Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

100 ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΣΩΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ


                              

(ὄ­χι ὅ­τι ἐ­μεῖς τὰ τη­ροῦ­με ὅ­λα ἀλ­λὰ τὰ λέ­με γιὰ σᾶς) 
ΚΑΘΟΤΙ ΠΛΟΥΣΙΑ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ...
Σύν­τα­ξη: Δ. Κρα­σα­νά­κης, κα­θη­γη­τὴς 1ου Ἑ­νι­αί­ου Πει­ρα­μα­τι­κοῦ Λυ­κεί­ου Ἀ­θη­νῶν
1. Δὲν εἶ­ναι ζή­τη­μα ἁ­πλῶς προ­σω­πι­κό, ἀλ­λὰ μᾶς ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λους (καὶ ὄ­χι: ἁ­πλά). Ἁ­πλῶς = μό­νο. Συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ἁ­πλὰ (=μὲ ἁ­πλό, ἀ­νε­πι­τή­δευ­το τρό­πο).
2. Ἡ ὑ­πό­θε­ση δὲν τὸν ἀ­φο­ρὰ ἄ­με­σα (ἀλ­λὰ ἔμ­με­σα) (τρο­πι­κὸ ἐ­πίρ­ρη­μα). Νὰ πα­ρου­σια­στεῖ ἀ­μέ­σως (καὶ ὄ­χι: ἄ­με­σα) (χρο­νι­κὸ ἐ­πίρ­ρη­μα).
3. Πι­θα­νῶς ἢ πι­θα­νόν, προ­η­γου­μέ­νους, συγ­χρό­νως, κυ­ρί­ως, ὁ­λο­γρά­φως, ἐν­δε­χο­μέ­νως, αὐ­το­δι­καί­ως, ἑ­πο­μέ­νως (καὶ ὄ­χι σὲ-α).
4. 15 Σε­πτεμ­βρί­ου ἢ 15 τοῦ Σε­πτέμ­βρη (καὶ ὄ­χι: 15 Σε­πτέμ­βρη).
5. Τὸ οὐσ. λά­θος δὲν μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς ἐ­πι­θε­τι­κὸς προσ­δι­ο­ρι­σμός: λαν­θα­σμέ­νη ἄ­πο­ψη (καὶ ὄ­χι: λά­θος ἄ­πο­ψη).
6. Κα­κῶς χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἀ­δό­κι­μες λέ­ξεις ὅ­πως: νε­ο­λαῖ­ος, πι­σω­γύ­ρι­σμα, ἀν­τι­πα­λό­τη­τα κλπ.
7. Ἀ­πο­φεύ­γου­με κα­τά­χρη­ση δη­μι­ουρ­γί­ας οὐσ. σὲ -ποί­η­ση: ἐ­λα­χι­στο­ποί­η­ση, ἀ­νω­τα­το­ποί­η­ση κλπ.
8. Πρό­σκλη­ση σὲ συγ­κέν­τρω­ση (καὶ ὄ­χι: κά­λε­σμα σὲ μά­ζω­ξη).
9. Τὰ προ­πα­ρο­ξύ­το­να οὐδ. οὐσ. σὲ -ὁ κα­τε­βά­ζουν τὸν τό­νο στὴν πα­ρα­λή­γου­σα στὴ γέν. ἐν. καὶ πλ. (πα­νε­πι­στη­μί­ου, -ί­ων, πο­λέ­μου, θρι­άμ­βου) ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς λα­ϊ­κὲς λέ­ξεις (σί­δε­ρου, ἀλ­λά: σι­δή­ρου).
10. Κα­θι­ε­ρω­μέ­νες λέ­ξεις καὶ φρά­σεις στὴν κα­θα­ρεύ­ου­σα δὲ με­τα­γλωτ­τί­ζον­ται: Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, Ἐ­ρυ­θρὰ θά­λασ­σα, Μέ­λας Δρυ­μός, ἡ Ἀ­ρι­στε­ρά, Λευ­κὸς Οἴ­κος, βα­ρὺ ὕ­δωρ, ἐκ­δο­τι­κὸς οἶ­κος, χει­με­ρί­α νάρ­κη, Μι­κρὰ Ἄρ­κτος, ἡ μά­στι­γα (τοῦ αἰ­ώ­να), ἡ πτέ­ρυ­γα (τῆς Βου­λῆς), κλά­δος (τῆς ἐ­πι­στή­μης), σι­νι­κὴ με­λά­νη, δα­μό­κλει­ος σπά­θη κλπ.
11. Δι­α­τη­ροῦ­με ἀ­ναλ­λοί­ω­τες τὶς του­λά­χι­στον 2000 ἀρ­χα­ϊ­στι­κὲς φρά­σεις καὶ λέ­ξεις ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με στὸ γρα­πτὸ (χω­ρὶς νὰ θέ­του­με εἰ­σα­γω­γι­κὰ) καὶ προ­φο­ρι­κὸ λό­γο, ὅ­πως: ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, σὺν τοῖς ἄλ­λοις, καὶ οὕ­τω καθ' ἑ­ξῆς, ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς, ἐν κρύ­πτω καὶ πα­ρα­βύ­στω, χάρ­μα ἰ­δέ­σθαι, ἐν τῷ με­τα­ξύ, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, ἐξ ἄλ­λου, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄ­νευ, αὐ­τὸς κὰθ΄ ἑ­αυ­τόν, ἐκ προ­οι­μί­ου, τοῖς με­τρη­τοῖς, ἂφ΄ ἑ­νὸς μὲν - ἂφ΄ ἑ­τέ­ρου δέ, ὓπ΄ ὄ­ψιν, φὲρ΄ εἰ­πεῖν, ἐν γέ­νει, αὐ­θω­ρεὶ καὶ πα­ρα­χρῆ­μα, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δω), τύ­ποις, εἴ­θι­σται, τι­μῆς ἕ­νε­κεν, ἒφ΄ ὄ­ρου ζω­ῆς, ἐν κα­τα­κλεί­δι, ἐν μέ­ρει, ἐ­πὶ πλη­ρω­μή, λί­αν κα­λῶς, ἐν ρι­πὴ ὀ­φθαλ­μοῦ, κοι­νὴ συ­ναι­νέ­σει, ἁ­βρό­χοις πο­σίν, ἐν γνώ­σει, ἐξ αἰ­τί­ας κλπ. Ὁ­ρι­σμέ­νες φρά­σεις γρά­φον­ται στὴ δη­μο­τι­κὴ σὲ μί­α λέ­ξη: ἐ­ξαι­τί­ας, ἐ­ξάλ­λου, ἀ­φε­νός, ὑ­πό­ψιν κλπ.
12. Ἡ συ­νά­δελ­φος (καὶ ὄ­χι: συ­να­δέλ­φισ­σα).
13. Δέ­σμη μέ­τρων (καὶ ὄ­χι: πα­κέ­το), ἐκ­δο­χὴ πο­λι­τι­κῶν ἐ­ξε­λί­ξε­ων (καὶ ὄ­χι: σε­νά­ρι­ο).
14. Ἀ­πο­φεύ­γου­με ξέ­νες λέ­ξεις καὶ ἐκ­φρά­σεις, ὅ­ταν ὑ­πάρ­χουν ἀν­τί­στοι­χες ἑλ­λη­νι­κές: ρι­σκά­ρω (δι­α­κιν­δύ­νευ­α), μον­τά­ρω (συ­ναρ­μο­λο­γῶ), κα­ριέ­ρα (στα­δι­ο­δρο­μί­α), σαμ­πο­τὰζ (δο­λι­ο­φθο­ρά), ἴ­μα­τζ (εἰ­κό­να, ἐν­τύ­πω­ση), πρε­στὶζ (κύ­ρος), γκλά­μουρ (σα­γή­νη, αἴ­γλη), σνόμ­πα­ρα (πε­ρι­φρο­νῶ, ὑ­πο­τι­μῶ), μί­τινγκ (συ­νάν­τη­ση), κοὺλ (ψύ­χραι­μος), πρὲς ροὺμ (αἴ­θου­σα τύ­που), πρὲς κόν­φε­ρανς (συ­νέν­τευ­ξη τύ­που), σπόν­σο­ρας (χρη­μα­το­δό­της, χο­ρη­γός), τὶμ (ὁ­μά­δα), προ­τζε­κτ (ἔρ­γο, με­λέ­τη), ντι­ζά­ιν (σχέ­δι­ο), τά­ι­μινγκ (συγ­χρο­νι­σμὸς) κλπ.
15. Τῆς γραμ­μα­τέ­ως, τῆς για­τροῦ, τῆς γυ­μνα­σι­άρ­χου.
16. Ἀ­πο­φεύ­γου­με ἑρ­μη­νεύ­μα­τα ἀγ­γλι­κῶν λέ­ξε­ων ἑλ­λη­νι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως ποὺ οἱ ἀν­τί­στοι­χές τους ἑλ­λη­νι­κὲς ἔ­χουν ἄλ­λη ση­μα­σί­α (π.χ. φαν­τα­στι­κός: ὁ τῆς φαν­τα­σί­ας, τρο­με­ρός: ὁ προ­ξε­νῶν τρό­μο, καὶ ὄ­χι κα­τα­πλη­κτι­κός, ὑ­πέ­ρο­χος, ποὺ ση­μαί­νουν οἱ ἀγ­γλι­κὲς fantastic, terrific). Ἐ­πί­σης, δὲ με­τα­φρά­ζον­ται ἀγ­γλι­σμοί: δῶ­σε μου τὸ πιά­το (καὶ ὄ­χι: πέ­ρα­σέ μου τὸ πιά­το), ἀ­πευ­θεί­ας με­τά­δο­ση (καὶ ὄ­χι: ζων­τα­νὴ με­τά­δο­ση), κά­νω λά­θος (καὶ ὄ­χι: εἶ­μαι λά­θος), θὰ σοὺ ξα­να­τη­λε­φω­νή­σω (καὶ ὄ­χι: θὰ σὲ πά­ρω πί­σω).
17. Πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἔ­ναρ­ξη (καὶ ὄ­χι: πρὶν τὴν ἔ­ναρ­ξη).
18. Τρι­ά­μι­σι κι­λά, τρει­σή­μι­σι μέ­ρες.
19. Πτώ­σεις ἐ­πιθ. σὲ -ής/ής: ο/ἡ δι­ε­θνής, τοῦ/τῆς δι­ε­θνοῦς, τὸν/τὴ δι­ε­θνῆ, τὸ δι­ε­θνές, τὰ δι­ε­θνῆ, ο/ἡ συ­νή­θης, τοῦ/τῆς συ­νή­θους, τὸν/τὴν συ­νή­θη, τὸ σύ­νη­θες, τὰ συ­νή­θη, τῶν συ­νή­θων. Προ­σο­χὴ (μό­νο γιὰ ἀρσ.): Τοῦ εὐ­γε­νοῦς ἀ­γώ­να, ἀλ­λά: τοῦ εὐ­γε­νῆ (=ἀ­ρι­στο­κρά­τη) (ἐ­πίθ. τὸ α΄, οὐσ. τὸ (Γ). Ἐ­πι­στή­μη συγ­γε­νοῦς (ἐ­πίθ.) κλά­δου. Εἶ­ναι φί­λος ἑ­νὸς στε­νοῦ μου συγ­γε­νῆ (οὔσ.).
20. Ὁ τό­νος τῶν προ­πα­ρο­ξύ­το­νων ἐ­πιθ. σὲ -ός κα­τε­βαί­νει στὴν πα­ρα­λή­γου­σα τῆς γέν. ἐν. καὶ γέν. καὶ αἰτ. πλ., ὅ­ταν αὐ­τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ὡς οὐ­σι­α­στι­κά: συμ­πε­ρι­φο­ρὰ βάρ­βα­ρων ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά: οἱ ἐ­πι­δρο­μὲς τῶν βαρ­βά­ρων.
21. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ὅ­λους ὅ­σοι μᾶς συμ­πα­ρα­στά­θη­καν (καὶ ὄ­χι: ὅ­σους, δι­ό­τι εἶ­ναι ὑ­ποκ. στὸ ρ. ποῦ ἀ­κο­λου­θεῖ), η: εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ὅ­σους ...
22. Οἱ ἀ­να­δι­πλα­σι­α­σμοὶ τῶν πάθ. μτχ. ἄλ­λο­τε δι­α­τη­ροῦν­ται καὶ ἄλ­λο­τε ὄ­χι: συγ­κα­λυμ­μέ­νος, ἀ­πο­κομ­μέ­νος, δι­α­λυ­μέ­νος, πα­ρα­ταγ­μέ­νος, συμ­φω­νη­μέ­νος, μυ­η­μέ­νος κλπ. (καὶ ὄ­χι πιά: συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νος, ἀ­πο­κε­κομ­μέ­νος, δι­α­λε­λυ­μέ­νος, πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νος, συμ­πε­φω­νη­μέ­νος, με­μυ­η­μέ­νος), ἀλ­λὰ μό­νο: πα­ρα­τε­τα­μέ­νος, πε­πει­ρα­μέ­νος, δι­α­κε­κρι­μέ­νος, ἐ­πι­τε­τραμ­μέ­νος(=ἀ­να­πλη­ρω­τὴς πρε­σβευ­τή), κα­τα­βε­βλη­μέ­νος, βε­βι­α­σμέ­νος, ἀ­πο­δε­δειγ­μέ­νος, δε­δη­λω­μέ­νος, τὰ πε­πραγ­μέ­να, ἡ πε­πα­τη­μέ­νη, ἀ­να­με­μιγ­μέ­νος, με­μο­νω­μέ­νος κλπ. Προ­σο­χή: θε­ω­ρῶ δε­δο­μέ­νη τὴν ἐ­κλο­γή του. Ἐ­νήρ­γη­σα βά­σει τῶν δε­δο­μέ­νων ποὺ εἶ­χα στὴ δι­ά­θε­σή μου. Ἀλ­λά: Εἶ­μαι δο­σμέ­νος στὸν ἀ­γώ­να. Μί­λη­σε μὲ τε­τριμ­μέ­νες φρά­σεις. Ἀλ­λά: Φο­ρά­ει τριμ­μέ­να ροῦ­χα κλπ.
23. Ἀ­σχο­λού­μα­στε, ἀ­σχο­λού­μα­σταν (καὶ ὄ­χι: ἀ­σχο­λι­ό­μα­στε κλπ. δι­ό­τι τὸ ρ. εἶ­ναι ἀ­σχο­λοῦ­μαι καὶ ὄ­χι ἀ­σχο­λι­έ­μαι).
24. θο­ρυ­βώ­δης, ὀγ­κώ­δης, θυ­ελ­λώ­δης, ἐν­στι­κτώ­δης κλπ. (καὶ ὄ­χι: σὲ -ώ­δι­κος).
