Γράφει η Γεώρα
Εγώ που λες, ήθελα να είμαι μαζί σου!
Κάθε στιγμή. Κάθε λεπτό. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα.
Ήθελα να είμαι δίπλα σου, στις φουρτούνες της ζωής σου. Σε εκείνες που σε φτάνουν στα όριά σου, μα συνειδητοποιείς πως όρια δεν έχεις.
Ήθελα να είμαι δίπλα σου και στις λιακάδες σου. Στις όμορφες στιγμές της ζωής σου!
Σου έδειχνα πως μπορούσα να είμαι εκεί. Πλάι σου, να σου κρατώ το χέρι, να το παλεύουμε μαζί.
Μα εσύ οπλοφορούσες στην καρδιά σου.
Την είχες τόσο καλά σφραγισμένη επειδή κάποτε σε πόνεσαν που δεν την άφηνες να δει καθαρά.
Και όσο και αν σου φώναζα πως θα αντέξουμε εσύ ανέβαζες το όπλο σου σε σημείο βολής.
Και με πέτυχες. Μάτωσες εμένα που σ’αγαπούσα!
Σκότωσες εμένα, που έκλεινα τις πληγές σου.
Που δεν φοβήθηκα να σε γνωρίσω.
Με σημάδεψες μια μέρα. Σε κοιτούσα στα μάτια. Και ήταν τόσο ψυχρά. Τόσο άδεια. Τόσο άγνωστα. Σε κοιτούσα στα μάτια και προσπαθούσα να καταλάβω, πως γίνεται ένας άνθρωπος που έχει πληγωθεί να σκοτώνει έναν άνθρωπο που το μόνο που θέλει είναι να του δώσει αγάπη.
Προσπαθούσα να καταλάβω πως γίνεται να κάνεις σε εμένα, σε εμένα που σου έδειξα πως είμαι εδώ, παρών σε όλα, για εσένα, πως γίνεται να μου κάνεις ότι σου έκαναν.
Πώς γίνεται να δηλητηριάζεις την αγάπη μου. Πως γίνεται να με βυθίζεις σε ότι σε βύθισαν. Πως γίνεται να μην είδε η καρδιά σου την αγάπη μου. Πως γίνεται να μην την αναγνώρισε. Γιατί δεν την άφησες να την αναγνωρίσει ;
Μου λες συγγνώμη. Την ώρα που με σκοτώνεις, μου λες συγγνώμη. Φταίω το ξέρω.
Τι να το κάνω ; Πες μου. Τι να την κάνω αυτή τη ρημάδα την λέξη που την κοτσάρουμε ως άφεση αμαρτιών για να είμαστε καλυμμένοι αλλά δεν την νιώθουμε, δεν την πράττουμε, δεν της δίνουμε την αξία που έχει.
Μου λες συγγνώμη και πατάς την σκανδάλη.
Πώς μπορώ εγώ να δεχτώ αυτή τη συγγνώμη σου ; Με τη δύναμη να την φορέσω ;
Με τσάκισες. Ό,τι σου έκαναν, το έκανες σε εμένα.
Και εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σου δώσω αγάπη!
Κάθε στιγμή. Κάθε λεπτό. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα.
Ήθελα να είμαι δίπλα σου, στις φουρτούνες της ζωής σου. Σε εκείνες που σε φτάνουν στα όριά σου, μα συνειδητοποιείς πως όρια δεν έχεις.
Ήθελα να είμαι δίπλα σου και στις λιακάδες σου. Στις όμορφες στιγμές της ζωής σου!
Σου έδειχνα πως μπορούσα να είμαι εκεί. Πλάι σου, να σου κρατώ το χέρι, να το παλεύουμε μαζί.
Μα εσύ οπλοφορούσες στην καρδιά σου.
Την είχες τόσο καλά σφραγισμένη επειδή κάποτε σε πόνεσαν που δεν την άφηνες να δει καθαρά.
Και όσο και αν σου φώναζα πως θα αντέξουμε εσύ ανέβαζες το όπλο σου σε σημείο βολής.
Και με πέτυχες. Μάτωσες εμένα που σ’αγαπούσα!
Σκότωσες εμένα, που έκλεινα τις πληγές σου.
Που δεν φοβήθηκα να σε γνωρίσω.
Με σημάδεψες μια μέρα. Σε κοιτούσα στα μάτια. Και ήταν τόσο ψυχρά. Τόσο άδεια. Τόσο άγνωστα. Σε κοιτούσα στα μάτια και προσπαθούσα να καταλάβω, πως γίνεται ένας άνθρωπος που έχει πληγωθεί να σκοτώνει έναν άνθρωπο που το μόνο που θέλει είναι να του δώσει αγάπη.
Προσπαθούσα να καταλάβω πως γίνεται να κάνεις σε εμένα, σε εμένα που σου έδειξα πως είμαι εδώ, παρών σε όλα, για εσένα, πως γίνεται να μου κάνεις ότι σου έκαναν.
Πώς γίνεται να δηλητηριάζεις την αγάπη μου. Πως γίνεται να με βυθίζεις σε ότι σε βύθισαν. Πως γίνεται να μην είδε η καρδιά σου την αγάπη μου. Πως γίνεται να μην την αναγνώρισε. Γιατί δεν την άφησες να την αναγνωρίσει ;
Μου λες συγγνώμη. Την ώρα που με σκοτώνεις, μου λες συγγνώμη. Φταίω το ξέρω.
Τι να το κάνω ; Πες μου. Τι να την κάνω αυτή τη ρημάδα την λέξη που την κοτσάρουμε ως άφεση αμαρτιών για να είμαστε καλυμμένοι αλλά δεν την νιώθουμε, δεν την πράττουμε, δεν της δίνουμε την αξία που έχει.
Μου λες συγγνώμη και πατάς την σκανδάλη.
Πώς μπορώ εγώ να δεχτώ αυτή τη συγγνώμη σου ; Με τη δύναμη να την φορέσω ;
Με τσάκισες. Ό,τι σου έκαναν, το έκανες σε εμένα.
Και εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σου δώσω αγάπη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.