Ένα από τα φοβερότερα τέρατα που εμφανίστηκαν πάνω στη γη ήταν ο Τυφωέας ή αλλιώς Τυφώνας. Ήταν δυνατότερο κι απ’ τους θεούς. Δυνατότερο ακόμη κι από τν βασιλιά τον θεών, τον Δία, τον οποίο σύμφωνα με τη μυθολογία μας προς στιγμήν νίκησε. Το μύθο του Τυφώνα θα διαπραγματευτούμε σ’ αυτή τη δημοσίευση.
Σαν οι θεοί νίκησαν πρώτα τους Τιτάνες (*1), που τους γκρέμισαν στο σκοτεινό Τάρταρο και μετά τους Γίγαντες (*2), που τους εξολόθρευσαν, η Γη θύμωσε πολύ για το χαμό των παιδιών της. Για να εκδικηθεί τους Ολύμπιους, ενώθηκε με τον Τάρταρο κι έτσι γέννησε στην Κιλικία ένα τέρας, τον Τυφώνα, που ήταν απ’ τη μέση και πάνω άντρας, ενώ απ’ τη μέση και κάτω δράκοντας.
Ο Τυφώνας είχε πελώριο ανάστημα και απεριόριστη αντοχή. Υπήρξε ο δυνατότερος γιος της Γης. Ο Απολλόδωρος μας αναφέρει πως ήταν ψηλότερος κι από τα ψηλότερα βουνά, με το κεφάλι του να αγγίζει τ’ άστρα. Κι όταν άπλωνε τα χέρια του, το ‘να άγγιζε την Ανατολή και τ’ άλλο τη Δύση. Ολόκληρο το σώμα του καλυπτόταν με φτερά κι από τους μηρούς πρόβαλλαν πολυάριθμες οχιές, που τον κάλυπταν μέχρι το κεφάλι και οποίες σφύριζαν απαίσια. Τόσο οι τρίχες της κεφαλής του, όσο και της γενειάδας ήσαν χοντρές σαν παλαμάρι καραβιού. Σ’ όλο του το σώμα ήταν διάσπαρτες εκατό δρακοκεφαλές, οι οποίες από τα μάτια έβγαζαν φωτιές κι από το στόμα συριγμό που σου πάγωνε το αίμα.
Ο Βοιωτός ποιητής Ησίοδος μας δίνει την ακόλουθη περιγραφή:
«Μ’ αφού ο Δίας τους Τιτάνες έδιωξε από τον ουρανό,
γέννησε τελευταίο της παιδί η πελώρια Γη τον Τυφωέα,
σμίγοντας με τον Τάρταρο με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Ήταν τα χέρια του γεμάτα δύναμη στα έργα του
κι ακάματα τα πόδια του δυνατού θεού. Κι ήταν κεφάλια εκατό
φιδιού, δράκοντα φοβερού, στους ώμους του,
που γλείφανε με γλώσσες σκοτεινές. Και τα μάτια του,
στα άφατα κεφάλια μέσα, από τα φρύδια κάτω, έβγαζαν φωτιά.
Απ’ όλα τα κεφάλια του έκαιε φωτιά, σαν κοίταζε.
