Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν μιά ψηλή λεπτή ιτιά και δίπλα της ένας γεροδεμένος πλάτανος. Αυτά τα δύο δέντρα είχαν γεννηθεί μαζί και μεγαλώσει πλάϊ-πλάϊ. Αυτά έβλεπε ο ήλιος όταν χάραζε την αυγή αυτά αποχαιρετούσε όταν πήγαινε στη δύση.
Στα κλαριά τού πλάτανου μαζεύονταν όλα τής ρεματιάς τα πουλιά και στην λεπτόκορμη ιτιά τα πιό χαριτωμένα ζούδια. Στις ρίζες τους, ένα ρυάκι έτρεχε με γάργαρο νερό και τα δρόσιζε, και όταν φυσούσε ο άνεμος, και η ιτιά έτρεμε, άπλωνε ό πλάτανος ένα μεγάλο κλαρί και το πέρναγε γύρω από τον κορμό της και την στήριζε γερά.
Αητή τη συναδελφοσύνη την αγαπούσαν όλα τα ζώα τού κάμπου και τής βουνοπλαγιάς. Όταν πήγαιναν στο ρυάκι να πιούν νερό κοίταζαν με τρυφερότητα τα δύο δέντρα.
Μόνο οι αλεπούδες χαμογελούσαν πονηρά κι όλο κάτι ψιθύριζαν σε όλους. Μα κανένα από τα ζώα δεν έδινε σημασία και ήταν όλα ευχαριστημένα, γιατί κάτω από τον ίσκιο τους έβρισκαν πάντα δροσιά και φιλοξενία. Και τα χρόνια περνούσαν κι η ρεματιά ζούσε ήσυχα τη ζωή της. Τα δύο δέντρα είχαν την εκτίμηση και το σεβασμό τού κάμπου. Μια παραμονή Χριστουγέννων το χιόνι είχε πέσει αποβραδίς και τα είχε κάνει όλα κατάλευκα. Η ιτιά ντύθηκε με τα άσπρα της κι όπως γέρναν τα κλαδιά της βαρειά-βαρειά από το χιόνι, έμπιαζε με καλοντυμένη νυφούλα που ήταν έτοιμη να πάει στην εκκλησία. Ο πλάτανος γύρισε και την κοίταξε με αγάπη, έτσι όμορφη που ήταν και τα ζωάκια την καλημέρισαν και τής είπαν γεμάτα θαυμασμό:
-Όμορφη που είσαι με τα πέπλα σου σήμερα, λυγερή ιτιά !!!
Εκείνη τίναξε λίγο χιόνι απ’ τα κλαριά της και τα ευχαρίστησε:
-Είστε φίλοι μου πολύ ευγενικού και σας ευχαριστώ !!!
Πάνω στην ώρα ήρθαν κι οι δύο πονηρές αλεπούδες. Μόλις την είδαν έτσι όμορφη κι ευτυχισμένη, δεν κρατήθηκαν και τής είπαν:
-Τι κρίμα κυρά Ιτιά μου, που δεν φόρεσε ο Πλάτανος τα γαμπριάτικά του. Θα είσαστε καλό ζευγάρι. Εσύ χαμηλοβλεπούσα κι αυτός έτσι πελώριος και χοντρός που είναι, και γέλασαν περιπαιχτικά.
Ο πλάτανος θύμωσε, άπλωσε τα κλαριά του χαμηλά και όπως έφευγαν οι αλεπούδες απρόσεκτα, μπερδεύτηκαν κι έπεσαν κάτω. Ήταν πολύ αστε’ιες έτσι που προσπαθούσαν να ξαναφτιάξουν τις τσαλακωμένες τους ουρές, ενώ τα ζωάκια γύρω τους γελούσαν.
-Έννοια σου κυρ Πλάτανε και θα σε φτιάξουμε εμείς, είπαν κι έφυγαν θυμωμένες από το ρέμα και τράβηξαν για το χωριό να πάνε σα κανένα ξεμοναχιασμένο κοτέτσι να ξεπουπουλιάσουν καμιά πουλάδα. Έτσι σταμάτησαν στο πιό μικρό κοτέτσι έξω από το χωριό.
Σε λίγο φάνηκαν τρείς χωρικοί προς το μέρος τους. Ο μπαρμπα-Θανάσης ο μελάς, ο μαστρο-Σπύρος ο μπαλωματής κι ο γερο-Στάθης ο βοσκός, που είχε καμιά δεκαριά αρνάδες και τις έβοσκε στα ριζοβούνια γιατί δεν τον κρατούσαν τα πόδια του να πάει ψηλά στις κορυφές. Ήταν απορροφημένοι από την κουβέντα τους και δεν τις πρόσεξαν, που είχαν ζαρώσει πίσω από μία στοίβα ξύλα. Το θέμα που κουβέντιαζαν ήταν σοβαρό. Είχαν βγεί να πάνε να βρούνε κατάλληλα ξύλα για το πάντρεμα τής φωτιάς. Έπρεπε να είναι το ένα σφεντούλι και το άλλο από κέδρο και να κόψουν καμιά αγριογκορτσιά για το χριστόξυλο. Τούτα λέγανε οι τρείς φίλοι και σταμάτησαν μπροστά από την ακλύβα τού γερο-Στάθη, γιατί είδαν να έρχονται τα ραγκατσάνια* (*μασκαράδες με προβιές), να πούν τα κάλαντα. Αγαπούσαν αυτόν τον ψηλό γερο-βοσκό με την αγαθή καρδιά τα παιδιά που πάντα κάτι τούς φίλευε.
-Να τα πούμε παππού; είπαν μ’ ένα στόμα.
-Να τα πείτε λεβέντες μου, είπε ο παππούς και άνοιξε το φτωχικό του και πέρασε μέσα η παρέα και τα παιδιά κι άρχισαν τα καλαντίσματα.
«Αυτά τα σπίτια τα καλά, τα βλάχικα κονάκια,
με τις αυλές, με το κλαρί και στο καρδάρι γάλα,
να’ χουνε χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
να’ χουνε ζευγάρια είκοσι και δεκαοκτώ φοράδες,
να’ χουνε γελάδες εκατό κι αμπάρια φορτωμένα,
να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μη λείπουν,
κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν να τρώνε, να κοιμούνται.
Κι από χρόνου!!!» , είπαν τα παιδιά και πήραν για τ’ άσπρισμα* (*δώρο,μπουναμάς) μια μυτζήθρα φρέσκια και δύο αυγά από τις κότες που είχαν έρθει να ξεπουπουλιάσουν οι αλεπούδες, κι ύστερα τρέχοντας φύγανε για το χωριό.
Τότε βγήκανε κι οι φίλοι μας να πάνε να κόψουν ξύλα. Πήραν και τα ζά τους μαζί και ξεκίμησαν. Οι πονηρές αλεπούδες που είχαν ανθρώπινη λαλιά γιατί ήταν Χριστουγεννα, είπαν φωναχτά.
-Τα ξύλα που ζητάτε θα τα βρείτε στο ρέμα. Εκεί θα δείτε το πάντρεμα στα δέντρα!
Οι τρείς φίλοι κοιτάχτηκαν
-Τ’ άκουσες; Ρώτησε ο μπαρμπα-Θανάσης ο μελάς.
-Τ’ άκουσα, είπε ο μαστρο-Σπύρος ο τσαγκάρης.
-Λόγια πονηρά, είπε ο γερο-Στάθης ο βοσκός, μη τ’ ακούμε και πάμε στο Ριζόβουνο, εκεί έχει αγριογκορτσιές.
Οι άλλοι όμως δεν τον άκουσαν.
-Σ’ ακούσαμε, είπαν, αλλά θα πάμε εκεί που λέει το κάλεσμα. Έτσι κίνησαν και φτάσανε στο ρέμα. Μόλις είδαν το αγκάλιασμα των δέντρων πισωπλατήσανε.
-Τί είναι τού το σημαδιακό..., είπαν. Καλύτερο πάντρεμα τής φωτιάς δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Και πριν προφτάσει ο γερο-Στάθης να πεί κουβέντα, σήκωσαν τα τσεκούρια τους και δίνουν μιά στην κατάλευκη ιτιά και την ξαπλώνουν κάτω. Ύστερα κόψαν τού πλάτανου το κλαδί που ήταν γύρω της και τα φορτώνουν στα ζώα τους και γυρίζουν στο χωριό τους. Έξω απ’ το σπίτι τού κυρ Στάθη στάθηκαν, ξεφόρτωσαν τα κλαριά τού πλάτανου και την λεπτή ιτιά κι άρχισαν να την κόβουν μικρότερα κομμάτια. Ξεχώρισαν από δυό τού καθενός κι ένα μεγάλο κομμάτι από τον κορμό τής ιτιάς για το χριστόξυλο. Ύστερα πήρε ο καθένας το μερίδιο του και τράβηξαν για τα σπίτια τους.
Ο γερο-Στάθης κοίταξε το κομμάτι τής ιτιάς έτσι όπως ήταν κομματιασμένο και κακοκαρδίστηκε.
-Τί σού κάναμε κυρά μου, είπε. Τί ήταν τούτη η συμφορά που κάναμε στη χάρη σου; Θα μας συγχωρέσεις άραγε ποτέ; Και σκούπισε ένα δάκρυ που’τρεξε...
Μετά πήρε τα δυό ψηλά κλαριά για το πάντρεμα τής φωτιάς και μπήκε στο καλύβι του. Έβαλε το κούτσουρο όπως ήταν το έθιμο πάνω σ’ ένα πολύχρωμο σαμαρόσκουτο, το στόλισε με καρύδια και με αμύγδαλα, τού έδεσε και μιά τούφα άσπρο μαλλί και γύρισε και το κοίταξε λυπημένος.
-Ας είναι κυρά Ιτιά μου για το καλό, να διώξεις και τα κατσιβέλια* (*καλλικαντζάρια) που θα ’ρθουν.
Άναψε ύστερα ξυλάκια γύρω του για προσάναμα, να πιάσει το κούτσουρο καλά και να σιγοκαίει τις 12 μέρες, όσο θα κρατούσαν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Ύστερα πήρε το κλαρί τού πλάτανου και τής ιτιάς, τα έπλυνε με κρασί και λάδι και τ’ άφησε πάνω στο χριστόξυλο να καούνε.
Έπειτα έβγαλαν ένα αναστεναγμό σαν να πονούσαν κι ύστερα πέταξαν μιά γαλάζια φλόγα που πήγε ίσα στο τζάκι, χωρίς να χωριστεί. Δεν έβγαλε καμιά σπίθα και όπως κοίταζε ο γερο-Στάθης, τούτο το παράξενο, είδε μες στη γαλάζια φλόγα δύο λεπτές μορφές αγκαλιασμένες και λυπημένες. Έκανε γρήγορα τον σταυρό του.
-Χριστέ μου, που γεννιέσαι απόψε, είπε, τί είναι τούτο που βλέπουν τα μάτια μου; Οι ψυχούλες των δέντρων ζωντάνεψαν. Τί θα κάνω τώρα; Τί θέλετε παιδιά τής γής; Τί ήταν τούτο το κακό που σας κάναμε;
Τότε οι ψυχούλες απάντησαν με μιά γλυκιά φωνή:
-Πάρε μας από’δώ, γερο-Στάθη, και φύτεψέ μας στη ρεματιά. Ύστερα ρίξε μας λίγη στάχτη από το χριστόξυλο, κι ο Θεός είναι με τούς καλούς...
Ο γερο-Στάθης σηκώθηκε, πήρε τα κλαριά και πήγε στη ρεματιά. Τα φύτεψε κι έριξε τη στάχτη απ’το χριστόξυλο. Ύστερα τράβηξε για την καλύβα του, να προσευχηθεί να τον συγχωρέσει ο Θεός για το κακό πού έκανε στα δυό δέντρα.
Κι ενώ ο γερο-Στάθης προσευχόταν, οι δυό αλεπούδες χαρούμενες για το κατόρθωμά τους πήγαν στη ρεματιά να κοροίδέψουν τον πλάτανο. Τον είδαν κουτσουρεμένο, χωρίς το δυνατό κλαρί του, να έχει τα κλαριά του πεσμένα, να στάζει ολόκληρος από το κλάμα και να ποτίζει τα δύο νεοφυτεμένα κλωνάρια, κι άρχισαν να γελούν δυνατά.
«Χι,χι,χι.....». Δεν γέλασαν όμως πολύ. Το τσοπανόσκυλο τού γερο-Στάθη που τίς πήρε μυρουδιά τίς έστησε καρτέρι κι όπως φεύγανε αυτές κοροϊδεύοντας τίς άρπαξε από τις ουρές και τούς τις έκοψε σύριζα και τίς άφησε κολοβές, να γυρίζουν και να κλαίνε ντροπιασμένες.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα που άνοιξαν οι ουρανοί, είδαν όλα όσα γίνηκαν στη γη κι άκουσαν την προσευχή τού γερο-Στάθη τού βοσκού, κοίταξαν με αγάπη το παράπονο τού πλάτανου κι ευλόγησαν τα δυό κλαριά. Σαν ξημέρωσε η αυγή, όλα τα ζούδια τής ρεματιάς είδαν περίεργα δύο νέα δέντρα πανέμορφα και τρυφερά να έχουν φυτρώσει στη σκιά τού πλάτανου κι αυτός να έχει απλώσει τα κλαριά του και να τα προστατεύει.
Οι χωρικοί που είχαν παντρέψει κι αυτοί τα δύο κλαριά είδαν πως κανένα κλαράκι δεν κάηκε. Τα μάζεψαν λοιπόν και πρωϊ-πρωϊ κατέβηκαν στη ρεματιά να τ’ αφήσουν κάτω από τον πλάτανο. Τότε είδαν το παράξενο και σταυροκοπήθηκαν,
-Ημέρα αγάπης! Ψιθύρισαν και χάϊδεψαν τα δυό νεοβγαλμένα δέντρα.
Τούς βάλανε γύρω-γύρω πασάλους να μην πάει κανένα ζούδι και τα φάει κι ύστερα τούς κρέμασαν στα τρυφερά κλαδιά τους καρύδια και αμύγδαλα και είπαν να μην ξαναπαντρέψουν πιά δέντρα. Μόνο να τα στολίζουν, να τα καμαρώνουν και στο τζάκι μόνο ξερά κλαδιά θα παντρεύουν.
Από τότε ζήσαν όλοι ευτυχισμένοι κι έγιναν τα δύο δέντρα γερά και δυνατά κι είχαν δύο κορμούς και μιά ρίζα κι όλοι οι αγαπημένοι πήγαιναν και κόβαν πλατανόφυλλα και φύλλα ιτιάς και στολίζανε τα νυφιάτικα τραπέζια τους κι αυτό το στόλισμα τούς έφερνε ευτυχία σ’ όλη τους τη ζωή.
The Mythologists
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.