Του καθηγητή Δημήτρη Κρεμαστινού
Αυτό που ο απλός άνθρωπος εκφράζει με τη φράση «έχω πίεση» σημαίνει ότι έχει αυξημένη αρτηριακή πίεση, πάνω από 120 mmHg τη λεγόμενη μεγάλη και πάνω από 80 mmHg τη λεγόμενη μικρή πίεση. Εχει δηλαδή υπέρταση.
Οταν υπάρχει αυξημένη πίεση, ένα είναι βέβαιο: αν ο άρρωστος δεν έχει ήδη αθηροσκλήρωση, αυτή η ίδια η αυξημένη πίεση θα του την προκαλέσει.
Η αθηροσκλήρωση αφεαυτή σκληραίνει τα τοιχώματα των αρτηριών, τα οποία χάνουν την ελαστικότητά τους, με επακόλουθο να μην μπορούν να διαταθούν φυσιολογικά με την πίεση που εξασκεί επάνω τους το αίμα, το οποίο με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η αρτηριακή πίεση.
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση, ανεξάρτητα από τον λόγο που την προκαλεί, καταστρέφει τα τοιχώματα των αρτηριών και ιδιαίτερα την εσωτερική τους επιφάνεια (ενδοθήλιο), όταν «βομβαρδίζονται» τα τοιχώματά τους από τα μόρια χοληστερίνης (LDL) που υπάρχουν στο αίμα, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η αθηρωμάτωση (δημιουργία πλακών στο τοίχωμα) και να σκληραίνουν τα τοιχώματα των αρτηριών.
Τελικά, η αθηροσκλήρωση και η υπέρταση είναι δύο καταστάσεις που συμπλέκονται μεταξύ τους δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Μόνο στο περίπου 5% των ασθενών με αυξημένη πίεση η ιατρική μπορεί να διαγνώσει την ακριβή αιτία και να τη θεραπεύσει. Στο περίπου 95% των υπερτασικών ασθενών δεν αποκαλύπτεται η ακριβής αιτία της πίεσης.
Η αυξημένη πίεση είναι περίπου όπως ο πυρετός, τον οποίο μπορεί να προκαλέσει μια πλειάδα παθήσεων, από τη γρίπη έως τον καρκίνο. Ετσι, ρίχνοντας τον πυρετό με αντιπυρετικά δεν θεραπεύεις την πάθηση. Γι’ αυτό μόλις πάψει η ενέργεια των αντιπυρετικών φαρμάκων ο πυρετός επανέρχεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την υπέρταση. Τα φάρμακα, όταν είναι απαραίτητα, πρέπει να χορηγούνται συνεχώς και όχι διακεκομμένα.
Εντούτοις, από τη μελέτη του Holter πίεσης, δηλαδή της 24ωρης καταγραφής της πίεσης, μπορούν να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα, όπως π.χ. ποια είναι η επίδραση του κεντρικού νευρικού συστήματος, με τη μελέτη της συμπεριφοράς της αρτηριακής πίεσης τόσο κατά τον ύπνο όσο και την περίοδο του έντονου στρες και της εργασίας κατά τη διάρκεια της ημέρας. Με αυτόν τον τρόπο οδηγείται ο γιατρός στον επωφελέστερο συνδυασμό φαρμάκων, δεδομένου ότι και τα φάρμακα δεν στερούνται παρενεργειών, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται συνεχώς και επί πολλά χρόνια.
Σήμερα, με τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρμακα η υπέρταση αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Εντούτοις ένας στους δέκα ασθενείς αντιμετωπίζει δυσκολία στη ρύθμιση της υπέρτασης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η υπέρταση είναι ανθεκτική στη θεραπεία. Για τις ανθεκτικές μορφές υπέρτασης εφαρμόζονται σήμερα και άλλοι τρόποι αντιμετώπισης.
