Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Μήπως κανένας άλλος τεχνίτης έκαμεν ένα μικρό βήμα στην επιτυχία; Θα τον ραδιουργούσε, θα τον εδυσφήμιζε, θα πλήρωνε χαζολόγους και φλύαρους, για να του βάλη εμπόδια στο δρόμο.



Ήταν μια φορά, εδώ και πλέον από τέσσαρες αιώνες, ένας ζωγράφος περίφημος στην Ιταλία, που τον έλεγαν Αντρέα Καστάνιο, κι απολάμβανε μεγάλην υπόληψη από άρχοντες, βασιλείς καί πάπας τής εποχής του. Έγδερνε πτώματα ζώων και ανθρώπων, για να μάθη την ανατομία.Όπου στεκόταν και βρισκόταν, παραμόνευε τον άνθρωπο και το ζώο, για να τα συλλάβη στην εκτέλεση των κακών ή αγαθών, κρυφών ή ολοφάνερων σκοπών των, αδιάφορο. Δεν τόν ένδιέφεραν οι πράξεις, άλλα τα σχήματα. Μελετούσε γυμνούς ζητιάνους, φορτωμένους αχθοφόρους, μεθυσμένους των καπηλιών, καθώς καί σακάτηδες των ασύλων. Κι όταν του ζητούσαν να ιστορήση τα θεία, έβαζε κάποτε στην εικόνα τέτοιους ανθρώπους μεταμορφωμένους σε αγίους. Κ’ επειδή αρέσκονταν, φαίνεται, οι τότε άρχοντες να βλέπουν το κράμα τούτο της σαρκικής αθλιότητας και της αγιωσύνης, ο Καστάνιο ακούστηκε πολύ σ’ όλη τη Φλωρεντία. Μα, ενώ απολάμβανε τη φήμη και τα χρήματα, παρουσιάστηκε ένας αντίπαλός του, που άρχισε να παίρνη σημαντικές παραγγελίες, ο Ντομένικος Βενετζιάνος. Εμαθεύτηκε πως αυτός κατέχει καλά την τέχνη των χρωμάτων κ’ εξ άλλου πως ιστορεί με γλυκύτητα και σέβας ουρανίες σκηνές, κρατώντας πολλούς αγγέλους στον αέρα, έτσι σαν ν’ αργοπλέουν με τα λευκά φτερά των εις δόξαν του Κυρίου και Θεού.
Τα ουράνια επεισόδια μπορούν και τα παριστάνουν μόνον ζωγράφοι αγνοί καί ανυστερόβουλοι. Αυτόί τα βρίσκουν στην ψυχή των, πριν τά μεταφέρουν στήν εικόνα. Έχουν να πουν πώς, επειδή ό Βενετζιάνος ήταν αγνή καί αδόλωτη ψυχή, που αισχύνονταν να συλλάβη στο νου του κακό εναντίον συντεχνίτη του ή να πή λόγο άπρεπο και φαρμακερό, για τούτο και σχημάτιζεν η φαντασία του τις εξαίσιες παρθενικές μορφές και τις στάσεις που εμφάνιζε στα εικονίσματα του. Ήταν αυτές οι μορφές χερουβικοί ψαλμοί, ενόμιζες, που έφταναν από νεφέλες κι αυτός τις ενωτίζετο και τις έβλεπε σαν πρόσωπα υπερούσια και τις έγραφε το πινέλο του με υπομονή στην εικόνα, σα να τις είχε μποστά του, ούτως ώστε οι βασανισμένοι θνητοί, βλέποντας τά ζωγραφίσματά του, να θαρρούν πώς είναι όσα τέλεια οραματίστηκαν στις προσευχές των και τις υπνοφαντασίες. Καλότυχοι οι τεχνίτες, που βλέπουν επάνω από τα σύννεφα! Ευλογημένη η φαντασία των, που μας φέρνει μηνύματα απ’ το θείο! Χάρις σ’ έκείνους, τα νοητά γίνονται ορατά! Ευρέθηκαν στην τότε υλική Ιταλία άνθρωποι, κουρασμένοι απ’ την απόλαυση κι απ’ τό έγκλημα, που, βλέποντας τη σεραφική τέχνη του Βενετζιάνου, αισθάνθηκαν να λυτρώνονται απ’ τα δεσμά της γης. Παραγγελίες για τις εκκλησιές, τα μοναστήρια και τα παλάτια του έρχονταν άφθονες. Τ’ όνομά του εφημίζονταν μαζί με τ’όνομα τού Καστάνιο. Ήταν Φλωρεντινοί που αγαπούσαν τον ένα και Φλωρεντίνοι που προτιμούσαν τον άλλο, σύμφωνα με την κατασκευή των. Ο καθένας παίρνει την εικόνα που υπηρετεί το χαρακτήρα του. Ο Καστάνιο, μαθαίνοντας τα, έχασε τον ύπνο του. Τι; Θ’ αφήση τη δόξα να βγη απ’ την πόρτα του; Μήπως είναι η γάτα του; Φήμη και υπόληψη που ξεπορτίζει μια φορά δεν ξανάρχεται. Α! Όχι! Ο Καστάνιο δεν ήταν άνθρωπος που τα δέχεται τέτοια. Κέρδισε τή δόξα του με κόπο καί υπομονή, θα την κράτηση.
