“Η αγάπη, η χαρά, ο φόβος, η ευχαρίστηση, ο πόνος, ο εκνευρισμός, η έκπληξη κι ένα πλήθος ακόμα ανταποκρίσεων σε διάφορα ερεθίσματα παρατηρούνται στη συμπεριφορά των φυτών όπως και στων ζώων”. Αυτά είναι τα λόγια του Σερ Τζαγκάντις Τσάντρα Μπόζε, του πρώτου Ινδού που διακρίθηκε στην σύγχρονη επιστήμη και αναγνωρίστηκε σε διεθνή πλαίσια για τις μελέτες του στην φυσική, την φυσιολογία και την ψυχολογία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πάτρικ Γκέντς, καθηγητή της βοτανολογίας στις Ινδίες, που έγραψε την Ζωή και το Εργο του Σερ Τζαγκάντις Τσάντρα Μπόζε, ήδη από το 1904, ο Μπόζε, με ανακοίνωσή του προς την Βασιλική Εταιρία της Αγγλίας, υπογράμμισε πως τα φυτά δεν είναι μια απλή πράσινη μάζα, αλλά ένα ζωικό σύνολο προικισμένο με ευαισθησία.
Χάρη στην χρήση λεπτεπίλεπτων μηχανισμών, που κατασκεύασε ο ίδιος, όπως το περίφημο “υπερμικροσκόπιο” (crescograph), που πήρε το όνομά του, για την μέτρηση των νευρικών παλμών στα ζώα, απέδειξε πως κάθε φυτό και κάθε όργανο του φυτού εμφανίζει μια ξεχωριστή αντίδραση σε κάθε μηχανικό ερεθισμό και πραγματοποιεί φυσιολογικές εναλλαγές, παρόμοιες με αυτές που εμφανίζουν οι ζωικοί ιστοί. Πειραματίστηκε με κοινά φυτά, όπως ραπανάκια, σέλινα και κουνουπίδια, κι ανακάλυψε πως εμφάνιζαν το αίσθημα της κούρασης και της θλίψης.
Με την βοήθεια του “αντηχητικού παλμογράφου” του, που κατέγραφε την ταχύτητα μετάδοσης του παλμικού ερεθισμού, και του “σπινθηροπαλμογράφου” του, που κατέγραφε τις παλμικές δονήσεις του φυτού “τηλέγραφος” (desmodium motorium), απέδειξε την καταπληκτική ομοιότητα ανάμεσα στους παλμούς του φυτού και σ’ εκείνους της καρδιάς των ζώων.
Ακόμα, πραγματοποίησε μια σειρά από πειράματα μελετώντας τις αντιδράσεις των φυτών σε σκόπιμα τραύματα. Απο τα στοιχεία του υπερμικροσκοπίου του, που μεγέθυναν την δόνηση των παλμών δέκα εκατομμύρια φορές, ανακάλυψε πως, όταν τρυπούσε με μια καρφίτσα ένα φυτό, ο ρυθμός της ανάπτυξής του περιοριζόταν αμέσως κατά ένα τέταρτο, και χρειαζόταν κάπου δυό ώρες για να ξεπεράσει το σοκ της μικροσκοπικής πληγής. Αντίθετα, μια τομή με μαχαίρι σταματούσε την ανάπτυξη για πολύ μεγαλύτερες περιόδους.
Ο Μπόζε απέδειξε πως ένας απειροελάχιστος ηλεκτρικός ερεθισμός στο εξόγκωμα, που βρίσκεται στη βάση των φύλλων της μιμόζας (και λειτουργεί στα φυτά όπως οι μυς στα άκρα των ζώων), προκαλεί συστολές και εκτάσεις. Ένας ισχυρότερος ερεθισμός με αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την υπερέκταση του μίσχου, αλλά και την απόρριψη του φύλλου. Έτσι, καθόρισε τις θετικές αντιδράσεις σαν “ευχάριστες” ή “ανώδυνες”, και τις αρνητικές, σαν “δυσάρεστες” ή “επώδυνες”.
Ανάμεσα στους αναρίθμητους επισκέπτες του Ινδού επιστήμονα, ήταν και ο λογοτέχνης και χορτοφάγος Μπέρναρντ Σω, που παρακολούθησε ένα φύλλο λάχανου, μεγεθυμένο εκατοντάδες φορές στην οθόνη, να αντιδρά δυναμικά στον πόνο και τελικά να πεθαίνει όταν ραντίστηκε με ζεματιστό νερό.
Χάρη στο υπερμικροσκόπιο του Μπόζε οι μικροσκοπικές ζωικές κινήσεις ενός καρότου παρουσιάζονταν ολοφάνερες στο ανθρώπινο μάτι. Την στιγμή που το άγγιζαν δυό φορτισμένα ηλεκτρόδια, το καρότο φανέρωνε την αντίδραση του πόνου στην οθόνη. Όταν αποκόπηκε ένα φύλλο του φυτού “τηλεγράφος” και τοποθετήθηκε στο νερό, οι “παλμοί” του λιγόστεψαν αλλά δεν έπαψαν να καταγράφονται για τις επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες, μέχρι που το φύλλο πέθανε οριστικά. Μια νεαρή μιμόζα έδειξε σαν παράλυτη για αρκετές ώρες, όταν της αφαίρεσαν ένα τραύμα, οι ηλεκτρικές αντιδράσεις του ίδιου του φύλλου εξασθενούσαν αδιάκοπα. Τελικά, δεν παρουσίασε καμιά πλέον αντίδραση, σημάδι πως πέθανε οριστικά.
Στην Αυτοβιογραφία ενός Γιόγκι, ο Παραμχάνσα Γιογκανάντα, αναφέρει πως είδε τον Μπόζε ν’ αγγίζει μ’ ένα μεταλλικό αντικείμενο ένα σημείο του φυτού φτέρη. Παρακολουθώντας τον οργανισμό του φυτού σε μια τεράστια μεγέθυνση, παρατήρησε πως ο ρυθμός της ανάπτυξης σταμάτησε αμέσως και ξανάρχισε μόνον όταν το αντικείμενο απομακρύνθηκε. Στη συνέχεια, όταν ο Μπόζε έκοψε το φυτό μ’ ένα ξυράφι, εκδηλώθηκε ένας δυνατός σπασμός, κι ακολούθησε η τραγική αδράνεια του θανάτου. Το θέαμα που παρουσίασε η οθόνη του υπερμικροσκοπίου του Μπόζε, δεν διέφερε σε τίποτα με την παρακολούθηση του θανάτου ενός ζώου.
Τα φάρμακα προκαλούσαν ανάλογες αντιδράσεις στα φυτά όπως και στα ζώα. Τ’ αποτελέσματα μιας επίπονης μελέτης οδήγησαν σε μια τεράστια φαρμακολογία για την χρήση των διαφόρων ουσιών προς όφελος των ζώων και του ανθρώπου.
Οι έρευνες του Μπόζε κατέληξαν στην κατασκευή υπερευαίσθητων μηχανημάτων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να παρακολουθήσει την ζωή και να μετρήσει τις συναισθηματικές αντιδράσεις των φυτών που παρουσιάζουν εξαιρετική ομοιότητα με αυτές των ζώων. Ο “αντηχητικός παλμογράφος” του μπορούσε να καταγράψει απειροελάχιστους παλμούς σε φυτά, ζώα και ανθρώπους, στο καταπληκτικό χρονικό διάστημα του εκατοστού του δευτερολέπτου. Το μηχάνημα κατασκευάστηκε ειδικά για την μελέτη της συμπεριφοράς των ιστών των φυτών.
Ο Μπόζε πρόσφερε τις εφευρέσεις του στον επιστημονικό κόσμο, χωρίς κανένα προσωπικό όφελος. Δεν σκέφτηκε ποτέ του να τις εξασφαλίσει νομικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εφόσον τον ενδιέφερε η αλήθεια της φύσης πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε υλικό όφελος. Είπε στον Παραμχάνσα Γιογκανάντα: “Οι αρχές που ακολουθούμε στην εθνική μας παιδεία αποκλείουν την βεβήλωση του πνεύματος με την χρησιμοποίηση των γνώσεων για την απόκτηση πλούτου…”. Τόνισε, ακόμα, πως το Ινστιτούτο Μπόζε στην Καλκούτα, θα έχει ανοιχτές τις πόρτες του για τους ερευνητές όλου του κόσμου, κι αυτό για να συνεχιστεί η παράδοση των Ινδιών, που αιώνες τώρα δέχονται επιστήμονες από κάθε άκρη της γης.
Ο Τζαγκάντις Μπόζε, απόκτησε τον τίτλο του Σερ, δηλαδή την ανώτατη διάκριση των υπηκόων του στέμματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στα 1917, σαν δείγμα αναγνώρισης για τις μελέτες και τις εφευρέσεις του. Οι συμπατριώτες του τον θεωρούσαν έναν “ρίσι” (φωτισμένο σοφό). Πέθανε στα 1937, και από τότε το εκπληκτικό έργο του ξεχάστηκε από τους επιστήμονες του Δυτικού κόσμου.
Ο Μπόζε πίστευε πως ό,τι υπάρχει στον άνθρωπο υπάρχει και στα φυτά. Κάπου τριάντα χρόνια αργότερα, στα 1966, κάποιος άλλος συνέχισε τις εργασίες του, κάποιος που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ακούσει το όνομά του.
Ο Κλήβ Μπάξτερ, πρώην ανακριτής της CIA, από την Νέα Υόρκη, άρχισε τελείως συμπτωματικά να ενδιαφέρεται για το “δυναμικό” των φυτών. Μελέτησε τις ανακαλύψεις του Μπόζε, που έμοιαζαν αρκετά με τις δικές του, αρκετό καιρό μετά τα πρώτα του πειράματα. Ο Μπάξτερ αναγνώρισε το έργο του Ινδού σοφού, και το ανέφερε στην βιβλιογραφία του άρθρου του, με τίτλο “Αποδείξεις για Πρωτογενή Αντίληψη στην Ζωή των Φυτών”, που δημοσιεύτηκε στην Διεθνή Εφημερίδα της Παραψυχολογίας”.
Οι μελέτες του Μπάξτερ προσφέρουν ενδείξεις πως τα φυτά όχι μόνον αισθάνονται, αλλά, επιπλέον, διαθέτουν ένα είδος τηλεπαθητικής επικοινωνίας με τις υπόλοιπες μορφές ζωής.
Τα πειράματά του απέδειξαν πως ένα φυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ον, και, παρόλο που φαινομενικά δεν διαθέτει ένα νευρικό σύστημα ανάλογο με το ζωικό, εμφανίζει μιαν εκπληκτική συναισθηματική συνοχή σε κάθε σημείο του οργανισμού του.
Τα πειράματά του απέδειξαν πως ένα φυτό αποτελεί ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ον, και, παρόλο που φαινομενικά δεν διαθέτει ένα νευρικό σύστημα ανάλογο με το ζωικό, εμφανίζει μιαν εκπληκτική συναισθηματική συνοχή σε κάθε σημείο του οργανισμού του.
Χρησιμοποιώντας υπερευαίσθητα μηχανήματα, που τελειοποίησε ο ίδιος, ανακάλυψε πως τα φυτά εκδηλώνουν μια σειρά από συναισθήματα, όπως συμπάθεια, φόβο, ευχαρίστηση και ανακούφιση. Εκδηλώνουν φανερά την ικανοποίησή τους, καθώς και τα προσωπικά τους συναισθήματα απέναντι σε άλλα ζωντανά όντα, ακόμα και στους ανθρώπους. Από την στιγμή που ένα φυτό σε γνωρίζει, θα αντιδράσει σε ό,τι κι αν σου συμβεί, αδιάφορο από την απόσταση που σε χωρίζει από εκείνο.
Ο Μπάξτερ πιστεύει πως, τόσο τα φυτά, όσο κι οι άνθρωποι και τα ζώα, έχουν την ικανότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους τηλεπαθητικά, και σε τέτοιο σημείο που ποτέ άλλοτε δεν είχαμε φανταστεί. Για παράδειγμα, καταστρέφοντας έναν περιορισμένο αριθμό κυττάρων κάποιου φυτού, μεταδόθηκε ένα είδος μηνύματος για επίκληση βοήθειας σε άλλα φυτά, που κατέγραψαν στα όργανα την ίδια ακριβώς αντίδραση, παρόλο που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση, και παρόλο που το πρώτο φυτό βρισκόταν απομονωμένο σε θάλαμο Φαραντάυ, που αποκλείει την διαδρομή ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων.
Το γεγονός, που άλλαξε οριστικά την ζωή του Μπάξτερ, συνέβη ένα πρωινό, στις 2 Φεβρουαρίου του 1966, την στιγμή που έκανε ένα διάλειμμα στο ανακριτικό γραφείο του. Ως τότε εργαζόταν για λογαριασμό της ΣΙΑ, με τον “ανιχνευτή του ψεύδους”, ένα πολύπλοκο μηχάνημα, που του επέτρεπε να διαπιστώνει κατά πόσο οι απαντήσεις των διαφόρων ατόμων, ανταποκρίνονταν ή όχι στην αλήθεια. Στο διάλειμμα αυτό, πότισε το φυλλόδεντρο της γραμματέας του και σκέφτηκε αν θα μπορούσε να μετρήσει το χρονικό διάστημα της διάδοσης του νερού, από τις ρίζες μέχρι τα φύλλα. Αποφάσισε να πειραματιστεί με το γαλβανόμετρο του “ανιχνευτή” του.