Προτού χορηγηθούν τα φάρμακα θα πρέπει ο υπερτασικός να περιορίσει ουσιαστικά τη χρήση του αλατιού και να χάσει βάρος, αν είναι υπέρβαρος. Στις περιπτώσεις αυτές, και μόνον όταν εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη πίεση στη συνέχεια, δικαιολογείται η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής με στόχο τη μονοθεραπεία, δηλαδή ένα μόνο φάρμακο.
Η επιλογή του καταλληλότερου φαρμάκου ή συνδυασμού φαρμάκων αποφασίζεται μετά την 24ωρη καταγραφή της πίεσης με συσκευή Holter. Συνήθως, ως πρώτο φάρμακο χορηγούνται οι β-αναστολείς σε συνδυασμό με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου ή ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης. Οταν, παρά τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων, η υψηλή πίεση επιμένει, τότε επιπροσθέτως χορηγούνται ανταγωνιστές του ασβεστίου και ειδικά φάρμακα που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Βασικός κανόνας για τη θεραπεία της υπέρτασης είναι η έναρξη της θεραπείας με μονοθεραπεία, με βαθμιαία και όχι απότομη πτώση της αυξημένης πίεσης, εκτός και αν υπάρχει μεγάλο ανεύρυσμα ή υποψία διαχωριστικού ανευρύσματος της αορτής.
Η απότομη πτώση της αυξημένης αρτηριακής πίεσης (π.χ. από 240 mmHg σε 80 ή 70 mmHg) μπορεί να προκαλέσει ισχαιμική βλάβη ζωτικών οργάνων, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή ακόμη και οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν σε ορισμένες, ελάχιστες, περιπτώσεις τα φάρμακα να αποτυγχάνουν, οπότε αναζητούνται άλλοι τρόποι για να αντιμετωπισθεί η λεγόμενη ανθεκτική υπέρταση στα φάρμακα.
Το εμβόλιο κατά της υπέρτασης καλλιεργεί ελπίδες. Ο εμβολιασμός αποβλέπει στη δημιουργία αντισωμάτων κατά των παραγόντων που συμμετέχουν στην υπέρταση, όπως η ρενίνη, το μετατρεπτικό ένζυμο, η αγγειοτενσίνη κ.λπ. Παρότι θεωρητικά η μέθοδος φαίνεται ιδιαίτερα ευφυής, στην πράξη δεν καταγράφονται θεαματικά αποτελέσματα.
Εκτός από το εμβόλιο κατά της υπέρτασης, σήμερα επιχειρείται και επεμβατικά η αντιμετώπισή της. Οι επεμβατικοί τρόποι συνίστανται στη χρήση ραδιοκυμάτων ή στην ηλεκτρική κατάλυση (Ablation). Η ηλεκτρική κατάλυση των νευρικών απολήξεων επιχειρήθηκε μέσα στον καρωτιδικό κόλπο ή στις καρωτίδες, με αποτελέσματα όμως όχι ιδιαιτέρως ικανοποιητικά.
Ενδεχομένως λύση σε ορισμένες περιπτώσεις θα αποτελούσε η χρήση των ραδιοκυμάτων κατά ριπές, κατά μήκος των νεφρικών αρτηριών. Ωστόσο έως σήμερα τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, δεδομένου ότι κατά μέσον όρο η μέθοδος αυτή προκαλεί μείωση της αρτηριακής πίεσης περί τα 10 mmHg.
Γενικότερα, οι επεμβατικές θεραπείες βρίσκονται ακόμη στο πλαίσιο των ερευνητικών προσπαθειών σε κλινικό επίπεδο και αφορούν πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.
Συμπερασματικά, πραγματικά αρρύθμιστη πίεση παρά τη λήψη φαρμάκων αφορά ευτυχώς λίγες περιπτώσεις. Κατά κανόνα η αρρύθμιστη πίεση οφείλεται σε ανεπαρκή θεραπεία.