Κι είχαν μιλιά όλα τα φοβερά κεφάλια του
κι αφήνανε κάθε είδους ανείπωτες φωνές: άλλοτε έτσι μίλαγαν
σαν να μιλούσαν στους θεούς, άλλοτε πάλι βγάζανε φωνή ταύρου περήφανου
που μουγκρίζει δυνατά, στη δύναμη ακατάσχετου,
άλλοτε λιονταριού που ‘χει καρδιά ανελέητη,
άλλοτε πάλι μοιάζανε με φωνές σκυλιών, πράγμα παράδοξο στο άκουσμα,
κι άλλοτε σφύριζε και τα ψηλά βουνά αντηχούσαν.» (Ησίοδος, Θεογονία, 820- 835)
Ο Τυφώνας με προτροπή της μητέρας του Γης επιτέθηκε στον Όλυμπο. Σαν οι θεοί ένωσαν την ξαφνική επίθεση του Τυφώνα, που ανέβαινε στου ουρανό εκσφενδονίζοντας πυρακτωμένα βράχια, κάνοντας μεγάλη βουή, μαζί με σφυρίγματα που σε ξεκούφαιναν, μαζί μ’ ανεμοζάλη, σφόδρα ταράχτηκαν. Τρέμοντας από φόβο, έτρεξαν για να κρυφτούν προς της Αιγύπτου τα μέρη. Κι ως ένιωσαν την καταδίωξη από το φοβερό τέρας, μεταμορφώθηκαν σε ζώα. Ο Απόλλωνας γίνηκε γεράκι- άλλοι λένε πως έγινε κοράκι- ο φτεροπόδαρος Ερμής μεταμορφώθηκε σε ίβιδα, ο πολεμόχαρος Άρης έγινε λεπιδωτό ψάρι, η σαϊτορίχτρα Άρτεμη πήρε τη μορφή γάτας, ο Διόνυσος γίνηκε τράγος, πολυκέρατο ελάφι ο Ηρακλής, βόδι μουγκανιστό ο στραβοπόδης Ήφαιστος, ο Πάνας καμπυλοκέρατος αιγόκερος, ενώ η Αφροδίτη ψάρι του Ευφράτη. Έτσι οι τρομαγμένοι θεοί από την ορμή και την φοβερή όψη του Τυφώνα, τράπηκαν σε φυγή, αφού άλλαξαν την όψη τους.
Την ιδέα για να μεταμορφωθούν σε ζώα την είχε ο Πάνας. Αργότερα, σαν έληξε η απειλή του Τυφώνα, οι θεοί από ευγνωμοσύνη στον σωτήρα τους, έβαλαν τον αστερισμό του Αιγόκερου στον ουρανό.
Ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας, μαζί με την ατρόμητη κόρη του, την Αθηνά, μόνον δεν φοβήθηκαν, αλλά έμειναν στον Όλυμπο, αποφασισμένοι ν’ αντισταθούν. Κάποια παραλλαγή του μύθου μας λέει πως αρχικά κιότεψε ακόμη κι ο κυρίαρχος του ουρανού, ο Δίας. Μάλιστα μεταμορφώθηκε σε κριάρι για να το βάλει στα πόδια, όπως και οι άλλοι θεοί. Μα η κόρη του Αθηνά του έβαλε τις φωνές για τη δειλία και του τόνισε τη θέση του. Προσβλήθηκε τότε ο βασιλιάς των θεών κι ανθρώπων κι έμεινε στον Όλυμπο με συμπαραστάτη την κόρη του.
Έτσι σαν όρμησε ο Τυφώνας, ο Δίας τον χτύπησε με το αστροπελέκι του από μακριά και επετέθη ενάντια στο τέρας κραδαίνοντας το χαλύβδινο δρεπάνι, που η γη είχε δώσει στον Κρόνο για να θερίσει τα γεννητικά όργανα του Ουρανού. Μπροστά στην ορμή του Δία, οπισθοδρόμησε το τέρας κι ο άρχοντας του κόσμου το κυνήγησε μέχρι το ψηλότερο βουνό της Συρίας, το Κάσιο. Σαν είδε να έχει ο γιος της Γης πολλά τραύματα, όρμησε ο Δίας και πιάστηκαν στα χέρια. Τότε ο Τυφώνας κουλουριάστηκε στο κορμί του γιου του Κρόνου, και με τις πολλές φιδοουρές τον ακινητοποίησε. Του άρπαξε το δρεπάνι και του ‘κοψε από τα πόδια και τα χέρια τα νεύρα. Τον ανήμπορο κι αναίσθητο Δία κουβάλησε πάνω από της Κιλικίας τη θάλασσα και τον γκρέμισε σε ένα βάραθρο, μέσα στο Κωρύκιο άντρο. Μάζεψε τα νεύρα του θεού, τα τύλιξε σε αρκουδοτόμαρο και τα έκρυψε στη σπηλιά, βάζοντας για φύλακα τη δράκαινα Δελφύνη.
Μια και η κατάσταση είχε ξεφύγει πολύ από τα συνηθισμένα, τόσο που δεν ξανάγινε ποτέ, ο Ερμής και ο Αιγίπαν βάλθηκαν να επιστρατεύσουν όλη τους την πονηριά. Με μύριες όσες δυσκολίες ανακάλυψαν τα κομμένα νεύρα του βροντορίχτη Δία, τα έκλεψαν και τα επανασύνδεσαν στο σώμα του. Σαν συνήλθε και βρήκε την πρότερη δύναμή του ο Δίας, όρμησε πάνω σε άρμα που το ’σερναν φτερωτά άλογα από τον ουρανό και χτυπώντας αιφνίδια με τους κεραυνούς τον Τυφώνα, τον κυνήγησε μέχρι το όρος Νύσσα. Οι πάντοτε πιστές στο Δία Μοίρες ξεγέλασαν το τέρας, λέγοντας, τάχα, πως θα γινόταν πιότερο τρανή η δύναμή του, αν έτρωγε από τα εποχιακά φρούτα.
Συνεχίζοντας την καταδίωξη ο Δίας, ανάγκασε τον Τυφώνα να καταφύγει στη Θράκη και να ταμπουρωθεί στον Αίμο, απ’ όπου εξακόντιζε προς το θεό ολάκερα βουνά. Μα ο βροντορίχτης τα κεραύνωνε, αυτά γύριζαν πίσω και καθώς κομματιαζόντουσαν, τα θραύσματα τραυμάτιζαν το τέρας. Έτσι καθώς μαχόταν σ’ αυτή την περιοχή ο Τυφώνας, την πότισε με το αίμα, που’ χανε, κι αυτή η οροσειρά ονομάστηκε Αίμος.
Μετά κατέφυγε στη Σικελία, οπότε ο Δίας του ’ριξε καταπάνω ολόκληρη την Αίτνα. Από την πολλή φωτιά των κεραυνών το βουνό έγινε ηφαίστειο, ενώ στην κορυφή του ο Δίας έβαλε φύλακα τον γιο του Ήφαιστο, που έστησε το αμόνι του ακριβώς πάνω στο σβέρκο του τέρατος και ‘κει δουλεύει το πυρακτωμένο σίδερο.
Αυτή την τιμωρία περιγράφει ο τραγικός μας ποιητής Αισχύλος στο έργο του “Προμηθέας Δεσμώτης”:
«Και πόνεσα το γιο της Γης θωρώντας
που ζούσε στις σπηλιές της Κιλικίας,
απαίσιο μ’ εκατό κεφάλια τέρας,
τον άγριο πολεμόχαρο Τυφώνα,
να πέφτει νικημένος απ’ τη βία.
Γιατί θεών αντίμαχος σηκώθη,
τρόμο φυσώντας απ’ τα φοβερά σαγόνια
κι αστροποβόλαεν η ματιά του φλόγες
φριχτές, καθώς φοβέριζε λυσσώντας
πως θα γκρεμίσει με τη δύναμή του
την τυραννία του Δία· όμως η ξάγρυπνη
τον χτύπησε σαΐτα, ο φλογοπνόιστος
ουρανοβάτης κεραυνός του Δία
και του ‘κοψε του κομπασμού τη φόρα
που τράβαγε ολοφούσκωτη στα ύψη.
Τι ολόισα στην καρδιά του χτυπημένος,
έγινε στάχτη κι άδειασεν η ορμή του.
Τώρα στου πέλαου το στενό παρέκει,
άχρηστο και παράλυτο κουφάρι
κείτεται, πλακωμένος απ’ την Αίτνα,
κι ο Ήφαιστος απάνω στην κορφή της
σφυροκοπάει το πυρωμένο ατσάλι.
Εκείθε ποταμοί φωτιάς μια μέρα
θα ξεπηδήσουν και με τ’ άγρια σαγόνια
της πλούσιας θα σπαράξουν Σικελίας
τους πλατιούς κάμπους· τέτοια θα ξεβράσει
λύσσα ο Τυφώνας, μιας φλογόπνοης μπόρας
τους καυτερούς κι αζύγωτους στροβίλους,
κι ας έχει γίνει κάρβουνο απ’ του Δία τον κεραυνό. (Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 361- 384)
Υπάρχει βέβαια και η παραλλαγή του μύθου, όπου ο Κάδμος βοήθησε το Δία, για ξαναποκτήσει τα νεύρα του. Ο Έρωτας με τον Πάνα κατάφεραν τον ξενιτεμένο πρίγκιπα, το γιό του Αγήνορα, που έψαχνε την αδελφή του- την πανωραία Ευρώπη, που είχε πριν από καιρό κλέψει ο Δίας, μεταμορφωμένος σε ταύρο- να ντυθεί βοσκός και με τη σύριγγα του Πάνα να παίξει ένα ποιμενικό σκοπό αποκοιμίζοντας τον Τυφώνα κι έτσι ο Δίας πήρε πίσω τα νεύρα του.