25. Τὸ σὰν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ πα­ρο­μοί­ω­ση καὶ ὡς σύν­δε­σμος χρο­νι­κὸς ἢ αἰ­τι­ο­λο­γι­κός: Ψη­λὸς σὰν κυ­πα­ρίσ­σι. Σὰν ἔρ­θεις μὲ τὸ κα­λό. Ἐ­σὺ σὰν συγ­γε­νὴς ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πέμ­βεις. Τὸ ὡς συ­νο­δεύ­ει κα­τη­γο­ρού­με­να: Ὑ­πη­ρε­τεῖ ὡς κα­θη­γη­τής. Τὸ κα­τη­γο­ρού­με­νο μπαί­νει στὴν ἴ­δια πτώ­ση μὲ τὴ λέ­ξη στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται: Ἡ ἐ­κλο­γή του ὡς κα­θη­γη­τῆ (καὶ ὄ­χι: ὡς κα­θη­γη­τής).
26. Τὸ πά­νω καὶ τὸ κά­τω στὴ δη­μο­τι­κὴ εἶ­ναι μό­νο το­πι­κὰ ἐ­πιρρ. καὶ κα­κῶς με­τα­γλωτ­τί­ζον­ται τὰ ἐ­πὶ καὶ ὑ­πὸ τῆς κα­θα­ρεύ­ου­σας σὲ πε­ρι­πτώ­σεις ὅ­πως οἱ ἑ­ξῆς: Μί­λη­σε πά­νω στὸ θέ­μα ποὺ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ (σω­στό: γιὰ τὸ θέ­μα ἢ ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος), θὰ προ­σπα­θή­σου­με κά­τω) ἀπ΄ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες (σω­στό: μὲ αὐ­τὲς ἢ ὑπ΄ αὐ­τές).
27. Τὸ ρ. προ­οι­ω­νί­ζο­μαι εἶ­ναι ἀ­πο­θε­τι­κό, δηλ. δὲ δι­α­θέ­τει ἐ­νερ­γη­τι­κὴ φω­νή.
28. Ἀ­νε­νη­μέ­ρω­τος (καὶ ὄ­χι: ἀ­νη­μέ­ρω­τος), κοι­νο­λο­γῶ (καὶ ὄ­χι: κοι­νω­νι­ο­λογῶ), δὲ θὰ προ­ε­τί­θε­σθε (καὶ ὄ­χι: προ­ε­τί­θε­σθο), τί­θεν­ται (καὶ ὄ­χι: τί­θον­ται.), κοι­νό­το­πος, κοι­νο­το­πί­α (καὶ ὄ­χι: κοι­νό­τυ­πος, κοι­νο­τυ­πί­α), με­γε­θύ­νω, με­γέ­θυν­ση (καὶ ὄ­χι: με­γεν­θύ­νω, με­γέν­θυ­ση), ἐμ­βά­θυν­ση (καὶ ὄ­χι: ἐμ­βάν­θυν­ση), ἀ­πα­θα­να­τί­ζω (καὶ ὄ­χι: ἀ­πο­θα­να­τί­ζω), ἀν­τε­πε­ξέρ­χο­μαι (καὶ ὄ­χι: ἀν­τα­πε­ξέρ­χο­μαι), με­λα­ψὸς (καὶ ὄ­χι: με­λαμ­ψός), Ὀ­κτώ­βρι­ος (καὶ ὄ­χι: Ὀ­κτώμ­βρι­ος), χει­ρουρ­γὸς (καὶ ὄ­χι: χει­ροῦρ­γος), πα­ρει­σφρέ­ω (καὶ ὄ­χι: πα­ρει­σφρύ­ω), πα­ρεμ­πι­πτόν­τως (καὶ ὄ­χι: πα­ρε­πι­πτόν­τως), ἔ­χω ἀ­παυ­δή­σει (καὶ ὄ­χι: ἔ­χω ἀ­πηυ­δή­σει), λι­πο­βα­ρὴς (καὶ ὄ­χι: ἐλ­λι­πο­βα­ρής), ὑ­πο­θάλ­πω, πε­ρι­θάλ­πω (καὶ ὄ­χι: ὑ­πο­θάλ­πτω, πε­ρι­θάλ­πτω), ἀ­κα­το­νό­μα­στος (καὶ ὄ­χι: ἀ­κα­τα­νό­μα­στος), ἀ­θυ­ρό­στο­μος (καὶ ὄ­χι: ἀν­θη­ρό­στο­μος).
29. Τὰ ρή­μα­τα τῶν προ­τά­σε­ων ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν συν­τάσ­σον­ται μὲ αἴτ. καὶ ὄ­χι μὲ γέν. Δὲν ἐ­πι­δέ­χε­ται ἀ­να­βο­λή. Δὲ χρει­ά­ζε­ται πε­ραι­τέ­ρω συ­στά­σεις. Δι­έ­φυ­γε τὴν προ­σο­χή μου. Στε­ροῦ­μαι τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα. Ἀ­πεκ­δύ­ο­μαι τὶς εὐ­θύ­νες μου.
30. Τὰ ἄρ­θρα τὸν, τὴν καὶ τὰ μό­ρι­α δέν, μὴν δι­α­τη­ροῦν τὸ ν ὅ­ταν ἀ­κο­λου­θεῖ λέ­ξη ποὺ ἀρ­χί­ζει ἀ­πὸ φω­νῆ­εν, ἀ­πὸ στιγ­μι­αῖ­ο σύμ­φω­νο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) καὶ ἀ­πὸ τὰ δι­πλὰ ξ, ψ. Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὴν πρόσ. ἀν­των. τὴν, ἐ­νῶ ἡ ἀν­των. τὸν δι­α­τη­ρεῖ τὸ ν πάν­το­τε: τὸν ἄν­θρω­πο, τὴν πό­λη, τὸ δρό­μο, δὲ φο­βᾶ­μαι, μὴν πε­ρά­σεις, τὴ βλέ­πω, τὸν βλέ­πω.
31. Οἱ τύ­ποι τῆς ἐ­ρω­τη­μα­τι­κῆς ἀν­των. ποιὸς εἶ­ναι μο­νο­σύλ­λα­βοι καὶ δὲν το­νί­ζον­ται: ποιές, ποιοί, ποιοὺς κλπ.
32. Οἱ μτχ. σὲ -ντας γρά­φον­ται μὲ ώ ὅ­ταν αὐ­τὸ το­νί­ζε­ται καὶ μὲ ο ὅ­ταν δὲν το­νί­ζε­ται: κά­νον­τας, τρα­βών­τας.
33. Γι’ αὐ­τὸ (καὶ ὄ­χι: γι­αυ­τό).
34. Ἡ ἔγ­κλι­ση τό­νου στὸ μο­νο­το­νι­κὸ δι­α­τη­ρεῖ­ται: ὁ ἄν­θρω­πός τους.
35. Πού (ἀ­ναφ. ἀν­των.), ποῦ (ἐ­ρω­τημ. ἐ­πίρρ.), πώς (εἴδ. σύνδ.), πῶς (ἐ­ρω­τημ. ἐ­πίρρ.): ρώ­τη­σα αὐ­τὸν ποὺ ἦ­ταν ὑ­πεύ­θυ­νος ποῦ μπο­ροῦ­σα νὰ σὲ βρῶ. Πῶς μπο­ροῦ­σα νὰ πῶ πώς δὲ σὲ ξέ­ρω;
36. Μί­α, μί­α (=μι­ά), δύ­ο, δύ­ο (=δυ­ό).
37. Κλη­τι­κή: κυ­ρί­α Πρό­ε­δρε (καὶ ὄ­χι: κυ­ρί­α Πρό­ε­δρος).
38. Ἡ ἀ­να­πλη­ρώ­τρι­α δι­ευ­θύν­τρι­α / ὑ­πουρ­γὸς (καὶ ὄ­χι: ἡ ἀ­να­πλη­ρω­τὴς δι­ευ­θυν­τὴς / ὑ­πουρ­γός).
39. Δί­νω, ἀλ­λά: πα­ρα­δί­δω, ἀ­να­δί­δω, ἀ­πο­δί­δω κλπ. / δεί­χνω, ἀλ­λά: ἀ­να­δει­κνύ­ω, ἐ­πι­δει­κνύ­ω, ἀ­πο­δεί­κνυ­α) κλπ. / ρί­χνω, ἀλ­λά: ἀ­πορ­ρί­πτω, κα­ταρ­ρί­πτω, ἐ­πιρ­ρί­πτω κλπ. / λύ­νω, ἀλ­λά: ἐ­πι­λύ­ω, δι­α­λύ­ω κλπ. / στέλ­νω, ἀλ­λά: ἀ­πο­στέλ­λω, δι­α­στέλ­λω κλπ. / κλεί­νω, ἀλ­λά: ἀ­πο­κλεί­ω, πε­ρι­κλεί­ω κλπ. / κό­βω, ἀλ­λά: ἀ­πο­κό­πτω, δι­α­κό­πτω κλπ.
40. Γί­νον­ται ὅ­λοι δε­κτοὶ ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἡ­λι­κί­ας καὶ φύ­λου (καὶ ὄ­χι: ἀ­νε­ξαρ­τή­του ἡ­λι­κί­ας ...).
41. Ἀ­πο­λαύ­ει τῆς ἐμ­πι­στο­σύ­νης (καὶ ὄ­χι: ἀ­πο­λαμ­βά­νει).
42. Τῶν (πρώ­ην) τρι­τό­κλι­των θη­λυ­κῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν νὰ προ­τι­μᾶ­ται ἡ γε­νι­κὴ σὲ -ἕ­ως ἀν­τὶ σὲ -ής με­τὰ ἀ­πὸ λό­γι­ες προ­θέ­σεις ἢ λό­γι­ες ἢ μὴ λό­γι­ες τυ­πο­ποι­η­μέ­νες φρά­σεις: πρὸ τῆς ἀ­πο­φά­σε­ως, ὑ­πὲρ τῆς λύ­σε­ως, πε­ρὶ τῆς σχέ­σε­ως, σχέ­δι­ο πό­λε­ως, πρώ­της τά­ξε­ως, ὁ­δη­γί­ες χρή­σε­ως, ἡ­με­ρο­μη­νί­α λή­ξε­ως, ὁ­μά­δα κρού­σε­ως, κρί­ση συ­νει­δή­σε­ως, χαί­ρω ἐ­κτι­μή­σε­ως, πά­σης φύ­σε­ως, πο­ρεί­α πλεύ­σε­ως, ἔ­τος ἱ­δρύ­σε­ως κλπ.
43. Δὲ χρει­ά­ζον­ται εἰ­σα­γω­γι­κὰ ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με με­τα­φο­ρι­κὴ ση­μα­σί­α λέ­ξε­ων: ἡ ρί­ζα τοῦ προ­βλή­μα­τος, τρα­βά­ω τὴν προ­σο­χὴ (καὶ ὄ­χι: ἡ «ρί­ζα» ..., «τρα­βά­ω» ...) κλπ. Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με εἰ­σα­γω­γι­κά, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς γνω­στὲς πε­ρι­πτώ­σεις τῶν αὐ­το­λε­ξεὶ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νων, τῶν γνω­μι­κῶν καὶ τῶν τί­τλων ἔρ­γων, ὀ­νο­μά­των πλοί­ων, ἱ­δρυ­μά­των κλπ., ὅ­ταν μί­α λέ­ξη ἢ φρά­ση τὴ λέ­με εἰ­ρω­νι­κά, ἐν­νο­ών­τας τὴν ἀ­κρι­βῶς ἀν­τί­θε­τη ση­μα­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α στὸ γρα­πτὸ λό­γο δὲν μπο­ρεῖ ἀλ­λι­ῶς νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ, ἐ­νῶ, ἀν­τί­θε­τα, στὸν προ­φο­ρι­κὸ ἡ φω­νὴ παίρ­νει τὴν ἀ­νά­λο­γη χροι­ά: μοῦ ἐ­πι­φύ­λα­ξε «θερ­μὴ» ὑ­πο­δο­χὴ (δήλ. ψυ­χρή).
44. Ὑ­πὲρ τὸ δέ­ον (καὶ ὄ­χι: ὑ­πὲρ τοῦ δέ­ον­τος).
45. Τὰ ρ. δι­αρ­ρέ­ω καὶ λει­τουρ­γῶ εἶ­ναι ἀ­με­τά­βα­τα: δι­έρ­ρευ­σε ἀ­πὸ πο­λι­τι­κοὺς κύ­κλους ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι... η: πο­λι­τι­κοὶ κύ­κλοι φρόν­τι­σαν νὰ δι­αρ­ρεύ­σει ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ... (καὶ ὄ­χι: πο­λι­τι­κοὶ κύ­κλοι δι­έρ­ρευ­σαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ...). θὰ θέ­σω τὸ μη­χά­νη­μα σὲ λει­τουρ­γί­α (καὶ ὄ­χι: θὰ τὸ λει­τουρ­γή­σω).
46. Ἐ­ξε­λέ­γην, ἐ­ξε­πλά­γην, προ­ή­χθης, συ­νέ­βη, ἐ­πλή­γη, συ­νε­λή­φθη­σαν, δι­ε­ξή­χθη­σαν κλπ., κα­τὰ τοὺς πάθ. ἀ­ορ. β΄ τῆς ἀρ­χαί­ας (καὶ ὄ­χι: ἐ­κλέ­χτη­κα, ἐκ­πλά­γη­κα, προ­ά­χθη­κες, συ­νέ­βη­κε, πλή­χτη­κε, συλ­λή­φθη­καν, δι­ε­ξά­χθη­καν κλπ).
47. Αὐ­τὸς κὰθ΄ ἑ­αυ­τόν, αὐ­τοῦ κὰθ΄ ἑ­αυ­τόν, αὐ­τὸν κὰθ΄ ἑ­αυ­τόν, αὐ­τοὶ κὰθ΄ ἑ­αυ­τούς, αὐ­τῶν κὰθ΄ ἑ­αυ­τοὺς κλπ. (καὶ ὄ­χι: αὐ­τοῦ κὰθ΄ ἑ­αυ­τοῦ, αὐ­τῆς κὰθ΄ ἑ­αυ­τῆς, αὐ­τοὶ κὰθ΄ ἐ­αυ­τοὶ κλπ.).
48. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ (καὶ ὄ­χι: ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ στὸ θέ­μα αὐ­τό, δι­ό­τι ἀ­πο­τε­λεῖ με­τα­γλώτ­τι­ση τῆς λό­γι­ας σύν­τα­ξης: ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ εἰς τὸ θέ­μα αὐ­τό).