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Οταν υπάρχει αυξημένη πίεση, ένα είναι βέβαιο: αν ο άρρωστος δεν έχει ήδη αθηροσκλήρωση, αυτή η ίδια η αυξημένη πίεση θα του την προκαλέσει.
Η αθηροσκλήρωση αφεαυτή σκληραίνει τα τοιχώματα των αρτηριών, τα οποία χάνουν την ελαστικότητά τους, με επακόλουθο να μην μπορούν να διαταθούν φυσιολογικά με την πίεση που εξασκεί επάνω τους το αίμα, το οποίο με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η αρτηριακή πίεση.
Η αυξημένη αρτηριακή πίεση, ανεξάρτητα από τον λόγο που την προκαλεί, καταστρέφει τα τοιχώματα των αρτηριών και ιδιαίτερα την εσωτερική τους επιφάνεια (ενδοθήλιο), όταν «βομβαρδίζονται» τα τοιχώματά τους από τα μόρια χοληστερίνης (LDL) που υπάρχουν στο αίμα, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η αθηρωμάτωση (δημιουργία πλακών στο τοίχωμα) και να σκληραίνουν τα τοιχώματα των αρτηριών.
Τελικά, η αθηροσκλήρωση και η υπέρταση είναι δύο καταστάσεις που συμπλέκονται μεταξύ τους δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.
Μόνο στο περίπου 5% των ασθενών με αυξημένη πίεση η ιατρική μπορεί να διαγνώσει την ακριβή αιτία και να τη θεραπεύσει. Στο περίπου 95% των υπερτασικών ασθενών δεν αποκαλύπτεται η ακριβής αιτία της πίεσης.
Η αυξημένη πίεση είναι περίπου όπως ο πυρετός, τον οποίο μπορεί να προκαλέσει μια πλειάδα παθήσεων, από τη γρίπη έως τον καρκίνο. Ετσι, ρίχνοντας τον πυρετό με αντιπυρετικά δεν θεραπεύεις την πάθηση. Γι’ αυτό μόλις πάψει η ενέργεια των αντιπυρετικών φαρμάκων ο πυρετός επανέρχεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την υπέρταση. Τα φάρμακα, όταν είναι απαραίτητα, πρέπει να χορηγούνται συνεχώς και όχι διακεκομμένα.
Εντούτοις, από τη μελέτη του Holter πίεσης, δηλαδή της 24ωρης καταγραφής της πίεσης, μπορούν να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα, όπως π.χ. ποια είναι η επίδραση του κεντρικού νευρικού συστήματος, με τη μελέτη της συμπεριφοράς της αρτηριακής πίεσης τόσο κατά τον ύπνο όσο και την περίοδο του έντονου στρες και της εργασίας κατά τη διάρκεια της ημέρας. Με αυτόν τον τρόπο οδηγείται ο γιατρός στον επωφελέστερο συνδυασμό φαρμάκων, δεδομένου ότι και τα φάρμακα δεν στερούνται παρενεργειών, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται συνεχώς και επί πολλά χρόνια.
Σήμερα, με τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρμακα η υπέρταση αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά. Εντούτοις ένας στους δέκα ασθενείς αντιμετωπίζει δυσκολία στη ρύθμιση της υπέρτασης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η υπέρταση είναι ανθεκτική στη θεραπεία. Για τις ανθεκτικές μορφές υπέρτασης εφαρμόζονται σήμερα και άλλοι τρόποι αντιμετώπισης.
Προτού χορηγηθούν τα φάρμακα θα πρέπει ο υπερτασικός να περιορίσει ουσιαστικά τη χρήση του αλατιού και να χάσει βάρος, αν είναι υπέρβαρος. Στις περιπτώσεις αυτές, και μόνον όταν εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη πίεση στη συνέχεια, δικαιολογείται η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής με στόχο τη μονοθεραπεία, δηλαδή ένα μόνο φάρμακο.
Η επιλογή του καταλληλότερου φαρμάκου ή συνδυασμού φαρμάκων αποφασίζεται μετά την 24ωρη καταγραφή της πίεσης με συσκευή Holter. Συνήθως, ως πρώτο φάρμακο χορηγούνται οι β-αναστολείς σε συνδυασμό με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου ή ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης. Οταν, παρά τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων, η υψηλή πίεση επιμένει, τότε επιπροσθέτως χορηγούνται ανταγωνιστές του ασβεστίου και ειδικά φάρμακα που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Βασικός κανόνας για τη θεραπεία της υπέρτασης είναι η έναρξη της θεραπείας με μονοθεραπεία, με βαθμιαία και όχι απότομη πτώση της αυξημένης πίεσης, εκτός και αν υπάρχει μεγάλο ανεύρυσμα ή υποψία διαχωριστικού ανευρύσματος της αορτής.
Η απότομη πτώση της αυξημένης αρτηριακής πίεσης (π.χ. από 240 mmHg σε 80 ή 70 mmHg) μπορεί να προκαλέσει ισχαιμική βλάβη ζωτικών οργάνων, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή ακόμη και οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν σε ορισμένες, ελάχιστες, περιπτώσεις τα φάρμακα να αποτυγχάνουν, οπότε αναζητούνται άλλοι τρόποι για να αντιμετωπισθεί η λεγόμενη ανθεκτική υπέρταση στα φάρμακα.
Το εμβόλιο κατά της υπέρτασης καλλιεργεί ελπίδες. Ο εμβολιασμός αποβλέπει στη δημιουργία αντισωμάτων κατά των παραγόντων που συμμετέχουν στην υπέρταση, όπως η ρενίνη, το μετατρεπτικό ένζυμο, η αγγειοτενσίνη κ.λπ. Παρότι θεωρητικά η μέθοδος φαίνεται ιδιαίτερα ευφυής, στην πράξη δεν καταγράφονται θεαματικά αποτελέσματα.
Εκτός από το εμβόλιο κατά της υπέρτασης, σήμερα επιχειρείται και επεμβατικά η αντιμετώπισή της. Οι επεμβατικοί τρόποι συνίστανται στη χρήση ραδιοκυμάτων ή στην ηλεκτρική κατάλυση (Ablation). Η ηλεκτρική κατάλυση των νευρικών απολήξεων επιχειρήθηκε μέσα στον καρωτιδικό κόλπο ή στις καρωτίδες, με αποτελέσματα όμως όχι ιδιαιτέρως ικανοποιητικά.
Ενδεχομένως λύση σε ορισμένες περιπτώσεις θα αποτελούσε η χρήση των ραδιοκυμάτων κατά ριπές, κατά μήκος των νεφρικών αρτηριών. Ωστόσο έως σήμερα τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, δεδομένου ότι κατά μέσον όρο η μέθοδος αυτή προκαλεί μείωση της αρτηριακής πίεσης περί τα 10 mmHg.
Γενικότερα, οι επεμβατικές θεραπείες βρίσκονται ακόμη στο πλαίσιο των ερευνητικών προσπαθειών σε κλινικό επίπεδο και αφορούν πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.
Συμπερασματικά, πραγματικά αρρύθμιστη πίεση παρά τη λήψη φαρμάκων αφορά ευτυχώς λίγες περιπτώσεις. Κατά κανόνα η αρρύθμιστη πίεση οφείλεται σε ανεπαρκή θεραπεία.
ΠΗΓΗ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δείτε σχετικά πως η εναλλακτική ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Πως η χρόνια έλλειψη Βιταμίνης ΣΕ δημιουργεί το πρόβλημα. Στην Συμμαχία για την Υγεία http://www.symmaxia-gia-thn-ygeia-tou-dr-rath.org/aboutus/alliance.html
ΑπάντησηΔιαγραφή