Κάποιες φορές μου ‘ρχεται να δακρύσω, μόνο επειδή νιώθω τη χαρά της ύπαρξης.
Δεν συμβαίνει μετά από συνειδητή προσπάθεια. Ούτε επειδή έχω λύσει όλα τα προβλήματα μου, επειδή κάτι πολύ ευχάριστο μου έχει συμβεί ή επειδή πέτυχα όλους τους στόχους μου.
Είναι κάποιες σπίθες που φωτίζουν για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα λεπτά, τη χαρά της ύπαρξης, σαν να αντιλαμβάνομαι πόσο σπουδαίο και μοναδικό είναι να υπάρχεις.
Μου συνέβη σήμερα, όταν είδα ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι ν’ αφήνουν το τραπέζι όπου κάθονταν οι γονείς τους, και ν’ ανεβαίνουν στα σκαμπό του μπαρ, σαν παιχνίδι, λες και ήταν ζευγάρι. Μου ήρθε τότε στο μυαλό μια σκηνή απ’ τη παιδική μου ηλικία, πέντε χρονών θα ήμουν, όταν είχα κάνει το ίδιο με το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα.
Σκέφτηκα πόσο τυχερός είμαι που υπήρξα σ’ αυτό τον κόσμο κι ύστερα, καθώς βγήκα στο μπαλκόνι του καφέ, είδα τον ήλιο να διαλύει τα σύννεφα και να καθρεφτίζεται στη θάλασσα, τυφλώνοντας μας.
Μπήκα μέσα του, έκλεισα τα μάτια και σήκωσα το πρόσωπο ψηλά.
Ήταν ζεστός, τόσο ευεργετικός μετά την υγρασία και τη συννεφιά των προηγούμενων ημερών.
Και τότε ένιωσα αυτή τη χαρά της ύπαρξης. Χωρίς προσμονές, ελπίδες και φόβους. Μόνο ευγνωμοσύνη για τη στιγμή, για τη ζωή.
Θα ήθελα να μπορούσα να περιγράψω καλύτερα αυτό το συναίσθημα, αυτή την αίσθηση, αλλά μάλλον είναι κάτι που μόνο να το νιώσεις εσύ ο ίδιος μπορείς.
Ίσως να έπρεπε να πω ότι ο χρόνος σταμάτησε, ότι δεν σκεφτόμουν τίποτα, ότι το μυαλό μου είχε αδειάσει. Όμως, καθώς το γράφω, αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν κάποια απώλεια (χρόνου-αισθήσεων-σκέψης-συνείδησης) ούτε κάτι αντίθετο, όπως πλήρωση (χρόνου-αισθήσεων-σκέψης-συνείδησης).
Δεν ήταν καν κάτι σπουδαίο, μια αποκάλυψη, η Φώτιση, η ενόραση των πάντων, το νόημα της ζωής ή το μυστικό συστατικό της μυστικοσυστατικόσουπας.
Ίσως να ήταν κάτι που έχω ζήσει άπειρες φορές, αλλά προσπέρασα χωρίς να του δώσω σημασία. Ίσως να είναι κάτι που όλοι ζούμε και προσπερνάμε χωρίς να το απολαύσουμε.
Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν, τώρα, αργά το βράδυ, και το μόνο που καταφέρνω είναι να αναρριγήσω και να χαμογελάσω.
Σαν να είσαι βαθιά ερωτευμένος και να βλέπεις ξαφνικά (και αναπάντεχα) το πρόσωπο του ανθρώπου σου. Όμως εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, υπήρχε μόνο έρωτας, για τον ήλιο, για την κάθε ανάσα, για τη ζωή, για την ύπαρξη.
Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, όπως το συναίσθημα του μεγαλείου που νιώθει ο ήρωας, ο μάρτυρας, ο άνθρωπος που θυσιάζεται για να σώσει ό,τι πιστεύει κι αγαπά.
Ούτε η ανυπέρβλητη αγάπη για το παιδί σου, το πάθος για τον εραστή σου, η περηφάνεια για τα επιτεύγματα σου, η οργή για τους εχθρούς σου.
Δεν ήταν μεγάλο, το ξαναείπα. Ήταν αμεληταίο, σαν μια σπίθα, κι ίσως γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να το αντιληφθείς.
Είναι σαν το πέταγμα μιας νυχτοπεταλούδας γύρω απ’ το φως, σαν τη διαφορά απόχρωσης που έχει η μπροστινή και η πίσω πλευρά των φύλλων, σαν εκείνο το δευτερόλεπτο σιγής μέσα στο συνεχή ήχο απ’ τον αυτοκινητόδρομο.
Δεν ήταν ο «θεός των μικρών πραγμάτων», δεν ήταν κάτι θεϊκό ούτε ως μικροπράγμα, ως λεπτομέρεια.
Ίσως να ήταν το φόντο, το υπόβαθρο όλων.
Σαν να βρίσκεσαι μπρος σ’ ένα πίνακα απερίγραπτου μεγαλείου, ομορφιάς και φρίκης. Να υπάρχουν οι κεντρικές μορφές κι οι άλλες οι μικρότερες, οι λεπτομέρειες, απειροελάχιστες κάποιες. Κι όλα ν’ αποτελούνται από κουκίδες φωτός και χρόνου. Αλλά για μια στιγμή να μπορείς να αντιλαμβάνεσαιτον καμβά, όχι τις αναπαραστάσεις πάνω του, αλλά τον ίδιο τον καμβά, το υλικό της ύπαρξης.
Ή κάτι σαν εκείνες τις τρισδιάστατες εικόνες που κοιτάζαμε κάποτε. Που στην αρχή έμοιαζαν ασυνάρτητα σχέδια, αλλά αν αλληθώριζες μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, που κανείς δεν μπορούσε να σου διδάξει, έβλεπες άξαφνα να ξεπηδάει μια τρισδιάστατη φάλαινα.
Και τότε γελούσες κι έλεγες: «Ουάου! Το είδα!»
Όμως το χαρτί ήταν δισδιάστατο, ο εγκέφαλος σου «έβλεπε» την τρίτη διάσταση.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να το προσπαθήσω. Δεν γίνεσαι πιο έξυπνος ούτε πιο ευτυχισμένος ούτε πλησιάζεις τον θεό (όπως μπορείς να το ορίσεις αυτό).
Κι ούτε νομίζω ότι μπορείς να το διδάξεις (και γιατί να το κάνεις άλλωστε;)
Μόνο αναρωτιέμαι: Αν μπορούσα να νιώθω πιο συχνά αυτή τη «χαρά της ύπαρξης», αν κατάφερνα να τη κάνω κανόνα κι όχι εξαίρεση, τι θα συνέβαινε;
Θα γινόμουν τρελός κι αδέσποτος, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πάρει μέρος στην πραγματικότητα όπως τη ζούμε; Ένας «άγιος» αποκλεισμένος στο κελί του (αγιορείτικο, ψυχιατρικό, καλλιτεχνικό, αστυνομικό);
Μήπως όλοι αυτοί οι «παραβάτες» (κάθε είδους) δεν είναι τίποτα άλλο από ανθρώπους που δεν μπορούν να δουν και ν’ απολαύσουν τα χρώματα του καμβά, τις λεπτομέρειες και τις κεντρικές φιγούρες, αλλά απορροφούνται απ’ τον ίδιο τον καμβά;
Μήπως όλοι αυτοί που αποκαλούμε τρελούς, αυτοί που κάποτε χαρακτηρίζονταν προφήτες, αυτοί που άλλες φορές φυλακίζονται ως επικίνδυνοι για την κοινωνία, μήπως αυτοί που μπορούν να δουν κάτι που εμείς δεν βλέπουμε;
Πόσοι τρόποι υπάρχουν να ζήσεις μια ζωή και πόσες ζωές χωρούν σε κάθε τρόπο;
Αδυνατώ να απαντήσω. Μόνο αναρωτιέμαι. Και απολαμβάνω. Έστω για λίγο.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.