Κάθε αέρα είχε το νου του να ιδή: Μήπως κανένας άλλος τεχνίτης έκαμεν ένα μικρό βήμα προς την επιτυχία; Εννοούσε να τον γυρίση πίσω. Θα τον τρικλοπόδιζε! Θα τον ραδιουργούσε , θα τον εδυσφήμιζε, θα πλήρωνε χαζολόγους και φλύαρους, γυναίκες και ιερωμένους, για να του βάλη εμπόδια στο δρόμο. Έτσι αναποδογύριζε τους άλλους μόλις ξεκινούσαν καί διατηρούσε τη δική του φήμη. Τέσσερα τά είχε τα μάτια του: μήπως ξεμύτισε πουθενά τάλαντο, φιλοδοξία ή ωραία ψυχή; Θα τη λασπώση άμέσως μ’ ό,τι μπορεί. Τα κέντρα τής Φλωρεντίας, απ’ όπου ξεκινούσεν η κοινή γνώμη, τα είχε με διαβολικούς τρόπους πιασμένα, γι’ αυτό το σκοπό. Στων αρχόντων ακόμη τα σπίτια και στα μοναστήρια είχεν ανθρώπους. Έλεγε πώς τέχνη δεν είναι μόνο η καλαισθησία, μα είναι κ’ η ραδιουργία καί τό πάθος, γιατί αλλιώς ο τεχνίτης είναι ανίκανος νά φυλάξη το έργο του. Είχε τον καιρό να σπουδάζη τούς άνθρώπους στα καπηλιά, να γδέρνη ψοφίμια στο αργαστήρι του και να καταδιώκη τους συντεχνίτες του. Μα τώρα πώς ν’ αντισταθή σε τούτο το ανέλπιστο που άκουσε; Του είπαν πως ο Ντομένικος Βενετζιάνος κατέχει ένα μεγάλο μυστικό… Ένα πρωτόβγαλτο υγρό, που κάνει τα χρώματα λαμπρά σαν πολύτιμες πέτρες, τα διατηρεί σ’ αιώνα τον άπαντα κ’ επιτρέπει στην εικόνα πολλές φαντασίες. Τα χρώματα του Βενετζιάνου ζυμώνονται, λέγει, με το λάδι. Γίνονται στέρεα σαν το ατσάλι. Λάμπουν σαν το ζαφείρι και το ρουμπίνι. Τό μυστικό τό πήρεν από τη Φλάντρα ο ζωγράφος Αντωνέλλο ντί Μεσσίνα καί, γυρίζοντας στην Ιταλία, το εμπιστεύθηκε στον αγαπημένο του μαθητή Βενετζιάνο. Μα τον εξόρκισε να μην το πη σε κανένα μέχρι τάφου. Κι ο Βενετζιάνος έκρινε την υπόσχεσή του ιερή και την κράτησε. Λοιπόν δεν έχασε άδικα τον ύπνο του ο Καστάνιο!… Δεν κυλιέται στο στρώμα του, δεν πίνει κρασί και δεν αδυνατίζει χωρίς λόγο. Συλλογιέται πως καμμιά ραδιουργία δε μπορεί να φέρη γιατρειά εδώ… Εδώ χρώματα παλεύουν με χρώματα, ύλη με ύλη, επιστήμη μ’ επιστήμη. Το αυγό κ’ η κόλλα πού μεταχειρίζεται αυτός είναι ξερά καί σκοτεινά μπροστά στο θαυμαστό βερνίκι του Βενετζιάνου… Κάθε φορά που τιναζόταν απ’ το λιγοστόν ύπνο του, μιά φωνή τούλεγε: «Το μυστικό! Να μάθης το μυστικό!» Και πάλι στο καπηλιό που ζωγράφιζε χαμάληδες και ζητιάνους, στο δρόμο που παρακολουθούσε γριές και σακάτηδες, στο νοσοκομείο που μελετούσεν αρρώστους και πεθαμένους, η ίδια φωνή τον κυνηγούσε: «Χάνεις το είναι σου! Η δόξα σου φεύγει! Πρόφτασε» «Θα πάω να τον δω!» είπε μια μέρα.Καί ξεκίνησε. Αυτός. Ο Καστάνιο! Να τρέχη νά ιδή τόν άντίπαλό του!…