49. Ὅ­ταν, δύ­ο συ­νή­θως, συ­νε­χό­με­να ἐ­πί­θε­τα ἀ­πο­τε­λοῦν ἐ­πι­θε­τι­κοὺς προσ­δι­ο­ρι­σμοὺς οὐ­σι­α­στι­κοῦ ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ, ἀλ­λὰ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ἀ­πο­δί­δει μί­α οὐ­σι­ώ­δη ἔν­νοι­α σ΄ αὐ­τό, δὲ χω­ρί­ζον­ται με­τα­ξύ τους μὲ κόμ­μα: ἐ­λα­φρὸ δί­τρο­χο μό­νιπ­πο, εἶ­δος ἰ­τα­λι­κοῦ ἀ­φρώ­δους κρα­σιοῦ, ὁ­λό­σω­μο γυ­ναι­κεῖ­ο μα­γιό.
50. Τὰ ἐ­πί­θε­τα σὲ -εἰ­ος / -ἰ­ὸς ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ κύ­ρι­α ὀ­νό­μα­τα πραγ­μα­τι­κῶν προ­σώ­πων γρά­φον­ται μὲ εἰ (ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ος), ἐ­νῶ αὐ­τὰ ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ το­πω­νύ­μι­α μὲ ἰ (με­τσό­βι­ο). Ὅ­σα προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ κύ­ρι­α ὀ­νό­μα­τα μυ­θι­κῶν προ­σώ­πων, μπο­ροῦν νὰ γρά­φον­ται καὶ μὲ τοὺς δύ­ο τρό­πους (ἀ­πολ­λώ­νι­ος, ἀ­πολ­λώ­νει­ος).
51. Σὲ πολ­λὰ ρή­μα­τα ἡ χρο­νι­κὴ αὔ­ξη­ση δι­α­τη­ρεῖ­ται: ἤ­λεγ­ξα, δι­ηύ­θυ­να, δι­ε­νήρ­γη­σα, ἀ­πέ­κτη­σα κλπ. (καὶ ὄ­χι: ἔ­λεγ­ξα, δι­εύ­θυ­να κλπ).
52. Εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, πρω­το­πο­ρί­α κλπ. (καὶ ὄ­χι σὲ -εἴ­α), δι­ό­τι προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ οὐ­σι­α­στι­κὰ (εἰ­δω­λο­λά­τρης κλπ.) καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ ρή­μα­τα.
53. Προ­σο­χὴ στὶς προ­στα­κτι­κὲς ἀ­ο­ρί­στων: πα­ρήγ­γει­λα ἕ­να πο­τὸ / πα­ράγ­γει­λέ μου ἕ­να πο­τό, αὐ­τὸς ἀν­τέ­γρα­ψε τὶς ση­μει­ώ­σεις / ἀν­τί­γρα­ψέ μου τὶς ση­μει­ώ­σεις, αὐ­τὸς ἀ­πέρ­ρι­ψε τὴν πρό­τα­ση τοῦ / ἐ­σὺ ἀ­πόρ­ρι­ψε τὴν πρό­τα­σή του.
54. Οἱ μέ­θο­δοι αὐ­τὲς (καὶ ὄ­χι: οἱ μέ­θο­δοι αὐ­τοί).
55. Ἡ φρά­ση «ἐξ ἁ­πα­λῶν ὀ­νύ­χων» ση­μαί­νει παι­δι­ό­θεν, ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α (καὶ ὄ­χι: ἁ­δρο­με­ρῶς, ἀ­κρο­θι­γῶς).
56. Ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε, ὁ­τι­δή­πο­τε (καὶ ὄ­χι: ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε, τὸ ὁ­τι­δή­πο­τε).
57. Τέ­ως βα­σι­λιάς: ὁ μέ­χρι πρὸ τί­νος βα­σι­λιάς. Πρώ­ην βα­σι­λιάς: ὁ πρὶν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ βα­σι­λιάς.
58. Χι­λι­ε­τί­α: πε­ρί­ο­δος χι­λί­ων ἐ­τῶν. Χι­λι­ε­τη­ρί­δα: ἡ ἐ­πέ­τει­ος χι­λί­ων ἐ­τῶν.
59. Ὁ κύ­ρι­ος Κον­το­λέ­ων, τοῦ κ. Κον­το­λέ­ον­τος, ἡ κυ­ρί­α Κον­το­λέ­ον­τος, τῆς κ. Κον­το­λέ­ον­τος κλπ. (καὶ ὄ­χι τοῦ κ. Κον­το­λέ­ων, ἡ κ. Κον­το­λέ­ων).
60. Συμ­με­τέ­χω, πρτ. συμ­με­τεῖ­χα, μέλλ. ἑ­ξα­κολ. θὰ συμ­με­τέ­χω ὅ­λο τὸ χρό­νο στὶς ἐκ­δη­λώ­σεις, μέλλ. στίγμ. Θὰ συμ­με­τά­σχι­υ στὴν ἐκ­δή­λω­ση, ἀ­όρ. συμ­με­τέ­σχον, πρκ.-ὑ­πρσ. ἔ­χω-εἶ­χα συμ­με­τά­σχει.
61. Δὲν ἀ­πο­φά­σι­σα ἀ­κό­μη, για­τί δὲν ἔ­χω τὰ ἀ­παι­τού­με­να στοι­χεῖ­α (καὶ ὄ­χι: Δὲν ἀ­πο­φά­σι­σα ἀ­κό­μη. Καὶ αὐ­τὸ για­τί...).
62. Ἀ­νῆ­κα, ἀ­νῆ­κες, ἀ­νῆ­κε κλπ. (καὶ ὄ­χι: ἄ­νη­κα, ἄ­νη­κες, ἄ­νη­κε κλπ.)
63. Πα­ρα­τα­τι­κὸς συ­νη­ρη­μέ­νων ρη­μά­των σὲ -οῦ­μαι: Σχο­λι­κὴ γραμ­μα­τι­κὴ δη­μο­τι­κῆς: στε­ρού­μουν (!), στε­ρού­σουν (!), στε­ροῦν­ταν, στε­ρού­μα­σταν, στε­ρού­σα­σταν (!), στε­ροῦν­ταν. Γραμ­μα­τι­κὴ κα­θα­ρεύ­ου­σας: ἐ­στε­ρού­μην, ἐ­στε­ρεῖ­σο, ἐ­στε­ρεῖ­το, ἐ­στε­ρού­με­θα, ἐ­στε­ρεῖ­σθε, ἐ­στε­ροῦν­το. Προ­τει­νό­με­νη κλί­ση: (ε)στε­ρού­μην, (ε)στε­ρεῖ­σο, (ε)στε­ρεῖ­το, στε­ρού­μα­σταν, (ε)στε­ρεῖ­σθε, στε­ροῦν­ταν.
64. Ποι­οῦ­μαι τὴν νήσ­σαν (κοι­νῶς: κά­νω τὴν πά­πια) (καὶ ὄ­χι: ποι­ῶ τὴν νήσ­σαν).
65. Τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα ποὺ προ­βλή­θη­κε εἶ­ναι ὑ­πὲρ αὐ­τοῦ (καὶ ὄ­χι: ὑ­πέρ του).
66. Ἐ­πι­τα­χύ­νω / προ­ω­θῶ / ἐ­πι­σπεύ­δω τὸ θέ­μα / πρό­γραμ­μα κλπ. (καὶ ὄ­χι: τρέ­χω τὸ θέ­μα / πρό­γραμ­μα).
67. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, ὅ­πως: πο­λι­τι­κή, λο­γι­κή, πρα­κτι­κή, συμ­πε­ρι­φο­ρά,ὑ­πο­δο­μὴ κλπ.δὲ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται στὸν πλ.: ἡ πο­λι­τι­κὴ ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θη­θεῖ σὲ πολ­λοὺς το­μεῖς (καὶ ὄ­χι:οἱ πο­λι­τι­κὲς ποὺ ...) κλπ.
68. Δρώ­με­να= α. τε­λε­τουρ­γί­ες β. ὅ­σα πα­ρι­στά­νον­ται σὲ θε­α­τρι­κὴ σκη­νή. Τε­κται­νό­με­να= μη­χα­νορ­ρα­φί­ες.  Εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νο τὸ ἑρ­μή­νευ­μα: δι­α­δρα­μα­τι­ζό­με­να (π.χ. τὰ δρώ­με­να / τε­κται­νό­με­να τῆς πο­λι­τι­κῆς ζω­ῆς).
69. Ἀ­πο­τεί­νο­μαι, μέλλ. θὰ ἀ­πο­τα­θῶ (καὶ ὄ­χι: ἀ­πο­ταν­θῶ).
70. Χρό­νοι συν­θέ­των τοῦ ἄ­γω: ἐνστ. ἐ­ξά­γω, πρτ. ἐ­ξῆ­γα, μέλλ. ἐ­ξα­κολ. κά­θε χρό­νο θὰ ἐ­ξά­γω, μέλλ. στιγμ. ἡ χώ­ρα φέ­τος θὰ ἐ­ξα­γά­γει ἑ­σπε­ρι­δο­ει­δῆ, ἀ­όρ. ἐ­ξή­γα­γα, πρκ.-ὑ­πρσ. ἔ­χω-εἶ­χα ἐ­ξα­γά­γει.
71. Χρό­νοι τῶν ρη­μά­των σὲ -λλῶ: ἔνστ. ἐ­πι­βάλ­λω, πρτ. ἐ­πέ­βαλ­λα, μέλλ. ἑ­ξα­κολ. θὰ κα­τα­βάλ­λω κά­θε μή­να τὸ ἐ­νοί­κι­ο, μέλλ. στίγμ. θὰ σοὺ κα­τα­βά­λω τὸ ἀν­τί­τι­μο (ἅ­παξ), ἀ­όρ. ἐ­πέ­βα­λα, πρκ.-ὑ­πρσ. ἔ­χω-εἶ­χα ἐ­πι­βά­λει.
72. Ρή­μα­τα ποὺ στὸν ἀ­όρ. λή­γουν σὲ -ησα, -ισα, -υ­σα, -οισα στὸ β΄ πλ. πρστ. ἐ­νεργ. ἀ­όρ. δι­α­τη­ροῦν τὴν ὀρ­θο­γρα­φί­α τῆς πα­ρα­λή­γου­σας: κρα­τῆ­στε, κα­θα­ρί­στε, λύ­στε, ἀ­θροῖ­στε.
73. Ὀρ­θο­γρα­φί­α λέ­ξε­ων: βι­ο­τι­κός, βί­ω­μα, βι­ω­μα­τι­κός, βι­ώ­σι­μος / ἄ­με­σος, ἔμ­με­σος / ἐκ­με­ταλ­λεύ­ο­μαι, ἐκ­με­τάλ­λευ­ση / ὠ­φε­λῶ, (ἀ­φέ­λει­α, ὠ­φέ­λη­μα, ὠ­φέ­λι­μος, ὠ­φε­λι­μι­στής, ὀ­φεί­λω, ὀ­φει­λή, ὄ­φε­λος, ὀ­φει­λέ­της / ἐ­πιρ­ρο­ή, ἐ­πη­ρε­ά­ζω, ἐ­πή­ρει­α / διά­λειμ­μα, δι­ά­λυ­μα (χη­μι­κό), δί­λημ­μα / ἔλ­λει­ψη, ἔλ­λειμ­μα, ἐλ­λι­πὴς / ἐν­νέ­α, ἐν­νι­α­κό­σι­α, ἔ­να­τος, ἐ­νε­νήν­τα / βορ­ρᾶς, βο­ριὰς / ὑ­πε­ρη­φά­νεια, πε­ρη­φά­νια / ποι­κίλ­λω, ποι­κί­λος, ποι­κι­λί­α / γέν­νη­ση, γέ­νε­ση, γε­νέ­θλι­α / ἀλ­λι­ῶς, ἀλ­λιώ­τι­κος, ἀλ­λοι­ώ­νω, ἀλ­λοί­ω­ση / ἀ­μεί­βω, ἀ­μοι­βὴ / ἀ­λεί­φω, ἀ­λοι­φὴ / ἀ­να­στή­λω­ση, ὑ­πο­στύ­λω­ση / δυ­σφή­μη­ση, δι­α­φή­μι­ση / μέ­σω, λό­γω: τὸ ἔ­στει­λα μέ­σω τοῦ κοι­νοῦ μας φί­λου, δὲν πῆ­γα λό­γω τῆς βρο­χῆς / ποιό, πι­ό: δὲν ξέ­ρω ποιὸ εἶ­ναι πι­ὸ κα­λὸ / κα­τά­λη­ξη ρ. σὲ -τὲ (β΄ πλ. ἐ­νεργ. φ.) καὶ -ταὶ (γ΄ ἐν. πάθ. φ.): νὰ μὴ θε­ω­ρεῖ­τε ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ σω­στὸ ὅ,­τι θε­ω­ρεῖ­ται γε­νι­κὰ ἀ­πο­δε­κτὸ / ἔ­δω­σα, θὰ δώ­σω, δό­θη­κα, θὰ δο­θῶ / σά­τι­ρα, σα­τι­ρίζθ3, σα­τι­ρι­κὸ ποί­η­μα, Σά­τυ­ρος (μύθ. ἀ­κό­λου­θος τοῦ Δι­ο­νύ­σου), σά­τυ­ρος (ἀ­σελ­γής), σα­τυ­ρι­κὸς (ὁ τοῦ Σα­τύ­ρου), σα­τυ­ρι­κὸ δρά­μα (τὸ ἀρ­χαῖ­ο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος) / Κέ­κροψ, Χέ­οψ / συ­νεί­δη­ση, συ­νει­δη­το­ποί­η­ση / μή­νυ­μα, μή­νυ­ση / κη­ρύσ­σω, κή­ρυγ­μα / μο­νώ­ρο­φος, δι­ώ­ρο­φος, πο­λυ­ώ­ρο­φος / πα­ρα­λή­φθη­κε σή­με­ρα τὸ ἐμ­πό­ρευ­μα (< πα­ρα­λαμ­βά­νω), πα­ρα­λεί­φθη­κε μί­α γραμ­μὴ ἂπ΄ τὸ κεί­με­νο (< πα­ρα­λεί­πω) / ἔ­λεγ­χος, ἄγ­χος, με­λαγ­χο­λί­α / ὅ­τι, ὅ,­τι: εἶ­πε ὅ­τι θὰ πά­ει, πά­ρε ὅ,­τι θέ­λεις / τυ­ραν­νί­α, ἀ­πόρ­ροι­α, εἰ­λι­κρί­νει­α, κοι­τά­ζω, συ­νεν­νο­οῦ­μαι, δει­σι­δαι­μο­νί­α, συν­δύ­α­ζα:), ἀ­να­καί­νι­ση, ἐ­λάτ­τω­μα, πλα­τει­α­σμός, συν­δαι­τυ­μό­νας, με­γα­λε­πή­βο­λος, βε­βα­ρη­μέ­νος, ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νος, συ­νω­μο­σί­α, ὁρ­κω­μο­σί­α, φτώ­χεια, ὤ­σμω­ση, δι­α­πί­δυ­ση, Εὐ­ρι­πί­δης, Θου­κυ­δί­δης, Ἰ­ά­σο­νας, ἀ­πόρ­ριμ­μα, συ­νημ­μέ­νος, εἰ­σι­τή­ρι­ο, ἀν­ταλ­λάσ­σω, δι­α­κε­κρι­μέ­νος συγ­κε­κρι­μέ­νος, ἐγ­κε­κρι­μέ­νος, κα­τα­χώ­ρι­ση, δι­κλί­δα, δου­λειά, δω­σί­λο­γος, ἐγ­χεί­ρη­ση, δι­α­τε­θει­μέ­νος, ἐ­κτε­θει­μέ­νος, ἕλ­κη­θρο.
74. Νέ­α ὀρ­θο­γρα­φί­α λέ­ξε­ων: ἀ­βγό, ἀ­λί­μο­νο, ἀ­νι­ψιός, ἀν­τι­κρί­ζω, Ἀ­ρά­χο­βα, ἀ­φή­νω, βα­θι­ά, βε­ζί­ρης, βρε­μέ­νος, βρι­κό­λα­κας, βρό­μα, γα­βγί­ζω, γα­ρί­φα­λο, γλι­τώ­νω, γό­μα, δυ­ό­μι­σι κλπ., ζή­λια, κα­βγάς, κα­η­μέ­νος, και­νού­ριος, κα­μι­ά, κό­κα­λο, κο­λό­να, κο­πέ­λα, κρε­βά­τι, Λά­ρι­σα, λι­μέ­ρι, λιώ­νω, μα­κε­λι­ό, μα­κρι­ά, Μα­νό­λης, μαν­τί­λι, μό­λος, Μο­ρι­ᾶς, μπί­ρα, Να­βα­ρί­νο, νη­στί­σι­μος, νιώ­θω, ξί­δι, ξι­πά­ζω, πα­λι­κά­ρι, πρίγ­κι­πας, σά­κος, σβή­νω, σι­νά­φι, σιν­τρι­βά­νι, σι­ρί­τι, Σλά­βος, στά­βλος, συ­γνώ­μη, συμ­πά­θι­ο, τά­λι­ρο, τρε­λός, Τρί­κα­λα, φιν­τά­νι, φλι­τζά­νι, φτή­νια, χλο­μός, χνό­το, χρε­ο­κο­πί­α. Τὰ ξέ­να προ­ση­γο­ρι­κὰ καὶ κύ­ρι­α ὀ­νό­μα­τα γρά­φον­ται μὲ τὸν ἁ­πλού­στε­ρο τρό­πο: τρέ­νο, Σέξ­πιρ.
75. Νὰ δι­α­βά­σε­τε μέ­χρι τὴ σε­λί­δα 69 (καὶ ὄ­χι: μέ­χρι καὶ τὴ σε­λί­δα 69).
76. Λαν­θα­σμέ­νη γε­νι­κὴ ἢ λαν­θα­σμέ­νος το­νι­σμὸς ὀ­νο­μα­σι­ῶν ὁ­δῶν τῆς Ἀ­θή­νας: λε­ω­φό­ρος Κη­φι­σι­ᾶς (καὶ ὄ­χι: Κη­φι­σί­ας), ὁ­δὸς Μάρ­νη (καὶ ὄ­χι: Μάρ­νης), ὁ­δὸς Τράλ­λε­ων (καὶ ὄ­χι: Τραλ­λέ­ων), ὁ­δὸς Βα­τά­τζη (καὶ ὄ­χι: Βα­τα­τζή), ὁ­δὸς Κο­ροί­βου (καὶ ὄ­χι: Κο­ρο­ϊ­βου), ὁ­δὸς Χερ­σῶ­νος (καὶ ὄ­χι: Χέρ­σω­νος), ὁ­δὸς Χά­ρη­τος (ὁ Χά­ρης, -ἠ­τος) (καὶ ὄ­χι: Χά­ρι­τος), ὁ­δὸς Ἁλ­κυ­ο­νί­δων (καὶ ὄ­χι: Ἁλ­κυ­ο­νι­δῶν), ὁ­δὸς Ἀτ­θί­δων (καὶ ὄ­χι: Ἀτ­θι­δῶν), ὁ­δὸς Ση­μα­χι­δῶν (Ση­μα­χί­δαι: ἀρ­χαῖ­ος ἀτ­τι­κὸς δῆ­μος) (καὶ ὄ­χι: Συμ­μα­χι­δῶν).
77. Τοῦ Σι­κά­γου, τῆς Νι­κα­ρά­γου­ας, τοῦ Μι­λά­νου, τοῦ Με­ξι­κοῦ, τῆς Κα­λι­φόρ­νι­ας, τῆς Ρι­βι­έ­ρας κλπ. (καὶ ὄ­χι: τοῦ Σι­κά­γο, τῆς Νι­κα­ρά­γου­α κλπ.).
78. Ἡ λέ­ξη αὐ­τὴ ἀ­παν­τᾶ συ­χνὰ στὸν Ὅ­μη­ρο (καὶ ὄ­χι: ἀ­παν­τᾶ­ται).
79. Ὀρ­θο­γρα­φί­α με­ρι­κῶν ὁ­μό­η­χων λέ­ξε­ων: τὸ τεῖ­χος, ὁ τοῖ­χος / ἔ­χω κλί­ση στὴ μου­σι­κὴ (<κλί­νω), πῆ­ρα κλή­ση ἀ­πὸ τὸ δι­κα­στή­ρι­ο (<κα­λῶ) / σύγ­κλι­ση ἀ­πό­ψε­ων, σύγ­κλη­ση συ­νε­δρί­ου, σύγ­κλει­ση δον­τιῶν / ἑ­τε­ρό­κλι­το οὐ­σι­α­στι­κό, ἑ­τε­ρό­κλη­το πλῆ­θος / κλεί­νω τὴν πόρ­τα, κλί­νω τὸ ρῆ­μα / ἡ ἐ­ξάρ­τη­ση ἀ­πὸ τὰ ναρ­κω­τι­κὰ (<ἐ­ξαρ­τῶ), ἡ ἐ­ξάρ­τυ­ση τοῦ στρα­τι­ώ­τη (<ἑ­ξαρ­τύ­ω), ἡ ἐ­ξάρ­τι­ση τοῦ πλοί­ου (<ἑ­ξαρ­τί­ζω) / ἡ σο­ρός του θὰ ἐ­κτε­θεῖ σὲ λα­ϊ­κὸ προ­σκύ­νη­μα, ὁ σω­ρὸς ἀ­πὸ ξύ­λα / τί μέλ­λει γε­νέ­σθαι;, δὲ μὲ μέ­λει τί θὰ γί­νει / ὁ στί­χος τοῦ ποι­ή­μα­τος, νὰ πα­ρα­τα­χθεῖ­τε σὲ τρεῖς στοί­χους / φύλ­λο τοῦ δέν­τρου, τὸ ἀρ­σε­νι­κὸ φύ­λο / ψη­λὴ γυ­ναί­κα, ψι­λὴ κυ­ρι­ό­τη­τα | κλω­στὴ | φω­νὴ κλπ. / ἐ­φορ(ε)ί­α Οἰ­κο­νο­μι­κὴ Ἀρ­χαι­ο­τή­των, εὐ­φο­ρί­α τῆς γῆς | πνευ­μα­τι­κὴ | ψυ­χι­κὴ / κόλ­λη­μα χαρ­τιῶν, νο­μι­κὸ κώ­λυ­μα / πο­λι­τι­κὸ κόμ­μα, ἔ­πε­σε σὲ κῶ­μα / ἀ­πευ­θύ­νω ἔκ­κλη­ση, ἔ­κλυ­ση ἠ­θῶν / σύγ­χυ­ση νο­η­μά­των (<συγ­χέ­ω), ψυ­χι­κὴ σύγ­χι­ση (<συγ­χί­ζω) / ἰ­ω­νι­κὴ φι­λο­σο­φί­α (<Ἰ­ω­νί­α), Ἰ­ο­νι­κὴ Τρά­πε­ζα (<Ἰ­ό­νι­ο) / λι­μὸς (=πεί­να), λοι­μὸς (=λοι­μῶ­δες νό­ση­μα, πα­νώ­λης).
80. Βρέ­χει ἐ­πὶ δι­καί­ους καὶ ἀ­δί­κους (καὶ ὄ­χι: ἐ­πὶ δι­καί­ων καὶ ἀ­δί­κων).
81. Ἀ­νέ­κα­θεν (καὶ ὄ­χι: ἀ­πὸ ἀ­νέ­κα­θεν), μα­κρό­θεν (καὶ ὄ­χι: ἐκ τοῦ μα­κρό­θεν).
82. Ἐ­πὶ τού­τῳ (καὶ ὄ­χι: ἐ­πὶ τού­του).
83. Οἱ στύ­λοι τοῦ Ὀ­λυμ­πί­ου Δι­ὸς (καὶ ὄ­χι: οἱ στῆ­λες).
84. Ὀρ­θο­γρα­φί­α ἡ / καὶ ση­μα­σί­α με­ρι­κῶν πα­ρω­νύ­μων: τε­χνι­κός, τε­χνη­τὸς / ἄλ­λο­τε, ἄλ­λω­στε / πη­λή­κι­ο, πη­λί­κο / παίρ­νω δῶ­ρο, περ­νῶ τὸ δρό­μο / βρό­χος (=θη­λιά), βρόγ­χος (τῶν πνευ­μό­νων) / ἐγ­κύ­πτει στὴ με­λέ­τη τῆς φι­λο­σο­φί­ας, ἐν­σκή­πτει κα­κο­και­ρί­α / κυ­κλα­δι­κὸ εἰ­δώ­λι­ο, ἑ­δώ­λι­ο τοῦ κα­τη­γο­ρου­μέ­νου / τὸν κα­τα­τρέ­χουν οἱ ἐ­χθροί του, τὸν κα­τα­τρύ­χουν οἱ ἀρ­ρώ­στιες / κλη­ρο­δο­τῶ τὸ σπί­τι στὸ γιό μου, κλη­ρο­νο­μῶ τὸ σπί­τι ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μου / ἡ αὐ­γὴ ὑ­πο­φώ­σκει, ὁ κίν­δυ­νος τοῦ πο­λέ­μου ὑ­πο­βό­σκει / κυ­κλο­φο­ρι­α­κὴ συμ­φό­ρη­ση σ΄ ὅ­λην τὴν πό­λη, τὸ κυ­κλο­φο­ρι­κὸ σύ­στη­μα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος / τὸ μεῖγ­μα συ­νί­στα­ται ἀ­πὸ τὰ ἑ­ξῆς ὑ­λι­κά, συ­νι­στᾶ­ται ἡ ἀ­νά­παυ­ση τοῦ ἀ­σθε­νοῦς / ψυ­χι­κὴ ὀ­δύ­νη, (ὀ­δί­νες (=πό­νοι τῆς γέν­νας) / οἱ ἐμ­πει­ρί­ες ἀ­πὸ τὶς ἀ­πο­τυ­χί­ες μας μᾶς πα­ρέ­χουν πο­λύ­τι­μη πεί­ρα / οἱ κά­τοι­κοι τῆς ὑ­παί­θρου, βγῆ­κα στὸ ὕ­παι­θρο γιὰ νὰ ξε­μου­δι­ά­σω / ἀ­παι­τεῖ­ται ἡ νο­ση­λεί­α του σὲ κλι­νι­κή, ἡ ἀ­σφα­λι­στι­κή του ἐ­ται­ρί­α θὰ κα­τα­βά­λει τὰ νο­σή­λι­α.
85. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω (καὶ ὄ­χι: ξα­να­ε­πα­να­λαμ­βά­νω).
86. Τὸ νο­μο­σχέ­δι­ο ψη­φί­στη­κε κὰτ΄ ἀρ­χὴν (=στὰ βα­σι­κὰ ση­μεῖ­α). Κὰτ΄ ἀρ­χὰς (=ἀρ­χι­κὰ) νό­μι­ζα πὼς ἦ­ταν σω­στό, ἀλ­λὰ με­τὰ ἄλ­λα­ξα γνώ­μη.
87. Ἁ­ψί­κο­ρος = αὐ­τὸς ποὺ χορ­ταί­νει εὔ­κο­λα (καὶ ὄ­χι: ὀ­ξύ­θυ­μος).
88. Πρέ­πει νὰ συ­νει­σφέ­ρουν ὅ­λοι στὸν ἔ­ρα­νο καὶ δὴ καὶ οἱ πλού­σι­οι (καὶ ὄ­χι: καὶ δὴ οἱ πλού­σι­οι).
89. Στὸ βι­βλί­ο τοῦ πραγ­μα­τεύ­ε­ται τὸ θέ­μα τῶν κοι­νω­νι­κῶν θε­σμῶν (καὶ ὄ­χι: δι­α­πραγ­μα­τεύ­ε­ται). Ἀλ­λά: Ὁ Ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν δι­α­πραγ­μα­τεύ­ε­ται τοὺς ὅ­ρους τῆς εἰ­ρή­νης.
90. Ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς, τοῦ ἐ­πι­κε­φα­λῆς, τὸν ἐ­πι­κε­φα­λῆς, οἱ ἐ­πι­κε­φα­λῆς κλπ.
91. Κα­λύ­τε­ρος ἢ πι­ὸ κα­λὸς (καὶ ὄ­χι: πι­ὸ κα­λύ­τε­ρος).
92. Κα­μί­α ἀλ­λα­γὴ δὲν ἐ­πέ­φε­ρε ὁ νέ­ος κα­νο­νι­σμός, ἤ: οὐ­δε­μί­α ἀλ­λα­γὴ ἐ­πέ­φε­ρε ὁ νέ­ος κα­νο­νι­σμὸς (καὶ ὄ­χι: κα­μί­α ἀλ­λα­γὴ ἐ­πέ­φε­ρε ὁ ..., η: οὐ­δε­μί­α ἀλ­λα­γὴ δὲν ἐ­πέ­φε­ρε ὁ ...).
93. Ὁ εὐ­θύς, τοῦ εὐ­θῦ ἢ εὐ­θέ­ος (καὶ ὄ­χι σέ: -ως) κλπ.
94. Τὰ σύν­θε­τα μὲ προ­θέ­σεις ρή­μα­τα στὸν πρτ. καὶ στὸν ἀ­όρ. ἄλ­λο­τε ἔ­χουν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ συλ­λα­βι­κὴ αὔ­ξη­ση καὶ ἄλ­λο­τε ὄ­χι: ἐ­ξέ­φρα­σα (καὶ ὄ­χι: ἔκ­φρα­σα), ἐ­ξέ­φρα­σαν (καὶ ὄ­χι: ἔκ­φρα­σαν) η: ἐκ­φρά­σα­νε, συ­νέ­θε­σα (καὶ ὄ­χι: σύν­θε­σα), συ­νέ­θε­σαν (καὶ ὄ­χι: σύν­θε­σαν) η: συν­θέ­σα­νε, εἰ­σέ­πρα­ξα (καὶ ὄ­χι: εἴ­σπρα­ξα), εἰ­σέ­πρα­ξαν (καὶ ὄ­χι: εἴ­σπρα­ξαν) η: εἰ­σπρά­ξα­νε κλπ., ἀλ­λὰ μό­νο: δι­α­χώ­ρι­σα, με­τα­βί­βα­ζα, ἐκ­φώ­νη­σα, ἐ­κλι­πά­ρη­σα κλπ.
95. Ἐ­νήρ­γη­σα στὸ πλαί­σι­ο τῶν ἁρ­μο­δι­ο­τή­των μου (καὶ ὄ­χι: στὰ πλαί­σι­α).
96. Στὴ συ­νέ­λευ­ση ζή­τη­σα τὸ λό­γο γιὰ νὰ δι­α­τυ­πώ­σω / ἐκ­φρά­σω / ἐκ­θέ­σω τὴν ἄ­πο­ψή μου (καὶ ὄ­χι: γιὰ νὰ το­πο­θε­τη­θῶ).
97. Τὰ τε­λευ­ταί­α γε­γο­νό­τα φο­βᾶ­μαι πὼς θὰ ἀ­νοί­ξουν τὸν ἀ­σκὸ τοῦ Αἰ­ό­λου (καὶ ὄ­χι: τοὺς ἀ­σκούς).
98. Τὰ ὀ­νό­μα­τα ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων καὶ νο­μῶν πρέ­πει νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται στὸ λό­γι­ο τύ­πο τους σὲ ὀ­νο­μα­σί­ες ἱ­δρυ­μά­των, ὀρ­γα­νι­σμῶν, κτι­ρί­ων κλπ. καὶ σὲ κα­θι­ε­ρω­μέ­νες ὀ­νο­μα­σί­ες ἀ­γρο­τι­κῶν προ­ϊ­όν­των: 1° Πει­ρα­μα­τι­κὸ Λύ­κει­ο Ἀ­θη­νῶν, Δῆ­μος Πει­ραι­ῶς, Πα­νε­πι­στή­μι­ο Πα­τρών, Σταθ­μὸς Λα­ρί­σης, νο­μὸς Πέλ­λης, Δη­μο­τι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη Ἰ­ω­αν­νί­νων, Μη­τρό­πο­λη Πρε­βέ­ζης, Σχο­λὴ Ἐμ­πο­ρι­κοῦ Ναυ­τι­κοῦ Κε­φαλ­λη­νί­ας, πι­πε­ριὲς Φλω­ρί­νης, ἐ­λιὲς Ἀμ­φισ­σης, φι­στί­κια Αἰ­γί­νης κλπ.
99. Λά­θη στὴ στρα­τι­ω­τι­κὴ ὁ­ρο­λο­γί­α: ἡ πε­ρί­πο­λος (καὶ ὄ­χι οὔδ.), ὁ γε­μι­στή­ρας, ὁ τε­λα­μώ­νας, ὁ ἀ­ορ­τή­ρας, ὁ ζω­στή­ρας (καὶ ὄ­χι θήλ.), οἱ λο­χί­ες (καὶ ὄ­χι: οἱ λο­χί­οι), στρα­τι­ώ­της προ­σκε­κολ­λη­μέ­νος σὲ ἄλ­λη μο­νά­δα (καὶ ὄ­χι: προ­σκω­λυ­ό­με­νος).
100. Ὁ προ­βλή­τας τοῦ λι­μα­νιοῦ (καὶ ὄ­χι: ἡ προ­βλή­τα).

Ἡ χρή­ση τοῦ ἀρ­χι­κοῦ κε­φα­λαί­ου γράμ­μα­τος
Σύν­τα­ξη: Ἀ­ρι­στο­τέ­λης Ἀ­να­γνώ­στου δ.φ. κα­θη­γη­τὴς 1ου Ἑ­νι­αί­ου Πει­ρα­μα­τι­κοῦ Λυ­κεί­ου Ἀ­θη­νῶν
Γρά­φον­ται μὲ ἀρ­χι­κὸ κε­φα­λαῖ­ο:
1. οἱ λέ­ξεις ποὺ βρί­σκον­ται με­τὰ ἀ­πὸ τε­λεί­α, ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὸ καὶ θαυ­μα­στι­κό, ἐ­κτὸς ἐ­ὰν με­τὰ ἀ­πὸ τὰ δύ­ο τε­λευ­ταί­α ἡ φρά­ση συ­νε­χί­ζε­ται: «πό­τε θὰ σὲ ξα­να­δοῦ­με;» μὲ ρώ­τη­σε. Ζή­τω! φώ­να­ξαν ὅ­λοι.
2. τὰ κύ­ρι­α ὀ­νό­μα­τα: Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Ἀ­θή­να, Λυ­κα­βητ­τός.
3. τὰ ἐ­θνι­κά: Ἕλ­λη­νας, Ἀ­θη­ναῖ­ος.
4. τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν μη­νῶν, ἡ­με­ρῶν καὶ ἑ­ορ­τῶν: Ἰ­α­νου­ά­ρι­ος, Δευ­τέ­ρα, Πά­σχα, τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, Ἐ­λευ­σί­νι­α. Ἐ­πί­θε­τα ποὺ πα­ρά­γον­ται ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πτώ­σεις 2,3,4 γρά­φον­ται μὲ μι­κρό: ὁ­μη­ρι­κὰ ἔ­πη, ἑλ­λη­νι­κὴ ση­μαί­α, μαρ­τι­ά­τι­κη λια­κά­δα.
5. τὰ σύν­θε­τα το­πω­νύ­μι­α: Νέ­α Σμύρ­νη, Γῆ τοῦ Πυ­ρός, Ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή, Μα­γνη­σί­α ἐ­πὶ Σι­πύ­λω, Ἀ­λε­ξάν­δρει­α ἡ πα­ρὰ τὴν Ἰσ­σόν. Ὅ­ταν ἡ δεύ­τε­ρη λέ­ξη εἶ­ναι γε­ω­γρα­φι­κὸς ὅ­ρος, γρά­φε­ται καὶ αὐ­τὴ μὲ ἀρ­χι­κὸ κε­φα­λαῖ­ο: Με­σό­γει­ος Θά­λασ­σα, Αἰ­γὸς Πο­τα­μοί, Λευ­κὰ Ὅ­ρη. Ἐ­ὰν ὁ γε­ω­γρα­φι­κὸς ὅ­ρος προ­η­γεῖ­ται ἔ­ναρ­θρος καὶ ἡ ἑ­πό­με­νη λέ­ξη εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­το το­πω­νύ­μι­ο, γρά­φε­ται μὲ μι­κρό: ὁ πο­τα­μὸς Ἀ­μα­ζό­νι­ος, ἡ λί­μνη τῆς Γε­νεύ­ης. Ἀλ­λά: τὸ Ἀ­κρω­τή­ρι­ο τῆς Κα­λῆς Ἐλ­πί­δας, τὰ Λου­τρὰ τῆς Ὡ­ραί­ας Ἑ­λέ­νης, ὁ Κόλ­πος τῶν Χοί­ρων.
6. τὰ ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα, ὅ­ταν ση­μαί­νουν κα­θι­ε­ρω­μέ­νες γε­ω­γρα­φι­κὲς πε­ρι­ο­χές: ἡ Ἀ­να­το­λή, ἡ Μέ­ση Ἀ­να­το­λή, ὁ Δυ­τι­κὸς Κό­σμος, ἡ Βό­ρει­α Ἑλ­λά­δα, ἡ Κεν­τρι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Ἀλ­λά: τα­ξί­δε­ψα στὴ νό­τι­α Ἱ­σπα­νί­α.
7. οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες πε­ρι­ό­δων τῆς γε­ω­λο­γί­ας καὶ τῆς ἱ­στο­ρί­ας καὶ ση­μαν­τι­κῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των ἢ μύ­θων: ὁ Και­νο­ζω­ι­κὸς αἰ­ώ­νας, τὸ Πλει­στό­και­νο, ὁ Με­σαί­ω­νας, ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση, ὁ Χρυ­σοὺς Αἰ­ών, ἡ Ἀρ­γο­ναυ­τι­κὴ Ἐκ­στρα­τεί­α, ἡ Ρω­μα­ϊ­κὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ὁ Ψυ­χρὸς Πό­λε­μος, ἡ Ἅ­λω­ση (τῆς Κῶν/πό­λης μό­νο), ἡ Κα­το­χὴ (1941-44 στὴν Ἑλ­λά­δα), ἡ Δεύ­τε­ρη Σταυ­ρο­φο­ρί­α, ἡ Συν­θή­κη τῶν Βερ­σαλ­λι­ῶν.
8. ὅ­σα ἔ­χουν σχέ­ση μὲ τὴ χρι­στια­νι­κὴ θε­ό­τη­τα: Θε­ός, Κύ­ρι­ος, Βα­σι­λεύς, Πα­τήρ, Υἱ­ός, Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, Πα­να­γί­α, Θε­ο­τό­κος, Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος. Οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες θρη­σκει­ῶν, δογ­μά­των, αἱ­ρέ­σε­ων καὶ τῶν ὀ­πα­δῶν τοὺς γρά­φον­ται μὲ ἀρ­χι­κὸ μι­κρό: χρι­στι­α­νι­σμός, χρι­στια­νός.
9. τὰ ἐ­πί­θε­τα ἅ­γι­ος καὶ ὅ­σι­ος, ὅ­ταν συ­νο­δεύ­ουν κύ­ρι­ο ὄ­νο­μα καὶ δη­λώ­νουν μα­ζὶ μ' αὐ­τὸ τό­πο λα­τρεί­ας: ὁ Ἅ­γι­ος Δη­μή­τρι­ος (ὡς να­ός). Ἀλ­λά: ὁ ἅ­γι­ος Δη­μή­τρι­ος (ὡς πρό­σω­πο), ἡ ἁ­γί­α τρά­πε­ζα.
10. οἱ προ­σω­νυ­μί­ες χρι­στια­νῶν ἁ­γί­ων καὶ ἀρ­χαί­ων θε­ο­τή­των: Γε­ώρ­γι­ος ὁ Τρο­παι­ο­φό­ρος, Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, Δω­δω­ναῖ­ος Ζεύς, Ἀ­θη­νᾶ Νί­κη.
11. οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες μα­θη­μά­των, ἐ­πι­στη­μῶν καὶ τε­χνῶν ὡς ἐ­πί­ση­μοι τί­τλοι: τὸ μά­θη­μα τῶν Μα­θη­μα­τι­κῶν, τοῦ Συν­ταγ­μα­τι­κοῦ Δι­καί­ου, τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Ἱ­στο­ρί­ας, ἡ ἐ­πι­στή­μη τῆς Χη­μεί­ας. Ἀλ­λά: σπου­δά­ζω φυ­σι­κή.
12. οἱ ἐ­πω­νυ­μί­ες ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν καὶ καλ­λι­τε­χνι­κῶν σχο­λῶν, ρευ­μά­των, κι­νή­σε­ων κτλ.: ἡ Ἀ­θη­να­ϊ­κὴ Σχο­λή, τὸ Νέ­ο Κύ­μα, τὸ Ἐ­πι­κὸ Θέ­α­τρο. Οἱ μο­νο­λε­κτι­κές, ὅ­μως, γρά­φον­ται μὲ μι­κρό, ἂν δὲν μπο­ρεῖ νὰ δη­λω­θεῖ τί­πο­τε ἄλ­λο (ἰμ­πρε­σι­ο­νι­σμός, μαρ­ξι­σμὸς) καὶ μὲ κε­φα­λαῖ­ο, ἂν ἔ­χουν καὶ ἄλ­λες ση­μα­σί­ες (Συμ­βο­λι­σμός, Ρο­μαν­τι­σμός).
13. οἱ τί­τλοι λο­γο­τε­χνι­κῶν ἢ μὴ βι­βλί­ων καὶ ἔρ­γων τέ­χνης: Ἐ­λε­γεί­α καὶ Σά­τι­ρες, ἡ Και­νὴ Δι­α­θή­κη, ἡ Νί­κη τῆς Σα­μο­θρά­κης, Χο­ρὸς Με­ταμ­φι­ε­σμέ­νων. Οἱ σὲ εἰ­σα­γω­γι­κὰ ἔ­ναρ­θροι τί­τλοι στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ μί­ας φρά­σης δι­α­τη­ροῦν τὸ σὲ ὀ­νο­μα­στι­κὴ μὲ κε­φα­λαῖ­ο ἄρ­θρο τοὺς μέ­σα στὰ εἰ­σα­γω­γι­κά, ἐ­φό­σον ὁ τί­τλος εἶ­ναι ὑ­πο­κεί­με­νο τῆς φρά­σης. Ἐ­άν, ὅ­μως, ἡ πτώ­ση τοῦ ἄρ­θρου ἀλ­λά­ζει, τό­τε αὐ­τὸ τί­θε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ εἰ­σα­γω­γι­κὰ μὲ ἀρ­χι­κὸ μι­κρό: τὸ κα­λύ­τε­ρο ἔρ­γο τοῦ Μυ­ρι­βή­λη εἶ­ναι «Ἡ Ζω­ὴ ἐν Τά­φω». O Μυ­ρι­βή­λης στὴ «Ζω­ὴ ἐν Τά­φω» πε­ρι­γρά­φει ...
14. οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες γνω­στῶν ἀ­θλη­τι­κῶν ἀ­γώ­νων: Ὀ­λυμ­πι­α­κοὶ Ἀ­γῶ­νες, Βαλ­κα­νι­κοὶ Ἀ­γῶ­νες, Ἴ­σθμι­α, Νέ­με­α.
15. οἱ ἐ­πί­ση­μες ὀ­νο­μα­σί­ες τῶν κρα­τῶν: Ἑλ­λη­νι­κὴ Δη­μο­κρα­τί­α, Πριγ­κι­πά­το τοῦ Μο­να­κό.
16. οἱ τί­τλοι ἀ­ξι­ω­μα­τού­χων τῆς Πο­λι­τεί­ας καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­ταν ἐν­νο­εῖ­ται συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο: ὁ Πρό­ε­δρος τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας δέ­χθη­κε σὲ ἀ­κρό­α­ση τὸν πρέ­σβη τῆς Ἰ­ορ­δα­νί­ας. Ὁ Βα­σι­λιὰς θὰ ἀ­πευ­θύ­νει δι­άγ­γελ­μα στὸ λα­ό. Τὴν ὑ­πό­θε­ση ἐ­ξε­τά­ζει ὁ Εἰ­σαγ­γε­λέ­ας Ἐ­φε­τῶν Ἀ­θη­νῶν. Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τρι­άρ­χης συ­ναν­τή­θη­κε χθὲς μὲ τὸν Πά­πα. Γρά­φον­ται, ὅ­μως, μὲ μι­κρό, ὅ­ταν λει­τουρ­γοῦν ὡς ἐ­πι­θε­τι­κοὶ προσ­δι­ο­ρι­σμοὶ σὲ κύ­ρι­α ὀ­νό­μα­τα ἢ ἀ­να­φέ­ρον­ται ἁ­πλῶς μὲ τὴ θε­σμι­κή τους ση­μα­σί­α: ὁ βα­σι­λιὰς Ἀ­λέ­ξαν­δρος. Ὁ ἑ­κά­στο­τε πρω­θυ­πουρ­γὸς τῆς Ἑλ­λά­δος. Προ­ή­χθη σὲ εἰ­σαγ­γε­λέ­α ἐ­φε­τῶν. Ὁ θε­σμὸς τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη. Ὁ πά­πας Λέ­ων Ι΄. Σήμ.: ἡ λέ­ξη Δη­μο­κρα­τί­α γρά­φε­ται πάν­το­τε μὲ ἀρ­χι­κὸ κε­φα­λαῖ­ο, ὅ­ταν ση­μαί­νει τὴ χώ­ρα ποὺ ἔ­χει τέ­τοιας μορ­φῆς πο­λί­τευ­μα: ὁ Πρό­ε­δρος τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας πα­ρα­κο­λού­θη­σε τὴν πα­ρέ­λα­ση. Ὁ πρό­ε­δρος τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες χῶ­ρες ἔ­χει πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες ἐ­ξου­σί­ες.
17. οἱ ἐ­πω­νυ­μί­ες κρα­τι­κῶν ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, ὀρ­γα­νι­σμῶν, ἱ­δρυ­μά­των κτλ. καὶ οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες θε­σμῶν καὶ κτι­ρί­ων δη­μό­σι­ας χρή­σε­ως: Βου­λὴ τῶν Ἑλ­λή­νων, Συμ­βού­λι­ο Ἐ­πι­κρα­τεί­ας, Πο­λε­μι­κὸ Ναυ­τι­κό, Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ, Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δος, ἡ Ἀ­να­το­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ Δι­και­ο­σύ­νη, 1ο Πει­ρα­μα­τι­κὸ Λύ­κει­ο Ἀ­θη­νῶν, Ἰ­ό­νι­ο Πα­νε­πι­στή­μι­ο, Μέ­γα­ρο Μου­σι­κῆς, Κεν­τρι­κὸ Τα­χυ­δρο­μεῖ­ο. Ἀλ­λά: ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ βου­λή. Ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ ἀ­να­λά­βει ὑ­πουρ­γεῖ­ο. Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς πα­νε­πι­στη­μί­ου.
18. οἱ λέ­ξεις Ἥ­λι­ος, Γῆ, Σε­λή­νη, ὅ­ταν ἀ­να­φέ­ρον­ται ὡς ὀ­νό­μα­τα οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των: οἱ κη­λί­δες τοῦ Ἥ­λι­ου, ἡ δι­ά­με­τρος τῆς Γής, οἱ κρα­τῆ­ρες τῆς Σε­λή­νης. Εἰ­δάλ­λως: ὁ ἥ­λι­ος καί­ει σή­με­ρα, καλ­λι­ερ­γῶ τὴ γῆ, ὑ­πὸ τὸ φῶς τῆς σε­λή­νης.
19. οἱ τι­μη­τι­κοὶ τί­τλοι: Ἐ­ξο­χό­τα­τος, Μα­κα­ρι­ό­τα­τος.
20. λέ­ξεις με­τὰ ἀ­πὸ δι­πλὴ τε­λεί­α, ἐ­ὰν τὰ ἑ­πό­με­να ἀρ­χί­ζουν με­τὰ ἀ­πὸ ἐν­νο­ού­με­νη τε­λεί­α ἢ ἔ­χουν αὐ­το­τέ­λει­α. Εἰ­δάλ­λως, τὸ συ­νη­θέ­στε­ρο, ἀρ­χί­ζουν μὲ μι­κρό: οἱ ἀρ­χαῖ­οι ἔ­λε­γαν: «Τὸ σι­γᾶν κρεῖτ­τον ἐ­στιν τοῦ λα­λεῖν». Δά­κρυ­σα καὶ εἶ­πα: Κρί­μα ποὺ δὲν πρό­λα­βα νὰ τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σω. Πολ­λοὶ λό­γοι μὲ πα­ρα­κί­νη­σαν: ἡ εὐ­και­ρί­α, οἱ ἀ­νάγ­κες μου, οἱ συμ­βου­λὲς τοῦ κ.α.
21. λέ­ξεις με­τὰ ἀ­πὸ ἀ­πο­σι­ω­πη­τι­κά, ἐ­φό­σον με­τὰ τὴν ἀ­πο­σι­ώ­πη­ση θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει τε­λεί­α. Εἰ­δάλ­λως, ἀρ­χί­ζουν μὲ μι­κρό: ση­κώ­νο­μαι, ποὺ λέ­τε, καὶ ... Πά­ψε! Τὸν ἀ­πο­πῆ­ρα ἄ­γρι­α. Ἄχ, τί μου θυ­μί­ζεις ... ἀλ­λὰ ἂς μὴ συ­νε­χί­σω.

Ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν ἐκ­φρά­σε­ων τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λη­νι­κῆς στὴ Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κὴ Γλώσ­σα
Δη­μή­τρης Ρεν­τζέ­λος, κα­θη­γη­τὴς 1ου Ἑ­νι­αί­ου Πει­ρα­μα­τι­κοῦ Λυ­κεί­ου Ἀ­θη­νῶν
Στὸν κα­θη­με­ρι­νὸ λό­γο, προ­φο­ρι­κὸ καὶ γρα­πτό, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με συ­χνὰ ἐκ­φρά­σεις προ­ερ­χό­με­νες ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ τὴν κοι­νὴ Ἑλ­λη­νι­στι­κή, τὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.
Κα­θὼς εἶ­ναι δι­ά­σπαρ­τες, σπα­ράγ­μα­τα, δί­νουν στὸ λό­γο σφρί­γος καὶ ζων­τά­νια, ἐ­νῶ ἡ ἄ­γνοι­ά τους δη­μι­ουρ­γεῖ με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀ­μη­χα­νί­α.
Μὲ αὐ­τὲς ἐρ­χό­μα­στε σ΄ ἐ­πα­φὴ μὲ πα­λαι­ό­τε­ρες μορ­φὲς τῆς γλώσ­σας μας, σὲ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α μὲ φυ­σι­κὸ καὶ ἀ­βί­α­στο τρό­πο ἔ­τσι ὥ­στε ἡ γνώ­ση τῆς ση­μα­σί­ας, τῆς χρή­σης καὶ προ­έ­λευ­σής τους νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να κα­λὸ πνευ­μα­τι­κὸ καὶ γλωσ­σι­κὸ ἐ­φό­δι­ο γιὰ τὸ μα­θη­τή.
- Αἰ­δὼς Ἀρ­γεῖ­οι: Ντρο­πή σας, δὲν ντρέ­πε­στε κα­θό­λου;
Ὅ­λα ὅ­σα εἴ­πα­τε στὴν ἀ­γό­ρευ­σή σας ἦ­ταν ψέ­μα­τα. Για­τί τό­ση ὑ­πο­κρι­σί­α;
Αἰ­δὼς Ἀρ­γεῖ­οι.
Φρά­ση ποὺ φώ­να­ξε ὁ Στέν­το­ρας στὴν προ­σπά­θει­ά του νὰ πα­ρα­κι­νή­σει τοὺς Ἀρ­γεί­ους νὰ δεί­ξουν θάρ­ρος στὸν ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῶν Τρώ­ων, με­τὰ τὴν ἀ­πο­χώ­ρη­ση τοῦ Ἀ­χιλ­λέ­α ἀ­πὸ τὴ μά­χη.
Ἰ­λι­ά­δα, Ε,787
- Ἀν­τί­πα­λον δέ­ος: Ἀν­τί­πα­λος, ἀν­τί­πα­λη πα­ρά­τα­ξη. Ἰ­σορ­ρο­πί­α προ­ερ­χό­με­νη ἀ­πὸ τὸ φό­βο τῶν δύ­ο ἀν­τι­πά­λων.
Τώ­ρα ποὺ κα­τέρ­ρευ­σε ἡ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση καὶ χά­θη­κε τὸ ἀν­τί­πα­λο δέ­ος ἡ Ἀ­με­ρι­κὴ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ἀ­λα­ζο­νι­κά.
Ἡ φρά­ση χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὸ Θου­κυ­δί­δη, Γ,11
- Ἀ­πὸ μη­χα­νῆς θε­ός: Ἀ­προσ­δό­κη­τη βο­ή­θει­α ἀ­πὸ ἄν­θρω­πο ἢ κά­ποιο γε­γο­νὸς ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­προσ­δό­κη­τα καὶ βγά­ζει ἀ­πὸ τὴ δύ­σκο­λη θέ­ση δί­νει λύ­ση στὸ πρό­βλη­μα.
Βρι­σκό­ταν σὲ ἀ­πελ­πι­στι­κὴ οἰ­κο­νο­μι­κὴ κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ τὸ λα­χεῖ­ο ποὺ κέρ­δι­σε ἦρ­θε σὰν ἀ­πὸ μη­χα­νῆς θε­ὸς καὶ τὸν ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴ δύ­σκο­λη θέ­ση.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ θε­α­τρι­κὸ τέ­χνα­σμα στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο οἱ τρα­γι­κοὶ ποι­η­τὲς ἐμ­φά­νι­ζαν στὴ σκη­νὴ πά­νω σ΄ ἕ­να εἶ­δος γε­ρα­νοῦ ἕ­να θε­ὸ ποὺ ἔ­δι­νε λύ­ση στὴν ἀ­δι­έ­ξο­δη πλο­κὴ τοῦ ἔρ­γου.
- Ἀρ­χὴ ἄν­δρα δεί­κνυ­σι: Ἡ ἐ­ξου­σί­α ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὶς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που δεί­χνει τὶς ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ τὸ χα­ρα­κτή­ρα του.
Τώ­ρα ποὺ εἶ­ναι στὴν ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση κα­τη­γο­ρεῖ τὸ δή­μαρ­χο γιὰ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα. Νὰ δοῦ­με τί θὰ κά­νει ὅ­ταν ἐ­κλε­γεῖ αὐ­τός, ἀρ­χὴ ἄν­δρα δεί­κνυ­σι.
Ἡ φρά­ση ἀ­πο­δί­δε­ται στὸ Βί­αν­τα, ἀρ­χαῖ­ο Ἕλ­λη­να σο­φό, πα­ρό­μοι­α ἄ­πο­ψη ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν Ἀν­τι­γό­νη τοῦ Σο­φο­κλῆ. 
Σο­φο­κλῆ Ἀν­τι­γό­νη, 62
- Ἀ­σκοὶ τοῦ Αἰ­ό­λου: Λέ­γε­τε, ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζον­ται πολ­λὰ κα­κά, σύμ­φο­ρες.
Ἂν ἡ γει­το­νι­κὴ χώ­ρα ἐ­ξα­πο­λύ­σει ἐ­πί­θε­ση ἐ­ναν­τί­ον μᾶς θὰ γί­νει με­γά­λο κα­κό, θὰ ἀ­νοί­ξουν οἱ ἀ­σκοὶ τοῦ Αἰ­ό­λου. 
Ἡ φρά­ση εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴν Ὀ­δύσ­σει­α. Οἱ σύν­τρο­φοι τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α ἀ­πὸ πε­ρι­έρ­γει­α ἄ­νοι­ξαν ἕ­να ἀ­σκὶ δο­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸν Αἴ­ο­λο στὸν Ὀ­δυσ­σέ­α καὶ ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­καν οἱ ἄ­νε­μοι καὶ κα­θὼς ἦ­ταν ἀ­πο­μά­κρυ­ναν τὸ κα­ρά­βι τους ἀ­πὸ τὴν πα­τρί­δα καὶ τοῦ ἔ­φε­ρε στὸν νη­σὶ τῶν Λαι­στρυ­γό­νων. 
Ὀ­δύσ­σει­α, κ, 1-56
- Ἄ­χθος ἀ­ρού­ρης:Βά­ρος τῆς γὴς ἄ­χρη­στος ἄν­θρω­πος ποὺ δὲν προ­σφέ­ρει τί­πο­τε.
Συ­νέ­χει­α ζη­τᾶ δα­νει­κὰ γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα κα­τάν­τη­σε ἄ­χθος ἀ­ρού­ρης.
Ὁ Ἀ­χιλ­λέ­ας στὸ δι­ά­λο­γο μὲ τὴ μη­τέ­ρα τοῦ ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι αἰ­σθά­νε­ται ἄ­χθος ἀ­ρού­ρης (βά­ρος τῆς γὴς) με­τὰ ἀ­πὸ με­γά­λο δι­ά­στη­μα ἀ­πρα­ξί­ας καὶ ἀ­πο­χῆς ἀ­πὸ τὴ μά­χη.
Ἰ­λι­ά­δα,Σ,104
- Ἀ­χίλ­λει­ος πτέρ­να:Τὸ ἀ­δύ­να­το ση­μεῖ­ο
Εἶ­ναι σο­βα­ρὸς καὶ με­τρη­μέ­νος ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ στὸ πο­δό­σφαι­ρο πα­θι­ά­ζε­ται καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ἀ­πρε­πῶς ἡ ἀ­γά­πη του γιὰ τὴν ὁ­μά­δα ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ τὴν ἀ­χίλ­λει­ο πτέρ­να του.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ μύ­θο τοῦ Ἀ­χιλ­λέ­α, κα­τὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Θέ­τις, ὅ­ταν τὸν βά­φτι­σε στὸ ἀ­θά­να­το νε­ρό, τὸν κρά­τη­σε ἀ­πὸ τὴ φτέρ­να μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο νὰ μὴ βρα­χεῖ καὶ νὰ μεί­νει τὸ μό­νο ἀ­προ­στά­τευ­το. Μό­νο στὴ φτέρ­να μπο­ροῦ­σε νὰ πλη­γω­θεῖ.
- Βί­ος ἀ­βί­ω­τος:Ζω­ὴ ἀ­νυ­πό­φο­ρη.
Τὸν ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι θὰ τοῦ κά­νει τὸ βί­ο ἀ­βί­ω­το.
Ἡ φρά­ση ἀ­πο­δί­δε­ται στὸ Χί­λω­να, ἕ­να ἀ­πὸ τοὺς ἑ­φτὰ σο­φούς της ἀρ­χαι­ό­τη­τας.