Ο “ανιχνευτής ψεύδους” είναι ένας υπολογιστής πολλαπλών μετρήσεων. Την ώρα που υποβάλλονται ερωτήσεις στο ανακριμένο άτομο, ο “ανιχνευτής” μετράει τον σφυγμό του, τον ρυθμό της αναπνοής, την πίεση και την εφίδρωση. Κάθε αλλαγή στους φυσιολογικούς αυτούς ρυθμούς λέγεται “επιδερμική γαλβανική αντίδραση” ή “ψυχογαλβανική αντίδραση” (PGR). Από την μελέτη των πολύπλοκων αντιδράσεων μπορούν να βγουν ορισμένα συμπεράσματα κατά πόσο το άτομο που ανακρίνεται απαντά με ειλικρίνεια ή όχι στις ερωτήσεις. Ο Μπάξτερ, τοποθέτησε τα ηλεκτρόδια του “ανιχνευτή” στα φύλλα του φυτού. Οι μικροηλεκτρικές αντιδράσεις καταγράφονταν στην συνέχεια με μια υπερευαίσθητη βελόνα σ’ έναν διαγραμμισμένο κύλινδρο χαρτιού. Ο Μπάξτερ πίστευε πως μόλις το νερό θα έφτανε στο φύλλο ο ρυθμός των μικροηλεκτρικών αντιδράσεων θα έπεφτε κάτω από το επίπεδο που παρατήρησε την στιγμή της σύνδεσης. Κατάπληκτος παρατήρησε πως συνέβη το αντίθετο. Η καταγραφή πάνω στο διάγραμμα του μηχανήματος, έμοιαζε με αυτή του ανθρώπου, την στιγμή που κατέχεται από έντονα συναισθήματα. Αλλά πώς συνέβαινε να δείξει το φυτό συναισθηματική αντίδραση;
Το φαινόμενο του προκάλεσε το ενδιαφέρον κι αποφάσισε να το μελετήσει βαθύτερα, οργανώνοντας μια σειρά από πειραματισμούς. Στην αρχή βούτηξε την άκρη ενός φύλλου σ’ ένα φλυτζάνι με ζεστό καφέ. Δεν παρατήρησε καμιά αντίδραση. Σκέφτηκε τότε να κάψει το φύλλο μ’ ένα σπίρτο. Αλλά ακριβώς την στιγμή που σκέφτηκε να κάψει το φυτό, παρατήρησε στο μηχάνημα μια έντονη ψυχογαλβανική αντίδραση. Δεν είχε καν πλησιάσει το φυτό με το κουτί τα σπίρτα στο χέρι του!
Στην συνέχεια πραγματοποίσηε ένα άλλο πείραμα. Έβρασε σ’ ένα κατσαρολάκι νερό, κι άρχισε να ρίχνει μέσα του ζωντανές γαρίδες. Κάθε φορά που μια γαρίδα πέθαινε στο ζεματιστό νερό, το φυτό υπαγόρευε στο μηχάνημα μια έντονη αντίδραση.
Κατάπληκτος από τις ανακαλύψεις του, σκέφτηκε μήπως τα κύτταρα ενός ζωντανού οργανισμού έχουν την ικανότητα να εκπέμπουν σήματα απελπισίας, που γίνονται αντιληπτά από άλλα ζωντανά κύτταρα. Ωστόσο, ο τρόπος που πραγματοποιούσε τα πειράματά του ήταν πρωτόγονος, κι έτσι αποφάσισε να τους δώσει περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα, αφαιρώντας από την όλη διαδικασία τον παράγοντα “άνθρωπος”.
Κατασκεύασε έναν αυτόματο μηχανισμό, που σε τυχαία διαστήματα έριχνε μέσα στου καυτό νερό τις ζωντανές γαρίδες. Τόσο οι αντιδράσεις του φυτού, όσο και οι φάσεις του “εκτελεστή των γαρίδων”, καταγράφονταν από αυτόματα μηχανήματα. Για να εξασφαλίσει την σοβαρότητα του πειράματος, ο Μπάξτερ, προσκάλεσε διάφορους επιστήμονες να το παρακολουθήσουν και να το ελέγξουν.
Τοποθέτησε ηλεκτρόδια, σε τρία διαφορετικά φυτά απομονωμένα σε χωριστά δωμάτια, μακριά από τον αυτόματο εκτελεστή των γαρίδων.
Μελετώντας την άλλη μέρα τις καταγραφές των ψυχογαλβανικών αντιδράσεων των φυτών, διαπίστωσε μια έντονη αντίδραση την στιγμή του θανάτου της κάθε γαρίδας.