Ας δούμε κι αυτή την παραλλαγή:
Όταν περνούσε από τον τόπο της Μ. Ασίας, που αργότερα θα τον έλεγαν προς τιμή του αδελφού του, Κιλικία, και προχωρούσε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα ενός δάσους από κέδρους, πέρασε ένα σμήνος πουλιών, που πετάριζαν γεμάτα τρόμο, πηγαίνοντας προς το νοτιά. Τα είδε με απορία, γιατί ο καιρός δεν προμηνούσε αιφνίδια αλλαγή, ούτε άγρια όρνεα μαύριζαν το γαλανό ουρανό. Δεν ήξερε πως εκείνα τα πετεινά ήσαν οι Ολύμπιοι, που φοβισμένοι κατευθύνονταν στην Αίγυπτο! Το περήφανο βουνό της κατοικίας τους ήταν έρημο, σαν μουσείο μεσ’ στο μαύρο σκοτάδι χειμωνιάτικης νύχτας.
Λίγα βήματα πιο κάτω, σε μια σπηλιά, που μύριζε μούχλα και οι τοίχοι της έσταζαν νερά, κείτονταν ανυπεράσπιστος ο βασιλιάς των θεών! Το φιδόμορφο τέρας, ο Τυφωέας είχε κατορθώσει να του πάρει το διαμαντένιο δρεπάνι και να του κόψει τα νεύρα από τα χέρια κι από τα πόδια. Το σώμα του Δία ήταν ριγμένο σε μια γωνιά της κοιλότητας της γης σα παρατημένο σακί. Τα νεύρα του τα φύλαγε η Δελφύνη, μισό κορίτσι και μισό φίδι, τυλιγμένα σε αρκουδοτόμαρο.
Χάθηκε η τάξη και η αρμονία στη φύση, μετά από τη νίκη του τέρατος, κι έμελλε ο ταξιδιώτης πρίγκιπας να βοηθήσει για την επαναφορά τους. Ο Κάδμος δεν είχε όπλα ικανά να αντιμετωπίσει τον Τυφωέα, πέρα από τα αόρατα τεχνάσματα του μυαλού. Όταν στην πρώτη νεότητά του ακολουθούσε στις περιπλανήσεις της γνώσης τον πατέρα του, ήπιε από “το ανέκφραστο γάλα των βιβλίων”, που του πρόσφεραν οι ιερείς των αιγυπτιακών ναών. Έμαθε και τη θεία μουσική του Απόλλωνα, που μπορεί να σε φέρει στον τρίτο ουρανό, να ανταμώσεις τα υπερούσια όντα.
Με αυτή, σκαρφίστηκε, να πλανήσει το τέρας. Έβγαλε από το δισάκι του τη φλογέρα και πιότερο μαγευτικά από τον Πάνα γέμισε μελωδίες τον ευωδιαστό από τους κέδρους αγέρα. Ο γλυκός ήχος χάïδεψε τα μαλλιαρά αυτιά του Τυφωέα και μούδιασαν τα μέλη του. Κάλεσε τον πρίγκιπα να παραβγούν, κείνος με τον ήχο της βροντής, που συνθέμελα ανταριάζει σκορπώντας φόβου ανατριχίλα, και ο Κάδμος με τον ήχο της καλαμένιας φλογέρας, που ημερεύει τα άγρια θεριά.
Με τον εγωïσμό του μοναδικού κυρίαρχου του κόσμου υποσχέθηκε, αν κέρδιζε ο Κάδμος, πως θα τον ανέβαζε στον Όλυμπο, όπου μπορούσε να χαρεί το παρθένο σώμα της Αθηνάς, ή το σφιχτό κορμί της Άρτεμης ή το λάγνο αγαλματένιο κορμί της Αφροδίτης ή μήπως ήθελε της Ήβης; Την Ήρα μόνο δεν ημπορούσε να αγγίξει , γιατί ανήκε σε ‘κείνο.
Ο Κάδμος καμώθηκε πως δεν άξιζε να χρησιμοποιήσει τους ήχους της φλογέρας, και θα ήταν προτιμότερο στους θεσπέσιους ήχους της λύρας να παραβγεί. Με τη μουσική της λύρας ήταν ικανός να διακόψει την πορεία των πλανητών και τα θηρία να μαγέψει. Μα όταν, κάποτε, κάλεσε τον Διογενή Απόλλωνα να διαγωνιστούν, ο πατέρας του για ν’ αποφύγει ήττα επονείδιστη του γιου του, με το αστροπελέκι του τσάκισε τις γλυκόλαλες χορδές. Έτσι τώρα η μαγεύτρα λύρα σαν άψυχο κουφάρι κείτονταν στο βάθος στο τρίχινο δισάκι. Όμως μπορούσε ευθύς ζωή να πάρει, αν ο μέγας κατακτητής Τυφωέας, του έδινε τα ανθεκτικά νεύρα του αντίπαλού τους Δία.
Το απονήρευτο τέρας δέχτηκε και πρόσφερε τη λαμπερή δέσμη με τα νεύρα του Ολύμπιου βασιλιά. Ο πονηρός πρίγκιπας καμώθηκε πως έπρεπε γαλήνιος να σκεφτεί για να συνταιριάσει τις θείες χορδές. Έκρυψε τα νεύρα πίσω από έναν γκρίζο βράχο, μετά προχώρησε στο βάθος του κεδρόδασους κι αντάμα με το τιτίβισμα των πουλιών, αλλάζοντας προσεχτικά τον ήχο σύριγγας (*3), της καλαμένιας φλογέρας, έπαιξε μια μελωδία πιότερο γλυκιά από το μέλι των άγριων μελισσών, κάνοντας να σωπάσουν όλα τα ζώα του δάσους. Ο Τυφωέας άκουγε την αρμονία και βυθιζόταν στην απόλαυση. Σαν από γλυκόπιοτο κρασί μούδιαζε το σώμα του και σφάλισαν τα μάτια του πέφτοντας σε μακάριο ύπνο. Βρήκε τότε ο Δίας την ευκαιρία, βγήκε από τη σπηλιά, πήρε από το βράχο τα νεύρα και σε λίγο κρατούσε στο χέρι του τη δέσμη με τους κεραυνούς. Με οργή εξακόντισε το τρομερό αστροπελέκι στο τέρας και το ‘ριξε στα Τάρταρα. Ο πατέρας των θεών ποτέ δεν ξέχασε την βοήθεια του θνητού και πολλές φορές του συμπαραστάθηκε. Κατά τον Όμηρο ο Τυφώνας βρίσκεται αλυσοδεμένος στη χώρα των Αρίμων δηλαδή στη Κιλικία και Φρυγία, ενώ κατά τον Πίνδαρο βρίσκεται θαμμένος στα έγκατα της Αίτνας στη Σικελία.
Ας δούμε την περιγραφή που κάνει ο Θηβαίος λυρικός ποιητής:
«Όσα όμως πάνω στη γη και στην ανίκητη θάλασσα
δεν αρέσουν στον Δία, ταράζονται όταν ακούνε
τα τραγούδια των Πιερίδων, κι αυτός, των θεών
ο εχθρός, που κείτεται στον τρομερό
Τάρταρο, ο εκατοκέφαλος Τυφώνας· κάποτε
τον έθρεψε η πολυξάκουστη σπηλιά της Κιλικίας·
τώρα τα θαλασσόδαρτα ακτογιάλια της Κύμης
κι η Σικελία του πλακώνουν τα δασύτριχα στήθη·
ουράνια κολώνα τον κρατάει, το χιονοσκέπαστο
βουνό της Αίτνας που θρέφει ολιγοχρονίς άλιωτο
χιόνι· μέσ’ από τα βάθη της ξεχύνουνται πηγές
ατόφιες αζύγωτης φωτιάς· την ημέρα υψώνονται
ποτάμια διάφλογου καπνού· τη νύχτα η κόκκινη
φλόγα στριφογυρνώντας τινάζει με πάταγο βράχους
στην άπλα της βαθιάς θάλασσας. Εκείνος ο δράκοντας
εξακοντίζει τους φοβερούς κρουνούς
του Ηφαίστου· απίστευτο θαύμα να τον δεις
και θαύμα να τ’ ακούσεις από κείνους
που τον αντίκρισαν πώς είναι δεμένο το τέρας
ανάμεσα στις σκιερές κορφές της Αίτνας
και στην πεδιάδα, και το στρώμα που πλαγιάζει,
του πληγώνει όλη τη ράχη…. (Πίνδαρος, Πυθιόνικος Ι, 25- 53)
-----------------------------------------------------------------
(*1). Τιτανομαχία: Οι Τιτάνες ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γαίας ( Γης ). Είχαν αδέλφια τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπήρξαν έξι Τιτάνες,οι Ωκεανός, Κοίος, Κρείος, Υπερίων, Ιαπετός, Κρόνος, και έξι Τιτανίδες, οι Τηθύς, Φοίβη, Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη. Δύο από τις Τιτανίδες έγιναν σύζυγοι του Δία. Η Θέμις, που του γέννησε τη Δίκη και η Μνημοσύνη, που του γέννησε τις Μούσες.
Τιτανομαχία είναι η διαμάχη των Τιτάνων με επικεφαλής το νεώτερο Τιτάνα, τον Κρόνο, με το Δία. Στο πλευρό του Δία ήταν ο Τιτάνας Ωκεανός και οι Τιτανίδες Θέμις και Μνημοσύνη, καθώς και τα παιδιά των Τιτάνων Προμηθέας και η Στύξ. Η πάλη διήρκεσε 10 χρόνια και υπήρξε ζοφερή. Οι Τιτάνες είχαν ορμητήριο το όρος Όθρυς και οι θεοί τον Όλυμπο. Από του δύο βουνά εκσφενδόνιζαν βράχους οι μεν στους δε, ο ουρανός άστραφτε και σειόταν όλος ο κόσμος. Με τη βοήθεια των Κυκλώπων και των Εκατόγχειρων επικράτησαν ο ι Ολύμπιοι. Τους νικημένους Τιτάνες, αφού τους αλυσόδεσαν, τους φυλάκισαν στον Τάρταρο βάζοντας σαν φρουρούς τους Εκατόγχειρες.
(*1). Τιτανομαχία: Οι Τιτάνες ήσαν παιδιά του Ουρανού και της Γαίας ( Γης ). Είχαν αδέλφια τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπήρξαν έξι Τιτάνες,οι Ωκεανός, Κοίος, Κρείος, Υπερίων, Ιαπετός, Κρόνος, και έξι Τιτανίδες, οι Τηθύς, Φοίβη, Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη. Δύο από τις Τιτανίδες έγιναν σύζυγοι του Δία. Η Θέμις, που του γέννησε τη Δίκη και η Μνημοσύνη, που του γέννησε τις Μούσες.
Τιτανομαχία είναι η διαμάχη των Τιτάνων με επικεφαλής το νεώτερο Τιτάνα, τον Κρόνο, με το Δία. Στο πλευρό του Δία ήταν ο Τιτάνας Ωκεανός και οι Τιτανίδες Θέμις και Μνημοσύνη, καθώς και τα παιδιά των Τιτάνων Προμηθέας και η Στύξ. Η πάλη διήρκεσε 10 χρόνια και υπήρξε ζοφερή. Οι Τιτάνες είχαν ορμητήριο το όρος Όθρυς και οι θεοί τον Όλυμπο. Από του δύο βουνά εκσφενδόνιζαν βράχους οι μεν στους δε, ο ουρανός άστραφτε και σειόταν όλος ο κόσμος. Με τη βοήθεια των Κυκλώπων και των Εκατόγχειρων επικράτησαν ο ι Ολύμπιοι. Τους νικημένους Τιτάνες, αφού τους αλυσόδεσαν, τους φυλάκισαν στον Τάρταρο βάζοντας σαν φρουρούς τους Εκατόγχειρες.
(*2). Γιγαντομαχία: Οι Γίγαντες ήσαν μυθικά όντα με τερατώδη μορφή και υπερφυσική δύναμη, παιδιά της Γης που γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού, όταν τον ακρωτηρίασε ο Κρόνος. Η Γη, επειδή ο Δίας της σκότωσε τους Τιτάντες, έβαλε τους Γίγαντες να πολεμήσουν τους θεούς. Σ’ αυτή τη μάχη πήραν μέρος όλοι οι θεοί, εκτός από τη Δήμητρα, και έγινε στη Φλέγρα φλεγόμενος τόπος ). Στο πλευρό των θεών πολέμησε ο Ηρακλής, που έγινε η αιτία να νικήσουν οι θεοί. Οι Γίγαντες με αρχηγό τον Πορφυρίωνα, εξακόντιζαν τεράστιους βράχους, που ξεκολλούσαν από τα βουνά, και αναμμένους κορμούς δέντρων. Υπήρχε παλιός χρησμός, σύμφωνα με τον οποίο οι Γίγαντες θα ήσαν απρόσβλητοι από τα όπλα των αθανάτων, αλλά ευάλωτοι από τα όπλα των ανθρώπων. Γι’ αυτό οι θεοί ζήτησαν τη βοήθεια του Ηρακλή και του Διόνυσου, που είχαν μανάδες θνητές. Έτσι ο Ηρακλής με τα βέλη του σκότωσε τον Πορφυρίωνα και τον Αλκυονέα, ο Διόνυσος με το θύρσο του τον Εύρυτο, ο Απόλλωνας τόξευσε τον Εφιάλη και η Αθηνά εξόντωσε τον Πάλλαντα και τον Εγκέλαδο. Για όσο χρόνο κράτησε η μάχη των Γιγάντων, η φύση κλονίστηκε συθέμελα και κοσμογονικά φαινόμενα συνέβησαν.
(*3 ). Η σύριγξ ( σύριγγα ) είναι το πρώτο πνευστό καλαμένιο όργανο, που ανακάλυψαν οι πρόγονοί μας, μετά από παρατήρηση του φυσικού φαινομένου, του συριγμού του αέρα στα καλάμια. Απ’ αυτό προέκυψε το επτατονικό μουσικό σύστημα.
Ξέρουμε από την πείρα μας, πως αν φυσάει ο αέρας μπροστά από το ένα άκρο σωλήνα, παράγονται διάφοροι φθόγγοι (νότες ), ανάλογοι του μήκους και της έντασης του αέρα. Υπάρχουν δύο είδη σύριγγας, η μονοκάλαμη και η πολυκάλαμη. « Σύριγγος είδη δύο, το μεν εστι μονοκάλαμον, το δε πολυκάλαμον, ό φασιν εύρημα Πανός ». Ο σχετικός μύθος είναι ο ακόλουθος :
Ο Πάνας αγάπησε τη Νύμφη Σύριγγα, κόρη του ποταμού Λάδωνα. Βάλθηκε να την κάμει δικιά του, και η Νύμφη τρομαγμένη από την καταδίωξη του θεού ικέτευσε τον Δία να τη σώσει. Έτσι, τη στιγμή που ο Πάνας της έπιασε, αυτή μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τρελός από απογοήτευση και θυμό ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Τότε κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της Νύμφης, που ποθούσε, και μετανιωμένος άρχισε κα κλαίει και να φιλά το κομμάτια της καλαμιάς. Καθώς φυσούσε κλαίγοντας, διαπίστωσε ότι έβγαιναν ήχοι από τα καλαμένια κομμάτια. Έτσι οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας.
Ξέρουμε από την πείρα μας, πως αν φυσάει ο αέρας μπροστά από το ένα άκρο σωλήνα, παράγονται διάφοροι φθόγγοι (νότες ), ανάλογοι του μήκους και της έντασης του αέρα. Υπάρχουν δύο είδη σύριγγας, η μονοκάλαμη και η πολυκάλαμη. « Σύριγγος είδη δύο, το μεν εστι μονοκάλαμον, το δε πολυκάλαμον, ό φασιν εύρημα Πανός ». Ο σχετικός μύθος είναι ο ακόλουθος :
Ο Πάνας αγάπησε τη Νύμφη Σύριγγα, κόρη του ποταμού Λάδωνα. Βάλθηκε να την κάμει δικιά του, και η Νύμφη τρομαγμένη από την καταδίωξη του θεού ικέτευσε τον Δία να τη σώσει. Έτσι, τη στιγμή που ο Πάνας της έπιασε, αυτή μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τρελός από απογοήτευση και θυμό ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Τότε κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της Νύμφης, που ποθούσε, και μετανιωμένος άρχισε κα κλαίει και να φιλά το κομμάτια της καλαμιάς. Καθώς φυσούσε κλαίγοντας, διαπίστωσε ότι έβγαιναν ήχοι από τα καλαμένια κομμάτια. Έτσι οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.