- Γαί­α πυ­ρὶ μει­χθή­τω: Ἂς κα­τα­στρα­φοῦν ὅ­λα, ἂς γί­νουν ὅ­λα τὰ πά­νω κά­τω.
Ἐ­μεῖς νὰ πε­τύ­χου­με τὸ στό­χο μας καὶ γαί­α πυ­ρὶ μει­χθή­τω.
Ἡ φρά­ση ἀ­πο­δί­δε­ται σὲ ἀρ­χαῖ­ο Ἕλ­λη­να ποι­η­τή.
- Γε­ρα­νοὶ τοῦ Ἰ­βύ­κου: ἀ­προσ­δό­κη­τη ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ ἐ­νό­χου. 
Ὁ δρά­στης τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος πα­ρέ­μει­νε γιὰ ἀρ­κε­τὸ δι­ά­στη­μα ἄ­γνω­στος, ἕ­ως ὅ­του ἦρ­θαν οἱ γε­ρα­νοὶ τοῦ Ἰ­βύ­κου, ἡ κα­τά­θε­ση τοῦ τε­λευ­ταί­ου μάρ­τυ­ρα ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὸν ἔ­νο­χο.
Γύ­ρω στὰ 550 π. Χ. λη­στὲς ἐ­πι­τέ­θη­καν καὶ τραυ­μά­τι­σαν θα­νά­σι­μα τὸν ποι­η­τὴ Ἴ­βυ­κο. Τὴ στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ πά­νω του ἕ­να κο­πά­δι γε­ρα­νοὶ (που­λιὰ) καὶ τοὺς πα­ρα­κά­λε­σε νὰ ἐκ­δι­κη­θοῦν τὸ θά­να­τό του. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα σ΄ ἕ­να ἀ­νοι­κτὸ θέ­α­τρο τῆς Κο­ρίν­θου κα­τὰ τὴν πα­ρά­στα­ση ἐμ­φα­νί­στη­καν οἱ γε­ρα­νοὶ καὶ ἕ­νας θε­α­τὴς ἀ­κού­στη­κε νὰ λέ­ει πα­νι­κό­βλη­τος:
Οἱ γε­ρα­νοὶ τοῦ Ἰ­βύ­κου: Οἱ ἐκ­δι­κη­τὲς .Ἔ­τσι οἱ θε­α­τὲς κα­τά­λα­βαν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ ἔ­νο­χος.
- Γῆ καὶ ὕ­δωρ: Σύμ­βο­λα ὑ­πο­τα­γῆς, πλή­ρης ὑ­πο­χώ­ρη­ση.
Οἱ ἀν­τί­πα­λοί μας ἀν­τι­στά­θη­καν γιὰ λί­γο, στὸ τέ­λος ὅ­μως πα­ρα­δό­θη­καν καὶ μᾶς ἔ­δω­σαν γῆν καὶ ὕ­δωρ.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Ἡ­ρό­δο­το, κα­τὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο οἱ Πέρ­σες ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι ζή­τη­σαν ἀ­πὸ τοὺς Σπαρ­τι­ά­τες γῆν καὶ ὕ­δωρ ὡς σύμ­βο­λο ὑ­πο­τα­γῆς σ΄ αὐ­τούς.
Ἡ­ρο­δό­του Ἱ­στο­ρί­α, V, 17-18
- Γόρ­δι­ος δε­σμός: Δύ­σκο­λο πρό­βλη­μα, ἄ­λυ­το πρό­βλη­μα.
Ἡ ὑ­πό­θε­ση ἦ­ταν τό­σο μπερ­δε­μέ­νη ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε γόρ­δι­ο δε­σμὸ γιὰ τοὺς δι­κα­στές.
Ἡ φρά­ση λέ­γε­ται γιὰ δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση σὰν καὶ αὐ­τὴ ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ὁ Μέ­γας Ἀ­λέ­ξαν­δρος, ὅ­ταν προ­σπά­θη­σε νὰ λύ­σει ἕ­να μπερ­δε­μέ­νο κόμ­πο, τὸ «γόρ­δι­ο δε­σμό», ποὺ σύμ­φω­να μὲ τὸν χρη­σμὸ ὅ­ποιος τὸν ἔ­λυ­νε θὰ γι­νό­ταν κυ­ρί­αρ­χός της Ἀ­σί­ας. 
Ἀρ­ρι­α­νού, 11,3
- Δα­μό­κλει­ος σπά­θη: Ἀ­πει­λη­τι­κὸ πράγ­μα, ἀ­πει­λῆ. 
Τὸ ἔν­ταλ­μα ποὺ ἐκ­δό­θη­κε κρε­μό­ταν ὡς δα­μό­κλει­ος σπά­θη πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι του.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ἐ­πει­σό­δι­ο τοῦ Δα­μο­κλῆ, ἑ­νὸς αὐ­λι­κοῦ κό­λα­κά του τυ­ράν­νου τῶν Συ­ρα­κου­σῶν Δι­ο­νυ­σί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος θέ­λον­τας νὰ δεί­ξει στὸ Δα­μο­κλὴ πό­σο ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἦ­ταν τὸ ἀ­ξί­ω­μα τοῦ τυ­ράν­νου τὸν ἔ­βα­λε νὰ κα­θί­σει στὸ θρό­νο του, ἐ­νῶ ἀ­πὸ πά­νω του κρε­μό­ταν ἀ­πὸ μί­α ἀ­λο­γό­τρι­χα ἕ­να με­γά­λο σπα­θί.
- Δι­έ­βην τὸν Ρου­βί­κω­να: πῆ­ρα μί­α πα­ρά­τολ­μη ἀ­πό­φα­ση.
Ὁ στρα­τη­γὸς βρι­σκό­ταν σὲ δί­λημ­μα τί νὰ κά­νει, στὸ τέ­λος ὅ­μως δι­έ­βη τὸν Ρου­βί­κω­να καὶ ἐ­ξα­πό­λυ­σε σφο­δρὴ ἐ­πί­θε­ση ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­χθρῶν. 
Ἡ φρά­ση ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Ἰ­ού­λι­ο Καί­σα­ρα ποὺ τὸ 49 π.Χ. πῆ­ρε τὴν πα­ρά­τολ­μη, ἀ­πό­φα­ση νὰ κη­ρύ­ξει τὸν ἐμ­φύ­λι­ο πό­λε­μο στὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ γὶ΄ αὐ­τὸ πέ­ρα­σε μὲ τὸ στρα­τὸ τοῦ τὸν πο­τα­μὸ Ρου­βί­κω­να, κα­τευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τὴν Ρώ­μη.
Ἡ­ρο­δό­του Ἱ­στο­ρί­α,V,17-18
- Δού­ρει­ος Ἵπ­πος: Προ­σφο­ρὰ ἐ­πι­κίν­δυ­νη. Ὅ,­τι φαί­νε­ται σὰν δῶ­ρο, ἐ­νῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο, δό­λι­ος καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νος.
Ἡ πρό­τα­ση γιὰ συμ­φω­νί­α ποὺ δι­α­τυ­πώ­νουν οἱ ἀν­τί­πα­λοι γιὰ νὰ δεί­ξουν τὶς κα­λές τους προ­θέ­σεις ἀ­πο­τε­λεῖ δού­ρει­ο ἵπ­πο, για­τί ἔ­τσι θέ­λουν νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σουν μό­νο τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους.
Ἡ φρά­ση εἶ­ναι παρ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν Ὅ­μη­ρο. Οἱ Ἕλ­λη­νες χά­ρι­σαν στοὺς Τρῶ­ες ἕ­να ξύ­λι­νο ἄ­λο­γο ὡς ἀ­φι­έ­ρω­μα στοὺς Θε­ούς, ἐ­νῶ μέ­σα βρι­σκό­ταν ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας μὲ τοὺς συν­τρό­φους τους καὶ πρῶ­τοι ἄρ­χι­σαν τὴν κα­τα­στρο­φὴ τῆς Τροί­ας.
Ὀ­δύσ­σει­α, λ,529
- Δρα­κόν­τει­α μέ­τρα: αὐ­στη­ρὰ μέ­τρα, σκλη­ρὰ μέ­τρα.
Ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α πῆ­ρε δρα­κόν­τει­α μέ­τρα γιὰ νὰ ἀ­πο­τρέ­ψει βί­αι­α ἐ­πει­σό­δι­α στὸ κέν­τρο τῆς πό­λης.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Δρά­κον­τα, ἀρ­χαῖ­ο νο­μο­θέ­τη τῆς Ἀ­θή­νας ποὺ ἦ­ταν γνω­στὸς γιὰ τοὺς αὐ­στη­ροὺς καὶ σκλη­ροὺς νό­μους ποὺ ἐ­πέ­βα­λε τὸν 7ο αἰ­ώ­να π.Χ.
- Ἐξ ἁ­πα­λῶν ὀ­νύ­χων: ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δί, ἀ­πὸ νη­πι­α­κὴ ἡ­λι­κί­α.
Εἴ­μα­στε πο­λὺ φί­λοι καὶ γνω­ρι­ζό­μα­στε ἐξ ἁ­πα­λῶν ὀ­νύ­χων.
Ἡ φρά­ση χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ νὰ δη­λώ­σει τὴ νη­πι­α­κὴ ἡ­λι­κί­α κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­θρω­πος μα­λα­κὰ νύ­χια.
- Ἔ­ξε­στιν Κλα­ζο­με­νί­οις ἀ­σχη­μο­νεῖν: Ἐ­πι­τρέ­πε­ται στοὺς Κλα­ζο­με­νί­ους νὰ φέ­ρον­ται μὲ ἀ­πρέ­πει­α.
Ἡ φρά­ση χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὑ­πο­τι­μη­τι­κὰ γιὰ ὅ­σους συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται μὲ ἀ­πρέ­πει­α καὶ δη­λώ­νει ὅ­τι ἡ ἀ­πρέ­πει­α εἶ­ναι δι­κό τους γνώ­ρι­σμα.
Τὴν φρά­ση εἶ­παν οἱ Ἔ­φο­ροι τῆς Σπάρ­της γιὰ τοὺς Κλα­ζο­μέ­νι­ους, κα­τοί­κους τῶν Κλα­ζο­με­νῶν, πό­λης τῆς ἀρ­χαί­ας Ἰ­ω­νί­ας, ὅ­ταν οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποί τους λέ­ρω­σαν τοὺς θρό­νους τους στὴ γε­ρου­σί­α.
Αἰ­λι­α­νοὺ Ποι­κί­λαι Ἱ­στο­ρί­αι,2,15
- Ἔ­πε­α πτε­ρό­εν­τα: Λό­γι­α του ἀ­έ­ρα.
Θέ­λω ἀ­πο­δεί­ξεις γὶ΄ αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα, για­τί ὅ­σα λὲς εἶ­ναι «ἔ­πε­α πτε­ρό­εν­τα» καὶ δὲν μὲ πεί­θεις.
Ποι­η­τι­κὴ Ὁ­μη­ρι­κὴ ἔκ­φρα­ση βα­σι­σμέ­νη στὴν ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι τὰ λό­γι­α, ὅ­ταν βγαί­νουν ἀ­πὸ τὸ στό­μα μας τὰ παίρ­νει ὁ ἀ­έ­ρας καὶ πε­τοῦν.
Ἰ­λι­ά­δα,Ά,201
- Ἐ­πὶ ξυ­ροῦ ἀκ­μῆς: στὴν κό­ψη τοῦ ξυ­ρα­φιοῦ, σὲ πο­λὺ κρί­σι­μη κα­τά­στα­ση, σὲ κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο.
Ἡ κα­τά­στα­ση εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λη, εἶ­ναι ἐ­πὶ ξυ­ροῦ ἀκ­μῆς καὶ πρέ­πει νὰ πά­ρου­με ὀρ­θὲς καὶ τα­χύ­τα­τες ἀ­πο­φά­σεις.
Ὁ­μη­ρι­κὴ φρά­ση, εἰ­πώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Νέ­στο­ρα στὸ Δι­ο­μή­δη στὴν προ­σπά­θει­ά του νὰ τὸν ξε­ση­κώ­σει γιὰ πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τῶν Τρώ­ων.
Ἰ­λι­ά­δα,Κ,173
- Ἑ­κα­τόμ­βη: Τε­ρά­στι­α θυ­σί­α πολ­λὰ θύ­μα­τα.
Στὴ δι­άρ­κει­α τοῦ β΄ παγ­κο­σμί­ου πο­λέ­μου ὑ­πῆρ­ξαν Ἑ­κα­τόμ­βες, πράγ­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ ξε­χά­σει ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα.
Ἑ­κα­τόμ­βη στὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα ὀ­νό­μα­ζαν τὴν θυ­σί­α, προ­σφο­ρὰ πρὸς τοὺς θε­οὺς ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ βό­δια. 
Ὑ­πάρ­χει πολ­λὲς φο­ρὲς στὸν Ὅ­μη­ρο. Ἰ­λι­ά­δα, Ά,65
- Ἒς αὔ­ρι­ον τὰ σπου­δαί­α: Αὔ­ρι­ο θὰ ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μὲ τὰ σο­βα­ρά.
Ἔ­λα τώ­ρα ἂς δι­α­σκε­δά­σου­με σή­με­ρα, ἔ­χου­με και­ρὸ γὶ΄ αὐ­τά. Ἒς αὔ­ρι­ο τὰ σπου­δαί­α. 
Τὴ φρά­ση εἶ­πε ὁ Θη­βαῖ­ος Ἀρ­χί­ας, ὅ­ταν πῆ­ρε τὸ γράμ­μα ποὺ τὸν προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε ὅ­τι κιν­δυ­νεύ­ει ἀ­πὸ τὸν Πε­λο­πί­δα.
Πλου­τάρ­χου Πε­λοπ.,10
- Ἡ τᾶν ἢ ἐ­πὶ τάς: Ἡ νὰ τὴν φέ­ρεις νι­κη­τὴς ἢ νὰ σὲ φέ­ρουν πά­νω της νε­κρό, ἢ θὰ κα­τα­φέ­ρου­με ἢ θὰ ἀ­πο­τύ­χου­με, ὅ,­τι θέ­λει ἂς γί­νει. 
Ὁ ἀ­γώ­νας εἶ­ναι δύ­σκο­λος ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με μέ­χρι τέ­λους, ἢ τᾶν ἢ ἐ­πὶ τάς. 
Τὴ φρά­ση ἔ­λε­γαν οἱ Σπαρ­τι­ά­τισ­σες μη­τέ­ρες στὰ παι­διά τους, ὅ­ταν τοὺς ἔ­δι­ναν τὴν ἀ­σπί­δα γιὰ τὸν πό­λε­μο.
Πλου­τάρ­χου Λα­κε­δαιμ. Ἀ­πο­φθ.16
- Ἤ­ξεις ἀ­φή­ξεις: Λέ­γε­ται στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ κά­ποιος δὲν ἔ­χει στα­θε­ρὴ ἄ­πο­ψη, ἀλ­λὰ ἀλ­λά­ζει συ­νε­χῶς γνώ­μη.
Πρέ­πει νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι καὶ ἐ­σὺ ἔ­χεις εὐ­θύ­νη γιὰ τὴν κα­κὴ κα­τά­στα­ση ποὺ βρί­σκε­σαι, για­τί δὲν πῆ­ρες μί­α στα­θε­ρὴ ἀ­πό­φα­ση, συ­νέ­χει­α ἤ­σουν «ἤ­ξεις ἀ­φή­ξεις». 
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ χρη­σμὸ τοῦ μαν­τεί­ου τῶν Δελ­φῶν « ἤ­ξεις ἀ­φή­ξεις οὐ θνή­ξεις ἐν πο­λέ­μω». Ἡ θέ­ση τοῦ κόμ­μα­τος πρὶν ἢ με­τὰ τὸ ἀρ­νη­τι­κὸ μό­ρι­ο οὔ, κα­θο­ρί­ζει καὶ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ χρη­σμοῦ.
- Κέρ­βε­ρος Σκλη­ρός, ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος.
Πα­ρὰ τὰ πα­ρα­κά­λια μί­ας ὁ φύ­λα­κας δὲν μᾶς ἄ­φη­σε νὰ πε­ρά­σου­με. Ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὸς Κέρ­βε­ρος.
Ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ τέ­ρα­τος ποὺ φύ­λα­γε τὸν Ἅ­δη καὶ δὲν ἄ­φη­νε κα­νέ­να νὰ μπεῖ μέ­σα.
- Ἡ κε­φα­λὴ τῆς Μέ­δου­σας: Λέ­γε­ται γιὰ ὅ,­τι εἶ­ναι ἀ­πο­κρου­στι­κό, γιὰ ὅ,­τι δὲν ἀν­τέ­χει νὰ τὸ βλέ­πει κα­νείς.
Τὸ θέ­α­μα ἦ­ταν ἀ­πο­κρου­στι­κὸ καὶ ἀ­νυ­πό­φο­ρο, ὅ­πως ἡ κε­φα­λὴ τῆς Μέ­δου­σας.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ μύ­θο τῆς Μέ­δου­σας ποὺ ἀ­πο­λί­θω­νε ὅ­ποιον τὴν κοι­τοῦ­σε
Ἡ­σί­ο­δου Θε­ο­γο­νί­α, 1270
- Κέ­ρας Ἀ­μαλ­θεί­ας Πλοῦ­τος, ἀ­φθο­νί­α 
Πα­ρό­λο ποὺ ἦ­ταν τὰ χρό­νι­α δύ­σκο­λα αὐ­τὸς μὲ τὴν κλη­ρο­νο­μι­ὰ ποὺ πῆ­ρε εἶ­χε τὸ κέ­ρας τῆς Ἀ­μαλ­θεί­ας.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ὅ­που ἡ Ἀ­μαλ­θεί­ας ἔ­τρε­φε τὸ μι­κρὸ δι­ὰ μὲ κέ­ρα­το κα­τσί­κας γε­μά­το γά­λα καὶ μέ­λι.
- Καυ­δι­α­νὰ δί­κρα­να Λέ­γε­ται στὴ φρά­ση περ­νῶ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ καυ­δι­α­νὰ δί­κρα­να ἀ­ναγ­κά­ζο­μαι νὰ ὑ­πο­στῶ τα­πει­νώ­σεις.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν τα­πει­νω­τι­κὴ ἥτ­τα τοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ στρα­τοῦ στὸ Καύ­δι­ο, στὴν Ἀπ­πί­α ὁ­δό, ὅ­που ὁ ρω­μα­ϊ­κὸς στρα­τὸς ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νὰ πε­ρά­σει κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να ζυ­γὸ σὲ σχῆ­μα «Π» κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἀ­πὸ δό­ρα­τα (καυ­δι­α­νὰ δί­κρα­να).
- Καὶ σὺ τέ­κνον Βροῦ­τε; Λέ­γε­ται γιὰ κά­ποιο ἄν­θρω­πο, ποὺ ξαφ­νι­κὰ στρέ­φε­ται ἐ­ναν­τί­ον μας.
Τὴ φρά­ση εἶ­πε ὁ Καί­σα­ρας, ὅ­ταν ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸ βροῦ­το ἀ­νά­με­σα στοὺς δο­λο­φό­νους του.
- Κό­προς τοῦ Αὐ­γεί­ου: Μα­ζε­μέ­νες ἀ­τα­σθα­λί­ες κα­τα­στά­σεις ποὺ δύ­σκο­λα δι­ορ­θώ­νον­ται.
Ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἔ­λεγ­χος ἀ­πὸ τὸν ἐ­πό­πτη ἀ­πο­κα­λύ­φθη­καν πολ­λὰ σκάν­δα­λα καὶ ὁ ὑ­πουρ­γὸς ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ νὰ κα­θα­ρι­στεῖ ἀ­μέ­σως ἡ κό­προς τοῦ Αὐ­γεί­ου.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἕ­να ἄ­θλο τοῦ Ἡ­ρα­κλῆ, ὅ­ταν κα­θά­ρι­σε τὴν κο­πρι­ὰ ἀ­πὸ τοὺς στά­βλους τοῦ Αὐ­γεί­ου.
- Ἰ­δοὺ ἡ Ρό­δος ἰ­δοὺ καὶ τὸ πή­δη­μα Λέ­γε­ται γιὰ ὅ­σους ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ον­ται καὶ καυ­χῶν­ται γιὰ ἀ­νε­πι­βε­βαί­ω­τα κα­τορ­θώ­μα­τά τους καὶ κα­λοῦν­ται νὰ ἀ­πο­δεί­ξουν ὅ­τι λέ­νε τὴν ἀ­λή­θει­α.
Ἀ­φοῦ εἶ­σαι τό­σο δυ­να­τὸς ἀ­πό­δει­ξε τό, μὴ λὲς μό­νο λό­γι­α ἰ­δοὺ ἡ Ρό­δος ἰ­δοὺ καὶ τὸ πή­δη­μα.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ αἰ­σώ­πει­ο μύ­θο «Ἀ­νὴρ Κομ­πα­στὴς» σύμ­φω­να μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο κά­ποιος ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι κά­πο­τε στὴ Ρό­δο ἔ­κα­νε ἕ­να πο­λὺ με­γά­λο ἅλ­μα καὶ τοῦ ζή­τη­σαν νὰ τὸ ἐ­πα­να­λά­βει λέ­γον­τά του τὴν πα­ρα­πά­νω φρά­ση. 
Αἰ­σώ­που Μύ­θοι, «Ἀ­νὴρ Κομ­πα­στὴς»
- Μη­δέ­να πρὸ τοῦ τέ­λους μα­κά­ρι­ζε: Μὴν κα­λο­τυ­χί­ζει κα­νέ­να, πρὶν νὰ δεῖς τὸ τέ­λος του.
Μὲ αὐ­τὴ τὴ φρά­ση σχο­λί­α­σε ὁ Σό­λω­νας τοὺς θη­σαυ­ροὺς τοῦ Κροί­σου, ὅ­ταν ὁ τε­λευ­ταῖ­ος τους ἔ­δει­ξε μὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια.
Ἡ­ρο­δό­του Ι. 32. 7
- Κύ­κνει­ο ἄ­σμα Ἡ τε­λευ­ταί­α πρά­ξη τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ἔρ­γο ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­νέρ­γει­α κά­ποιου.
Μὲ αὐ­τὴ τὴ δι­δα­σκα­λί­α, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κύ­κνει­ο ἄ­σμα του, ὁ δά­σκα­λος ἀ­πο­σύ­ρε­ται καὶ συν­τα­ξι­ο­δο­τεῖ­ται. Προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τρα­γού­δι τοῦ κύ­κνου πρὶν τὸ θά­να­τό του. 
Πλά­τω­νος, Φαί­δων 84,Ε
- Ἱ­στὸς τῆς Πη­νε­λό­πης Λέ­γε­ται γιὰ ἔρ­γο ποὺ δὲν τε­λει­ώ­νει.
Χρό­νι­α προ­σπα­θοῦν νὰ τε­λει­ώ­σουν τὰ ἔρ­γα γιὰ τὴν κα­τα­σκευ­ὴ τοῦ λι­μα­νιοῦ καὶ δὲν τὸ κα­τόρ­θω­σαν ἀ­κό­μη ἔ­χουν κα­ταν­τή­σει σὰν τὸν ἱ­στὸ τῆς Πη­νε­λό­πης.
Ἡ φρά­ση εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸν Ὅ­μη­ρο ὅ­που στὴν Ὀ­δύσ­σει­α ἀ­να­φέ­ρε­ται πὼς ἡ Πη­νε­λό­πη ὕ­φαι­νε ἕ­να ὕ­φα­σμα τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὸ ξή­λω­νε τὴ νύ­χτα θέ­λον­τας νὰ ξε­γε­λά­σει τοὺς μνη­στῆ­ρες θέ­λον­τας νὰ ξε­γε­λά­σει τοὺς μνη­στῆ­ρες μέ­χρι νὰ γυ­ρί­σει ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας ἀ­πὸ τὴν Τροί­α.
Ὀ­δύσ­σει­α, τ,149
- Κου­τὶ τῆς Παν­δώ­ρας: Συν­δυ­α­σμέ­νοι ἐ­πι­δρο­μὴ συμ­φο­ρῶν ἡ ἐμ­φά­νι­ση πολ­λῶν κα­κῶν ταυ­τό­χρο­να.
Ἐ­κεί­νη τὴ χρο­νιὰ πολ­λὲς συμ­φο­ρὲς χτύ­πη­σαν τὴν πό­λη, λὲς καὶ ἄ­νοι­ξε τὸ κου­τὶ τῆς Παν­δώ­ρας.
Ἡ φρά­ση προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ μυ­θο­λο­γί­α, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ Δί­ας γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους ἔ­δω­σε στὴν Παν­δῶ­ρα σὰν δῶ­ρο ἕ­να κι­βώ­τι­ο γε­μά­το ἂπ΄ὅ­λες τὶς συμ­φο­ρὲς ἔ­τσι μό­λις τὸ ἄ­νοι­ξε βγῆ­καν ἔ­ξω τὰ κα­κά, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐλ­πί­δα.
- Ὁ κύ­βος ἐρ­ρί­φθη Ἡ ἀ­πό­φα­ση πάρ­θη­κε. 
Ὁ Ὑ­πουρ­γὸς ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι τὸ ἔρ­γο θὰ προ­χω­ρή­σει. Ὅ­πως δή­λω­σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ κύ­βος ἐρ­ρί­φθη.
Τὴ φά­ση εἶ­πε ὁ Καί­σα­ρας ὅ­ταν ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ κη­ρύ­ξει ἐμ­φύ­λι­ο πό­λε­μο.
- Κλί­νη τοῦ Προ­κρού­στη: Λέ­γε­ται στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ κά­ποιος θέ­λει νὰ προ­σαρ­μό­σει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σ΄ ἕ­να αὐ­θαί­ρε­το σχῆ­μα, ὥ­στε νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σει τὰ συμ­φέ­ρον­τά του.
Ἡ ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση κα­τη­γό­ρη­σε τὴν κυ­βέρ­νη­ση ὅ­τι πέ­ρα­σε τὸν ἐ­κλο­γι­κὸ νό­μο ἀ­πὸ τὴν κλί­νη τοῦ Προ­κρού­στη γιὰ νὰ ἔ­χει ἴ­διο ὄ­φε­λος.
Προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν μυ­θι­κὸ κα­κοῦρ­γο Προ­κρού­στη ποὺ ἔ­δε­νε τὰ θύ­μα­τά του στὸ κρε­βά­τι του κι ἔ­πει­τα τοὺς ἔ­κο­βε ἢ ἐ­ξάρ­θρω­νε τὰ πό­δια, γιὰ νὰ τοὺς φέ­ρει σὲ μῆ­κος ἴ­σο μὲ τὸ κρε­βά­τι.
- Μέ­μνη­σο τῶν Ἀ­θη­ναί­ων Μὴν ξε­χά­σεις νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖς τοὺς ἀν­τι­πά­λους σου.
Οἱ ἀν­τί­πα­λοι πρέ­πει νὰ πλη­ρώ­σουν τὰ κα­τὰ ποὺ μᾶς ἔ­κα­ναν «μέ­μνη­σο τῶν Ἀ­θη­ναί­ων».
Τὴ φρά­ση ἔ­λε­γε κα­θη­με­ρι­νὰ ἕ­νας ὑ­πη­ρέ­της στὸ Δα­ρεῖ­ο ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τάς του ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ τι­μω­ρή­σει τοὺς Ἀ­θη­ναί­ους, για­τί συμ­με­τεῖ­χαν στὴν πυρ­πό­λη­ση τῶν Σάρ­δε­ων.
Ἡ­ρο­δό­του, V.105
- Με­ρὶς τοῦ λέ­ον­τος Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τὸ με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι.
Ἡ μοι­ρα­σιὰ δὲν ἦ­ταν δί­και­η, για­τί ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­δελ­φὸς πῆ­ρε τὴ με­ρί­δα τοῦ λέ­ον­τος καὶ στοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἔ­μει­ναν ἐ­λά­χι­στα πε­ρι­ου­σι­α­κὰ στοι­χεῖ­α.
Ἀ­πὸ τὸ μύ­θο τοῦ Αἰ­σώ­που «Λέ­ων καὶ ἀ­λώ­πηξ».
- Κο­μί­ζω γλαύ­κας εἰς Ἀ­θή­νας: Λέ­ω πράγ­μα­τα πα­σί­γνω­στα, σὰν νὰ ἦ­ταν ἄ­γνω­στα.
Κο­μί­ζεις γλαύ­κα εἰς Ἀ­θή­νας λέ­γον­τάς μας ὅ­τι ἡ πα­χυ­σαρ­κί­α βλά­πτει τὴν ὑ­γεί­α.
Ἡ φρά­ση λέ­γε­ται για­τί στὴν Ἀ­θή­να ἡ γλαύ­κα, ἡ κου­κου­βά­για, ἦ­ταν πα­σί­γνω­στη, σὰν σύμ­βο­λο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ εἰ­κο­νι­ζό­ταν παν­τοῦ, ὅ­πως στὶς στρο­φὲς τῶν σπι­τιῶν, στὰ νο­μί­σμα­τα κ.λ.π.
Ἀ­ρι­στο­φά­νη, Ὄρ­νι­θες, 301


ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα