ξαδέρφη της, τη θεία της, τη νονά της, το νεογέννητο ανηψάκι της που «είναι μια γλύκα και ήταν το πιο όμορφο από όλα τα άλλα μωρά στο μαιευτήριο» και φυσικά τον σκύλο της το Μαξ στο εξοχικό της, στον οποίο θέλει να με γνωρίσει γιατί «εσείς οι δύο θα τα πάτε καλά».
Και στο καπάκι μου λέει πως έχει πει σε όλους αυτούς για «εμάς» (ποιούς «εμάς;») και πως η νονά της μάλιστα, η οποία ξέρει πως είμαστε τώρα έξω μαζί για πρώτη φορά, άναψε ένα κεράκι στον Άγιο Διονύσιο «για να πάνε όλα καλά».
Πείτε με συντηρητικό, αλλά εμένα μου φάνηκε λίγο παράξενο, εντάξει;
Α, και πρέπει να πάμε να αγοράσουμε και δωράκι για τα βαφτίσια του ανηψακίου της Σοφίας, του ΠΟΜΑΤΑΣΥ*, στα οποία φυσικά είμαι καλεσμένος. Και τα οποίο θα γίνουν σε πεντέμισι μήνες.
* Πιο Όμορφου Μωρού Από Τα Άλλα Στην Υφήλειο
Α και το καλύτερο είναι πως η Σοφία με κοιτάει σε μια φάση με τις μεγάλες πράσινες ματάρες της, χαμογελάει γλυκά και μου λέει «θα μου κρατήσεις το χέρι;»
Κάνοντας την καρδιά μου πέτρα, ακουμπάω το χέρι της. Όχι δηλαδή εσύ που γελάς έλα στη θέση μου. Τι ακριβώς να έλεγα; Ότι δεν πιστεύω στο κράτημα χεριών;
Και τώρα φαντάσου το σκηνικό.
Η Σοφία, η οποία δεν παίρνει χαμπάρι από όλα τα αρνητικά σημάδια για να κάνει λίγο πίσω, βλέπει στα μάτια μου τα παιδιά που θέλει να της κάνω.
Και εγώ βλέπω στα μάτια της τον τρόμο και το φόβο.
Και ενώ έχει αρχίσει ήδη να παίζει με τα δάχτυλά μου, κάτι το οποίο θα ήταν επιθυμητό αν δεν είχα απέναντι μου τη συγκεκριμένη κοπέλα, εγώ αφήνω το χέρι μου νεκρό. Καμία αντίδραση. Αναπτήρα να άναβες από κάτω, θα το άφηνα να πάρει φωτιά. Τόση αναισθησία.
Σαν άλλο τσακάλι που με τα δόντια του κόβει το πόδι του που έχει πιαστεί σε κάποια παγίδα, έτσι κι εγώ, ήμουν μάλιστα προετοιμασμένος να κόψω το χέρι μου και να της το αφήσω εκεί. Αρκεί να μου εξασφάλιζε 30 δευτερόλεπτα για να φτάσω μέχρι την πόρτα και να φύγω ανενόχλητος και σε κατάσταση πανικού.
Και τότε η Σοφία κάνει ένα «Ααααααααχ»...
Και τι κάνω εγώ τώρα; Είπε αχ. Γρήγορα, Γιώργο, κάνε πως δεν το άκουσες!
«Δε το πιστεύω πως είμαι εδώ τώρα μαζί σου!», μου λέει γεμάτη ενθουσιασμό.
«Ναι, ναι, κι εγώ δυσκολεύομαι να πιστέψω το τι μου συμβαίνει.»
Μέχρι να έρθει το φαγητό πέρασαν περίπου 400 χρόνια σκλαβιάς.
Άρχισα ασυνείδητα να κοιτάω το ρολόι μου κάθε δύο λεπτά. Όταν με ρώτησε γιατί το κοιτάω της είπα ότι είναι επειδή αργεί το φαγητό και πεινάω σαν λύκος.
Μετά το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές καθώς την έπιασα να κοιτάζει το ρολόι μου. Αυτή είναι ικανή να σκέφτεται τι μάρκα ρολόι θα μου πάρουν οι γονείς της δώρο στον αρραβώνα μας, οπότε προσπάθησα να την ξενερώσω όσο μπορώ, ξεκινώντας ότι πιο αντιρομαντικό θέμα μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή:
«Ποιός θα μου τό’λεγε, πέρασε η Εθνική στο Μουντιάλ (τότε, παλιά λέμε), άντε να δούμε πώς θα τα πάμε. Σιγά δηλαδή μην κερδίσουμε και κάνα αγώνα δηλαδή αλλά τουλάχιστον θα έχουμε κάτι να ...»
«Γιώργο, έχεις τόσο όμορφα δόντια.»
«Εεεε, ναι, ... εεε... τα βουρτσίζω συχνά. (ανασυγκροτούμαι) Η Εθνική που λες ...»
«Συνέχισε να μιλάς, τα λες τόσο ωραία.»
«...»
Εκείνη τη στιγμή έρχεται το φαγητό. Επιτέλους θα μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε σε κάτι άλλο, χωρίς να
«Ξέρεις, μαγειρεύω πολύ ωραία.»
(κουνάω το κεφάλι καταφατικά)
«Και μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω για άλλους.»
(ξαφνικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα τη διακόσμηση του μαγαζιού, αρχίζω να καρφώνω το βλέμμα μου σε μια πολυθρόνα, ενώ κουνάω το κεφάλι μου).
«Αλήθεια Γιώργο, πόσο γρήγορα θά’θελες να κάνουμε παιδιά αφού παντρευτούμε;»
Ξαφνικά όλα κινούνται γύρω μου πολύ πολύ αργά μέχρι που ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο χρόνος δίπλα μου έχει παγώσει. Οι σερβιτόρες, οι πελάτες, ο πιανίστας, έχουν όλοι κοκκαλώσει στις θέσεις τους. Σερβίροντας, μασουλώντας, παίζοντας νότες.
Σας παρακαλώ, πείτε μου ότι θα βγεί ένας τύπος από την κουζίνα και θα μου πει να κοιτάξω μέσα από το παράθυρο γιατί είμαι στην candid camera.
Και ενώ εγώ έχω μείνει μα-λά-κα-ς (ή μήπως το «ς» πάει με το «κα» στην ίδια συλλαβή; χμ, θα το κοιτάξω...) και κρατιέμαι με νύχια και με δόντια για να μην ξεσπάσω, η ορχήστρα παίζει ένα τότε αγαπημένο μου κομμάτι του Bryan Adams, το Everything I Do. Και μάλλον σε κάποιo email πρέπει να το είχα αναφέρει στη Σοφία, η οποία με κοιτάει με τις μεγάλες ματάρες της και μου κάνει:
«Αυτό το τραγούδι, Γιώργο, ... μου θυμίζει ... (παύση, για να κρεμαστώ από τα χείλη της) ... (βάλε άλλη μια παύση για το γαμώτο) .. εσένα!»
Και ενώ εγώ έχω μείνει με μάτια ορθάνοιχτα και αυτή είναι έτοιμη να μου πει να πάμε στον κήπο για να την αφήσω έγκυο και να της κάνω τρίδυμα, μου άρχιζει μια κουβέντα για το τι είναι η αγάπη, τι είναι έρωτας, τι είναι πεπρωμένο, για το μισό πορτοκάλι που βρίσκει το άλλο του μισό, για περιπάτους στην ακροθαλασσιά και άλλα τέτοια.
Σε κάποια στιγμή κι εγώ παραιτούμαι. Θριαμβευτικά.
- Πώς θα βγάλουμε τα παιδιά μας, Σοφία;
Και εκεί που ήλπιζα πως θα δει τη γελοιότητα του θέματος, το πόσο ανόητος είναι αυτός ο διάλογος και θα επιτέλους θα καταλάβει το ότι μου λέει μαλακίες, μου κάνει:
- Αν είναι κορίτσι, μου αρέσει το Ισιδώρα. Και αν είναι αγόρι, το Ισίδωρος.
Προσέχεις; Δεν το σκέφτηκε. Δεν είπε «χμ, κάτσε να δούμε». Ούτε ανάσα δεν πήρε. Την απάντηση την είχε έτοιμη από πριν. Ισιδώρα και Ισίδωρος.
Γκλουπ.
Η βραδιά κύλησε πολύ γρήγορα μετά από αυτό. Μη θέτοντας καν θέμα για το ποια αναδείχθηκε νικήτρια στο σπάσιμο αρχιδιών, έφαγα, ήπια, έφυγα.
Αφού την πήγα σπίτι και το θέωρησε ιπποτικό εκ μέρους μου, πήγε να με φιλήσει και για να το αποφύγω πάτησα «κατά λάθος» την κόρνα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Δεν κατάφερα τίποτα, φυσικά, σαν να μην υπήρχε κόρνα, γείτονες, διατάραξη κοινής ησυχίας.
Φτάνοντας σπίτι, λαμβάνω ένα πενταπλό SMS όπου με ευχαριστούσε για την καταπληκτική βραδιά που πέρασε (φέρτε μου ένα περίστροφο σας παρακαλώ), για την εκπληκτική κουβέντα μας (μπορώ να ξεράσω τώρα;) και στο τέλος μου ευχήθηκε Όνειρα Γλυκά. Να μια ευχή που είχα να ακούσω από τότε που ήμουν 8 χρονών.
Την άλλη μέρα, ανοίγω το κινητό και – φυσικά – βρίσκω μήνυμα στον τηλεφωνητή μου, λέγοντάς μου πως όλες οι φίλες της και η οικογένειά της την πήρανε τηλέφωνο για να ρωτήσουν πώς πήγε το ραντεβού μας και καταχάρηκαν που πήγε τόσο τόσο τόσο όμορφα. Η νονά της το απέδωσε στον Άγιο Διονύσιο.
Και ξυπνώντας λίγο καλύτερα αποφασίζω πως είναι ώρα να της τα πω λίγο έξω από τα δόντια, γιατί το να συζητάω πού θα κάνω τη δεξίωση του γάμου πριν καν έρθουν τα ορεκτικά, μου έπεσε λιγο βαρύ χθες βράδυ.
Την παίρνω τηλέφωνο και αφού της χρυσώνω λίγο το χάπι για τα πρώτα πέντε λεπτά και αφού δεν λέει να καταλάβει πως «το ότι δεν θέλω να παντρευτώ στα 23 μου δεν είναι κάτι παροδικό αλλά κάτι πολύ πολύ μόνιμο», αναγκάζομαι να της πω την αλήθεια:
«Ξέρεις, Σοφία, η αλήθεια είναι πως έχω ένα πρόβλημα για το οποίο δεν ήθελα να σου μιλήσω. Δυστυχώς, δε μπορώ να κάνω παιδιά.»
Και αφού άκουσα τα όνειρα της Σοφίας να γκρεμίζονται μέσα στην εκκωφαντική σιωπή που κυρίευσε ξαφνικά τη συνομιλία μας, η Σοφία με έβρισε που δεν ήμουν ειλικρινής μαζί της από την αρχή και δεν της είπα πως δε μπορώ να κάνω παιδιά.
Και εκεί τελείωσε το παραμύθι.
georgeisyourman
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.