Δέκα θάνατοι ήταν τα πρώτα δέκα του βήματα. Μα έπειτα το πήρεν απόφαση. Έφτασε. Στήν Αγία Μαρία των Χαρίτων, μικρή εκκλησία ένός άρχοντα, μέσα σέ βαθύ κήπο, τό μαστορόπουλο ήταν στήν πόρτα και μ’ ένα λεπίδι έξυνε από επιφάνεια λεπτόν ξύλου κάτι χρώματα πηχτά.Ο Καστάνιο τα κοίταξε κάμποση ώρα.Έπειτα ζήτησε το ζωγράφο. « Είναι μέσα ο δάσκαλός μου », είπε τό παιδί, « κ’ εργάζεται τη Γέννηση του Χριστού.» «Ήθελα νά τον ιδώ, νά του παραγγείλω μιά εικόνα.» «Ο δάσκαλος είναι στους ορισμούς σου», απάντησε το παιδί « έγώ πηγαίνω νά φέρω ένα εργαλείο, καθώς μέ διάταξε.» Και τράβηξε πρός την πόλη το μαστορόπουλο. Ο Καστάνιο το παρακολούθησε με τα μάτια ως που χάθηκε. Έπειτα μπήκε στην εκκλησιά. Γονάτισε. Σταυροκοπήθηκε μ’ εύλάβεια και αργά πλησίασε στο μέρος, όπου, κοντά στο καθαρό φως, πού χυνόταν απ’ τό παράθυρο, σκυμμένος ο ζωγράφος εδούλευε. « Δέ γνωρίζω τήν τέχνη, δάσκαλε », τού είπε «και πρώτη φορά βλέπω από κοντά να ζωγραφίζουν. Μα είναι θαυμάσια τέχνη! Πώς φέγγει τό παιδάκι στό σπήλαιο! Τί ευγενικά σχήματα στο φτερούγισμα τών αγγέλων! Εκείνος που βλέπει τέτοια ζωγραφιά, γίνεται βοσκός στη Βηθλεέμ.» Ό,τι είπε το πίστευε. Τον δάγκωναν αυτά που έλεγε, μα τυ ύπαγόρευεν η συνείδησή του.Έπρεπε κάτι να πή, για να δικαιολογήση την περιέργειά του — κ’είπε τη φαρμακερήν άλήθεια. Η ομορφιά της εικόνας τόν τάραξε. Γιατί κι αυτός, μέ τόσες σπουδές, δε μπορεί να φτάση στις αγνές και τις παρθενικές φαντασίες; Στο φανερό βρίζει την αρετή και την ευγένεια. Μά στο κρυφό καίγεται που δεν τάχει. Τί κρυφά δαγκώματα! Τι κόλαση! Πώς ζηλεύει τους έχθρούς του! Πώς ξέρει τί του λείπει και πόσο μάχεται με τη φύση, που τον έκαμεν όπως είναι! Πώς ήθελε να υψωθή απ’τα καπηλιά τής Φλωρεντίας ως που να ζωγραφίση ένα τέτοιο Ώσαννά; «Καστάνιο», του είπε ή φωνή μέσα του, «είσαι χαμένος!» Ό Βενετζιάνος σήκωσε το κεφάλι προς τον ξένο, τον χαιρέτησε, χρωμάτισε το πινέλο του και σταμάτησε μιά στιγμή, κοιτάζοντας κι αυτόν και την εικόνα. «Είναι τολμηρό», είπεν ο Καστάνιο, «να μιλούμε για ζωγραφιές εμείς οι ανίδεοι, μα λέγω εκείνο που αισθάνομαι.» Ο Βενετζιάνος τον κοίταξε με γλυκό χαμόγελο και συμπάθεια. «Ω!» απάντησε. «Αυτοί πού δεν ξέρουν την τέχνη δε βλέπουν τάχα καλύτερα; Πόσο θολωμένη πρέπει νάναι η κρίση εκείνων που την κατέχουν!Εγώ συμβουλεύομαι συχνά τα μαστορόπουλα και τους νεωκόρους για νά φωτιστώ.» Κ’έσκυψε πάλι πρός την εικόνα. Τί θέση! Ο διάβολος την ετοίμασε! Ανάθεμα την ώρα! Ο Καστάνιο, καθώς ήταν πίσω απ’το ζωγράφο, του βύθισε στον ώμο ένα μαχαίρι από κείνα που δέ βγαίνουν ύστερα.
— Θεέ φύλαττε! μουρμούρισεν ένας καλόγερος κάνοντας το σημείο του σταυρού.
— Στον τόπο. Ο καϊμένος ο Βενετζιάνος ξαπλώθηκε στα πόδια του καβαλέτου χωρίς πνοή. Οι άγγελοι, οι ίδιοι άγγελοι που είχε ζωγραφίσει, πήραν την ψυχή του και, ψάλλοντας μελωδίες θαυμάσιες, την οδήγησαν στον Κύριο ν’ ανταμειφθή. Το μαστορόπουλο δε γύρισεν ακόμα. Ο Καστάνιο άρπαξε κάτι χρώματα, τα τύλιξε σ’ ένα πανί και, χωρίς να τον νοιώσουν, έφυγε στο ατελιέ του, ανυπόμονος να μάθη το μυστικό. Δεν έμαθε τίποτα. Ικανοποίησε μόνο την άθλια (ρύση του κ’ εφάρμοσε το αξίωμά του, πως το έγκλημα είναι ένα με την τέχνη. Έτσι πίστευαν κι άλλοι τεχνίτες τον καιρό εκείνο. Μα είν’ αλήθεια πως η ραδιουργία και το ταπεινό αίσθημα είναι δικαιολογημένα στον τεχνίτη; Αυτό το βρήκαν οι ταπεινές φύσεις, όσες καταφεύγουν στην τέχνη για να ομορφήνουν μ’ αυτή τα χυδαία των ένστικτα.Η τέχνη είναι ένα με την αρετή. Ο σκοπός και των δυο είναι το θείο. Για τούτο κι ο Αντρέας Καστάνιο τιμωρήθηκε… Θα πης: Πώς τιμωρήθηκε; Μέ παραλυσία μήπως; Όχι. Με την ίδια ζωγραφική και με τον ίδιο το χαρακτήρα του. Η θεία πρόνοια τον άφήκε να ζήση πολύ ακόμα, γερός και χεροδύναμος, χωρίς να χάση τη Φήμη του. Μα τον καταδίκασε να ζωγραφίζη τα αντικείμενα όπως είναι! Σύμφωνα προς αυτή την κατάρα, οι θρησκευτικές εικόνες που αφήκε δέρνονται μέσα στην πραγματικότητα γεμάτες σκαμμένα και βαθουλωμένα πρόσωπα, ταραγμένα, γυμνά σώματα, όπου οι μυώνες και οι τένοντες και τα σχήματα των οστών ξεπετούν ένα προς ένα. Τρικυμισμένη ανατομία και δυστυχισμένη αλήθεια, που δε μπορεί να φτάση λιγάκι απάνω από τη γη! Ούτε μια αχτίδα γαλήνης καί προσευχής σ’ αυτό το έργο! Τίποτα! Μόνο σπασμοί. Έτσι τιμωρήθηκεν η ταπεινή φύση του τεχνίτη αυτού, που νόμιζε πως ο σκοπός της τέχνης είναι αυτός ο ίδιος, σαν νάθελε να γένη αρχηγός ολόκληρης γενεάς τέτοιων μικράνθρωπων, από κείνους που θέλουν την θείαν ικανότητα της καλλιτεχνίας υπηρέτρια καλά καί σώνει του μικρού των πάθους, κι όταν δε σκοτώνουν με το μαχαίρι, λερώνουν με την κακολογία. Ο Καστάνιο πέθανεν εβδομήντα τεσσάρων χρόνων μέσα σε σπασμούς — όπως τα ζωγραφίσματά του. Την τελευταία στιγμή, βλέποντας πως ο κόσμος τούτος έχει τέλος, είπε: « Μάθετε πώς εγώ έσκότωσα τον αγγελικό εκείνο Βενετζιάνο – από αδυναμία να είμαι σαν αυτόν!»
Απόσπασμα από το διήγημα “Θεία τιμωρία”
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα