Οι μέρες κυλούσαν και η ψυχική αρρώστια του Ορέστη δεν έδειχνε σημάδια υποχώρησης, αλλά συνέχιζε να περνά από τους ίδιους δρόμους, της νηφαλιότητας και της παράνοιας, και να τον ρίχνει στο στρώμα, με το κορμί του να πονά παντού, και αυτόν να ζητά εξηγήσεις από το θεό που τον «εξαπάτησε» με το χρησμό του.
Η Ηλέκτρα με τον Πυλάδη στιγμή δεν έφυγε από δίπλα του, τον φρόντιζε ως μητέρα, που δεν είχαν, τον παρηγορούσε για τη λύτρωση, που θα τον έβρισκε γρήγορα, ενώ έπνιγε τα δάκρυα στο βυθό των ματιών της..
Έπαυσε πλέον να βασανίζονται από την εικόνα της επαχθέστατης σφαγής και τάχθηκε ολοκληρωτικά στην ίαση αυτής της καταραμένης νόσου, που έδεσε χειροπόδαρα τον αδελφό της και δεν τον άφηνε να ζήσει.
Αυτή η νόσος των τύψεων τού έτρωγε τα σωθικά, τις περισσότερες ώρες, και λίγες ανάσες του έδινε, την ώρα του ύπνου, ή όταν άκουγε τα σοφά της λόγια και τη βαριά φωνή του Πυλάδη.
Ο λαός του Άργους γνώριζε τη νόσο του διαδόχου και συμμεριζόταν τη θλίψη, που επικρατούσε στο παλάτι, και αγωνιούσε κυρίως για τον Ορέστη και τη γιατρειά του.
Είχαν κλείσει την υπόθεση της μητροκτονίας και είχαν αθωώσει ουσιαστικά και τους δύο θύτες με τη στάση τους και την αποδοχή τους.
Επισκέπτονταν άλλωστε τ’αδέλφια, να πληροφορηθούν για την υγεία τους και να συνδράμουν, οι γεροντότεροι από το συμβούλιο των αρχόντων, με τις συμβουλές τους στη διοίκηση της πόλης.
Η Ηλέκτρα με τον Πυλάδη στιγμή δεν έφυγε από δίπλα του, τον φρόντιζε ως μητέρα, που δεν είχαν, τον παρηγορούσε για τη λύτρωση, που θα τον έβρισκε γρήγορα, ενώ έπνιγε τα δάκρυα στο βυθό των ματιών της..
Έπαυσε πλέον να βασανίζονται από την εικόνα της επαχθέστατης σφαγής και τάχθηκε ολοκληρωτικά στην ίαση αυτής της καταραμένης νόσου, που έδεσε χειροπόδαρα τον αδελφό της και δεν τον άφηνε να ζήσει.
Αυτή η νόσος των τύψεων τού έτρωγε τα σωθικά, τις περισσότερες ώρες, και λίγες ανάσες του έδινε, την ώρα του ύπνου, ή όταν άκουγε τα σοφά της λόγια και τη βαριά φωνή του Πυλάδη.
Ο λαός του Άργους γνώριζε τη νόσο του διαδόχου και συμμεριζόταν τη θλίψη, που επικρατούσε στο παλάτι, και αγωνιούσε κυρίως για τον Ορέστη και τη γιατρειά του.
Είχαν κλείσει την υπόθεση της μητροκτονίας και είχαν αθωώσει ουσιαστικά και τους δύο θύτες με τη στάση τους και την αποδοχή τους.
Επισκέπτονταν άλλωστε τ’αδέλφια, να πληροφορηθούν για την υγεία τους και να συνδράμουν, οι γεροντότεροι από το συμβούλιο των αρχόντων, με τις συμβουλές τους στη διοίκηση της πόλης.
Τα πράγματα ήταν ήρεμα ως προς την απόδοση της δικαιοσύνης, επικροτήθηκε η αυτοδικία, ως η μόνη οδός τιμωρίας για το έγκλημα του παρελθόντος, και αυτό που ανέμεναν όλοι ήταν η αποκατάσταση της υγείας του διαδόχου.
Αυτή όμως την ειλημμένη απόφαση ήλθε να την αμφισβητήσει ο οίκος του Τυνδάρεου, ο ίδιος ο Τυνδάρεως, που απαίτησε την αναθεώρησή της και τη δίκη των δραστών εγγονών του, που τυπικά δεν μπήκαν στη βάσανο του δικαστηρίου ποτέ.
Έφθασε στις Μυκήνες ο Τυνδάρεως, έχοντας μαζί του και την πρωτότοκη της Κλυταιμνήστρας από τον τρίτο γάμο της, την Ηριγόνη, όπως την έλεγαν.
Ήρθε ν’ απαιτήσει την τιμωρία του Ορέστη και της Ηλέκτρας...
Υποστήριξε ότι δεν έπραξαν σωστά, αφού θα μπορούσαν να επιδιώξουν την εξορία της μάνας τους και ν’αποφύγουν τη δολοφονία της.
Αυτά τα ανέπτυξε στο συμβούλιο των γερόντων του Άργους και πρότεινε ως δίκαια τιμωρία το λιθοβολισμό τους μέχρι θανάτου...
Η συνέχεια στη βραδινή μας δημοσίευση, Μυθολόγοι!
Πηγή: Απόσπασμα από «Τα παιδιά της Κλυταιμνήστρας», της Χ.Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.