Στην συνέχεια πραγματοποίσηε ένα άλλο πείραμα. Έβρασε σ’ ένα κατσαρολάκι νερό, κι άρχισε να ρίχνει μέσα του ζωντανές γαρίδες. Κάθε φορά που μια γαρίδα πέθαινε στο ζεματιστό νερό, το φυτό υπαγόρευε στο μηχάνημα μια έντονη αντίδραση.
Κατάπληκτος από τις ανακαλύψεις του, σκέφτηκε μήπως τα κύτταρα ενός ζωντανού οργανισμού έχουν την ικανότητα να εκπέμπουν σήματα απελπισίας, που γίνονται αντιληπτά από άλλα ζωντανά κύτταρα. Ωστόσο, ο τρόπος που πραγματοποιούσε τα πειράματά του ήταν πρωτόγονος, κι έτσι αποφάσισε να τους δώσει περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα, αφαιρώντας από την όλη διαδικασία τον παράγοντα “άνθρωπος”.
Κατασκεύασε έναν αυτόματο μηχανισμό, που σε τυχαία διαστήματα έριχνε μέσα στου καυτό νερό τις ζωντανές γαρίδες. Τόσο οι αντιδράσεις του φυτού, όσο και οι φάσεις του “εκτελεστή των γαρίδων”, καταγράφονταν από αυτόματα μηχανήματα. Για να εξασφαλίσει την σοβαρότητα του πειράματος, ο Μπάξτερ, προσκάλεσε διάφορους επιστήμονες να το παρακολουθήσουν και να το ελέγξουν.
Τοποθέτησε ηλεκτρόδια, σε τρία διαφορετικά φυτά απομονωμένα σε χωριστά δωμάτια, μακριά από τον αυτόματο εκτελεστή των γαρίδων.
Μελετώντας την άλλη μέρα τις καταγραφές των ψυχογαλβανικών αντιδράσεων των φυτών, διαπίστωσε μια έντονη αντίδραση την στιγμή του θανάτου της κάθε γαρίδας.
Το πείραμα επαναλείφθηκε πολλές φορές, με τον ίδιο αυτοματισμό και με διαφορετικά φυτά. Τ’ αποτελέσματα όμως ήταν πάντα τα ίδια. Πέντε ή επτά δευτερόλεπτα μετά το βούτηγμα της κάθε γαρίδας στο ζεματιστό νερό, ο “ανιχνευτής” κατέγραφε μια έντονη ψυχογαλβανική αντίδραση στο κάθε φυτό. Ο Μπάξτερ πιστεύει πως το μαναδικό της αίτιο ήταν ο θάνατος της γαρίδας.
Σε επτά συνεχή πειράματα, τα φυτά παρουσίασαν την ίδια ακριβώς αντίδραση, την στιγμή του θανάτου της γαρίδας. Στον στατιστικό υπολογισμό ο παράγνοντας “τύχη” ήταν σχεδόν μηδενικός.
Τα παραπάνω πειράματα επαναλήφθησαν πολλές φορές με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιστημονική αντικειμενικότητα, κι όταν πια ο Μπάξτερ βεβαιώθηκε για το γεγονός του φαινομένου, δημοσίευσε τ’ αποτελέσματα της μελέτης του.
Φαίνεται πως ο δεσμός επικοινωνίας, που διαπίστωσε ο Μπάξτερ, υπάρχει ανάμεσα σε όλα τα είδη των ζωντανών όντων. Μια σειρά από τυχαία επεισόδια τον οδήγησαν σε καινούργιες διαπιστώσεις. Παρατήρησε πως όταν ο σκύλος του, ράτσας ντόπερμαν, περνούσε εμπρός από τα φυτά, εκείνα εκδήλωναν μια αντίδραση, που σε ανθρώπινα μέτρα μεταφράζεται σαν ανησυχία.
Θέλοντας να διαπιστώσει αν τα συναισθήματα του σκύλου μπορούσαν να μεταδοθούν από μεγάλη απόσταση στα φυτά, εγκατέστησε ένα δυνατό ξυπνητήρι πάνω από το στρώμα του ζώου. Το ζώο αντιδρούσε στον οξύ ήχο και έφευγε από το δωμάτιο. Σε λίγο δημιουργήθηκε ένα ψυχολογικό υποκατάστατο. Πέντε δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι ακουγόταν ένα ανεπαίσθητο “κλικ”, από τον μηχανισμό του. Ο σκύλος, μόλις το άκουγε, έτρεχε να φύγει, σίγουρος για το τι θ’ ακολουθούσε. Σ’ ένα μακρινό δωμάτιο τα φυτά αντιδρούσαν την ίδια στιγμή λες και αντιλαμβάνονταν την ανησυχία του ζώου.
Η απόσταση δεν παρουσιάζει κανένα εμπόδιο στην τηλεπαθητική αντίδρση των φυτών. Ένας φίλος εμπιστεύθηκε στον Μπάξτερ το φυτό του, φεύγοντας για ταξίδι. Ο Μπάξτερ το συνέδεσε αμέσως με τα μηχανήματά του. Παρατήρησε μια έντονη αντίδραση την στιγμή που ο κάτοχος του φυτού εκδήλωσε μια συναισθηματική ανησυχία, την στιγμή που το αεροπλάνο του προσγειωνόταν μίλια μακριά, στο αεροδρόμιο του Τσιντσιννάτι.
Ο Μπάξτερ, κατάλαβε πως τα φυτά συνδέονται με τον άνθρωπο που τα περιποιείται, κι άρχισε να καταμετρά τις αντιδράσεις τους με συντονισμένα χρονόμετρα. Παρατήρησε πως τα φυτά του εκδήλωναν ανησυχία κάθε φορά που ο ίδιος διάβαζε μια εκπληκτική είδηση στις εφημερίδες, που κρέμονταν έξω από το κατάστημα ενός εφημεριδοπώλη ή όταν κινδύνευε να χτυπηθεί από κάποιον απρόσεκτο αυτοκινητιστή. Αντίστοιχες αντιδράσεις χαράς κατέγραψαν τα μηχανήματα κάθε φορά που αποφάσιζε να γυρίσει στο εργαστήριο, αδιάφορα από την απόσταση που τον χώριζε από αυτό.
Τα επόμενα χρόνια προβληματίστηκε ακόμα περισσότερο εφόσον διαπίστωσε και πείστηκε σιγά σιγά πως τα φυτά εκδήλωναν ένα είδος αγάπης προς το πρόσωπό του. Εκδήλωναν ακόμα αποστροφή ή και φόβο για όποιον ήθελε να τους κάνει κακό. Χρησιμοποίησε τον βοηθό του Μπόμπ Χένσον, στον ρόλο του “κακού”, και παρατήρησε εκδηλώσεις αντιπάθειας, κάθε φορά που ο Μπόμπ τα πλησίαζε, έστω κι αν δεν τους προκαλούσε κάποιο κακό άμεσα.
Παρατήρησε, ακόμα, πως τα φυτά εκδήλωναν μεγαλύτερη ευαισθησία στον άνθρωπο παρά σε οποιαδήποτε άλλη ζωική μορφή. Είδε πως εκδήλωναν της συμπάθειά τους με την νέκρωση των ανθρώπινων κυττάρων. Αμέτρητες φορές, ο Μπάξτερ, έκοψε το δάχτυλό του μπροστά τους. Τα φυτά εκδήλωσαν αμέσως την συμπόνοια τους.
Πρόσφατα, ο Δρ. Ρόμπερτ Μίλλερ, καθηγητής της χημικής μηχανολογίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Γεωργίας, στην Ατλάντα, πήρε μέρος σε μια σειρά πειραματικών επιδείξεων του Μπάξτερ, για το κοινό της πόλης αυτής. Και δήλωσε: “Ένας από τους θεατές πρόσφερε το φυτό του για “πειραματόζωο”. Ο Μπάξτερ το σενέδεσε αμέσως με τα ηλεκτρόδια του “ανιχνευτή” του, και όλοι είδαμε την εγγραφή, που, όπως μας εξήγησε, ανταποκρίνεται σ’ αυτήν του ανθρώπου, όταν αισθάνεται άνετα και ήρεμα. Στην συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από πειράματα. Στο πρώτο, ο Μπάξτερ, ζήτησε από τον κάτοχο του φυτού, να του κόψει το δάχτυλό του μ’ ένα ξυράφι. Εκείνος δέχτηκε, και το φυτό βρισκόταν σε απόσταση δυο περίπου μέτρων. Δεν αντέδρασε έντονα την στιγμή που το ξυράφι χάραξε μια μικρή γραμμή στο δέρμα του κατόχου του, αλλά δεν συνέβη το ίδιο την επόμενη στιγμή, που ο Μπάξτερ έχυσε πάνω στην μικροσκοπική πληγή λίγο ιώδιο. Ο Μπάξτερ εξήγησε πως τα ζωντανά κύτταρα καταστρέφονται με το ιώδιο, και τα φυτά συλλαμβάνουν το μήνυμα του θανάτου τους”.
Στο πείραμα με τις γαρίδες η αντίδραση έπαυε να εκδηλώνεται όταν το ίδιο φυτό έπαιρνε πολλές φορές μέρος στην ίδια δοκιμασία. Ήταν σαν να συνήθιζε τον θάνατο των γαρίδων. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τις ανταποκρίσεις τους στα διάφορα συμβάντα της ζωής των ανθρώπων. Αυτές δεν σταματούσαν, ακόμα κι αν το ίδιο φυτό χρησιμοποιήθηκε αμέτρητες φορές. Πάντα αντιδρούσε στα πάθη του κατόχου του με την ίδια ένταση.
