Kίμωνος, του Αθηναίου
Διάβαζα προχθές μερικές σελίδες από ένα πολύ ωραίο βιβλίο του Πέτρου Μακρή-Στάικου: «Κίτσος Μαλτέζος: ο αγαπημένος των Θεών». Το είχα διαβάσει πριν χρόνια και μου είχε αρέσει πολύ. Συχνά πυκνά, ξανακοιτάζω μερικά κομμάτια του, ιδίως αυτά που ιχνογραφούν με λεπτομέρεια την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα της πρωτεύουσας στην περίοδο του Μεσοπολέμου, του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και στην περίοδο της Κατοχής. Αυτή τη φορά, το βλέμμα μου και το μυαλό μου έμεινε με επιμονή στο εξής κείμενο, μία λιτή, καταπληκτική αναφορά στη γενιά του ’40, της οποίας ο ήρωας του βιβλίου, Κίτσος Μαλτέζος, υπήρξε ξεχωριστή φιγούρα.
«‘Οσοι γεννήθηκαν λίγο πριν, κυρίως όμως λίγο μετά το 1920, ονομάστηκαν αργότερα «Η γενιά του ‘40». Στη διάρκεια του 20ού αιώνα αποτέλεσαν την τελευταία – σημαδεμένη από τον αριθμό μιας από τις δεκαετίες του – «επώνυμη» γενιά, και τούτο γιατί η ενηλικίωσή τους συνέπεσε με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και όσα επακολούθησαν.
Σε σχέση με τις προηγούμενες, η γενιά του ’40 έμοιαζε προνομιούχα: Έζησε κάπου δεκαοκτώ χρόνια ειρήνης (1922-1940), σε μία Ελλάδα με παγιωμένα σύνορα, αναπτυσσόμενη οικονομία και πρωτόγνωρο εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς κοινωνικής δραστηριότητας. Τα παιδιά εκείνα γνώρισαν την ραγδαία πρόοδο της επιστήμης, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τα πρώτα που άκουσαν ραδιόφωνο, αντίκρισαν αεροπλάνα και υδροπλάνα να πετούν πάνω από την Ακρόπολη, μίλησαν στο τηλέφωνο, είδαν ομιλούντα κινηματογράφο. Διχασμένα ανάμεσα στον απόηχο του 19ου αιώνα που έσβηνε οριστικά και στον ορυμαγδό του 20ού που ειχε ανατείλει για τα καλά, ένιωσαν «το τέλος της βεβαιότητας» για θεσμούς, πρότυπα και αξίες, ώσπου να βρεθούν μπροστά στις νέες, θρησκευτικές, «βεβαιότητες» των ολοκληρωτισμών: του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και των φασισμών στην Ευρώπη. Αποτέλεσμα, η έντονη ψυχική αγωνία της γενιάς εκείνης, το νέο mal di siècle, κατά την έκφραση του Γιώργου Θεοτοκά.(Εισαγωγή, σελ. 15 & 16).
... Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο έζησε τα παιδικά της χρόνια και την εφηβεία της η γενιά του ’40. Παρ’ όλο που το μεγαλύτερο μέρος της δεν πολέμησε το 1940-1941, η γενιά αυτή αποδεκατίστηκε στην Κατοχή και στους εμφυλίους πολέμους. Ενώ διέθετε πατριωτισμό και εντιμότητα όσο καμιά προηγούμενη και, ίσως, όσο καμιά επόμενη γενιά, ενώ στους κόλπους της υπήρχαν πολλά άξια και προικισμένα άτομα που θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την εικόνα αυτού του τόπου, εντούτοις δεν κυβέρνησε ποτέ την Ελλάδα, δεν επέβαλε το δικό της πολιτικό όραμα και, από την άποψη αυτή, θεωρείται «χαμένη γενιά». (Εισαγωγή, σελ. 28).»
Κάθε φορά που το βλέμμα μου περνούσε από αυτο το κείμενο, έκανα – σχεδόν αυτόματα, συνειρμικά – τις συγκρίσεις με τη δική μου γενιά. Τη γενιά του ’80, τη γενιά των ανθρώπων που γεννήθηκαν (αν μπορεί κανείς να το προσδιορίσει με απόλυτη αναφορά) κάπου ανάμεσα στο 1958 και στο 1963 ή 1964, έζησαν την δικτατορία σε πολύ παιδική ηλικία, θυμούνται πολύ καθαρά τα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της (Πολυτεχνείο, το ματωμένο καλοκαίρι της Κύπρου το 1974), έζησαν την εφηβεία τους στο κύμα της «πρώτης» μεταπολίτευσης (’74-’80) μέσα στο υπόκωφο βουητό μίας Ελλάδας που έβραζε, που άλλαζε. Και πέρασαν τα «καλύτερά τους χρόνια» (σπουδές, ενηλικίωση, είσοδος στο κατώφλι της πραγματικής ζωής, όπως και αν το εννοεί κανείς αυτό ...) στη δεκαετία του ’80, τότε που συντελέστηκε ο μεγαλύτερος – ειρηνικός, τουλάχιστον – κοινωνικός, πολιτικός και ηθικός μετασχηματισμός που γνώρισε η Ελλάδα στον 20ό αιώνα.
Κάθε φορά έκανα τους αναπόφευκτους συνειρμούς αλλά απωθούσα το συμπέρασμα που η τελευταία παράγραφος του κειμένου σε ωθεί να σκεφτείς. Κάποιο ένστικτο αυτοάμυνας με «προστάτευε». Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Ίσως η πρόσφατη αλλαγή στα δεδομένα της ζωής μου, ίσως το αναπόφευκτο συναίσθημα της ήττας που δύσκολα πλέον καταπιέζεται, άφησαν τη σκέψη μου ελεύθερη. Δυστυχώς, ανήκω σε μία γενιά ηττημένη. Σε μία γενιά η οποία δεν «κυβέρνησε» και δεν θα «κυβερνήσει» ποτέ, μία γενιά την οποία η Ιστορία θα προσπεράσει τελείως αδιάφορα και δεν θα στέρξει να της αφιερώσει ούτε μία αράδα στην εξιστόρηση μίας περιόδου ειρηνικής μεν, δραματικής δε, για την Ελλάδα. Μια γενιά που πέρασε βίαια στο περιθώριο όταν ήταν η «σειρά» της να εκφωνήσει την δική της πρόταση.
Περάσαμε και δεν αγγίξαμε. Στην κυριολεξία.
Μας άξιζε; Δεν ξέρω. Ίσως ναι, ίσως όχι.
Είναι μεγάλες οι ομοιότητες με την γενιά του ’40, όπως την ιχνογραφεί ο Πέτρος Μακρής-Στάικος και θα τις γράψω παρακάτω. Τεράστιες όμως και οι διαφορές. Η γενιά του ’40 χάθηκε σε έναν ανελέητο εμφύλιο μέσα στην πιο δραματική περίοδο, στον ορυμαγδό μίας δεκαετίας (’40-’50) η οποία ακόμη μας στοιχειώνει. Συνεθλίβει κυριολεκτικά «στα δόντια της μυλόπετρας» που «κατάπινε» τον παλιό, προπολεμικό κόσμο για να αναδυθεί ο καινούργιος, ο μεταπολεμικός, με τις δικές του ιδεολογίες και διαιρέσεις. Η δική μου γενιά «χάθηκε» κυριολεκτικά μέσα στην απατηλή λάμψη μιας πλαστής καταναλωτικής ευωχίας, στο ψεύτικο είδωλο μίας «ισχυρής» και «ευημερούσης» Ελλάδας που στήριζε την υπερβολική καλοπέραση σε πήλινα στηρίγματα και στην κατάρρευση κάθε κώδικα αξιών, κάθε ηθικής συγκρότησης, κάθε στοιχείου από αυτά που οριοθετούν την συνοχή και (τελικά) την αντοχή κάθε κοινωνίας.
Για να είμαι δίκαιος: δεν φταίει, καθόλου ίσως, η δική μου γενιά γιά αυτή τη ριζική, εκ βάθρων αλλαγή στη συγκρότηση της Ελληνικής κοινωνίας. Αυτή είναι θλιβερό «επίτευγμα» μίας πραγματικά επώνυμης γενιάς, της περίφημης «γενιάς του Πολυτεχνείου» καθώς και της αμέσως προηγουμένης της. Αυτό όμως που βαραίνει εμάς, πού ήταν ο καταλύτης στην τύχη μας και ο δρόμος που μας οδήγησε στο περιθώριο της Ιστορίας, ήταν η απάθειά μας. Δεν μας έλειψαν τα καλά μυαλά, η γνώση, η παιδεία, οι ικανότητες και άλλες πολλές δεξιότητες και αρετές. Κάθε άλλο. Τα είχαμε (και τα έχουμε ακόμη) περισσότερο ίσως από κάθε άλλη γενιά. Μας έλειψε το συλλογικό ήθος και η «ψυχή». Βλέπαμε τις διαλυτικές διεργασίες, παρατηρούσαμε τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, δεν μας διέφευγε η δυναμική του φαινομένου, αλλά δεν μας ενδιέφερε να αντιδράσουμε. Περιμέναμε απλά τη σειρά μας για να πάρουμε μέρος στο «γλέντι» που είχε στηθεί από τους «προηγουμένους». Μόνο που, για κακή μας τύχη, όταν ήλθε «η ώρα μας», το «γλέντι» είχε τελειώσει και μόλις είχε φτάσει και ο «λογαριασμός». Τον οποίο θα έπρεπε να πληρώσουμε εμείς και τα παιδιά μας.
Όταν έφτασε η ώρα να πάρει η γενιά μου την ευθύνη της διαχείρισης της κοινωνίας και να δώσει το όποιο «στίγμα» της στην Ιστορία, όταν ήλθε η ώρα να πάρει την πολιτική εξουσία, να διοικήσει, να νομοθετήσει, να δώσει τον δικό της «τόνο» ως πολιτική, επιστημονική, επιχειρηματική, διοικητική «ελίτ», απλά δεν υπήρχε πια κράτος για να παράγει εξουσία, οικονομίαγια να έχουν έδαφος οι ιδέες και οι πρωτοβουλίες, κοινωνίαγια να λειτουργήσει και να κοινωνήσει τον πολιτισμό και την επιστήμη. Όλα κατέρρευσαν και παραδόθηκαν και επισήμως στους «έξωθεν» θεσμούς που πλέον αποφασίζουν για εμάς. Και επειδή, ως γνήσιο «παρακολούθημα» της γενιάς του Πολυτεχνείου θα ήμασταν χείριστοι διαχειριστές της κατάστασης που προέκυψε, η (τύποις) «εξουσία» πέρασε στα χέρια της επόμενης γενιάς, στα χέρια νέων «διαχειριστών». Και αυτό βέβαια, ίσως είναι το λιγότερο τραγικό. Αυτό, συνοδεύτηκε και από την άσχημη τύχη πολλών ανθρώπων της γενιάς μου που αντί να απολαμβάνουν την επιτυχία μίας σταδιοδρομίας που (θα έπρεπε να) φτάνει στο απόγειο της, βρέθηκαν χωρίς δουλειά εκεί κοντά στα 50, με οικογενειακές υποχρεώσεις τεράστιες, οικονομικές ανάγκες δυσβάστακτες που πολλές φορές ασυναίσθητα επέφερε μία – έως τότε – επιτυχημένη σταδιοδρομία που διακόπηκε βίαια. Μαζί και με τα ψυχικά συντρίμμια μιας αναπάντεχης και βίαιης αποτυχίας που δεν μπορεί να σε βγάλει εκτός μάχης– ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί.
Ξαναρωτάω τον εαυτό μου. Μας άξιζε; Δεν ξέρω.
Είναι και τόσα τα καλά που μπορώ να γράψω για τη γενιά μου, με μία προφανή τρυφερότητα και μία αναπόφευκτη υπερβολή. Αλλά υπάρχουν. Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Σίγουρα, είμαστε(ή μάλλον, ήμασταν) μία τυχερή γενιά. Μεγαλώσαμε σε έναν κόσμο που μπορεί να ασφυκτιούσε σε έναν πλανητικό πολιτικο-ιδεολογικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό, αλλά ταυτόχρονα έναν κόσμο χωρίς τους πολέμους και τις καταστροφές που αντιμετώπισε η γενιά των πατεράδων και των παππούδων μας. Μεγαλώσαμε σε μία Ελλάδα που επούλωνε τα τραύματα της φρικτής δεκαετίας ’40-’50 και πήγαινε αργά, αλλά σταθερά, προς το καλύτερο. Με όλα τα δύσκολα προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η Κατοχή, ο Εμφύλιος (τα οποία ακόμη μας ταλανίζουν) και η στρεβλή, ανάπηρη δημοκρατία που ακολούθησε, η Ελλάδα προχωρούσε μπροστά και αναπτυσσόταν σταθερά. Αυτό βέβαια είχε και μία σημαντική «παρενέργεια» για τη γενιά μου: κληρονομήσαμε σιωπηλά μία άτυπη παραδοχή πως αυτή η ευθύγραμμη πρόοδος ήταν πλέον κάτι σαν ιστορικός νόμος, μία μη αναστρέψιμη διαδικασία. Η θορυβώδης κατάρρευση αυτής της ψευδαίσθησης στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας είναι βέβαια αυτό που καθόρισε την τύχη μας και μάλλον είναι και ο λόγος που γράφω και αυτό το σημείωμα.
Οι ομοιότητες με την γενιά του ’40 δεν σταματούν εδώ. Δύσκολα θα βρει κανείς άλλη γενιά, σαν τη γενιά του ΄80, με τέτοιο πλούτο παραστάσεων, και μάλιστα βιωματικών, στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Προλάβαμε τα ορεινά χωριά της Ελλάδας χωρίς ηλεκτρισμό – θυμάται κανείς πόσες φορές πήραμε το δρόμο για το σπίτι φέγγοντας με τον φακό της μπαταρίας, μετά από βραδυά «πρέφας» και «δηλωτής» στο καφενείο του χωριού, παρέα με βανίλλια-«υποβρύχιο»; Ας μην ρωτήσει κανείς για τηλεόραση (τότε) και (σταθερό) τηλέφωνο εκεί πάνω. Αστειεύεστε τώρα; Και όμως, η γενιά μου έζησε βήμα-προς-βήμα την Επανάσταση της Πληροφορίας, την τρίτη (και ίσως σημαντικότερη) επανάσταση της ανθρώπινης Ιστορίας. Αφομοίωσε με ευκολία τα επιτεύγματα της και τα χρησιμοποίησε με αποτελεσματικότητα στη ζωή και στη δουλειά, καλύτερα από οποιαδήποτε προηγούμενη γενιά. Ενώ, είναι σε θέση να εκτιμήσει τη σημασία τους και την σπουδαιότητά τους περισσότερο από τις επόμενες γενιές που γεννήθηκαν με τον Παγκόσμιο Ιστό και δεν μπορούν να φανταστούν πως ήταν ο κόσμος χωρίς τα social media. Mε την ίδια καρτερικότητα που περιμέναμε στην ουρά τα καλοκαίρια έξω από τον ΟΤΕ Σίφνου για να πάρουμε ένα τηλέφωνο στο σπίτι και να πούμε «Είμαι καλά», με την ίδια ευκολία και τελείως φυσικά, μάθαμε να χειριζόμαστε το PC, το laptop, το κινητό τηλέφωνο και το smart phone, το tablet. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και ολα τα «εργαλεία» που έφερε η Πληροφορική και το διαδίκτυο αλλάζοντας σαρωτικά τον τρόπο δουλειάς σχεδόν παντού. E, καλά βέβαια, το ότι κάποιοι από εμάς παλιμπαιδίζουν με το Facebook δεν είναι λόγος για να αμφισβητήσει κανείς και ό,τι καταφέραμε ....
Δεν ήταν μόνο η «τεχνολογική» μας «παιδεία». Είμαστε η τελευταία γενιά – από τις τωρινές, τουλάχιστον - που δεν χρειάζεται «μετάφραση στα Νεοελληνικά»(!) για να διαβάσει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Ανδρέα Καρκαβίτσα (και ελπίζω να μην είμαστε η τελευταία γενιά που δεν το χρειάζεται, γενικώς ...). Είμαστε οι τελευταίοι που αφομοιώσαμε και το τελευταίο στοιχείο από εκείνη την υπέροχη, «παλαιάς κοπής» εκπαίδευση που μας επιτρέπει ακόμη να καταλαβαίνουμε κάτι από τον Όμηρο, τον Ξενοφώντα και τον Θουκυδίδη και να είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τι λέει η δοξολογία στην Εκκλησία – και αυτό έχει μία αξία, ανεξάρτητα από τις μεταφυσικές πεποιθήσεις του καθενός. Κι ας μας τραβούσε με συνέπεια το χαλί, συνεχώς και με μανία ανεξήγητη, το επίσημο Κράτος. Μάθαμε να γράφουμε με το πολυτονικό σύστημα και μόλις αποφοιτήσαμε από το Λύκειο, καθιερώθηκε το μονοτονικό – το οποίο βέβαια, κανείς μας δεν έμαθε καλά, ακόμη στους τόνους και στα πνεύματα πάει το χέρι όταν γράφει ελεύθερα. Στην «πλάτη» μας δοκιμάστηκε η «αναβάθμιση» του συστήματος εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Από το παλαιό «ακαδημαϊκό» σύστημα (με εξετάσεις που δίνονταν στα τέλη Αυγούστου), περάσαμε στις «διπλές Πανελλήνιες» (Β’ & Γ’ Λυκείου) που τελικά έγιναν «απλές» Πανελλήνιες εξετάσεις (μόνο Γ’ Λυκείου). Μέχρι και η μοναδική στην ιστορία ακύρωση εξέτασης σε έναν ομολογουμένως αδιάβλητο θεσμό, σε εμάς «έσκασε»! Για να μην θυμηθώ τις περίφημες εξετάσεις εισαγωγής στο Λύκειο που εμπνεύστηκαν κάποιοι φωστήρες για να μας ταλαιπωρήσουν μία ακόμη χρονιά σε άγουρη εφηβική ηλικία, για να το μετανιώσουν και να τις αποσύρουν μετά (1977). Με αυτές και αυτές όμως τις «ταλαιπωρίες», προχωρήσαμε και μορφωθήκαμε, χωρίς να έχει κάτι η μόρφωσή μας να ζηλέψει από καμία άλλη γενιά, το αντίθετο μάλιστα.
Πολιτικοποιηθήκαμε, διαβάσαμε, μορφωθήκαμε, παλέψαμε, προχωρήσαμε όσο λίγες γενιές. Και από πλευράς ιδεολογικής, «τα είδαμε όλα» κυριολεκτικά, για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή φράση των πιτσιρικάδων. Ανδρωθήκαμε στο φορτισμένο κλίμα της Μεταπολίτευσης με το κύμα των ιδεολογικών διαφορών και των φορτισμένων αντιπαραθέσεων που απελευθέρωσε η κατάρρευση της δικτατορίας. Που εμπεριείχαν όμως και την ελπίδα, το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Η γενιά μου είχε το προνόμιο να ζήσει την οριστική διάψευση κάθε ιδεολογικής φενάκης. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαμε απομυθοποιήσει τα «σκληρά» παραισθησιογόνα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η περιγραφή της καθημερινότητας που λαμβάναμε από τον αδελφό, τον συγγενή, τον φίλο που σπούδαζε στις «σοσιαλιστικές» χώρες δεν άφηνε περιθώρια. Ζήσαμε, κοντά στα 30 μας, την απόλυτη κατάρρευση αυτής της μυθοπλασίας με το συμβολικό γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου, γεγονός από αυτά που σημαδεύουν την Ιστορία, γεγονός μέσα από το οποίο σαν να αναδύθηκε ο καινούργιος κόσμος. Στην ίδια περίοδο, εκεί στη δεκαετία «μας», στα ‘80s, παρακολουθήσαμε – με έκπληξη μάλλον – την πορεία του εγχώριου «σοσιαλισμού» από τα συνθήματα για κοινωνική ολοκλήρωση και εθνική ανεξαρτησία, στην αγκαλιά της «Αυριανής» και μετά στο νοσηρό κλίμα των σκανδάλων και των δικών που σφράγισαν το κλείσιμο της δεκαετίας. Για να χρησιμοποιήσουμε αυτό που (υποτίθεται πως) είπε ιστορικό στέλεχος του εγχώριου «σοσιαλισμού» (και η αυθεντικότητα του οποίου είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί στον ωκεανό του διαδικτύου, χωρίς αυτό να έχει σημασία), παρακολουθήσαμε τους «αγωνιστές» του εγχώριου «σοσιαλισμού» να περνούν «την πρώτη τετραετία γνωρίζοντας γκόμενες και το maltwhiskey», να «βγάζουν λεφτά στη δεύτερη» και να «προσπαθούν να αποφύγουν τον εισαγγελέα στην Τρίτη». Ε, τελικά τους είδαμε να πηγαίνουν και στη Φυλακή ή να συνωστίζονται στον προθάλαμό της! Τι άλλο να δούμε;
Δεν μας είχε πάρει και πολύ να απομυθοποιήσουμε και τα «ελαφρά» παραισθησιογόνα του «ευρωκομμουνισμού» και του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», όσο και αν οφείλουμε ειλικρινή σεβασμό στην ποιότητα πολλών ανθρώπων που υπηρέτησαν αυτές τις ιδέες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Μας αξίωσε ο Θεός να δούμε και τους επιγόνους αυτού του ιδεολογικού ρεύματος να διαχειρίζονται με την άνεση σκληρού καπιταλιστή την σκληρή και άδικη πραγματικότητα στην Ελλάδα της Κρίσης, να υπογράφουν μνημόνια με τα δύο χέρια, και το βράδυ να αφηγούνται σε κάποιο wine barτων Εξαρχείων το πώς θα πάρουν εκδίκηση για την ήττα στον «Μεγάλο Δεκέμβρη» του ’44. Μύλος.
Ζήσαμε τις ένδοξες μέρες του κινηματογράφου, τότε που μία μεσημεριανή προβολή στις διακοπές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα, ήταν γεγονός. Και η βραδινή έξοδος για «σινεμά», μοναδικής αξίας διασκέδαση. Ζήσαμε και τον επιθανάτιο ρόγχο του, όταν η τηλεόρασηαπείλησε να τον σαρώσει. Θυμάται κανείς το «Λούνα Παρκ» και την «Γειτονιά»; Αλλά – για να μην είμαστε και άδικοι, τον «Γιούγκερμαν» και τους «Εμπόρους των Εθνών»; Αξιωθήκαμε ευτυχώς να δούμε και την ολική επαναφορά (του κινηματογράφου), έστω και στη σημερινή μορφή των multiplex και παρατηρούμε με ενδιαφέρον τη «μάχη» της βιομηχανίας του με το διαδίκτυο. Κάπως έτσι, με παρόμοιο τρόπο, φτάσαμε να ακούμε στο YouTube τους Pink Floyd και τον Πάνο Γαβαλά, που κάποτε ακούγαμε σε «πειρατικές» φθηνές κασέτες – τους Moody Blues έπρεπε να τους αγοράσεις, που να βρεθούν σε «πειρατή» ....
Είμαστε ίσως η τελευταία γενιά που μεγάλωσε έχοντας παραλάβει αξίες όπως η μόρφωση και η προκοπή – για να τις παραδώσουμε αργότερα στη χλεύη των illustration περιοδικών, που «φροντίσαμε» να μεγαλώσουν τα δικά μας παιδιά, υποβάλλοντάς τους τα πρότυπα ανθρώπων αμφιλεγόμενης(;) ηθικής και ύποπτων δραστηριοτήτων, σε ηχηρά εξώφυλλα με τίτλο «Επιχειρηματίας της Χρονιάς».
Και παρότι δεν είναι της ίδιας εμβέλειας, ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να αναφέρω, πώς είναι η δική μου γενιά που εκτόξευσε την Ελλάδα στην κορυφή του παγκόσμιου αθλητισμού. Είναι η γενιά μου που έκανε την Ελλάδα παγκόσμια δύναμη στο basket, επιτυχία που δεν ήταν καθόλου μα καθόλου «πυροτέχνημα» και έχει διάρκεια μέχρι σήμερα. Μία επιτυχία τέτοιου είδους οφείλεται σε πολλούς και κατορθώθηκε μέσα από πολλά. Πάντα όμως, κάποιοι ξεχωρίζουν και κάποιοι αποτελούν το έμβλημα μίας τέτοιας ξεχωριστής προσπάθειας. Χωρίς να θέλω να μειώσω τη λάμψη κανενός, ας μου επιτραπεί πάλι να γράψω πως, για εμάς που ζήσαμε πολλές ώρες από τη ζωή μας μέσα στο παρκέ των γηπέδων του αθλήματος, τίποτα δεν μπορεί να βγάλει από την καρδιά μας τον Γιαννάκη, τον δικό μας Παναγιώτη, τον μπροστάρη αυτής της τεράστιας προσπάθειας. Που ξεκίνησε από τα μπετά της Κοκκινιάς και έφτασε στην κορυφή του κόσμου, παρασύροντας κι εμάς μαζί του που παίξαμε basket προσπαθώντας να φτάσουμε λίγη από την τεράστια ποιότητά του, ως (συν)αθλητή.
Προσπαθήσαμε λοιπόν, παλέψαμε, μορφωθήκαμε, αγωνιστήκαμε, είχαμε κάποια ποιότητα σαν γενιά καθώς και σπουδαία μυαλά σε κάθε τομέα. Τι πήγε στραβά;
Νομίζω, πως δεν είχαμε «ψυχή». Σταθήκαμε αμήχανοι απέναντι σε αυτή την κολοσσιαία διάλυση της κοινωνίας που βλέπαμε να εκτυλίσσεται και έμοιαζε με ένα τεράστιο «γλέντι» που δεν θα σταματούσε ποτέ. Χωρίς συλλογική συνείδηση ξεχωριστής γενιάς, μείναμε να παρακολουθούμε όσα διαδραματίζονταν, χωρίς να ψελλίσουμε μία κριτική φράση, ένα πολιτικό αίτημα. Αντίθετα, τσαλαβουτήξαμε μετά χαράς στα Χρηματιστήρια, τα «διακοποδάνεια» και όλες αυτές τις αεριτζίδικες ιδέες και δραστηριότητες που μας έφερε ο περίφημος «εκσυγχρονισμός», μαζί με τα τόσα άλλα καλά που κόμισε και τα οποία άλλωστε απολαμβάνουμε σήμερα. Και απλά, περιμέναμε τη σειρά μας στη νομή της εξουσίας. Στην Πολιτική, στη Δουλειά, στην Κοινωνία. Έτσι νομίζαμε. Και όταν ήλθε η κρίση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις στρεβλώσεις και τα προβλήματα μίας ανάπηρης κοινωνίας, χωρίς ηθική ραχοκοκκαλιά, τα πάντα σαρώθηκαν. Και μαζί κι εμείς.
Και τωρα; Τι;
Δεν ξέρω.
«Είμαστε ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα», που τραγουδάει η Πρωτοψάλτη, η δική μας Άλκηστις, που την παραμερίσαμε εύκολα για τους παρακμιακούς διασκεδαστές που θα μας εξασφαλιζαν ένα «πρώτο τραπέζι πίστα».
Κι αν είμαστε ηττημένη γενιά, κι αν διαλυθήκαμε συλλογικά (αν υπήρξε ποτέ συλλογική αίσθηση γενιάς, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω), ο καθένας μας προσπαθεί να σταθεί όρθιος και να υπερασπιστεί την προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή του αξιοπρέπεια. «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμη» αδέλφια. Ναι. Και μην ξεχνάτε πως η ταινία του αγαπημένου Νίκου Νικολαϊδη είναι μέρος μίας τριλογίας που περιλαμβάνει τη «Γλυκειά Συμμορία» και το «Ο Χαμένος τα παίρνει όλα»!
Την πιο ζεστή μου καλησπέρα, κάπου από τη Μέση Ανατολή.
Ένας «’80»-άρης, Φεβρουάριος 2018.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.