Όταν ο Μπάξτερ έκανε τις πρώτες ανακαλύψεις του, σκέφτηκε αν τα φυτά θα παρουσίαζαν μια κάποια αντίδραση στον θάνατο του κατόχου τους. Το επάγγελμά του τον έκανε να ενδιαφέρεται για κάθε έγκλημα, κι έτσι σκέφτηκε μήπως τα φυτά θα μπορούσαν όχι μόνο να εκδηλώσουν την θλίψη τους για τον θάνατο του κατόχου, αλλά και την αντιπάθειά τους στο πρόσωπο του δολοφόνου. Βέβαια, ήξερε πολύ καλά πως κανένα δικαστήριο δεν θα αναγνώριζε ποτέ την αντίδραση ενός φυτού σαν πειστήριο για την ταυτότητα του δολοφόνου, αλλά είχε ελπίδες ν’ αποδείξει πως η σκέψη του ήταν σωστή, εφόσον είχε ήδη διαπιστώσει, ότι τα φυτά ήταν σε θέση ν’ αναγνωρίζουν τον “φονιά” ενός άλλου φυτού.
Έτσι οργάνωσε ένα πείραμα, που η περιγραφή του θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα. Τοποθέτησε δυό διαφορετικά φυτά σ’ ένα δωμάτιο. Διάλεξε έξι εθελοντές και τους έδεσε τα μάτια. Όλοι τους τράβηξαν ένα διπλωμένο χαρτί από ένα καπέλο σαν κλήρο, και μπήκαν στο δωμάτιο με τα φυτά. Ο ένας από τους κλήρους καθόριζε τον δολοφόνο. Αυτός έπρεπε να ξεριζώσει το ένα από τα φυτά, να το πετάξει στο έδαφος και να το ποδοπατήσει.
Όταν οι εθελοντές μπήκαν στο δωμάτιο, έβγαλαν τους κεφαλόδεσμους και διάβασαν του κλήρους. Οι πέντε βγήκαν έξω και ο έκτος ξερίζωσε και ποδοπάτησε το φυτό. Στην συνέχεια, βγήκε και συνάντησε τους άλλους. Ο Μπάξτερ βρισκόταν στο μεταξύ σ’ ένα άλλο δωμάτιο, και αγνοούσε ποιος ήταν ο “δολοφόνος”. Ξαναγύρισε στο δωμάτιο με τα φυτά, και συνέδεσε το γερό με τα μηχανήματά του. Αυτό έπρεπε ν’ αποκαλύψει τον εγκληματία. Έφερε τους έξι εθελοντές, τον έναν μετά τον άλλον, εμπρός στο φυτό. Όταν ο “δολοφόνος” έφτασε εμπρός στο φυτό, η βελόνα του μηχανήματος αναπήδησε. Με ποιο τρόπο όμως το φυτό αναγνώρισε τον άνθρωπο που κατέστρεψε το άλλο φυτό;
Πραγματοποίησε ένα άλλο πείραμα. Ζήτησε από έναν εθελοντή να ξεριζώσει ένα από τα τρία λαχανικά που τοποθέτησε στην σειρά και τα συνέδεσε με τα μηχανήματά του. Στην συνέχεια, ο εθελοντής πέταξε το ξεριζωμένο λαχανικό σε ζεματιστό νερό. Το παράξενο όμως ήταν πως, πριν καν ο εθελοντής αγγίξει το λαχανικό, η καταγραφή στο μηχάνημα έδειξε πλήρη αδράνεια, σαν το φυτό να… λιποθύμησε. Ήξερε από πριν τι θα του συμβεί!
Ακόμα, ο Μπάξτερ, διαπίστωσε πως τα φυτά συντονίζονται με ορισμένα άτομα και τα προτιμούν από άλλα. Σε μια αίθουσα γεμάτη παρατηρητές, είδε κατάπληκτος πως το φυτό εξέπεμπε ένα σήμα, παράλληλο με τον χτύπο της καρδιάς ενός από τους παρατηρητές. Τώρα, ο λόγος που έκανε το φυτό να συντονιστεί με το συγκεκριμένο άτομο, παραμένει μυστήριο.
Πειραματίστηκε με τριάντα διαφορετικά είδη φυτών, και παρατήρησε πως όλα διέθεταν τις ίδιες ικανότητες αντίληψης. Ακόμα, μαγειρεμένα ή σάπια χορταρικά και φρούτα εκπέμπουν ασθενικά σήματα, που δεν τα εμποδίζει κανένα γνωστό μέσο ηλεκτρομαγνητικής μόνωσης. Σύμφωνα με τα λόγια του Μπάξτερ: “Φαίνεται πως υπάρχει μια άλλη διάσταση, επιστημονικά ανεξήγητη, όπου οι πληροφορίες μεταδίδονται από το ένα σημείο στο άλλο, χωρίς να ξοδεύουν χρόνο για την μετάβασή τους”.
Αν λοιπόν τα φυτά διαθέτουν αντίληψη και αισθήματα, ο άνθρωπος ενεργεί σαν φονιάς, τρώγοντάς τα; Και τι συμβαίνει όταν κόβει το γρασίδι ή όταν κλαδεύει τα δέντρα; Ο Μπάξτερ οργάνωσε μια σειρά από πειράματα για να μελετήσει τις αντιδράσεις των φυτών στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Τα φυτά δεν έδειξαν δυσαρέσκεια από το κόψιμο της χλόης ή από το κλάδεμα μιας τομάτας για κατανάλωση. Ο Μπάξτερ πιστεύει πως η αφαίρεση αυτή έχει την συγκατάθεση του φυτού, εφόσον το τελευταίο θεωρεί τον μερικό ακρωτηριασμό απαραίτητο για την ανάπτυξή του. Δεν αποκλείεται να γνωρίζουν κατά κάποιον τρόπο τον προορισμό τους και αισθάνονται ικανοποίηση όταν τον εκπληρώνουν. “Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο θάνατος έρχεται σαν το φυσικό αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας, και τα φυτά έχουν συνείδηση του γεγονότος”, λέει ο Μπάξτερ.
Θεωρεί το σύνολο των πειραματισμών του σαν παρατηρήσεις, και μέχρι τώρα έχει δημοσιεύσει μόνο το πείραμα με τις γαρίδες. Προχωρεί με την συνείδηση πως τα πειράματά του δεν αποδεικνύουν για την ώρα τίποτα το συγκεκριμένο, κι ωστόσο τα συνεχίζει παρά την κριτική ορισμένων επιστημόνων. Δεν είναι λίγοι αυτοί που απορρίπτουν την πίστη του, ότι κάθε μορφή ζωής σε κυτταρικό επίπεδο διαθέτει ένα είδος πρωτογενούς αντίληψης.
Η πρωτογενής αντίληψη είναι, για την ώρα, ένα ακαθόριστο σύστημα αισθήσεων. Υπάρχουν ενδείξεις πως χαρακτηρίζει κάθε μορφή κυτταρικής ζωής, και με τρόπο που ξεπερνά τους φυσικούς νόμους με τον τρόπο που τους αντιλαμβανόμαστε. Κι ίσως ακόμα, αυτή καθεαυτή η ζωή να βρίσκεται πέρα από τα κυτταρικά επίπεδα, στην ανόργανη ύλη των μετάλλων, των ορυκτών και του τριπλά αποσταγμένου νερού.
Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος της κριτικής που διατυπώθηκε, ξεκινά από το γεγονός πως ο Μπάξτερ δεν διαθέτει κανένα πανεπιστημιακό δίπλωμα. Ωστόσο, είναι περισσότεροι από 7000 οι άνθρωποι με πανεπιστημιακά διπλώματα που ζήτησαν πληροφορίες για τις εργασίες του, και περισσότερα από είκοσι πανεπιστημιακά εργαστήρια επαναλαμβάνουν τα πειράματά του.
Ο Δρ. Αριστείδης Έσσερ, ένας γιατρός ολλανδικής καταγωγής, που εργάζεται στο τμήμα ερευνών του Νοσοκομείου Ρόκλαντ Σταίητ, στο Όραντζμποργκ, της Νέας Υόρκης, βρέθηκε από την αρχή ανάμεσα στους επιστήμονες που υποστήριξαν τις εργασίες του Μπάξτερ. Στα 1968, επανέλαβε ένα μέρος από τα πειράματά του, και κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα. Στην συνέχεια, δήλωσε στον ανταποκριτή του περιοδικού Psychic, Τζων Γουάτι: “Επιβεβαίωσα τις παρατηρήσεις του Μπάξτερ”. Όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν μπορούσε να δώσει στα φαινόμενα μια διαφορετική εξήγηση, η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: “Όχι!”. Δεν κατάφερε ακόμα να πραγματοποιήσει πιο περίπλοκα πειράματα, αλλά ελπίζει πως κάποια μέρα κάποιος άλλος θα το κάνει. “Είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση”, κατέληξε.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.